Κυριακή Β. Λουκά: η αγάπη για τους εχθρούς – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

(Λουκ. στ, 27- 28. 31- 40)

«Έχετε ακούσει πως δόθηκε η εντολή: ¨ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου¨. ¨Εγώ όμως σας λέω: Ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας,115 να δίνετε ευχές σ’ αυτούς που σας δίνουν κατάρες,116 να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν, και να προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν». Σ’ όποιον σε χαστουκίζει στο ένα μάγουλο, γύριζε και το άλλο˙ κι αν κάποιος σου πάρει το πανωφόρι, μην τον εμποδίσεις να πάρει και το πουκάμισο. Σ’ όποιον σου ζητάει κάτι δίνε το, κι αν κάποιος σου πάρει αυτό που σου ανήκει, μη ζητάς να σου το επιστρέψει. Έτσι θα γίνεται παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας,117 γιατί αυτός ανατέλλει τον ήλιο του για κακούς και καλούς και στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους.

Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς.118 Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από τον Θεό; Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν. Κι αν κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από τον Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Αν δανείζετε σ’ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω.

«Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτα. Έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει παιδιά του. Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας».119 Να γίνετε, λοιπόν, κι εσείς τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο Πατέρας σας ο ουράνιος».

ΣΧΟΛΙΑ

(115) Η Χριστιανική αγάπη.
«Εγώ όμως σας λέω: Ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να δίνετε ευχές σ’ αυτούς που σας δίνουν κατάρες, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν, και να προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν».

Ας ίδωμεν και την χριστιανικήν αγάπην. Ο νόμος ούτος της αγάπης των εχθρών του Κυρίου δύναται να διαιρεθή εις 3 μέρη. 1) Εις την εντολήν, 2) εις τον τρόπον της εφαρμογής και 3) εις την αμοιβήν.
1)Η εντολή. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Εν πρώτοις. Περί ποίων εχθρών πρόκειται; Συμπεριλαμβάνονται και οι εχθροί της πίστεως και της πατρίδος; Ο Κύριος, όπως καταργών τον φόνον εκτύπησε την ρίζαν τούτου την οργήν, όπως καταργών την σαρκικήν αμαρτίαν εκτύπησε την ρίζαν ταύτης, τον πονηρόν οφθαλμόν, όπως καταργών την επιορκίαν και την ψευδορκίαν εκτύπησε την ρίζαν τούτων τον όρκον, κατά παρόμοιον τρόπον κτυπά και ενταύθα την ρίζαν πάσης εχθρότητος, η οποία δεν είναι άλλη παρά η προσωπική έχθρα. Επομένως εχθροί ενταύθα είναι οι προσωπικοί μας εχθροί, οι οποίοι μας έβλαψαν δια λόγου και δι’ έργου οιοιδήποτε και αν είναι ούτοι. Ας κανονίσωμεν ημείς την προσωπικήν μας έχθραν συγχωρούντες τους εχθρούς μας και ας αφίσωμεν το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίον εξεγείρεται μέσα μας εναντίον των και το οποίον πολλάκις συγχέεται με τον εγωϊσμόν μας, να το κανονίση ο Θεός ή η πολιτεία.

Γεννάται όμως το ερώτημα. Διατί πρέπει να συγχωρήσω τους εχθρούς μου; Είναι τούτο λογικόν; Απαντώ: ο μη συγχωρών τους εχθρούς του έχει τρία μεγάλα κακά. Πρώτον είναι παράλογος, δεύτερον είναι δυστυχής και τρίτον είναι ο πλέον άσπλαγχνος. Μάλιστα!

Πρώτον. Είναι παράλογος, διότι με ποίον δικαίωμα μισεί τις τον εχθρόν του, αφ’ ου πίπτει εις το ίδιον σφάλμα, δια το οποίον μισεί τον εχθρόν του δηλαδή εις το μίσος; Έπειτα με ποίον δικαίωμα μισούμεν τον εχθρόν μας δια τινά αμαρτίαν του, αφ’ ου και ημείς είμεθα αμαρτωλοί; Μήπως μισούμεν, επειδή δεν είμεθα εις αυτήν την αμαρτίαν, εις την οποίαν είναι εκείνος; Είμεθα όμως εις άλλην. Μήπως δύναται ο χωλός κατά τον δεξιόν πόδα να υβρίση ως χωλόν έτερον χωλόν κατά τον αριστερόν πόδα; Ασφαλώς όχι! Με ποίον λοιπόν δικαίωμα μισούμεν τον εχθρόν μας, όταν σχεδόν πάντοτε είμεθα υπεύθυνοι του μίσους του με την τερατώδη αγάπην, την οποίαν έχομεν εις τον εαυτόν μας;

Δεύτερον. Ο μισών είναι δυστυχής. Και πράγματι! Ο μισών είναι ο πρώτος, ο οποίος υποφέρει, διότι το μίσος είναι η χειροτέρα πληγή. Εκτός τούτου ο μισών είναι δυστυχής, διότι παραγνωρίζει την ωφέλειαν, την οποίαν του προσφέρει ο εχθρός του. Ο εχθρός είναι σωτήρ μας. Αυτός μόνον βλέπει και λέγει τας ελλείψεις μας χωρίς προσποίησιν και υποκρισίαν. Δυνατόν να βλέπη περισσοτέρας ελλείψεις, των όσων έχομεν. Κακόν όμως θα ήτο, εάν έβλεπε και έλεγεν ολιγωτέρας. Ο φίλος ούτε βλέπει πάντοτε ούτε λέγει μετά τόσης ελευθεροστομίας τας ελλείψεις μας. Επομένως ο εχθρός μας δια της ωμότητός του λέγει εις ημάς την πραγματικήν μας κατάστασιν και ξυπνά την συνείδησιν της ηθικής μας πτωχείας. Μας ωφελεί ούτος, διότι δι’ αυτού θα δοκιμασθώσιν αι αρεταί της υπομονής, ανεξικακίας, πραότητος αγάπης κλπ., το δε ξύπνημα της συνειδήσεως της ηθικής μας πτώχειας, ως έχον υλικόν την ταπείνωσιν είναι η απαραίτητος προϋπόθεσις της καινούργιας μας ζωής. Όλων αυτών αιτία είναι ο εχθρός μας με την ωμήν του γλώσσαν.

Ενώπιον όλων αυτών των ευεργεσιών, τας οποίας μας δίδει ο εχθρός μας και του παραλογισμού του μίσους μας προς αυτόν, θα ωφείλομεν να εκφράσωμεν την ευγνωμοσύνην μας προς αυτόν. Αλλά δια τίνος τρόπου; Δια της αγάπης. Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος δια να θεραπεύσης την πληγήν του μίσους του και να εκφράσης προς τον εχθρόν σου την ευγνωμοσύνη σου. Και πράγματι! Ο εχθρός μας έχει ανάγκην της αγάπης και μάλιστα της ιδικής μας αγάπης. Ο φίλος μας, ο οποίος μας αγαπά, δεν έχει ανάγκην της αγάπης μας, διότι δεν έχει ουδεμίαν πληγήν μίσους. Αλλά εκείνος, ο οποίος μας μισεί, αναδίδει εκ της ψυχής του την πικρίαν του πόνου του. Μισεί, διότι υποφέρει και κατά τι είμεθα και ημείς υπεύθυνοι της συμφοράς σου ταύτης. Αλλά και αν μέσα εις την αλαζονικήν του πεποίθησιν, ότι είσαι αθώος, τον αποστρέφεσαι, έχε υπ’ όψιν σου, ότι καθήκον σου είναι να γλυκάνης τον πόνον του εχθρού σου με την αγάπην σου, να του ελαφρύνης το κακόν του, να ηρεμήσης τον ίδιον, να τον κάμης καλλίτερον, να τον φέρης εις την μακαριότητα της αγάπης.

Αγαπών τον εχθρόν σου, θα τον γνωρίσης καλλίτερα και γνωρίζων αυτόν καλλίτερα, θα τον αγαπήσης περισσότερον. Αγαπών τον εχθρόν σου καθαρίζεις το πνεύμα σου, υψώνεις και το πνεύμα εκείνου. Επομένως εκ του μίσους του εχθρού σου προς σε, το οποίον διαιρεί, δύναται να γεννηθή μεγάλο φως!
(Αρχιμανδρίτης, Ιωήλ Γιαννακόπουλος.)

(116) Τρόπος εφαρμογής εντολής.

Ο τρόπος ούτος είναι τριπλούς: α) «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς» λέγει ο Κύριος ήτοι πρέπει να λέγωμεν λόγια καλά δι’ εκείνους, οι οποίοι μας υβρίζουν. Αυτό δεν θέλει να είπη, ότι πρέπει να δεχώμεθα ως αληθείς τας ψευδείς αυτών ύβρεις, αλλά να ευρίσκωμεν άλλας πλευράς του υβρίζοντος ημάς, αι οποίαι είναι αξιέπαινοι. Δεν είναι δυνατόν να φαντασθώμεν, ότι ένας, επειδή είναι εχθρός μας, στερείται παντελώς χαρισμάτων. Δυνάμεθα λοιπόν να επαινέσωμεν την ευφυΐαν του, την ηθικήν του ή άλλην τινά αρετήν, την οποία έχει. Β) «Καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς». Ήτοι δεν πρέπει μόνον δια λόγων να επαινώμεν τους εχθρούς μας, αλλά και δι’ έργων. Ο απόστολος Παύλος λέγει ρητώς το εξής: «Εάν πεινά ο εχθρός σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά πότιζε αυτόν˙ ταύτα ποιών άνθρακας πυρός σωρεύεις επί την κεφαλήν αυτού». Οι άνθρακες πυρός είναι οι έλεγχοι της συνειδήσεως και η εντροπή, τα οποία θα γεννηθώσιν εις την ψυχήν του αγαπωμένου εχθρού σου. Επομένως, όταν ο εχθρός σου πέση εις τα χέρια σου, φρόντισε να τον περιποιηθής με
την αγάπην σου.

Αλλά εάν δεν δύνασαι ούτε δια λόγων, ούτε δι’ έργων να εκδηλώσης την αγάπην σου προς τον εχθρόν σου, δύνασαι να καταφεύγης εις την προσευχήν. Δια τούτο ο Κύριος προσθέτει: «Προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς, και διωκόντων υμάς». Οι «επηρεάζοντες» είναι οι εκ συμπτώσεως και εκτάκτως ενεργούντες εχθρικώς, εν ω οι «διώκοντες» είναι οι τακτικώς και συστηματικώς εχθρευόμενοι ημάς. Επομένως ιδού ο τριπλούς τρόπος της εφαρμογής της αγάπης των εχθρών μας, δια λόγου, δι’ έργου, και δια προσευχής.
(Αρχιμανδρίτης, Ιωήλ Γιαννακόπουλος.)

(117) Αμοιβή.

Αμοιβή. Ποία η αμοιβή; Ο ιερός Χρυσόστομος ανακράζει. Αμοιβή είναι «ο πάντων φρικωδέστερον, το γενέσθαι ομοίους τω Θεώ». Μάλιστα. Δια τους ελεήμονας ο Κύριος υπεσχέθη ως αμοιβήν ότι «ελεηθήσονται», δια τους καθαρούς τη καρδία υπεσχέθη ως αμοιβήν ότι «τον Θεόν όψονται», δια τους πενθούντας ότι «παρακληθήσονται», δια τους διωκομένους αδίκως, ότι «ο μισθός αυτών πολύς εν τοις ουρανοίς», δια τους αγαπώντας όμως τους εχθρούς των υπεσχέθη ως αμοιβήν το «γενέσθαι ομοίους τω Θεώ»! Εκείνο δηλαδή το οποίον εχρησίμευσεν ως δέλεαρ εις τους πρωτοπλάστους, ότι θα γίνωσιν όμοιοι με τον Θεόν, εάν παραβώσι την εντολήν του, δίδεται ενταύθα ως αμοιβή δια τους αγαπώντας τους εχθρούς των. Προς περισσότερον τονισμόν της αμοιβής ταύτης ο Κύριος φέρει ως παράδειγμα τον Πατέρα Του, ο οποίος «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» ήτοι επί πονηρούς και αγαθούς.

Αλλά ημείς δυνάμεθα να είπωμεν, τονίζοντες την αγάπην του Θεού προς ημάς, το «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν Αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, άλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. Γ’. 16). Και το «συνίστησι την εαυτού αγάπην ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, ο Χριστός υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. Ε’ 8).

Θαυμάσια παραδείγματα εφαρμογής της αγάπης των εχθρών είναι αι προσευχαί μαρτύρων της πίστεως υπέρ των διωκτών των. Εν εκ των πολλών αναφέρει ο Σατωμβριάν εις τους μάρτυράς του, το εξής: Κατά τους καιρούς των διωγμών εις Λακεδαίμονα συνελήφθησαν υπό του εκεί απίστου άρχοντος κληρικοί και λαϊκοί και εφυλακίσθηκαν, ίνα την επομένην ημέραν φονευθώσιν. Οι φυλακισμένοι μάρτυρες πριν εκτελεσθώσιν επιθυμούσι να κοινωνήσωσι των Αχράντων Μυστηρίων, και να προσευχηθώσιν υπέρ των διωκτών των. Αγία Τράπεζα όμως δεν υπήρχεν. Εξαπλώνεται κατά γης ο γέρων φυλακισμένος Επίσκοπος και επ’ αυτού τελούσι την λειτουργίαν οι παριστάμενοι ιερείς και διάκονοι. Κατά την στιγμήν, καθ’ ήν ετελείτο η κατανυκτική εκείνη λειτουργία, πριν κοινωνήσουν, ο εν φυλακή κλήρος και λαός προσεύχονται υπέρ των αρχόντων και διωκτών των. Κατόπιν εκοινώνησαν και την επομένην εμαρτύρησαν. Πόσον συγκινητική η αγάπη αύτη των εχθρών!

Συμπεράσματα. Ιδού η εντολή της αγάπης των εχθρών, το βάθος της εντολής ταύτης, ο τρόπος της εφαρμογής της και η ύψιστη αμοιβή της. Αγαπώμεν και ημείς τους εχθρούς μας; Αλλοίμονον! Όχι μόνον τους εχθρούς μας δεν αγαπώμεν, άλλ’ ουδέ τους φίλους μας, ουδέ τους γονείς μας. Μία παρατήρησις, μία σοβαρά στάσις ανθρώπων, οι οποίοι μας ευηργέτησαν ουδόλως είναι ανεκτή. Είμεθα εν τοιαύτη περιπτώσει χειρότεροι των τελωνών, οι οποίοι, κατά την διαβεβαίωσιν του Κυρίου, «αγαπώσι τους αγαπώντας αυτούς και ασπάζονται» χαιρετίζουν «τους ασπαζομένους» τους χαιρετίζοντας «αυτούς». Αλλά τότε η αγάπη αύτη δεν είναι χριστιανική και επομένως ουδεμίαν αξίαν έχει. Ας αγαπήσωμεν λοιπόν τους εχθρούς μας, ίνα γίνωμεν όμοιοι με τον Θεόν μας. Γένοιτο! (Ι)

(118) Ο χρυσούς κανών.
«Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς».

Υπάρχει, από τον Νόμον αυτόν, άλλος Νόμος σαφέστερος και φωτεινότερος; Είνε ο χρυσούς κανών της ζωής των ανθρώπων. Ο Νόμος αυτός έχει δύο όψεις. Αρνητική η μία. Θετική η άλλη. Η πρώτη λέγει˙ φεύγε το κακόν. Η Δευτέρα˙ κάμνε το καλόν. Κριτήριον δε, με το οποίον θα διακρίνης ποίον το καλόν και ποίον το κακόν και θα ρυθμίζης τας ενεργείας σου απέναντι των συνανθρώπων σου, θα είνε η συνείδησίς σου, η οποία φωτιζομένη από τον Λόγον του Θεού θα σου δεικνύη με λεπτοδείκτην σαφώς το καθήκον˙ τι, δηλαδή, πρέπει να πράξης εις τας διαφόρους περιστάσεις που παρουσιάζονται εις την ζωήν. Εις την συνείδησιν, ως κριτήν αδέκαστον θα υποβάλλης τα ερωτήματά σου, τας απορίας σου περί του πρακτέου και η συνείδησις έχουσα ενώπιόν της τον σύντομον αυτόν Νόμον που αποτελεί την περίληψιν και συγκεφαλαίωσιν όλης της ηθικής Νομοθεσίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, θα απαντήση ή ναι ή όχι. Αλλά ας αναφέρωμεν μερικά παραδείγματα.

Υποθέτω, αγαπητέ, ότι δεν είσαι τελείως ακτήμων. Εις υπήρξεν ο τελείως ακτήμων, ο Χριστός. Συ έχεις μίαν μικράν περιουσίαν, την οποίαν με τον τίμιον ιδρώτα του προσώπου σου έχεις αποκτήσει. Σε ερωτώ. Θέλεις ο γείτονάς σου να προξενήση ζημίαν εις την περιουσίαν σου; Θέλεις μίαν σκοτεινήν νύκτα να βάλη φωτιά, να καύση το σπίτι σου, να ξερριζώση τα δένδρα του κήπου σου, να κλέψη τα εργαλεία σου, τα ζώα σου, να σου αφαιρέση κάθε περιουσιακόν στοιχείον και αυτά ακόμη τα ρούχα και τα υποδήματα που φορείς και να σε ρίψη γυμνόν και πειναλέον εις τους δρόμους; Όχι! Ακούω να απαντάς μεγαλοφώνως. Ε! Λοιπόν! Όπως δεν θέλεις ο άλλος να πειράξη την περιουσίαν σου, έτσι και συ μη πειράζης την περιουσίαν του γείτονός σου.

Άλλ’ εκτός της περιουσίας έχει και άλλο αγαθό ασυγκρίτως ανώτερον, την ζωήν. Σε ερωτώ θέλεις ο άλλος να μολύνη την πηγήν, από την οποίαν υδρεύεσαι, να δηλητηριάση τα τρόφιμα που πρόκειται να φάγης, να νοθεύση τα φάρμακα που ο ιατρός σου συνιστά; Θέλεις να σου μεταδώση την ασθένειαν από την οποίαν πάσχει; Θέλεις να βαδίζης αμέριμνος τον δρόμον σου και αίφνης ο άλλος να κρύψη μίαν νάρκην εις κάποιο σημείον της δημοσίας οδού και ν’ ανατιναχθής εις τον αέρα; Θέλεις ο άλλος να έλθη τη νύκτα, να θραύση την θύραν σου και να σε εκτελέση εμπρός εις την γυναίκα και τα παιδιά σου; Θέλεις να πέσης αιχμάλωτος και ο εχθρός σου να σε ακρωτηριάση και να σου κόψη χέρια, πόδια, μύτες, αυτιά, να ξερριζώση με ντανάλια τα δόντια σου, να σου βγάλη τα μάτια;… Τα θέλεις όλα αυτά; Ένα μυριάκις όχι ακούεται από τα βάθη της ψυχής σου.

Ε! Λοιπόν! Όπως δεν θέλεις ο άλλος με οιονδήποτε τρόπον να σου αφαιρέση την ζωήν ή να σε καταστήση σωματικώς ανάπηρον και άχρηστον, έτσι και συ μη προσβάλης την ζωήν του άλλου. Σκέψου ότι η ζωή είνε δώρον ιερόν. Ό,τι δεν δύνασαι να δημιουργήσης, μη καταστρέφης.

Αλλά υπεράνω περιουσίας και αυτής ακόμη της ζωής, είνε η τιμή, το όνομα το αγαθόν. Σε ερωτώ και πάλιν: Θέλεις ο άλλος να ψιθηρίζη εις βάρος σου, να μεταβαίνη από οικίας εις οικίαν, από καφενείον εις καφενείον και από πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός να σε κατακρίνη με τας αυστηροτέρας των λέξεων; Θέλεις να έχης δίκην και αυτός να προσέλθη εις το Δικαστήριον, να εξαπλώση την χείρα επί του Ιερού Ευαγγελίου, να δώση ψευδή κατάθεσιν και ενώ είσαι αθώος να σε παρουσιάση ένοχον και εγκληματίαν, άξιον θανάτου; Θέλεις ο άλλος να προσβάλη την τιμήν της κόρης σου, της αδελφής σου, της γυναικός σου; Όχι, μυριάκις όχι ακούονται από το στόμα σου. «Προτιμώ να αποθάνω – λέγεις – παρά να ζω με το στίγμα της ατιμίας» Ε! Λοιπόν! Όπως συ δεν θέλεις ο άλλος να θίξη ουδ’ επί το ελάχιστον την τιμήν σου, πρόσεξε και συ να μη θέλης ούτε με λόγια, ούτε με έργα να προσβάλης την τιμήν των συνανθρώπων σου.

Τέκνον. «Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσης». Αυτό το ρητόν είνε μία από τας ωραίας συμβουλάς τας οποίας ως ηθικήν κληρονομίαν αφήκεν ο Τωβίτ προς τον υιόν του Τωβίαν. Αυτή η παντελής απραξία του κακού αποτελεί την αρνητικήν όψιν του Νόμου: «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως».

Άλλ’ όχι μόνον το κακόν, το οποίον δεν θέλεις οι άλλοι να σου κάμουν, πρέπει επιμελώς να αποφεύγης, αλλά και το καλόν που θέλεις όλοι να σου κάμουν πρέπει και συ δραστηρίως να πράττης και να ενεργής.

Ευρίσκεσαι εις κίνδυνον; Θέλεις να ίδης ανθρώπους να τρέχουν προς σωτηρίαν σου. Είσαι ορφανός; Θέλεις προστασίαν. Θέλεις οι άλλοι να γίνουν δια σε πατέρες και μητέρες. Είσαι άστεγος; Θέλεις η κοινωνία να σε στεγάση. Είσαι άνεργος; Θέλεις να σε τακτοποιήσουν οι άλλοι εις εργασίαν. Είσαι άρρωστος; Θέλεις να σε επισκεφθούν και πολλοί να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον των. Είσαι πρόσφυξ και καταδιωκόμενος; Θέλεις οι πολλοί ν’ ανοίξουν τας θύρας της κατοικίας των και να σε υποδεχθούν. Ηδικήθης; Θέλεις να ευρεθούν άνθρωποι, οι οποίοι να αναλάβουν την σθεναράν υποστήριξιν των δικαίων σου. Ως άνθρωπος ηδίκησες και τώρα αναγνωρίζεις τα σφάλματά σου; Θέλεις οι άλλοι να σε συγχωρήσουν και να λησμονήσουν το κακόν που προξένησες. Αυτά τα καλά, τα οποία θέλεις να σου κάμουν οι άλλοι, έσο και συ έτοιμος να πράξης εις αυτούς. Αυτή είνε η θετική όψις του Νόμου: «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως».

Πόσον λάμπει ο λόγος αυτός του Κυρίου! Προκειμένου να ρυθμίσωμεν εκάστοτε τας σχέσεις μας με τον πλησίον μας δεν είναι ανάγκη να ανοίγωμεν λεξικά, να μελετώμεν φιλοσόφους, να προστρέχωμεν εις φώτα κοινωνιολόγων. Αρκεί να ενθυμώμεθα τον Νόμον, να ερωτώμεν συχνά την συνείδησίν μας και θα λαμβάνωμεν πάντοτε φωτεινήν απάντησιν που θα δεικνύη τον δρόμον της ευθύτητος και της δικαιοσύνης. Το δε σπουδαίον είνε ότι όχι μόνον μας δεικνύει ο Κύριος τον δρόμον του καθήκοντος, αλλά και δίδει εις έκαστον άνθρωπον την δύναμιν δια να τον βαδίση. Όχι απλώς να τον βαδίση αλλά ν’ ανέλθη εις υψηλότερα ακόμη επίπεδα αρετής, να προχωρήση εις ανωτέραν αντίληψιν του προορισμού που έχομεν εδώ εις την γην. Ώ Κύριε! Εχάραξες φωτεινά τα ίχνη της πορείας, που πρέπει να βαδίσωμεν. Το «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» εύρε την θείαν συμπλήρωσιν εις το άλλο εκείνο ρητόν: «καθώς εκείνος περιεπάτησε, οφείλει και αυτός ούτω περιπατείν».

Κύριε! Επί της γης ουδέν κακόν εποίησες. Ουδείς εκ των χιλιάδων με τους οποίους ήλθες εις επαφήν ηδύνατο να είπη: Ο Ιησούς με ηδίκησε. Και αυτός ο Ιούδας ο οποίος σε επρόδωσε ηναγκάσθη να είπη: «ήμαρτον, παραδούς αίμα αθώον». Ουδέν κακόν. Αντιθέτως διήλθες ευεργετών τους πάντας.

«Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Αυτός ο Νόμος εφαρμοζόμενος από αρνητικής και θετικής πλευράς καθ’ όλον το βάθος και το πλάτος, θα είνε ικανός να δώση την μυριοπόθητον ειρήνην εις την γην. Πάσα κακοπραγία εθνών, τι λέγω; Πάσα σκέψις περί αδίκου επιθέσεως έθνους εναντίον άλλου έθνους θα συνετρίβετο εμπρός εις τον βράχον αυτόν. Διότι αμέσως θα προεβάλλετο το ερώτημα: Συ, το μέγα και ισχυρόν έθνος θέλεις να σου επιτεθή άλλον ισχυρότερον έθνος, να διαβή τα σύνορά σου, να καταλάβη την πρωτεύουσάν σου, να καταργήση την πολιτικήν ανεξαρτησίαν σου; Εάν αυτήν την απλουστάτην ερώτησιν την υπέβαλεν εις εαυτόν ο τελευταίος δικτάτωρ του Γερμανικού λαού, ουδέποτε θα ετόλμα να επιτεθή εναντίον των μικρών κρατών της Ευρώπης. Ασφαλώς δε ουδεμία αδικία θα διεπράττετο εκ μέρους ενός έθνους ενατίον άλλου έθνους εάν ετίθετο εις ευρείαν εφαρμογήν ο Νόμος αυτός. Αυτός ο Νόμος είνε το αγγελικόν veto. Ενώπιον του Νόμου αυτού και αι ισχυρότεραι χείρες δεσμεύονται δια την αδικίαν και
λύονται μόνον δια την αγαθοεργίαν.

«Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Λέγεται περί τίνος Ρωμαίου αυτοκράτορος ότι τόσον είχεν αυτός θαυμάσει την απλότητα, την φυσικότητα, την σοφίαν του Νόμου τούτου, ώστε διέταξε ο Νόμος αυτός να γραφή με μεγάλα γράμματα εις τας εισόδους όλων των δημοσίων καταστημάτων. Πόσον θα ήτο ευτυχής η σύγχρονος ανθρωπότης, εάν εμιμείτο το παράδειγμα του Ρωμαίου αυτοκράτορος και εχάρασε τον Νόμον τούτον εις την προμετωπίδα του Μεγάρου, εις το οποίον συνεδριάζουν τα ηνωμένα έθνη, και συμφώνως με τον Νόμον έλυεν όλα τα προβλήματα που αναφύονται εις τας μεταξύ των εθνών σχέσεις.
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης.)

Νόμοι ατελείς. Αλλά ο νόμος του Κυρίου; Τέλειος. Και απλός˙ μόνο δώδεκα λέξεις! Και δεν υπάρχει ζυγαριά να ζυγίσουμε την αξία τους. Είνε ο νόμος που λύνει όλα τα προβλήματα. Ακούστε τις δώδεκα λέξεις του˙ «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» (Λουκ. 6, 31). Ώ άνθρωποι, λέει, όπως θέλετε να συμπεριφέρωνται οι άλλοι σ’ εσάς, έτσι να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς. Υπάρχει νόμος απλούστερος και ευκολώτερος; Τον καταλαβαίνουν και οι πιο αγράμματοι.

Αυτά που είπαμε είνε, αγαπητοί μου, η μία όψις του νομίσματος, η αρνητική πλευρά. Υπάρχει και η θετική πλευρά. Ποια δηλαδή; Εσύ, όχι μόνο δε θέλεις να σου κάνη κακό ο άλλος, αλλά θέλεις και να σου κάνη καλό. Πεινάς; Θέλεις να σου δώση ψωμί. Διψάς; Θέλεις να σου δώση νερό. Είσαι γυμνός; Θέλεις να σου δώση ένα ρούχο. Είσαι άρρωστος; Θέλεις ο άλλος να σε επισκεφθή και να σου δώση φάρμακο. Πέθανε κάποιος δικός σου; Θέλεις οι άλλοι να έρθουν να σε παρηγορήσουν. Έ λοιπόν˙ όπως στις δυσκολίες σου περιμένεις οι άλλοι να σπεύδουν κοντά σου, έτσι κι εσύ να σπεύδης κοντά τους στις δυσκολίες τους. Πάνω σ’ αυτόν τον νόμο ας στηρίξουμε τις σχέσεις μας με όλους. Ωνομάστηκε «χρυσούς κανών».

Όποιος έχει αγάπη, όχι μόνο κακό δεν κάνει, αλλά κάνει πάντα το καλό. Πεινάει ο άλλος; Του δίνει να φάη. Διψάει; Του δίνει να πιή. Είνε άρρωστος; Τον επισκέπτεται. Είνε γυμνός; Τον ντύνει είνε άστεγος; Κάτι θα κάνη να τον στεγάση. Έτσι είνε η αγάπη. Τέτοια αγάπη είχε ο Χριστός, που δεν έκανε κανένα κακό στον κόσμο, αλλά έκανε πάντα το καλό. Και όποιος βαδίζει έτσι, με την αγάπη, εξυψώνεται σε μεγάλα ύψη αρετής, γίνεται όμοιος με τον Χριστό, μοιάζει με τον Θεό!

«Και έσεσθε υιοί υψίστου».
Οδηγό και πυξίδα προς την τελειότητα μας έδωσε ο Χριστός το Ευαγγέλιο.

Ποιες όμως πρέπει να είνε οι σχέσεις του ενός ανθρώπου προς τον άλλο; Ποιες οι σχέσεις των διαφόρων μικρών ή μεγάλων ομάδων ή των εθνών αναμεταξύ τους; Μέγα το πρόβλημα. Πώς θα λυθή; Πώς θα υπάρχη αρμονία στο σπίτι, αρμονία στο σχολείο, αρμονία στον στρατώνα, αρμονία στην κοινωνία, αρμονία στα έθνη και στην ανθρωπότητα; Ρίξτε ένα βλέμμα στον ουρανό˙ αναρίθμητα δισεκατομμύρια είνε τα άστρα. Και όλα κινούνται αρμονικώς και με πειθαρχία. Όπως λοιπόν εκεί η υπακοή στον φυσικό νόμο της παγκοσμίου έλξεως δημιουργεί τάξι στο σύμπαν, κατά παρόμοιο τρόπο και μεταξύ των ανθρώπων η υπακοή στον ηθικό νόμο θα φέρη ειρήνη και ευτυχία. Ποιος είνε ο νόμος αυτός; Τον διατύπωσε ο Χριστός. Όχι με πολλά λόγια σαν τους ρήτορες και φιλοσόφους. Μέσα σε λίγες λέξεις συμπύκνωσε την θεία σοφία. Τι λέει˙ «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» (Λουκ. 6, 31).

Εν τούτοις ο άνθρωπος κατέπεσε. Έπεσε δυστυχώς πολύ χαμηλά. Γιατί; Διότι έκανε κακή χρήση του λογικού, της ελευθερίας, των θείων δώρων του. Η δε πτώσις του είνε τραγική. Έγινε, όπως λέει ο Πλάτων, το αγριώτερο θηρίο απ’ όσα τρέφει η γη. Το λιοντάρι είνε αθώο˙ ένα λιοντάρι μπορεί να κατασπαράξη εκατό – διακόσους ανθρώπους, όχι παραπάνω. Ο άνθρωπος του αιώνος τούτου, με τα λύκειά του, με τα πανεπιστήμιά του, με όλα τα μέσα της τεχνολογίας, έγινε πλέον ένα επιστημονική θηρίο. Ανεβαίνει στα σύννεφα κ’ εκσφενδονίζει βόμβες ατόμου και σκοτώνει εκατομμύρια συνανθρώπους του. Κατέπεσε σε βάραθρο. «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. 48, 13, 21). Και ο Ιερός Χρυσόστομος λέει˙ Άνθρωπος είσαι; Τίμησε το όνομά σου. Ζήσε ως άνθρωπος. Πώς να σε ονομάσω άνθρωπο, όταν κλωτσάς σαν το γαϊδούρι, είσαι λαίμαργος σαν τον χοίρο, είσαι ασελγής όπως ο τράγος, είσαι εκδικητικός όπως η καμήλα, είσαι αιμοδιψής όπως ο λύκος, είσαι πονηρός σαν την αλεπού, είσαι
φθονερός και κακός σαν τον σκορπιό…; Πώς να σε ονομάσω άνθρωπο;

Ο Χριστός λέει˙ «Και έσεσθε υιοί υψίστου». Άνθρωποι δηλαδή ευγενείς και υπέροχοι, Χριστιανοί με τις αρετές που διδάσκει το Ευαγγέλιο. Η δε υψίστη, η κορυφαία αρετή που υποδεικνύει ο Κύριος, είνε η αγάπη. Η αγάπη προς τους γονείς μας, η αγάπη προς τους συγγενείς μας, η αγάπη προς τους ομοφύλους μας, η αγάπη – μπρος προχωρούμε – και προς τους εχθρούς μας ακόμα! Αυτή η αγάπη εξομοιώνει τον άνθρωπο προς τον Θεό˙ και τότε πραγματοποιείται αυτό που είπε ο Κύριος˙ «Και έσεσθε υιοί υψίστου».

Το τέλειο υπάρχει μόνο στον Θεό. Όλα τα ανθρώπινα είνε ατελή. Άγνοια, αδυναμία, εμπάθεια χαρακτηρίζουν τη ζωή μας πάνω στη γη. Η άγνοια μας κάνει συνεχώς να ερευνούμε˙ και εν τούτοις πάντοτε αγνοούμε˙ «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα», ωμολόγησε ο Σωκράτης. Η αδυναμία πάλι δεν αφήνει να φθάσουμε στην κορυφή που επιθυμούμε˙ μοιάζουμε με αετό αλυσοδεμένο μέσα σ’ ένα κλουβί. Η δε εμπάθεια μας παγιδεύει κάθε ώρα και στιγμή στην αμαρτία˙ «ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος…», φωνάζει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 7, 24). Ο Θεός μας έπλασε έτσι, ώστε να ζητούμε αυτόν, που είνε ο μόνος τέλειος˙ πώς όμως να τον πλησιάσουμε; Ποθούμε την τελειότητα˙ πώς όμως να τη φθάσουμε;

Είνε η ζωή˙ η ζωή του ανθρώπου, το μυστηριώδες αυτό φαινόμενο. Το ότι ο άνθρωπος βλέπει, ακούει, αισθάνεται, περπατάει, αναπτύσσεται, μεγαλώνει, γερνάει, το μυστηριώδες αυτό ρεύμα του ουρανού, η ζωή, είνε από τον Θεό˙ ο Θεός τον δημιούργησε. Καταπληκτικό φαινόμενο. Όλοι οι επιστήμονες να μαζευτούνε, δεν μπορούν να φτειάξουν έναν άνθρωπο ζωντανό. Τι λέω; Δεν μπορούν να φτειάξουν ένα πουλί να πετάη. Τι λέω; Ένα μυρμηγκάκι δεν μπορούν να φτειάξουν. Τι θέλω να πω. Άνθρωπε, δεν μπορείς να φτειάξης ένα μυρμήγκι. Εργοστάσια φτειάχνεις, ναούς φτειάχνεις, καταστήματα φτειάχνεις…, ζωή δεν φτειάχνεις. Η ζωή είνε αυθύπαρκτος, είνε από τον Θεό. Λοιπόν, ό,τι δεν μπορείς να φτειάξης, μη το καταστρέψης. Και σε ρωτώ λοιπόν, θέλεις ο άλλος να πάρη μια τανάλια να σου ξερριζώση τα δόντια; – έγιναν αυτά, τα είδαμε με τα μάτια μας, και ο Θεός να φυλάξη να μη ξαναγίνουν. Θέλεις, ο άλλος να πάρη ξυράφι να σου κόψη τα αυτιά, να σου βγάλη τα μάτια, να σου ξερριζώση τη γλώσσα, να σου κόψη τα πόδια, τα χέρια, να σε ακρωτηριάση;
Θέλεις, να σε ρίξη στη φωτιά, να σε εκτελέση, να σε φονεύση; Το θέλεις αυτό; Δεν το θέλεις. Έ, όπως εσύ έχεις αξίωσι οι άλλοι να σέβωνται τη ζωή σου, και εσύ έχεις ιερά υποχρέωσι να σέβεσαι τη ζωή εκείνων. «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Όπως λοιπόν εσύ θέλεις να είνε τα τρόφιμα και τα φάρμακά σου γνήσια και να σέβεται ο άλλος τη ζωή σου, έτσι κι εσύ να σέβεσαι τη ζωή του άλλου. «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως».

Εμείς οι Έλληνες όμως δεν θεωρούμε πολύτιμα μόνο αυτά˙ έχουμε και κάτι άλλο παραπάνω από τη ζωή και τα πλούτη. Είνε η τιμή μας. «Η τιμή τιμή δεν έχει». Θέλεις, ο άλλος να σε συκοφαντήση και να σε διαβάλη; Να σε πάη στο δικαστήριο, να απλώση το βρωμερό του χέρι επάνω στο Ευαγγέλιο, να πη ανυπόστατα πράγματα και να σε ρίξη στη φυλακή; Θέλεις, να συκοφαντήση τη γυναίκά σου και το κορίτσι σου; Θέλεις , όταν λείπης, να μπη σαν φίδι στο σπίτι σου και να ατιμάση τη γυναίκα σου ή την κόρη σου;… Όχι, όχι! Θα πης.
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης.)

Είπεν ο Κύριος: καθώς θέλετε, ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως (Λουκ. στ’. 31). Νόμος είναι ούτος, εις αυτήν την λογικήν φύσιν εμπεφυτευμένος τοσούτον δίκαιος, εύλογος και καταπειστικός, ώστε ουδείς ουδέ πιστός ουδέ άπιστος δύναται να έχη αντίρρησιν ή να αντισταθή εις αυτόν. Καθώς θέλεις, ίνα ποιώσιν οι άνθρωποι προς σε, ποίει και συ αυτοίς ομοίως˙ θέλει, κάποιος άλλος να αρπάξη τα υπάρχοντά σου, ή να εξουδετερώση την τιμήν σου, ή να προξενήση εις σε μικράν τινά βλάβην; Ουχί αναμφιβόλως˙ λοιπόν ποίει και συ ομοίως, δηλαδή μηδέ άρπαζε, μηδέ ατίμαζε, μηδέ βλάπτε τον άλλον.

Τι θέλεις από τους άλλους; Θέλεις βέβαια, πάντες να σε αγαπώσι, και να σε τιμώσι, και κατά πάντα τρόπον να γίνωνται ευεργέται σου˙ λοιπόν ποίει και συ προς πάντας ομοίως˙ πάντας αγάπα, πάντας τίμα, μετάδιδε εις πάντας τας ευεργεσίας σου. Ποία απόκρισις ή ποία αντιλογία εις τούτο; Ουδεμία.

Επειδή δε ο θείος Ευαγγελιστής Ματθαίος τον αυτόν νόμον του Θεού γράψας, είπεν, ότι ο Κύριος, ότε τούτον τον νόμον εξεφώνησε, τότε προσέθηκε και το «Ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. Γ, 12)˙ είναι φανερόν, ότι όσα ο Μωσαϊκός νόμος και οι προφήται και το Ευαγγέλιον διδάσκουσι, τοσούτον είναι δίκαια, όσον και ούτος ο δικαιότατος νόμος. Δια τούτου δε του νόμου προπαρασκευάσας ο Θεάνθρωπος τους ακροατάς, προβιβάζει αυτούς επί τα υψηλότερα και τελειότερα μαθήματα.
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης. )

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Α’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Β. Λουκά: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά εις το «Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι…» (κείμενα και αρχεία ήχου, mp3).
Κυριακή Β. Λουκά – ηχογραφημένη ομιλία του Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου (αρχείο ήχου, mp3).
Συμφέρον και Εκλογές – π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου (κείμενο και video).

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.