Οι Αγιοι έξι χιλιάδες Οσιομάρτυρες, οι εκ Γεωργίας, (εορτάζουν την Τρίτη μετά το Πάσχα).

Η Θηβαΐδα της Γεωργίας.
Ο όσιος Δαβίδ Γκαρεντζέλι, μαθητής του θεοφόρου πατέρα μας Ιωάννου Ζενταζνέλι, ίδρυσε στην έρημο Γκαρεκντζί την περίφημη «Θηβαΐδα της Γεωργίας», δηλαδή μια μοναστική πολιτεία χιλιάδων ψυχών, κοιτίδα αρετής και αγιοσύνης, που φώτιζε με την πνευματική της αίγλη ολόκληρη τη χώρα των Ιβήρων από τον 6ο ως τις αρχές του 17ου αι. Τότε πια σβήστηκε από τους Πέρσες, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο φεγγοβόλος αυτός φάρος της Γεωργιανής Ορθοδοξίας.
Ο όσιος Δαβίδ ίδρυσε σε μια βουνοπλαγιά της Γκαρεντζί ένα μικρό μοναστήρι και οι μαθητές του στη συνέχεια άλλα έντεκα. Απ’ αυτά το πιο όμορφο και ευρύχωρο ήταν αφιερωμένο στην Ανάσταση του Χριστού. Το κατανυκτικό καθολικό του και η μακρόστενη τράπεζά του, με τα πέτρινα τραπέζια και καθίσματα, σώζονται μέχρι σήμερα και είναι ιστορημένα με υπέροχες τοιχογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Πάνω από τη μονή, στην κορυφή του βουνού, βρίσκεται ένα εκκλησάκι όμοιο με το ιερό κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου του Κυρίου. Εκεί μαζεύονταν κάθε χρόνο, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, χιλιάδες πατέρες της Γεωργιανής Θηβαΐδας, για να γιορτάσουν όλοι μαζί το «πανσεβάσμιον Πάσχα» και να πάρουν μέρος στη νυχτερινή αναστάσιμη λιτανεία.
«Σφάξτε τους!»
Το 1615, όπως είδαμε στο βίο της αγίας Κετεβάν, ο αιμοβόρος σάχης της Περσίας Αμπας Α’ (1586-1628) επιτέθηκε στη Γεωργία με μεγάλο στράτευμα, ερημώνοντας τη χώρα και σφάζοντας τους κατοίκους της. Αφού χόρτασε από χριστιανικό αίμα, αιχμαλώτισε τον ευσεβή βασιλιά της Κάρτλης Λουαρσάμπ Β’ που αργότερα μαρτύρησε για την πίστη του στο Χριστό.
Λίγο καιρό μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του, ο σάχης ξεκίνησε για κυνήγι στις στέπτες Καραγιάχ, κάτω από τη Γεωργιανή Θηβαΐδα. Τη νύχτα, λοιπόν, καθώς ονειροπολούσε ξαπλωμένος στη σκηνή του, είδε μακριά, σε μια κορυφογραμμή, να κινούνται πολυάριθμες φλογίτσες. Ήταν οι μοναχοί της Γκαρεντζί, που γιόρταζαν το Πάσχα και λιτάνευαν γύρω από τη μικρή εκκλησία, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες και ψάλλοντας χαρμόσυνα το «Χριστός ανέστη…».
-Τί φλόγες είν΄αυτές πάνω στο βουνό; Ρώτησε ο Αμπάς τους σωματοφύλακές του.
-Είναι μοναχοί της Γκαρεντζί, που γιορτάζουν το Πάσχα τους, αποκρίθηκαν.
-Τί; Μούγγρισε σαν πεινασμένο θηρίο ο σάχης. Υπάρχουν ακόμα ζωντανοί μοναχοί; Εγώ νόμιζα πως οι στρατιώτες μου τους είχαν ξεπαστρέψει όλους. Λοιπόν, ως το πρωί δεν πρέπει να ζει κανένας απ’ αυτούς. Σφάξτε τους! Ακούτε; Σφάξτε τους όλους! Ύστερα γκρεμίστε από τα θεμέλια και τις εκκλησίες τους και τα κελλιά τους και όλα τα κτίρια που χρησιμοποιούν!
Μερικοί από τους άνδρες του τόλμησαν να τον παρακαλέσουν:
-Λυπήσου τους, μεγαλειότατε! Κανέναν δεν πειράζουν. Απεναντίας μάλιστα, σ’ όλους τους κουρασμένους στρατοκόπους δίνουν φαγητό και νερό. Κι ύστερα, δεν μας προστάζει και ο Μωάμεθ να δείχνουμε έλεος σε τέτοιους ανθρώπους προσευχής;
-Πώς τολμάτε να μου αντιμιλάτε; Κραύγασε έξαλλος ο Αμπας. Θα γίνει αυτό που είπα! Αλλιώ…
Δεύτερη αντίρρηση δεν ακούστηκε. Ποιός ήθελε να χάσει το κεφάλι του; Ο θηριόψυχος αφέντης τους – το ήξεραν καλά – δεν χαριζόταν σε κανέναν. Έτσι, σε λίγη ώρα, ένα στρατιωτικό απόσπασμα κίνησε για τη μονή της Αναστάσεως.
Αγγελική προειδοποίηση.
Στο μεταξύ, πριν αρχίσει ο πασχαλινός όρθρος, άγγελος του Θεού εμφανίστηκε στον ιερομόναχο Αρσένιο, ηγούμενο της μονής της Αναστάσεως, και του είπε:
-Ο Χριστός σας καλεί όλους στα επουράνια σκηνώματά Του. Απόψε θα σας θερίσουν τα περσικά σπαθιά! Όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, ας φύγει, ας κρυφτεί. Όποιος δεν φοβάται το θάνατο, ας σφαγιαστεί και θα στεφανωθεί από τον Κύριο. Αυτό να πεις στους πατέρες, που έχουν μαζευτεί εδώ.
Και μ’ αυτά τα λόγια ο άγγελος έγινε άφαντος.
Ο π. Αρσένιος, κατάκαρδα λυπημένος, έπεσε σε συλλογή. Πώς να πει στους αδελφούς, που ήρθαν για να γιορτάσουν τη λαμπροφόρα Ανάσταση, ότι θα έβρισκαν πικρό θάνατο από τα ξίφη τν μωαμεθανών;…
Σε μια στιγμή μπήκε ο μοναχός που τον διακονούσε. Βλέποντάς τον ακίνητο, με το πρόσωπο χλωμό από την ψυχική οδύνη, ανησύχησε πολύ.
-Τί έχεις, γέροντα; Ρώτησε, πηγαίνοντας κοντά του. Μήπως είσαι άρρωστος;
-Αχ, παιδί μου!… Όχι…
-Τότε τί συμβαίνει;
Για λίγα λεπτά ο γέροντας έμεινε σιωπηλός. Ύστερα αναστέναξε βαθιά.
-Άγγελος Κυρίου μου εμφανίστηκε πριν από λίγο, είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Μου ανακοίνωσε πως όλοι οι πατέρες, που είναι εδώ, καλούνται στο ουράνιο δείπνο του Χριστού. Θα σφαχτούν απόψε από τους Πέρσες. Με πρόσταξε να τους το αναγγείλω. Όποιος θέλει, λέει, να σώσει τη ζωή του, είναι ελεύθερος να φύγει˙ όποιος όχι, θα πεθάνει. Δεν ξέρω, λοιπόν, τι να κάνω. Οι αδελφοί ήρθαν για να γιορτάσουν το Πάσχα, κι εγώ να τους πως ότι θα πεθάνουν με τόσο φρικτό τρόπο; Διστάζω…
-Μη διστάζεις, γέροντα! Αναφώνησε ο μοναχός. Ο Κύριος μας καλεί. Είναι δυνατό να μην πάμε κοντά Του; Πιστεύω πως δεν θα βρεθεί ούτε ένας αδελφός, που να μην επιθυμεί μια τέτοια μαρτυρική έξοδο από την παρούσα ζωή. Φανέρωσε, λοιπόν, δίχως φόβο το αγγελικό μήνυμα στους πατέρες. Αναμφίβολα θα σ’ ακούσουν με αγαλλίαση και θα ετοιμαστούν πρόθυμα για τη συνάντησή τους με το Χριστό.
Σε λίγο όλοι οι μοναχοί ήξεραν τι τους περίμενε. Και όλοι, από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο, ετοιμάστηκαν να πιουν το ποτήρι του πικρού θανάτου, που θα τους εξασφάλιζε τη γλυκειά αιωνιότητα. Μόνο δύο δόκιμοι λιποψύχησαν και αποφάσισαν να φύγουν. Πέρασαν τη λαγκαδιά και τα μοναστήρια του οσίου Δαβίδ και του οσίου Ντοντό κι έφτασαν σ’ ένα βουνό.
Αναστάσιμο μαρτύριο.
Στη μονή της Αναστάσεως άρχισε η πασχαλινή ακολουθία. Οι πατέρες, αφού ανέβηκαν στο βουνό κι έκαναν την καθιερωμένη λιτανεία γύρω από το μικρό ξωκλήσι, κατέβηκαν πάλι στο μοναστήρι, για να τελέσουν τον όρθρο και τη θεία Λειτουργία στο καθολικό.
Ξάφνου, λίγο πριν τελειώσει η Λειτουργία, ακούστηκαν απ’ έξω τα τύμπανα και οι σάλπιγγες των Περσών. Ο ηγούμενος βγήκε αμέσως από την εκκλησία, πλησίασε τον επικεφαλής του αποσπάσματος κι έπεσε δακρυσμένος στα πόδια του.
-Στο όνομα του Θεού, τον ικέτεψε, αφήστε μας να τελειώσουμε τη Λειτουργία μας, και μετά κάντε ό,τι θέλετε!
Σεβάστηκαν τα δάκρυα του γέροντα και ικανοποίησαν το αίτημά του. Έτσι, οι πατέρες – έξι χιλιάδες ήταν όλοι! – κοινώνησαν κλαίγοντας «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Ύστερα έβαλαν τους μανδύες τους και ακολούθησαν τον ηγούμενο, που πήγαινε μπροστά κρατώντας το ραβδί του και τον τίμιο σταυρό.
Ο π. Αρσένιος πλησίασε τον αρχηγό, τον κοίταξε κατάματα και του είπε:
-Τώρα είμαστε έτοιμοι και, όπως βλέπεις, άοπλοι. Κάνε ό,τι σε πρόσταξαν! Το βασιλιά σου δεν τον τιμάμε. Το νόμο του προφήτη σας δεν τον δεχόμαστε. Προτιμάμε να πεθάνουμε, παρά να υποταχθούμε σ’ εσάς και να ομολογήσουμε τη θεομίσητη πίστη σας. Να, λοιπόν! Σου προσφέρω το κεφάλι μου.
Έδειξε τους μοναχούς, που ήταν πίσω του, και πρόσθεσε:
-Και αυτοί με χαρά θ’ αντικρύσουν το σπαθί σου.
Δεν είχε καλά – καλά τελειώσει, όταν μια κεραυνοβόλα σπαθιά έκανε το κεφάλι του να κυλιστεί στα πόδια του. Αμέσως, σαν από σύνθημα, οι στρατιώτες έπεσαν ανελέητα πάνω στους πατέρες και τους έσφαξαν όλους. Τα σώματά τους τα κομμάτιασαν, προσφέροντάς τα τροφή στα όρνια και στ’ αγρίμια της ερήμου.
Μετά τη σφαγή, ρίχτηκαν στη λεηλασία και την καταστροφή της μονής. Στη συνέχεια, ολοκληρώνοντας το ανίερο έργο τους, ερείπωσαν και όλα τα άλλα μονύδρια της Γκαρεντζί.
Αυτό το θλιβερό τέλος είχε, με παραχώρηση του Θεού, η Γεωργιανή Θηβαΐδα, που για δώδεκα σχεδόν αιώνες ήταν κέντρο ορθόδοξης μαρτυρίας και ασκητικής βιοτής.
Ο ουρανός πιστοποίησε το δοξασμό των έξι χιλιάδων οσιομαρτύρων. Πάνω από τα κομματιασμένα σώματά τους στέκονταν για τρία μερόνυχτα τρεις φωτεινοί στύλοι, που φεγγοβολούσαν σ’ όλη την περιοχή, καθώς και αναρίθμητα ρόδινα στεφάνια, που ευωδίαζαν άρρητα.
H σφαγή των δοκίμων.
Στο μεταξύ οι δύο δόκιμοι, που είχαν φύγει μέσα στη σκοτεινή νύχτα, προχωρούσαν βιαστικά και συζητούσαν χαμηλόφωνα για το μαρτύριο των πατέρων. Σαν έφτασαν στο βουνό, ο ένας γύρισε ξαφνικά στον άλλο και του είπε:
-Πού πάμε;… Γιατί φεύγουμε;… Ήρθαμε στην έρημο, αφήνοντας τον κόσμο. Και τώρα είμαστε σαν τα σκυλιά, που γυρίζουν πίσω στο ίδιο τους το ξέρασμα. Έπρεπε να μείνουμε στο μοναστήρι και να πεθάνουμε μαζί με τους πατέρες μας. Τί τη θέλουμε τούτη τη πικρή και άστατη ζωή;
-Πάμε πίσω, αδελφέ! Είπε τότε και ο άλλος. Πάμε να μαρτυρήσουμε κι εμείς, για να ζήσουμε αιώνια στη βασιλεία του ουράνιου Πατέρα μας.
Τη στιγμή εκείνη είδαν τους τρεις φωτεινούς στύλους, που κατέβαιναν από τον ουρανό πάνω στα σώματα των οσιομαρτύρων, κάνοντας τη σκοτεινή νύχτα να μοιάζει με ηλιόλουστη μέρα. Είδαν ακόμα τα ρόδινα στεφάνια, που σκέπασαν τη μονή. Παρατήρησαν όμως ότι δυο απ’ αυτά έμεναν μετέωρα ψηλά.
-Τα δικά μας είναι! Φώναξαν μ’ ένα στόμα και άρχισαν να τρέχουν σαν ελάφια προς το μοναστήρι.
Κατέβηκαν στη λαγκαδιά και βρέθηκαν στο δρόμο που χώριζε τις μονές των οσίων Δαβίδ και Ντοντό, απέναντι από το μονύδριο του αγίου μεγλομάρτυρος Ιακώβου του Πέρσου. Εδώ συνάντησαν τους στρατιώτες με τα αιματοστάλαχτα σπαθιά στα χέρια.
-Στο Χριστό πιστεύουμε και Αυτόν ομολογούμε ως αληθινό Θεό και Σωτήρα μας! Είπαν μεγαλόφωνα και θαρρετά, μόλις βρέθηκαν μπροστά τους. Καταραμένος να είναι και ο Μωάμεθ και ο νόμος του!
Ουρλιάζοντας σαν λύκοι έπεσαν επάνω τους οι Πέρσες. Τους έσφαξαν και τους κομμάτιασαν άγρια, όπως πρωτύτερα τους πατέρες, αφήνοντας εκεί τα σώματά τους, για να τα φάνε τα θηρία.
Η σημαδιακή τριανταφυλλιά.
Ο Θεός, που δοξάζει τους αγίους Του, δεν άφησε χωρίς σημείο ούτε κι αυτόν τον μαρτυρικό τόπο. Στη μέση, λοιπόν, του κακοτράχαλου και κατάξερου δρόμου, όπου μαρτύρησαν οι δύο δόκιμοι, φύτρωσε λίγο αργότερα μια πανέμορφη τριανταφυλλιά. Μέχρι σήμερα βρίσκεται εκεί το θεόσταλτο τούτο φυτό. Κάθε χειμώνα τα πρόβατα των νομάδων Τατάρων, που περνούν από τη Γκαρεντζί με τα κοπάδια τους, το τρώνε ολότελα μέχρι τη ρίζα. Μα την άνοιξη πάλι φυτρώνει και πρασινίζει μέσα στην άνυδρη έρημο. Ανθίζει από το Μάιο ως τα τέλη του Ιουνίου. Τα βαθυκόκκινα κι ευωδιαστά τριαντάφυλλά του έχουν χαριτωθεί από το Θεό με ιαματική δύναμη. Πολλοί πιστοί τα παίρνουν και απαλλάσσονται από τις ασθένειές τους, με τις πρεσβείες των αγίων μαρτύρων.
Τις ημέρες της Πεντηκοστής τα αιματόχρωμα τριαντάφυλλα στολίζουν όλη την περιοχή, και μάλιστα τις δυο κοντινές μονές του οσίου Δαβίδ και του οσίου Ντοντό. Κανένα άλλο λουλούδι δεν βλέπεις τότε εκεί. Και κανείς ποτέ δεν κατόρθωσε, όσο κι αν προσπάθησε, να δημιουργήσει άλλη τριανταφυλλιά, από μόσχευμα της θεοφύτευτης. Έτσι αυτή παραμένει μοναδική, θυμίζοντας στο διάβα των αιώνων το αξιοθαύμαστο μαρτύριο των δύο δοκίμων μοναχών.
Μυρόβλυτα οστά.
Αργότερα ο βασιλιάς της Ιβηρίας Αρτσίλ Β’, αφού μάζεψε με ευλάβεια τα μαρτυρικά οστά, τα τοποθέτησε σε μεγάλο τάφο, σκαμμένο στον νότιο βραχότοιχο του ιερού ενός παρεκκλησίου της μονής της Αναστάσεως, που από τότε ονομάστηκε «Μοτσαμέτι» (=Μαρτυρική). Από τα οστά άρχισε να τρέχει ευωδιαστό και θαυματουργό μύρο, που η ροή του συνεχίζεται μέχρι σήμερα, πιστοποιώντας τη θεάρεστη τελείωση των φιλόχριστων πατέρων. Έτσι, οι αδελφοί των μονών του οσίου Δαβίδ και του οσίου Ντοντό, που αργότερα επανδρώθηκαν και πάλι, ζήτησαν από τον καθολικό Αντώνιο Α’ να διακηρυχθεί επίσημα η αγιότητά τους, όπως και έγινε. Σύντομα, μάλιστα, συντάχθηκε και ακολουθία για τον εορτασμό της μνήμης τους, που καθορίστηκε την Τρίτη του Πάσχα. Αυτή τη μέρα κάθε χρόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας τιμά πανηγυρικά τους έξι χιλιάδες αθλοφόρους οσιομάρτυρες και τους ικετεύει να πρεσβεύουν ακατάπαυστα στον αναστημένο Κύριό μας Ιησού Χριστό για τον πολύπαθο γεωργιανό λαό.

Από το βιβλίο: Οι Αγιοι της Γεωργίας. Έκδοσις: Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωροπός Αττικής. 2004.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.