Οι περίοδοι κρίσεων και η επίκληση του Θεού – Πρωτ. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Καθηγ. Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Α. Οι περίοδοι κρίσεων και η επίκληση του Θεού.

Σε περιόδους κρίσεων, ασθενειών, οικονομικής δυσπραγίας και δύσκολων κοινωνικών καταστάσεων, πολλοί άνθρωποι ενθυμούνται και το Θεό. Και θα μπορούσαμε σχηματικά να τους χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Οι πρώτοι, κρίνοντας με πνευματικό τρόπο τα πράγματα, ανανεώνουν την πίστη τους, μετανοούν, προσεύχονται, προσφεύγουν με ελπίδα σε Αυτόν και στρέφονται με πνεύμα αλληλεγγύης στο συνάνθρωπο, στον οποίο αναγνωρίζουν την εικόνα του ζώντος Θεού. Βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία πνευματικής τροφοδοσίας και έκφρασης της ανιδιοτελούς αγάπης. Οι δεύτεροι επαναστατούν εναντίον του Θεού, άλλοτε τον απορρίπτουν ενώ άλλοτε διαμαρτύρονται για τη φαινομενική απουσία του από τον κόσμο ή ακόμη και τη μυστηριώδη σιωπή του, οπότε αγγίζουν τα όρια της θεοδικίας, θεωρώντας τον υπεύθυνο για τα δεινά των ανθρώπων.

Στη θέση αυτή δε φθάνουν μόνο όσοι αρνούνται την ύπαρξη του Θεού, αλλά κάποιες φορές κι εκείνοι που τον σέβονται και τον τιμούν, όπως ο πολύαθλος Ιώβ[1], ο οποίος ενώ υπέμεινε καρτερικά τα βάσανά του, εξέφραζε θυελλωδώς και τις διαμαρτυρίες του, όταν οι φίλοι του τα απέδωσαν στις αμαρτίες του[2]. Απευθυνόμενος στο Θεό λέει: «Αν έσφαλα χωρίς να το γνωρίζω, εσένα σε τι σε έβλαψα τον φύλακα του ανθρώπου; Γιατί με έβαλες στη θέση του κατηγόρου σου (κατεντευκτή); Τόσο σού είμαι βάρος; Την ανομία μου να συγχωρήσεις δεν μπορείς; Την ανομίαν μου να σβήσεις; Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα κι αν με γυρεύεις, δε θα υπάρχω πια».

Είναι χαρακτηριστικά επίσης όσα αναφέρει ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ο οποίος όντας το 1925 στο Παρίσι και βλέποντας τις συμφορές της ανθρωπότητας προσευχόταν μετά κλαυθμού στο Θεό και τον παρακαλούσε να σώσει όλο τον κόσμο, όλους τους «διεφθαρμένους και αξέστους». Η προσευχή του Γέροντος Σωφρονίου ήταν ζέουσα και συνοδευόταν από τις εξής σκέψεις: «Εάν εγώ, δι’ όλης της δυνάμεως της καρδίας μου, συμπάσχω μετά της ανθρωπότητος, πως να θεωρήσω δυνατόν ότι ο Θεός βλέπει αδιαφόρως την κάκωσιν πολλών εκατομμυρίων υπ’ Αυτού κτισθέντων ανθρώπων; Διατί ούτος επιτρέπει τας αμέτρους βιαιότητας εν τω κόσμω;». Έτσι στρέφονταν προς το Θεό με δἀκρυα και ρωτούσε: «Πού είσαι Συ;». Τότε, όπως ομολογεί ο ίδιος, άκουσε μυστικά στην καρδία μου τους λόγους: «Μήπως συ εσταυρώθης δι’ αυτούς;». Οι πράοι αυτοί λόγοι τον συγκλόνισαν, αφού ο Σταυρωθείς Κύριος του απάντησε ως Θεός! [3]

Οι άνθρωποι άλλοτε αμφισβητούν το Θεό, ενώ άλλοτε τον λησμονούν και τον εγκαταλείπουν λατρεύοντας τα πάσης φύσεως είδωλα [4]. Στις μέρες μας τα είδωλα αυτά δεν είναι ξόανα και αγάλματα άψυχα, αλλά παρουσιάζονται με τη μορφή χρηματιστηρίων, οικονομικών δεικτών ή ακόμη και εφευρέσεων της επιστήμης. Ο Θεός όμως δε θέλει να λατρεύεται έστω ως εκλεπτυσμένο είδωλο, αλλά να έχει ουσιαστική σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Γίνεται για τον καθένα πατέρας, αδελφός, φίλος, συνοδοιπόρος, προστάτης και βοηθός. Κι όταν ακόμη φαινομενικά κρύπτεται, περιμένει να ακουσθεί η φωνή Του μέσα από τα πλάσματά Του, τους θεοειδείς ανθρώπους, τους οποίους έπλασε ελεύθερους και αυτεξούσιους με περισσή σοφία. Αρκεί αυτοί να αντιλαμβάνονται και να καλλιεργούν τις θείες δωρεές, όπως ο Γέροντας Σωφρόνιος, ο οποίος μετά την παραπάνω εμπειρία είχε «πικρόν αίσθημα αισχύνης διά την άφρονα και υπερήφανον σκέψιν του», ότι δήθεν αυτός ήταν περισσότερο ελεήμων από το Θεό. Η επίγνωση της αστοχίας του τον οδήγησε σε αυτομεμψία και μετάνοια,
και του χαρίσθηκε η «προσευχή της ευσπλαχνίας»[5] ως θεϊκή ενέργεια στην καρδιά του.

Όπως μαρτυρεί ολόκληρη η βιβλική ιστορία, ο Θεός ποτέ δεν άφησε απροστάτευτο τον άνθρωπο, αφού μετά την πτώση δεν τον εγκατέλειψε. Τον επισκέφθηκε πολυμερώς και πολυτρόπως[6]. Απέστειλε προφήτες, πατριάρχες, δικαίους, ακόμη και αγγέλους. Τέλος, εξαπέστειλε τον Υιό του, ο οποίος γεννήθηκε από γυναίκα και υποτάχθηκε στο νόμο, για να εξαγοράσει όσους ήταν υποδουλωμένοι στο νόμο, για να γίνουμε παιδιά του Θεού[7]. Οπότε η επικοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο είναι συνεχής και ζωντανή.

Β. Οι πνευματικοί άνθρωποι και η κρίση του τόπου.

Με την ανάδειξη της πολύμορφης κρίσης που διέρχεται η χώρα, πολλοί αναζητούν και τη συμβολή των «πνευματικών ανθρώπων» στην υπέρβασή της και δικαίως. Διότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά ταυτόχρονα ηθική και πνευματική. Και γεννιέται εύλογα το ερώτημα: Ποιοι είναι «πνευματικοί άνθρωποι»; Όσοι απλώς σκέπτονται περισσότερο από τους άλλους; Όσοι διαθέτουν υψηλό επίπεδο μόρφωσης; Οι επιστήμονες; Οι εκπαιδευτικοί; Όσοι έχουν τάλαντο να γράφουν πάσης φύσεως βιβλία; Οι ποιητές; Οι καλλιτέχνες; Οι μουσικοί; Όσοι κατέχουν αξιώματα σε κοινωνικούς οργανισμούς και «Πνευματικά Ιδρύματα»; Μήπως οι κληρικοί;

Οπωσδήποτε, όλοι οι παραπάνω διακονούν την έρευνα, την επιστημονική γνώση, την παιδεία, την τέχνη και γενικά την κοινωνία και την εκκλησία. Όσοι έχουν πνευματική ευαισθησία θυμίζουν τα αυτονόητα, αλλά ο λόγος τους ή δεν προβάλλεται ή δεν εισακούεται. Μπορεί μάλιστα και να λοιδορείται. Να φαίνεται βαρύς και ουτοπικός. Το γεγονός αυτό δημιουργεί προβληματισμό και απορίες. Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως για να ακουσθούν οι λόγοι των σοφών χρειάζεται κάποια ησυχία; «Είναι προτιμότερο να ακούει κανείς τα ήρεμα λόγια ενός σοφού ανθρώπου, παρά τις κραυγές ενός άρχοντα σε μία παρέα με ανόητους» αναφέρεται στον Εκκλησιαστή [8]. Καί λίγο παρακάτω αναφέρει το ιερό κείμενο: «Υπάρχει μία πονηριά που γίνεται εδώ στη γη, μία απροσεξία των αρχόντων: Τοποθετούν σε υψηλές θέσεις τους ανόητους και σε χαμηλές τους επιφανείς. Είδα δούλους να πηγαίνουν καβάλα πάνω στα άλογα και άρχοντες να πηγαίνουν πεζοί σαν δούλοι» [9]. Μήπως όμως οι λόγοι των «πνευματικών ανθρώπων» δεν συνοδεύονται από ανάλογο τρόπο ζωής και γίνονται κενολογία; Μήπως ισχύει αυτό που λέει ο λαός μας: «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»;

Στα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι εύκολο να δοθούν άμεσες απαντήσεις. Εξάλλου, ο σκοπός μας είναι να δώσουμε αφορμές, για να κρίνονται με διάκριση και πνευματική διαύγεια, όσα γίνονται γύρω μας. Ο καθένας μπορεί να κάνει τις αναγωγές του. Χρειάζεται όμως να εστιάσουμε την προσοχή στη ζωή του Πνεύματος. Διότι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος καθιστά στην πραγματικότητα τους πνευματικούς ανθρώπους και δημιουργεί πνευματικά κριτήρια για την αντιμετώπιση κάθε κρίσης, πειρασμών, θλίψεων, ασθενειών, εθνικών συμφορών και αποτυχιών. Κι όπως δίδασκε ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, «ο αληθινός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος» [10].

Οπότε, πρώτος στόχος κυρίως του κληρικού αλλά και κάθε χριστιανού είναι να αποκαλύπτει τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος στη ζωή του αλλά και στη ζωή των συνανθρώπων του. Να δημιουργεί κατάλληλο κλίμα, προκειμένου να ανθίζει η αγάπη. Να συμβάλλει στη δημιουρ-γία πνευματικών ανθρώπων. Όχι υποκριτών και μισαλλόδοξων, αλλά μαθητών του πραέως και γλυκυτάτου Ιησού. Να πλουτίζει όχι υλικά, αλλά πνευματικά τον κόσμο.

Ο Γέρων Παίσιος αναφερόμενος στην πνευματική πενία και τη σύγχυση της εποχής μας έλεγε ότι, ενώ σήμερα οι άνθρωποι μαθαίνουν με κόπο μία-δυο ξένες γλώσσες, επειδή όμως «οι γλώσσες αυτές δεν έχουν καμμιά σχέση με τις γλώσσες της Αγίας Πεντηκοστής, ζούμε τη μεγαλύτερη Βαβυλωνία» [11]. Για τη συνεννόηση, τη συμφωνία και την αρμονία στην κοινωνία χρειάζεται να καλλιεργούμε την γλωσσοπυρσόμορφη χάρη του Πνεύματος, η οποία καθιστά τους ανθρώπους πνευματικούς. Οι όντως πνευματικοί άνθρωποι θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα το κοινό καλό και όχι το συμφέρον τους. Θυσιάζονται οι ίδιοι και δε θυσιάζουν άλλους για τη σωτηρία του κόσμου. Εμπνέουν την ελπίδα, καλώντας σε αλλαγή νοοτροπίας και ανάληψη κοινωνικής ευθύνης εκ μέρους όλων για τη σωτηρία του τόπου.

Όσα γράφτηκαν παραπάνω δεν εξαντλούν το θέμα. Έδωσαν όμως αφορμές για τη διαμόρφωση πνευματικών κριτηρίων αντιμετώπισης της σύγχρονης κοινωνικής κρίσης, αλλά και κάθε θλίψης, κινδύνου και πειρασμού. Ο άνθρωπος του Θεού πλουτίζει πνευματικά και ανακρίνει τα πάντα με βάση το Ευαγγέλιο. Ζει εν τω κόσμω, αλλά προσανατολίζει τη ζωή του στο μέλλοντα αιώνα, όπου η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και της βασιλείας αυτής ουκ έσται τέλος [12].

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Λειμωνάριο” της Ι. Μητροπόλεως Κοζάνης]

[1] Ιώβ 6, 1 κ.ε.
[2] «Ει εγώ ήμαρτον, τι δηνήσομαι πράξαι, ο επιστάμενος τον νούν των ανθρώπων; Διατί έθου με κατεντευκτήν σου, ειμί δε επί σοι φορτίον; Καί διατί ουκ εποιήσω της ανομίας μου λήθην και καθαρισμόν της αμαρτίας μου; νυνί δε εις γην απελεύσομαι, ορθρίζων δε ουκέτι ειμί». Ιώβ 7, 20-21.
[3] Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Προσευχής, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1994, σ. 51-52.
[4] Βλ. Ψαλμ. 134, 15.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), ο.π., σ. 54.
[6] Βλ. Εβρ. 1,1.
[7] Γαλ. 4, 4-5.
[8] Βλ. Εκκλ. 9, 17.
[9] Βλ. Εκκλ. 10, 5.
[10] Βλ. Ειρήνης Γκοραΐνωφ, Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833), μετάφρ. Πίτσας Κ. Σκουτέρη, εκδ. Τήνος, Αθήνα, σ. 180 κ.ε.
[11] Γέροντος Παισίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 214.
[12] Βλ. Σύμβολον της Πίστεως.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Πεμπτουσία.gr:
Α. μέρος, 05 Ιουνίου 2015,
Β. μέρος, 06 Ιουλίου 2015.

Κατηγορίες: Άρθρα, Γενικά, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.