Η θεραπεία του παιδιού με το δαιμονικό πνεύμα, και, ο Ιησούς προλέγει για δεύτερη φορά το Πάθος και την Αναστασή Του – Ιερομ. Κοσμά Δοχειαρίτου.

Η θεραπεία του παιδιού με το δαιμονικό πνεύμα
(Ματθ. ιζ’ 14-21. Μάρκ. θ, 14-29. Λουκ. θ, 37-43).

Όταν ήρθε στους υπόλοιπους μαθητές, είδε πολύν κόσμο γύρω τους και γραμματείς να συζητούν μαζί τους. Αμέσως, μόλις όλος ο κόσμος είδαν τον Ιησού, θαμπώθηκαν κι έτρεχαν όλοι να τον χαιρετήσουν. Ο Ιησούς ρώτησε τους γραμματείς: «Τί συζητάτε μεταξύ σας;». Τότε ένας άνθρωπος, γονάτισε μπροστά του και του είπε: «Κύριε, σπλαχνίσου τον γιο μου, γιατί είναι επιληπτικός και υποφέρει».1 Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν». «Άπιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι;2 Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν. Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσος καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέψει. Αλλά
αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο.

Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;»3 Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».

ΣΧΟΛΙΑ

1 Τότε ένας άνθρωπος, γονάτισε μπροστά του και του είπε: «Κύριε, σπλαχνίσου τον γιο μου, γιατί είναι επιληπτικός και υποφέρει.
Ούτε το γένος, ούτε την πατρίδα, ούτε την θρησκείαν, ούτε την κατάστασιν εφανέρωσαν οι θεηγόροι Ευαγγελισταί του ανθρώπου, ο οποίος προσήλθε τω Ιησού, και κλίνας τα γόνατα αυτού, παρεκάλει αυτόν, ίνα ιατρεύση τον υιόν αυτού, όστις ήτο μονογενής, ως λέγει ο ιερός Λουκάς (Λουκ. θ’38)˙ εσιώπησαν δε ταύτα ως περιττά και ουδόλως ήσαν απαραίτητα προς την μεγαλουργίαν του θαύματος και την ψυχικήν ημών ωφέλειαν. Προσελθών λοιπόν ο πατήρ του παιδίου προς τον Ιησούν Χριστόν, γονυπετών παρεκάλει αυτόν, λέγων˙ Κύριε, ελέησον τον υιόν μου, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει. Τα δε πάθη του σεληνιασμού, τα υπό του Ευαγγελιστού Ματθαίου σιωπηθέντα, περιγράφει λεπτομερώς ο θείος Μάρκος, λέγων: «Και όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει, και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται» (Μαρ. θ’ 18)˙ ο δε θεηγόρος Λουκάς εις ταύτα προσθέτει και την κραυγήν, και τον αφρόν και τον σπαραγμόν˙ «Και ιδού το πνεύμα λαμβάνει αυτόν, και εξαίφνης κράζει, και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού» (Λουκ. θ’ 39).

Βλέποντας δε οι τότε άνθρωποι, ότι το πάθος τούτο συνέβαινεν, όταν η σελήνη ήτο πανσέληνος, επίστευον, ότι η σελήνη είναι το αίτιον του πάθους, δια τούτο σεληνιαζομένους ωνόμαζον τους τοιουτοτρόπως πάσχοντας. Η σελήνη όμως, λέγει ο θείος Χρυσόστομος, δεν είναι αιτία του σεληνιασμού, «άλλ’ οι δαίμονες, επιτηρούντες τους καιρούς της σελήνης, εν πανσελήνω επετίθεντο τοις ανθρώποις, όπως δείξωσι τα έργα του Θεού αίτια της αυτών πονηρίας, και ούτω, διαβάλλωσιν οι άνθρωποι τον δημιουργόν». Σημείωσαι δε, ότι πολλήν έχει ομοιότητα ο σεληνιασμός μετά της ασθενείας, ήτις υπό των ιατρών ονομάζεται επιληψία˙ διότι, όσα γράφουσιν οι δύο Ευαγγελισταί περί τούτου του σεληνιαζομένου, βλέπομεν αυτά έως της σήμερον εις τους επιληπτικούς. Και οι μεν ιατροί διϊσχυρίζονται, ότι η επιληψία είναι ασθένεια φυσική, καθώς ο πυρετός, και τα σπασμώδη, και στερικά, και άλλα πάθη˙ μάλιστα μερικοί εξ αυτών δια της Ιατρικής τέχνης ιάτρευσαν, ως λέγουσι, μερικούς επιληπτικούς εξ όσων δε ιστορούσιν οι Ευαγγελισταί είναι φανερόν ότι το
δαιμόνιον εβασάνιζε τον σεληνιαζόμενον.

Ποίον δε άραγε είναι το αληθές; Πρώτον μεν βλέπομεν, ότι οι επιληπτικοί πάσχουσιν όχι μόνον, ότε η σελήνη είναι πανσέληνος, αλλά και άλλοτε˙ και μερικοί μεν σπανίως, άλλοι δε πολλάκις πίπτουσιν˙ άλλοι μόνον καθ’ εκάστην εβδομάδα, άλλοι καθ’ έκαστην ημέραν, τινές δε και πολλάκις της ημέρας˙ όθεν φαίνεται, ότι άλλο πάθος είναι ο σεληνιασμός και άλλο η επιληψία, έστω και αν έχωσιν ομοιότητα. Δεύτερον δε, ότι, και αν υποθέσωμεν, ότι ο σεληνιασμός είναι επιληψία, και επομένως φυσική ασθένεια, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δαίμων δεν εβασάνιζε δια της τοιαύτης ασθενείας τον ιστορούμενον υπό του σημερινού Ευαγγελίου˙ διότι ο διάβολος κατά θείαν συγχώρησιν γίνεται πρόξενος διαφόρων φυσικών αρρωστημάτων, δια να βασανίζη τον άνθρωπον. Η κώφωσις και η τυφλότης είναι ασθενήματα φυσικά, και όμως βλέπομεν, ότι ο δαίμων αυτά προεξένησεν εις τον κωφόν και τον τυφλόν, τους οποίους εθεράπευσεν ο Ιησούς Χριστός. «Και ιδού, λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, προσήνεγκαν αυτώ άνθρωπον κωφόν, δηλαδή άλαλον, δαιμονιζόμενον˙ και εκβληθέντος
του δαιμονίου, ελάλησεν ο κωφός (Ματθ. θ’ 32-33) και αλλαχού˙ «Τότε προσηνέχθη αυτώ δαιμονιζόμενος, τυφλός και κωφός˙ και εθεράπευσεν αυτόν, ώστε τον τυφλόν και κωφόν και λαλείν και βλέπειν» (Αυτ. ιβ’ 22). Και η ασθένεια δε του Ιώβ, και αν εφαίνετο φυσική, όμως ήτο πειρασμός και βάσανος του διαβόλου.

Φρόνιμοι λοιπόν και αξιέπαινοι είναι εκείνοι οι χριστιανοί, οίτινες, όταν ασθενήσωσι, προσκαλούσιν ευθύς όχι μόνον τον ιατρόν, ίνα χρησιμοποίηση της ιατρικής τα βότανα, αλλά και τον Ιερέα, ίνα προσφέρη τας υπέρ της υγείας αυτών ευχάς και δεήσεις.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης).

2 «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη!»
Ναι! Διεστραμμένη! Μη ζητήσετε, είπεν ο Κύριος, σύκα από τριβόλους και σταφυλάς από ακάνθας (Ματθ. 7, 16). Μη ζητήσετε με άλλους λόγους απλότητα και ευθύτητα και δικαιοσύνην και έλεος απ’ ανθρώπους, οι οποίοι εφόνευσαν εις το στήθός των την πίστιν. Και όμως ο κόσμος ήλπισεν από τα αντιχριστιανικά συστήματα, από τας ακάνθας ταύτας του Εωσφόρου, ήλπισε να τρυγήση… σταφυλάς, ν’ απολαύση καρπούς κοινωνικής ευδαιμονίας. Άλλ’ απιστία και αρετή δεν δύνανται να συνυπάρξουν, όπως το φως και το σκότος. Οι άθεοι, οι άπιστοι! Είνε ικανοί να σταυρώσουν την αλήθειαν, να διαπράξουν και τα στυγερότερα των εγκλημάτων και ανακηρύξουν ήρωας και ευεργέτας της ανθρωπότητος εκείνους, των οποίων αι χείρες στάζουν από αίμα απροστατεύτων γυναικών και αθώων νηπίων. Εις αυτό το σημείον της διαφθοράς καταντά ο άνθρωπος όστις έλαβε διαζύγιον από την πίστιν. Και τοιούτος ήτο κυρίως ο άνθρωπος του προηγουμένου αιώνος και των αρχών του 20ου αιώνος. Εδιδάχθη ο άνθρωπος αυτός την απιστίαν και εκαρποφόρησε τα απαίσια εγκλήματα προ των
οποίων θα φρικιά ο ιστορικός του μέλλοντος.

Και ήτο ο εγκληματίας άνθρωπος επιστήμων! Μήπως διπλωματούχοι των Πανεπιστημίων και των Ανωτέρων Σχολών της Γερμανίας, η οποία εκαυχάτο ότι κατέχει τα σκήπτρα της Επιστήμης εν Ευρώπη, δεν κατεσκεύασαν τους περιβοήτους εκείνους κλιβάνους του θανάτου, μέσα εις τους οποίους, με την στροφήν ενός ηλεκτρικού διακόπτου, απετεφρούντο χιλιάδες ανθρώπων, οι οποίοι δεν εδέχοντο να προσκυνήσουν την ψευδή θεότητα, το νέον είδωλον των Ναζί; Φόβος και τρόμος και φρίκη και ψεύδος και απάτη και εφυλισμός και παν είδος αδικίας, ιδού τι υπάρχει εις τον κόσμον των απίστων και των αθέων, ιδού τι ετρύγησεν η ανθρωπότης από την απιστίαν και αθεΐαν του αιώνα μας. (Ματθ. 17,17).
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).

3 Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;»
Ο παις εθεραπεύθη. Ο πατήρ του έφυγεν αγαλλόμενος. Δεν θα είχε πλέον τον υιόν του διαρκή πληγήν εν τη οικογενεία του, αλλά πηγήν χαράς και αγαλλιάσεως. Οι όχλοι εδόξαζον τον Θεόν. Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι ανεχώρησαν κατησχυμμένοι. Οι δε μαθηταί; Ώ! Αυτοί ήσαν οι αξιολύπητοι! Διότι αφ’ ης στιγμής δεν ηδυνήθησαν να εκβάλουν το δαιμόνιον, είχον καταληφθή υπό λύπης και αγωνίας. Ηγωνίων μήπως το χάρισμα, το οποίον είχε δώσει εις αυτούς ο Κύριος να εκβάλλουν δαιμόνια, απωλέσθη και δεν θα ηδύναντο πλέον να κάμνουν θαύματα. Να στερηθούν του χαρίσματος τούτου; Θα ήτο πολύ βαρύ. Δι’ αυτό πλησιάζουν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και ερωτούν˙ «Διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό;» Και ο Ιησούς απαντά˙ «Δια την απιστίαν υμών». Ήσαν άπιστοι οι απόστολοι; Όχι βεβαίως. Άλλ’ εις την προκειμένην περίπτωσιν, όπως και εις άλλας περιπτώσεις, δια τας οποίας τους ήλεγξεν ο Χριστός, η πίστις των ήτο τόσον αδύνατος ώστε μάλλον ήρμοζε να ονομάζεται απιστία ή πίστις. Δι’ αυτό ακριβώς και προσέθεσεν ο Κύριος, ότι εάν είχον πίστιν
θερμήν ως κόκκον σινάπεως, θα ηδύναντο και όρη ακόμη να μετακινήσουν εκ της θέσεώς των, δηλαδή, να πράξουν έργα ακατόρθωτα κατά κόσμον, όπως είνε η εκ νεκρών ανάστασις, και ακόμη μεγαλύτερον τούτου, όπως είνε η εκ της πλέον ασώτου και διεφθαρμένης ζωής ανάστασις του πεπτωκότος.

Τέλος, δια την πάλην προς εκδίωξιν ισχυρών δαιμονίων συνιστά ο Κύριος δύο ισχυρότατα όπλα, την προσευχήν και την νηστείαν. «Τούτο το γένος – λέγει – εν ουδενί εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία».
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).

***

Ο Ιησούς προλέγει για δεύτερη φορά το πάθος και την ανάστασί του.
(Ματθ. ιζ’ 22-23. Μάρκ. θ’ 30-32. Λουκ. θ’ 43-45)

Έφυγαν από κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από κει, γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν. Την τρίτη όμως ημέρα μετά τον θάνατό του θ’ αναστηθεί. Εκείνοι όμως δεν τα καταλάβαιναν αυτά τα λόγια. Το νόημά τους ήταν κρυμμένο για να μη το καταλάβουν, και φοβούνταν να τον ρωτήσουν ποια σημασία είχαν τα λόγια του.

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Δ. των Νηστειών: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, Περί επιμελείας των εσωτερικών λογισμών.

Κυριακή Δ. των νηστειών: το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., ο κεραυνός, λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Πρέπει να ορκιζόμαστε, ή όχι; – Χάρης Ανδρεόπουλος, Θεολόγος.
Κυριακή Δ. των νηστειών, μνήμη του Αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος: Συναξάριον, υμνολογική εκλογή.

Αγίου Ανδρέου Κρήτης – Μέγας κανόνας. Εισαγωγή, Κείμενο, Νεοελληνική απόδοση, Ξανθής Φ. Συριοπούλου.
Η μετάνοια κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος – ηχογραφημένη ομιλία του ομοτ. καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννου Κορναράκη (αρχείο ήχου, mp3).

Κυριακή Δ. των νηστειών, Οσίου Ιωάννου της κλίμακος: Συναξάριον, Ακολουθία, Χαιρετισμοί, Παρακλητικός Κανών.

Του Οσίου Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά – ομιλία ΙΒ’, εν τη τετάρτη της Αγίας Τεσσαρακοστής Κυριακή.

Κυριακή Δ. των νηστειών, του Αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου (videos).
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος – Λόγος 20-ος, περί Δειλίας.
Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος – Λόγος πρώτος, περί αποταγής.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.