21 Οκτωβρίου, μνήμη και του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου του εκ Μονεμβασίας: Συναξάριον, Ακολουθία.

Τω αυτώ μηνί Οκτωβρίου κα’, Μνήμη του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος Ιωάννου του από Γούβες, κώμης της Μονεμβασίας.

Νόμους φυλάττων νηστίμου καιρού πόθω,
Ζωήν έθυσας ω Iωάννη μάκαρ.
Πρώτη Ιωάννην εικάδι έκτεινον άνομοι.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Νεομαρτυρας, απο τη Μονεμβασια, (1755 – 1773), ήταν γιος Ιερέως και γεννήθηκε στο χωριό Γεράκι της περιοχής Μονεμβασιάς. Το 1770 μ.Χ. όταν οι Αλβανοί ήλθαν στην Πελοπόννησο, έσφαξαν τον πατέρα του, και αυτόν μαζί με τη μητέρα του απήγαγαν στη Λάρισα. Ήταν τότε ο Ιωάννης 15 χρονών. Εκεί πουλήθηκε μαζί με τη μητέρα του σε κάποιο Τούρκο. Επειδή όμως ο Τούρκος αυτός δεν είχε παιδιά, θέλησε να υιοθετήσει τον Ιωάννη αφού τον εξισλαμίσει. Οι τεράστιες και ποικίλες προσπάθειες του Τούρκου για να εξισλαμίσει τον Ιωάννη, δεν έφεραν κανένα καρπό.

Ο νέος με υψηλό φρόνημα, διαρκώς έλεγε: «εγώ Τούρκος δεν γίνομαι, εγώ είμαι χριστιανός και χριστιανός θέλω να πεθάνω». Τότε ο Τούρκος, μέσα στο σπίτι του, άρχισε να βασανίζει σκληρά τον Ιωάννη. Την περίοδο του δεκαπενταύγουστου τον πίεζε να καταλύσει, και μάλιστα είχε βάλει και τη μητέρα του να τον παρακαλέσει να φάει από τα δελεαστικά φαγητά. Αλλά ο Ιωάννης απάντησε: «εγώ είμαι γιος παπά και πρέπει να φυλάττω καλύτερα από τους γιους των λαϊκών τους νόμους και τα έθιμα της Αγίας μας Εκκλησίας». Εξαγριωμένος ο σκληρός Τούρκος από τη στάση του Ιωάννη, τον μαχαίρωσε στην καρδιά, με αποτέλεσμα να πεθάνει στις 21 Οκτωβρίου 1773 μ.Χ.

Ιερά Λείψανά του ευρίσκονται: Η Κάρα του Αγίου και τμήματα χειρών και ποδών βρίσκονται στη Μονή Ζερμπίτσας της Σπάρτης. Μέρος των Λειψάνων του βρίσκονται στο Ναό των Αγίων 40 Μαρτύρων της Λαρίσης. Μέρος της χειρός του βρίσκεται στη Μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Αναλυτικότερα το Ιερό Συναξάριο αναφέρει για τον ένδοξο αυτό Νεομάρτυρα της Εκκλησίας μας:

Ούτος ο νεοφανής μάρτυς του Χριστού Ιωάννης, ήτον από την περιφανή Πελοπόννησον, εκ των μερών της Μονεμβασίας, νέος την ηλικίαν έως δεκαπέντε ετών, πεπαιδευμένος τα ιερά γράμματα. Και ο μεν πατήρ αυτού κατήγετο από εν χωρίον, καλούμενον Γεράκι, τιμώμενον με θρόνον επισκοπής παρά της Μητροπόλεως Μονεμβασίας, η δε μήτηρ αυτού από εν χωρίδιον της Μονεμβασίας Γούβες επιλεγομενον. Εις δε τον καιρόν της αιχμαλωσίας της Πελοποννήσου, της γενομένης κατά το 1770, ελθόντες Αλβανοί πολλοί και αιχμαλωτίζοντες τους εκεί χριστιανούς, ηχμαλώτισαν και το χωρίον του Μάρτυρος• και τον μεν πατέρα αυτού απέκοψαν εν μαχαίρα, αυτόν δε και την μητέρα αυτού αιχμαλωτίσαντες επήραν μαζύ των, και τους επήγαν εις την Λάρισσαν, και εκεί επωλήθησαν δις, και τρις, ο καθ εἰς ξεχωριστά, ύστερον δε επωλήθησαν και οι δύο ομού, εις ένα Αγαρηνόν Θεσσαλονικέα, όστις επειδή παιδίον δεν είχεν, ηγάπα πολύ τόσον αυτός όσον και η γυνή αυτού, να κάμωσιν ως ψυχοπαιδί τον ευλογημένον Ιωάννην.

Οθεν, καθημερινώς δεν έπαυε να τον ενοχλή, δοκιμάζων να τον διαστρέψη από την πίστιν των χριστιανών, και τον επιστρέψη εις την ιδικήν του θρησκείαν, πότε με κολακείας και υποσχέσεις τιμών και αξιωμάτων, πότε με φοβέρας τιμωριών και βασάνων. Αλλ’ ο του Χριστού Μάρτυς εστεκε στερεός, και ακλόνητος εις την ευσέβειαν, και ταύτα πάντα ενόμιζεν εις ουδέν. Εν μια ουν των ημερών, κουρασθείς ο Αγαρηνός από του να παρακινή τον Άγιον δια να αρνηθίή την ευσέβειαν, και μη δυνηθείς, εις όλον το ύστερον εθυμώθη, και βάλλοντας τον εμπρός με το σπαθίον, τον έπηγε δέρνοντας έως εις την αυλήν του τζαμίου, και εκεί εσυνάχθησαν και άλλοι πολλοί Αγαρηνοί, οίτινες εβίαζον τον μάρτυρα να τουρκίση, σπαθίζοντες, λακτίζοντες, βάλλοντες τας πιστόλας εις το στήθός του, και αλλά πολλά ποιούντες• αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον, επειδή ο γενναίος Ιωάννης, χωρίς να δειλιάση έλέγε: Δεν γίνομαι Τούρκος, εγώ Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω ν’ αποθάνω.

Αφίνω να λέγω τας μαγείας και τα σατανικά γοητεύματα, όπου καθημερινώς έκαμνεν η γυνή του αυθέντου του με άλλα κακογραίδια αγαρηνά, δια να κάμωσιν έξω φρενών τον ευλογημένον Ιωάννην, η καν να τον ελκύσουν εις επιθυμίαν γυναικός και ούτω να τον τουρκίσουν, αλλ η χάρις του Θεού, απ’ όλα ταύτα τον εφύλαττεν. Έφθασε και η νηστεία της Κυρίας Θεοτόκου, του Δεκαπενταύγουστου λεγομένη, και επειδή ο αοίδιμος Ιωάννης, δεν ηθέλησε κατ ουδένα τρόπον να αρτυθή και να χαλάση την αγίαν νηστείαν, εκλείσθη υπό του αυθέντου του, υποκάτω εις εν κατώγειον, όπου ητον τόπος των αλόγων, και εκεί εις το διάστημα των δέκα πέντε ημερών πότε τον εκρέμα και τον εκάπνιζε με άχυρα, πότε τον εκτύπα με το σπαθίον εις όλο το κορμίον, βιάζοντας αυτόν δια να φάγη από τα μυσαρά φαγητά των, τόσον την ημέραν όσον και την νύκτα• Αλλ ο γενναίος του Χριστού αθλητής, μιμούμενος τους Τρεις Παίδας, όπου δεν ηθέλησαν να μιαροφαγήσουν από τα βρώματα του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ• και τους Αγίους Μακκαβαίους, όπου δεν ηθέλησαν να φάγουν χοιρινά
κρέατα, διότι ήτο εμποδισμένα από τον θείον Νόμον.

Αυτούς λέγω μιμούμενος, δεν έστερξεν ο μακάριος με τελειότητα, ούτε καν να γευθή από τα αρτυμένα φαγητά, αλλ’ επικαλούμενος το όνομα και την βοήθειαν της Κυρίας Θεοτόκου, δια την τιμήν της οποίας η νηστεία αύτη γίνεται, επρόκρινε κάλλιον να θανατωθή παρά να χαλάση την Αγίαν νηστείαν. Ο δε αυθέντης του, βλέποντας τον ότι δεν πείθεται, τον άφινε νηστικόν δύο και τρεις ημέρας, και δεν του έδιδε να φάγη ολότελα. Η δε Μήτηρ αυτού, στέκουσα κοντά εις τον υιόν της, και βλέπουσα αυτόν αποκαμωμένον από τους σπαθισμούς και από τα κρεμάσματα και από την νηστείαν, και από τας άλλας κακοπαθείας όπου εδοκίμαζε, τον επαρακίνει δια να φάγη, λέγουσα προς αυτόν: φάγε υιέ μου, από τα φαγητά αυτά, φάγε δια να μην αποθάνης, και ο Θεός και η Παναγία σε συγχωρούν, διότι δεν το κάμνεις με το θέλημά σου, αλλ’ εξ ανάγκης. Λυπήσου υιέ μου, και έμενα την πτωχήν και τεθλιμμένην μητέρα σου, και μη θελήσης να αποθάνης παράκαιρα να με αφήσης απαρηγόρητον εις την σκλαβίαν ταύτην και ξενητείαν, επειδή εσένα έχουσα, δεν μοι φαίνεται ότι
ευρίσκομαι εις σκλαβίαν.

Ο δε Μάρτυς στηρίζων την ασθένειαν της Μητρός του, τη έλεγε: δια τι κάμνεις έτσι, μητέρα μου, δια ποίαν αιτίαν κλαίεις, δια τι δεν μιμείσαι και εσύ τον Πατριάρχην Αβραάμ, ο οποίος δια την αγάπην του Πλάστου του ηθέλησε να θυσιάση τον μονογενή του υιόν, μόνον κλαίεις και θρηνείς δια λόγου μου; Είμαι παπά υιός, και πρέπει να φυλάττω καλλίτερα από τους υιούς των λαικών, τους νόμους και τα έθιμα της Αγίας μας Εκκλησίας, διότι όταν τα μικρά δεν φυλάττομεν, πως ημπορούμεν να φυλάξωμεν τα μεγάλα; Τέλος πάντων, βλέποντας ο αυθέντης του, ότι δεν δύναται να καταπείση τον Ιωάννην, ούτε να αφήση την του Χριστού πίστιν, ούτε και ν’ αρτυθή και να φάγη από τα φαγητά όπου τω έδιδεν, εθυμώθη και του εκτύπησε μίαν θανατηφόρον μαχαιριάν εις την καρδίαν, και ούτω μετά δύο ημέρας ετελεύτησεν ο αοίδιμος, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον, κατά το χιλιοστόν επτακοσιοστόν εβδομηκοστόν τρίτον Σωτήριον έτος, κατά την εικοστήν πρώτην του Οκτωβρίου μηνός.

Αποθνήσκων δε ο Μάρτυς, παρήγγειλεν εις την Μητέρα του, ως ο Πατριάρχης Ιωσήφ εις τους Εβραίους, να σταθή να κάμη την ανακομιδήν των λειψάνων του, και να τα πάρη να τα υπάγη εις την πατρίδα του. Τελευτήσαντος δε του Αγίου, ο Αγαρηνός εκείνος αυθέντης του, έρριψε το Άγιον αυτού λείψανον εέξω της αυλής εις ένα κήπον, δια να καταφαγωθή υπό των σκύλων, αποβαλών και την μητέρα του Μάρτυρος. Αλλ’ ο των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! Όχι μόνον έμεινεν αβλαβές το ιερόν αυτού λείψανον, αλλά και το πρόσωπον αυτού ήστραπτεν ως ο ήλιος• πολλοί δε των Χριστιανών της Λαρίσσης είδον εις τας δύο εκείνας ημέρας όπου ήτον ερριμμένον το ιερόν λείψανον του Μάρτυρος εις τον κήπον, φως ουρανόθεν ως αστέρα καταβάντα επάνω του ιερού λειψάνου. Αυτά ταύτα πληροφορηθείς ο τότε Μητροπολίτης Λαρίσσης, εζήτησε την άδειαν και λαβών ενταφίασεν αυτό μετ’ ευλαβείας. Η δε μήτηρ του Αγίου, ενθυμουμένη πάντοτε την παραγγελίαν του γλυκυτάτου της υιού, έμεινεν εις Λάρισσαν και περιπλανωμένη από οικίαν εις οικίαν, εζήτει τον επιούσιον άρτον.

Ο ουν αυτάδελφος αυτής, μαθών ότι η αδελφή αυτού μετά του υιού της ευρίσκονται σκλάβοι εις την Λάρισσαν, επήγεν εκεί δια να δυνηθή, ει δυνατόν, να τους ελευθερώση. Φθάσας δε εκεί και ευρών αυτήν, παρεκίνει αυτήν πολυειδώς δια να την πείση να έλθη εις την πατρίδα των. Τότε αυτή εδιηγήθη τα γεγονότα προς αυτόν, τον μαρτυρικόν θάνατον του Ιωάννου, την παραγγελίαν αυτού τον ενταφιασμόν του λειψάνου του, και λοιπά και τέλος τον σκοπόν της, δια τον οποίον εκάθητο εκεί υποφέρουσα τόσην πενίαν. Όθεν, ο μεν αυταδελφός της επέστρεψεν εις τὰ ίδια, αύτη δε έμεινεν ίνα τελιώση την παραγγελίαν του υιού της. Πληρωθέντος δε του χρόνου, εγένετο παρά του Μητροπολίτου Λαρίσσης η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου, η δε μήτηρ αυτού λαβούσα τα Άγια λείψανα, και περιπλανωμένη από τόπον εις τόπον, έφθασεν εις την πατρίδα της, και κατώκησεν εις το πατρικόν της χωρίδιον Γούβες, μετά του αδελφού της• εδιηγήθη λοιπόν εις πάντας ότι ο υιός αυτής Ιωάννης, μη θέλων να αρνηθή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ουδέ να μιαροφαγήση,
εθανατώθη, και ότι τα Άγια αυτού λείψανα ευρίσκονται εις χείράς της, και επειδή υποπτεύετο μήπως υστερηθή αυτά υπό του τότε Μητροπολίτου Μονεμβασίας Ιγνατίου, εφύλαττεν αυτά κεκρυμμένα.

Μετά παρέλευσιν δε χρόνων ικανών ησθένησε και αυτή, και επειδή εγνώρισεν ότι ήλθεν η ώρα του θανάτου, παρήγγειλεν εις τους συγγενείς αυτής, ίνα, όταν ενταφιάσωσιν αυτήν, βάλωσιν εις τον τάφον της και τα λείψανα του υιού της Ιωάννου, το οποίον και έκαμαν οι χωρικοί εκείνοι. Μετά παρέλευσιν δε χρόνων δέκα τριών, ετελεύτησε και η γυνή του αυταδέλφου της, και επειδή ήθελον να την ένταφιάσωσι εις τον τάφον της γενεάς των, κατά την συνήθειαν, έσκαπτον δια να ανοίξωσι τον τάφον, όπου η Μήτηρ του Αγίου ενεταφιάσθη, αλλ ευθύς οπού εγένετο μία μικρά τρύπα, ω του θαύματος! ευγήκεν άρρητος ευωδία, την οποίαν αισθανθέντες άπαντες οι παρευρεθέντες, ηρώτων εν τω μεταξύ των, οποία είναι η ευωδία αυτή. Τότε, ενεθυμήθησαν ότι ευρίσκοντο εκεί και τα Άγια λείψανα του Ιωάννου: όθεν μετά φόβου, και πολλής της ευλαβείας ανοίξαντες τον τάφον, εύρον το μεν σώμα της μητρός του Αγίου διαλελυμένον εις οστά, και το σάββανον διεφθαρμένον• την δε σακκούλαν, ήτις είχε τα άγια λείψανα του Μάρτυρος, αβλαβή και ως να ητον εκείνην την
ιδίαν ώραν τεθειμένα εις τον τάφον.

Τότε εις συγγενής του Μάρτυρος, παπά Ιωάννης Καυσοκαλύβας επιλεγόμενος, οικειοποιήθη αυτά ως συγγενής και κληρονόμος• από της ώρας λοιπόν εκείνης διεφημίσθη ότι τα Άγια λείψανα του Νεομάρτυρος Ιωάννου, ευρίσκονται εις χείρας του Ιερέως εκείνου, τα οποία επετέλουν ιάσεις εις τους μετά πίστεως και ευλαβείας προσερχομένους. Αύτη η φήμη των Αγίων λειψάνων έφθασεν εις τας ακοάς του ιερωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας Χρυσάνθου, του και εμού Γέροντος, και επεθύμει ίνα ίδη αυτά, και προσκυνήση, αλλ’ επειδή και ο Ιερεύς εκείνος, ο έχων τα Άγια λείψανα, κεντηθείς υπό του οίστρου της ακολασίας, έλαβε και δευτέραν γυναίκα, παρανόμως και τρίτην, και παραιτηθείς του χωριδίου εκείνου κατώκησεν εις εν αλλο χωρίδιον της επισκοπης Έλους, είχε μεθ ἑαυτοῦ και τα Άγια λείψανα, επειδή όμως και ευρίσκοντο εις χείρας τοιούτου ανδρός, μη παρουσιαζομένου, προς την αυτού ιερότητα, ενομίζετο και το πράγμα απίθανον, ακούσας δε ότι η αυτού τιμία κάρα αφιερώθη εις εν Μοναστήριον της Επισκοπής Έλους, τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου
ενδόξου Προφήτου Προδρόμου Ιωάννου και Βαπτιστού και ότι προς τοις άλλοις θαύμασι, ιάτρευσε παραδόξως την εξηραμμένην και παράλυτον χείρα μιας γυναικός των εκείσε επεθύμει, ως έλαφος διψώσα, πότε να αξιωθή να προσκυνήση αυτά και λάβη μέρος εξ αυτών.

Κατά γουν το χιλιοστόν οκτακοσιοστόν δέκατον όγδοον σωτήριον έτος πορευθείς κατά το έθος εις Μονεμβασίαν, και ελθών εις το χωρίδιον Γούβες, ερώτησε τους κατοίκους του χωριδίου εκείνου περί των λειψάνων του Μάρτυρος, οίτινες διηγήθησαν όσα προείρηνται περί του Αγίου, και ότι ο έχων αυτά παπά Ιωάννης ασθενής ων πνέει τα λοίσθια, η δε ιερότης του ετήρει ταύτα πάντα εν τη καρδία αυτού διανοούμενος πότε να αξιωθή να λάβη μέρος εξ αυτών των λειψάνων, όθεν μετ’ ολίγας ημέρας, τελευτήσαντος του ανδρός εκείνου, του κατέχοντος τα Άγια λείψανα, προσεκλήθη παρά των συγγενών αυτού, δια να υπάγη, εις την κηδείαν αυτού, επορεύθη ουν, συμπορευμένου και εμού ως Ιεροδιακόνου, χαίρων και αγαλλόμενος, στοχασθείς ότι έφθασεν η ώρα, καθ’ ην επεθύμει να λάβη τα Άγια λείψανα. Μετά την κηδείαν λοιπόν του Ιερέως εκείνου, έλαβεν όσα ευρέθησαν, εξ ων μέρος απέστειλεν εις το φρούριον Μονεμβασίας, και μέρος έφερε μεθ ἑαυτοῦ εις την Καλαμάταν, τα οποία ευρισκόμενα και εν ταις δυσί Μητροπόλεσι, θαύματα αεννάως ποιούσιν εις τους μετά
πίστεως προσκαλουμένους αυτά.

Και ούτω τα τοσούτους χρόνους κεκρυμμένα Άγια λείψανα του Νεομάρτυρος Ιωάννου εφανερώθησαν, πρώτον μεν δια στηριγμόν ευσεβείας και πίστεως, και καύχημα των χριστιανών, δεύτερον δε δια καταισχύνην και έλεγχον των κοιλιοδούλων εκείνων χριστιανών, οίτινες δεν φυλάττουσι τας παραδεδομένας νηστείας της του Χριστού Αγίας Εκκλησίας, αλλά καταφρονηστικώς φερόμενοι, καταλύουσιν αυτάς αναιδώς και ασυστόλως. Τούτου λοιπόν του Μάρτυρος την μνήμην εορτάζουσι κατ’ έτος άπαντες οι εν τη Επαρχία Μονεμβασίας και Καλαμάτας, εις δόξαν Χριστού, του δοξάζοντος τους αυτόν αντιδοξάζοντας, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ασματική Ακολουθία εις τίμην και μνήμην του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος Ιωάννου του εκ Μονεμβασίας.rar

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.