Χατζημιχάλης Νταλιάνης – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

1828, και το φεγγοβόλο αστέρι της λευτεριάς φάνηκε στον ελληνικό ουρανό, φέρνοντας δειλά δειλά της νύχτας το ξημέρωμα στη χώρα μας, που την είχε εγκαταστήσει η σκλαβιά εδώ και τέσσερις αιώνες πριν. Η λευτεριά, όμως. δεν ερχόταν για όλη την Ελλάδα. Το πρωτόκολλο του Λονδίνου πρόβλεπε πως θα ελευθερώνονταν μόνο εκείνα τα μέρη που συνέχιζαν ακόμα τον απελευθερωτικό αγώνα. Και στην Κρήτη κάθε σοβαρή επαναστατική κίνηση είχε σταματήσει απ’ το
1824. Ύστερα, τη Μεγαλόνησο η Αγγλία την λιμπιζόταν και την προόριζε για τον εαυτό της.
Αναστατώθηκαν οι Κρητικοί, όταν έμαθαν πως το πρωτόκολλο τους έκλεινε έξω. Κι αμέσως μια αντιπροσωπεία Κρητικών έρχεται στο Μοριά και ζητά συμπα¬ράσταση για αναζωπύρωση της επανάστασης στο νησί τους. Μα όλοι οι οπλαρ¬χηγοί αρνούνται. Μόνο ο γενναίος αρχηγός του ελληνικού ιππικού σώματος Χατζημιχάλης Νταλιάνης, που καταγόταν απ’ το Δελβενάκιτης Ηπείρου, δέχεται.
Στις αρχές του Γενάρη του 1828 ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης με εκατό καβα¬λάρηδες ξεκινά από το Ναύπλιο για την Κρήτη με το μπρίκι «Λεωνίδας». Βορειοα¬νατολικά του Μαλέα συναντιέται με τη φρεγάτα «Warspite» πού έφερνε τον Καποδίστρια στην Ελλάδα. Ο Νταλιάνης ζητά και επισκέπτεται τον κυβερνήτη. Του είπε για την αποστολή του. Εκείνος, όμως, αντέδρασε ψυχρά, και αυτό πίκρανε το Χατζημιχάλη. Ήταν δικαιολογημένη, φυσικά, εκείνη η αντίδραση του κυβερνήτη γιατί βρισκόταν σε ξένο πολεμικό καράβι.
Στις 5 του Γενάρη το μπρίκι «Λεωνίδας» φτάνει στη Γραμβούσα της Κρήτης. Οι κάτοικοι της Γραμβούσας υποδέχτηκαν με τιμές το Χατζημιχάλη και τους συντρόφους του. Και θέλησαν να τους κρατήσουν και από κει ν’ αρχίσει ο αγώνας. Μα ο Χατζημιχάλης προτίμησε τα Σφακιά που στάθηκαν πάντα η ψυχή της επαναστατημένης Κρήτης. Σε επιτροπή από Σφακιώτες που τον επισκέφτη¬καν στη Γραμβούσα, να τον ρωτήσουν αν θα πάει στα Σφακιά, απάντησε:
«Αμέτε, ορέ Σφακιανοί, και θα έλθωμεν μαζί σας να πολεμήσωμεν τα σκυλιά και ό,τι γίνη ας γινη».
Στις 4 Μάρτη φτάνει στα Σφακιά με τους συντρόφους του και λίγους Γραμβουσιάνους. Οι Σφακιώτες πανηγύρισαν τον ερχομό του. Πίστεψαν πως από κει θ’ άρχιζε η λευτεριά όλης της Κρήτης. Και άρχισαν τις προετοιμασίες για το μεγάλο αγώνα που τους περίμενε. Μάζεψαν χρήματα κάπου 2.660 δίστηλα τάληρα και όπλα κι έστειλαν αντιπροσώπους τους σ’ όλη την Κρήτη να τους στείλουν βοήθεια. Γυρίζοντας, όμως, οι αποσταλμένοι τους απ’ τις άλλες περιφέρειες, διαβεβαίωναν «ότι ουδεμία υπάρχει ελπίς ότι θα επαναστατήσωσιν οι υποτελείς».
«Ας νικήσετε εσείς, τους αποκρίνονταν, και τότε ξεσηκωνόμαστε κι εμείς».
Αυτές οι απαντήσεις έριξαν σε συλλογισμό και δεν ήξεραν «τι όφειλον να πράξωσιν».
Πολλοί Σφακιανοί αγαναχτησμένοι από την στάση των συμπατριωτών τους, πήραν την απόφαση να πουν στο Χατζημιχάλη «να φυγή όθεν ήλθεν». Ο Χατζημι¬χάλης τους απάντησε:
-«Σωπάτε, ορέ παιδιά, και μη σας μέλει, αν δεν έλθουν. Εμείς έχουμε τέθοιο κάστρο και τέθοια παλικάρια και θα τα φτιάξωμε τα σκυλιά. Μακάρι να έλθουν πενήντα χιλιάδες! Τότε θα δήτε πως πολεμάγαμεν εμείς στη Ρούμελη».
-«Δεν είνιε, λέω, γενναιότατε, οι τούρκοι τση Κρήτης σαν εκείνους. Ετούτοι πολεμούν γενναίως και την μπάλα περνούν από το δαχτυλίδι», του λέει ο Μανουσέλης.
-«Μακάρι, καπετάνιο μου», του ξαναλέει ο Χατζημιχάλης, «να ρθουν πενήντα χιλιάδες σκυλιά από τα κρητικά σου».
Στις αρχές του Μάη ο Χατζημιχάλης βγαίνει με τους Ρουμελιώτες του και λίγους Κρητικούς στο Φραγκοκάστελο. Το μαθαίνει ο Αρβανίτης Μουοταφάμπεης, παλιός γνώριμος του Χατζημιχάλη και ετοιμάζεται να εκστρατεύσει και να τον χτυπήσει. Ο Χατζημιχάλης παραγγέλνει στους Ριζίτες να χτυπήσουν το Μουσταφάμπεη όταν θα περνούσε από τον τόπο τους και θάτρεχε και ο ίδιος απ’ το Φραγκοκάστελο να τους βοηθήσει. Οι Ριζίτες όμως δείλιασαν και αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα, λέγοντας πως ύστερα από όσα τράβηξαν δεν ήθελαν να ξανα¬πέσουν στην οργή του πασά. Θυμωμένος ο Χατζημιχάλης απ’ την απάντηση αυτή των Ριζιτών, τραβά μόνος του με την καβαλαρία του στον Αποκόρωνα και ρίχνεται αιφνιδιαστικά στο τούρκικο στράτευμα με αρχηγό τον Οσμάν πασά. Το ανατρέπει και το κλείνει στο Ρέθυμνο. Σκοτώθηκαν 40 Τούρκοι, αιχμαλωτίστηκαν πολλοί και τους πήραν 6000 διάφορα ζώα.
Έμαθε τα δυσάρεστα νέα ο Μουσταφάμπεης και έγραψε στο Χατζημιχάλη. «Χατζή μπαμπά. Έκαμα απόφασιν να έλθω αυτού και να σε κτυπήσω με τας δυνάμεις μου, και συ δεν έχεις τόσον στράτευμα ν’ αντισταθής και θα χαθής βέβαια και συ και τα παλληκάρια σου. Σε λέγω λοιπόν και σε δίδω 10 ημερών διορίαν ή να φύγης από την Κρήτην, ή να έλθουν όσοι θέλουν να καταγραφούν εις τον στρατόν μου και να περνούν μισθόν ως και οι λοιποί. Αν δυσκολεύεσθε να φύγετε από αυτού, ημπορείτε να έλθετε χωρίς κανένα φόβον εις τα Χανιά, αν θέλετε και με εγγύησιν, θα σας στείλω ανεξόδως όπου θέλει ο καθείς». Ο Χατζημιχάλης απάντησε στο Μουσταφάμπεη με τούτα τα λόγια:
«Μουσταφά! Ήλθα εις την Κρήτην να πολεμήσω Τούρκους με τα παλλη¬κάρια μου και όπου θέλει ο Θεός ας δώση την νίκην». Ύστερα απ’ την περήφανη αυτή απάντηση του Χατζημιχάλη, ο Μουσταφάς έκρινε πως ήταν περιτή κάθε αναβολή της εκστρατείας του και άρχισε τις προε¬τοιμασίες. Συνάζει τον τουρκικό στρατό όλου του νησιού στις Βρύσες στον Αποκόρωνα. Υπολόγιζε όμως την αντίσταση των Σφακιανών που την αντιμετώπι¬σε πολλές φορές. Γι’ αυτό θέλησε να τους καλοπιάσει για να τους κρατήσει ουδέτερους, στέλνοντας τους την παρακάτω επιστολή:
«Καπεταναίοι των Σφακίων.
Απεφάσισα να ελθώ με τα στρατεύματα μου εις το Φραγκοκάστελλον να κτυπήσω τον αποστάτην Χ. Μιχάλην, να τον εξολοθρεύσω, δια να λυτρώ¬σω και εσάς από τους ενοχλητικούς τούτους ξένους, και τον τόπον σας από μεγαλύτερα δεινά. Σας ειδοποιώ περί τούτου και σας παραγγέλλω δια το συμφέρον σας να μείνετε εσείς ήσυχοι. Μη φοβείσθε ότι θα υποφέρητε την παραμικράν ενόχλησιν ή ζημίαν από τα στρατεύματα μου. Εγώ εφρόντισα να δώσω αυστηράς διαταγάς περί τούτου.
13 Μαΐου 1828 Ο Μουσταφάς»
Με τον αποσταλμένο του τους έταζε, και προνόμια. Οι Σφακιανοί βέβαια τον ευχαρίστησαν, αλλά και του παράγγειλαν πως δεν μπορούν να μείνουν αδιάφοροι, γιατί αυτοί πρώτα σήκωσαν τα άρματα, όχι για τη λευτεριά των Σφακιών, αλλά όλης της πατρίδας. Ταυτόχρονα όμως, βλέποντας καθαρά τον κίνδυνο που τους απειλούσε, έγραψαν και στον Χατζημιχάλη:
«Γεναιότατε Χ. Μιχάλη!
Εγκαρδίως λυπούμεθα δια την άγνοιαν οπού έχετε εις τους Κρητικούς Τούρκους. Αυτοί είναι παλληκάρια και παιγνιώται τρομεροί. Λοιπόν μη θέλησης να καταστραφούν τα παλληκάρια σου. ‘Αφες ολίγους δια φύλαξι του Καστελλιού και τραβήξου εις το μέρος ετούτο, να πολιορκήσωμεν τα σκυλιά εις τον κάμπον να ψοφήσουν. Αυτά θερμοπαρακαλούμεν την γενναιότητα σου να πράξης και τότε η νίκη είναι εδική σου.
Καλοκάσια, 17 Μαΐου 1828»
«Ευχαριστώ τους Σφακιανούς», απάντησε ο Χατζημιχάλης, «που μας λυπού¬νται. Πές τους – είπε στον Μποτονάκη που του έφερε το γράμμα – να χαλάσουν τα φαράγγια να μη φύγουν τα άλογα του πασά».
Οι Σφακιανοί σε συνέλευση των οπλαρχηγών τους, συμβούλεψαν προφορικά και έγραψαν στο Χατζημιχάλη να αφήσει το Φραγκοκάστελλο και να πιάσει τα ριζά στα Καλοκάσια, γιατί ο εχθρός έχει δυνατή καβαλαρία και αυτοί δεν έχουν. Και ο Χατζημιχάλης τους απαντά:
«Φίλοι Σφακιανοί, σεις με γράφετε ότι δεν είσθε μαθημένοι να πολεμάτε εις τον κάμπον εναντίον ιππικού. Λοιπόν φυλάγετε τους από τα όρη σας να μη φύγουν και άφετε ημάς εδώ κάτω και κυττάξετε να μας βλέπετε πως πολεμούμεν εμείς.
Φραγκοκάστελλον 16 Μαΐου 1828 Χ. ΜΙΧΑΛΗΣ»
Στις 13 του Μάη είχε ξεκινήσει από τις Βρύσες ο Μουσταφάς με οχτώ χιλιάδες πεζούς και οχτακόσιους ιππείς. Στις 16 του ίδιου μήνα στρατοπέδεψε στο Καψοδάσος, μισή ώρα απόσταση απ’ το Φραγκοκάστελλο, όπου βρισκόταν ο Χατζημιχάλης με 650 αγωνιστές όλους κι όλους. Από αυτούς οι εβδομήντα ήταν ιππείς και οι εξήντα Κρητικοί με αρχηγό το Δεληγιαννάκη. Πήρε όμως και την παράτολμη απόφα¬ση ο Χατζημιχάλης να αμυνθεί, όχι μέσα στο Φραγκοκάστελλο αλλά έξω στον κάμπο. Άφησε μόνο εκατό νοματαίους να φυλάνε τους αιχμαλώτους και τα κοπάδια, και τους υπόλοιπους τους παράταξε σε πέντε πρόχειρα ταμπούρια. Και αυτοί που ήταν στα ταμπούρια πρόσταξε να δεθούν όλοι μαζί με σχοινιά από τα πόδια, μην τυχόν βρεθεί κανένας κιοτής και το σκάσει και παρασύρει και τους άλλους στη φυγή.
Ξημέρωσε η αποφράδα ημέρα της 18ης του Μάη. Ο Μουσταφάς διαίρεσε το ασκέρι του σε τρεις φάλαγγες με μεσαία το ιππικό που βρισκόταν και ο ίδιος και ήταν έτοιμος να επιτεθεί. Μαθαίνει όμως πως το χωριό Πατσιανό το είχαν πιάσει 37 Γραμβουσιανοί Κρητικοί και άλλοι 50 Σφακιανοί. Τότε αφήνει τρεις χιλιάδες απ’ τ’ ασκέρι του για να τον προστατέψουν απ’ τα βουνά, αν θα του επιτεθούν οι Γραμβουσιανοί και οι Σφακιανοί και με τον υπόλοιπο στρατό, αφού έκαμε θερμή παράκληση προς τον Αλλάχ με τα λόγια «Αλλάχ σάλατ – ελσαμπάχ», δίνει το σύνθημα ν’ αρχίσει η επίθεση.
Πλησιάζουν οι τουρκικές φάλαγγες στον προμαχώνα του Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη. Δίνει το σύνθημα αυτός και αδειάζουν όλοι οι δικοί μας τα τουφέκια τους με μια μπαταρία πάνω στους Τούρκους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέ¬φτουν μπρούμυτα και λίγοι σκοτώνονται. Οι υπόλοιποι ξανασηκώνονται, ορμάνε και μέχρι να ξαναγεμίσουν οι δικοί μας, βρίσκονται μέσα στο ελληνικό ταμπούρι. Και αρχίζει η σφαγή. Απ’ τους 123 δικούς μας που φύλαγαν το ταμπούρι, μόνο πέντε γλίτωσαν. Ο Κυριακούλης φεύγει καλπάζοντας προς το φρούριο, αλλά καταδιώκεται και σφάζεται κι αυτός.
Οι δικοί μας απ’ τα άλλα ταμπούρια βλέποντας τη συμφορά του πρώτου ταμπουριού, παρατάνε τα δικά τους και τρέχουν να μπουν στο κάστρο. Ταυτόχρονα όμως τρέχουν και οι τούρκοι. Ο Χατζημιχάλης ορμά με τους ιππείς του να κάμει αντιπερασπισμό στους Τούρκους. Το κατορθώνει στην αρχή, μα είναι στίφη ολόκληρα και τον αναγκάζουν να πισωγυρίσει.
Σωστή κόλαση μπροστά στη μισοχαλασμένη πόρτα του κάστρου. Σα λυσασμένες τίγρεις, πεζοί και καβαλάρηδες, ορμούσαν και αλληλοσφάζονταν μεταξύ τους, χωρίς να γνωρίζουν ποιος είναι εχθρός και ποιος φίλος.
«Αφέντες πλέον τα μικρά όπλα» γράφει ο Κριτοβουλίδης, «ήλθον εις χείρας ωθουντες τα ξίφη με τα ξίφη και με το σώμα τα σώματα, αλληλοκτονουντο δι’ εγχειριδίων, δαγκωμάτων και γρονθοκοπημάτων: ουδέ διεκρίνοντο μεταξύ των εν τη τοιαύτη απελπισία φίλοι και εχθροί. Σωροί πτωμάτων ηγέρθησαν προς την πύλην, των μεν βιαζόντων την εισβολήν, των δε αποκρουόντων καρτερικώς».
Μερικοί Έλληνες καταφέρνουν να μπουν στο κάστρο. Και για να σταματή¬σουν την ορμήν των Τούρκων που ήθελαν και αυτοί να εισορμήσουν, «ηναγκάσθησαν να σφάξωσιν όνους και άλλα ζώα, δια να κλείσωσιν την άθυρον πύλην αυτού…» Τα πτώματα στο μεταξύ όξω απ’ τη μισοχαλασμένη πόρτα στιβάζονταν σωροί «και τότε η πύλη εφράχθη και έξωθεν, εις βαθμόν αδιάσπαστον και αδιάβατον δια παντός μέσου και τρόπου», γράφει ο μητροπολίτης Ευάγγελος.
Ο Χατζημιχάλης μάχεται ηρωικά μπροστά στην πόρτα του κάστρου. Σαν κεραυνός πέφτει πάνω στο βαρβαρικό συρφετό και σπέρνει παντού το θάνατο. «Ως λέων μάχεται ξιφήρεις». Τον αναγνωρίζουν όμως και ρίχνονται πάνω του εκατοντάδες εχθρών. Η τρομερή και άγρια πάλη γύρω του κορυφώνεται. Γίνεται ανθρωπομάζα που παραφρονεί και ορμά πάνω του με αφρούς λύσσας, ‘με κατά¬ρες και αναθέματα. Σε κάποια στιγμή το ξίφος του ήρωα σπάζεται και σκοτώνεται και το άλογό του, μα αυτός ακόμα μάχεται. Το σώμα του όμως έχει γεμίσει πληγές, είναι διάτρητο. Δεν αντέχει άλλο και πέφτει νεκρός πάνω σε σάρκες άλλων που έτριζαν κάτω από τα πέλματα αλόγων.
Το σώμα του το έκοψαν κομμάτια οι βάρβαροι και το κεφάλι του το έβαλαν σε δερμάτινη μάρσιπο, με το κομματιασμένο σπαθί του και τα πήγαν στο Μουστα¬φά που βρισκόταν στη θέση Θυμέ. Περίμεναν να τους δώσει μπαξίσι γι’ αυτό, μα εκείνος, όπως γράφει ο Παπαδοπετράκης, «εξύβρισεν αυτούς μετά πολλής ορ¬γής, διότι δεν προσεπάθησαν να συλλάβωσι και φέρωσιν αυτόν ζώντα». Και προ¬σθέτει ο μητροπολίτης Ευάγγελος: «ένδακρυς ενηγκαλίσθη και κατησπάσθη αυτήν (την κεφαλήν) ο Μουσταφάς».
Στην πολύνεκρη εκείνη μάχη 338 Έλληνες σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 800 Τούρκοι. Και έτσι ο ατρόμητος ήρωας Χατζημιχάλης, σε ηλικία πενήντα τριών χρόνων, που από παιδί επιστρατεύτηκε στις επάλξεις της ελευθερίας, βρήκε ένδοξο θάνατο στο φραγκοκάστελλο.
Και προτού η νύχτα της αποφράδας εκείνης μαγιάτικης μέρας απλώσει το μαύρο πέπλο της στην πεδιάδα του Φραγκοκάστελου, την είχαν σκεπάσει τα πτώματα τόσων γενναίων. Και μια παγερή και νεκρική σιγή, σαν επιτύμβια πλάκα, κάθησε πάνω σε κείνο το απέραντο νεκροταφείο των άταφων νεκρών, δικών μας και αλλόφυλων.
Μια καλόγρια – γράφει ο Παπαδοπετράκης – που την έλεγαν Μαγδαληνή, σεμνή και ενάρετη γυναίκα, ερεύνησε και ανακάλυψε το σκελετό του Χατζημιχάλη. Επίσης βρήκε και το κεφάλι του γδαρμένο στο Καψοδάσος. Κατασκεύασε έναν τάφο στο παρακείμενο Ναϊσκο του Αγίου Χαραλάμπους, και έθαψε τον σκελετό και το κεφάλι. Ύστερα πλήρωσε εργάτες και μάζεψε τους σκελετούς και των άλλων σκοτωμένων στο Φραγκοκάστελο και τους έριξε στα σχίσματα των βράχων της παραλίας, ανακατωμένους Έλληνες και Τούρκους, οι οποίοι μέχρι και σήμε¬ρα πολλοί υπάρχουν.
«Φευ, των κοράκων απέμεινεν βρώμα ο νεκρός του Μιχάλη.
Εις αυτά τα εδάφη ακόμα από αίμα μαρτύρων ζεστά.
Και βροχή κι ανεμόεσσα ζάλη, τ’ άταφα του σκορπίζει οστά.
Η δε σκιά σου, κλεινέ Μιχάλη, περιπλανάται εις χώματα σεπτά.
Σεπτά, πλην δούλα, όπου ανεμοζάλη, σου διασπείρει τ’ άταφα σου οστά».
«Ζ»

Ο ιστορικός Κόκκινος τοποθετεί τη θυσία των Ελλήνων στο Φραγκοκάστελο, δίπλα «από τις πράξεις του Αθανασίου Διάκου ςτην Αλαμάνα, του Κωνσταντίνου
Κανάρη εις την Χίον, του Μπότσαρη εις το Καρπενήσι, του Παπαφλέσσα εις το Μανιάκι».
Και δεν έχει άδικο. Υπάρχει και σήμερα ακόμα η παράδοση πως κάθε επέτειο εκείνης της καταστροφής στον κάμπο, όξω απ’ το Φραγκοκάστελο, ακούονται και βλέπονται σημεία παράξενα, όπως λένε οι στίχοι:
«Μ’ ακόμη και το σήμερο στις δεκαφτά του Μάη
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζημιχάλη.
Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγοντ’ οι μπουρμάδες, (ομοβροντίες)
φωνές κι αλογοπεταλιές στου Καστελιού τις μπάντες.
Ούλοι οι αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,
μα κείνοι, Θεός σχωρέσει των, κανένα δεν πειράζουν».

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.