Κυριακή Ε. Λουκά, ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

(Λουκ. ιστ, 19-31).

«Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν1, 2.

Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν,3 σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του τον Λάζαρο.4 Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ¨πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά¨.5 Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: ¨παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις.6 Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από δω σ’ εσάς να μην μπορούν˙ ούτε οι από κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς¨.7 Είπε πάλι ο πλούσιος: ¨τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων¨. Ο Αβραάμ του λέει: ¨έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών˙ ας υπακούσουν σ’ αυτά¨.

Όχι πατέρα μου Αβραάμ¨, του λέει εκείνος, ¨δεν αρκεί: αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν¨. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ¨αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν¨».8

ΣΧΟΛΙΑ

(1)Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν.
Απέθανεν ο πτωχός, απέθανε και ο πλούσιος˙ και τον μεν πτωχόν παραλαβόντες οι άγγελοι έφερον εις τον κόλπον του Αβραάμ˙ο δε πλούσιος ετάφη. Τί σημαίνει δε ο κόλπος του Αβραάμ; Και δια τι δεν είπε και περί του πτωχού το ετάφη, καθώς και περί του πλουσίου; Ο κόλπος του Αβραάμ σημαίνει την περιοχήν των αγαθών, «Α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. β’, 9)˙ κόλπον δε ταύτα ωνόμασεν, επειδή καθώς το πλοίον, όταν φθάση εις τον λιμένα, ησυχάζει από της ταραχής της πολυκυμάντου θαλάσσης, ούτω και ο δίκαιος, όταν φθάση εις τα αγαπητά του Κυρίου σκηνώματα, αναπαύεται από της ζάλης του πολυταράχου βίου.

Του Αβραάμ δε κόλπος λέγεται η θεία μακαριότης, επειδή η θυσία του σώματος του Ιησού Χριστού επάνω εις τον σταυρόν ήνοιξε την θύραν αυτής εις τους δικαίους˙ το δε του Κυρίου Ιησού σώμα εκ του σπέρματος του Αβραάμ, ήτοι εκ της αγίας Παρθένου, κατήγετο˙ «Ου γαρ δήπου αγγέλων επιλαμβάνεται, αλλά σπέρματος Αβραάμ επιλαμβάνεται» (Εβρ. β’, 16). Είπε δε το ετάφη περί του πλουσίου και όχι περί του πτωχού, επειδή μετά θάνατον η μεν ψυχή του πλουσίου κατέβη εις τον άδην, του οποίου σύμβολον ο τάφος, ως τόπος υπόγειος και σκοτεινός και ζοφώδης˙ η δε ψυχή του πτωχού δεν κατήλθεν εις τον άδην, άλλ’ ανέβη εις τον κόλπον του Αβραάμ, όστις σημαίνει το αιώνιο φως και την θείαν μακαριότητα.

Εκ των λόγων τούτων μανθάνομεν, ότι μετά θάνατον τας μεν ψυχάς των δικαίων παραλαμβάνουσιν οι άγιοι άγγελοι, και κατατάσσουσιν αυτάς εις τόπον ανέσεως, καθώς την ψυχήν του Λαζάρου˙ αι δε ψυχαί των αμαρτωλών καταβιβάζονται εις τόπον βασάνου, καθώς η ψυχή του πλουσίου. Σημείωσαι δε, ότι ούτε ο κόλπος του Αβραάμ σημαίνει το τέλειον της θείας δόξης, ούτε ο άδης το τέλειον της κολάσεως˙ διότι μόνον μετά την δευτέραν του Κυρίου παρουσίαν, και την παγκόσμιον κρίσιν, και την Δεσποτικήν απόφασιν απολαμβάνουσιν οι μεν δίκαιοι της τελειότητος της θείας μακαριότητος, οι δε αμαρτωλοί της τελείας κολάσεως, τότε δηλαδή, όταν εκφωνήση ο Κύριος της δόξης εις μεν τους δικαίους «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε’, 54), εις δε τους αμαρτωλούς, «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε’, 41).
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(2)Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν.
Η ώρα του θανάτου, αγαπητοί, η στιγμή κατά την οποίαν η συμβίωσις ψυχής και σώματος διαλύεται και η ψυχή αποχωρίζεται και απέρχεται εις τους κόσμους της αιωνιότητος, έχει δια τους πολλούς κάτι το δραματικόν. Ομοιάζει με την στιγμήν κατά την οποίαν οι φίλοι και συγγενείς επί της προκυμαίας λιμένος ιστάμενοι αποχαιρετούν μετά δακρύων τον άνθρωπόν των όστις επιβιβάζεται του υπερωκεανείου και ταξειδεύει εις χώραν μακράν. Τα βλέμματά των προσκολλημένα εις τον ταξειδιώτην. Μετ’ ολίγον ούτε αυτός θα φαίνεται, αλλά και το υπερωκεάνειον, το οποίον φέρει τους ταξειδιώτας προς την μακρυνήν γην, θα απομακρυνθή της ακτής και ως εν στίγμα θα φαίνεται εις την επιφάνειαν της θαλάσσης. Και το στίγμα αυτό θα εξαφανισθή! Αλλά ουδείς αμφιβάλλει ότι ο φίλος, τον οποίον δεν βλέπομεν πλέον με τους σαρκικούς οφθαλμούς ζη˙ ζη και ταξειδεύει δια να φθάση εις την νέαν γην. Η σκέψις του συγκεντρώνεται τώρα εις ένα σημείον: τί άραγε θα συναντήση εκεί;

Ποίοι θα εξέλθουν δια να τον προϋπαντήσουν; Θα εύρη διαμονήν ευχάριστον; Ή μήπως από της πρώτης στιγμής της αποβιβάσεως θ’ απλωθή γύρω του η ερημία και η απομόνωσις, και αυτός μη γνωρίζων την γλώσσαν του νέου εκείνου κόσμου θα περιφέρεται ως βωβός και άλαλος και μία πινακίς ανηρτημένη εκ του τραχήλου του θα φανερώνη το όνομά του και την καταγωγήν του, όπως συνέβαινεν άλλοτε με τους μετανάστας; Ώ φίλοι και συγγενείς, εάν ειμπορείτε, σπεύσατε εις βοήθειαν του ταξειδιώτου.

Ανάλογοι είναι και αι σκέψεις του αποθνήσκοντος και απερχομένου εις την αιωνιότητα. Το πνεύμά του ταράσσεται επί τη εμφανίσει του θανάτου. Φόβος τις καταλαμβάνει και την ψυχήν ακόμη του οσίου και του δικαίου, ο φόβος μήπως κατά την λεπτομερή έρευναν του επιγείου βίου δεν ευρεθή εν τάξει απέναντι του Κυρίου. (Λουκ. 16,19-31).
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης.)

(3)Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν.
Ο πλούσιος λοιπόν πήγε στην κόλασι. Γιατί; Τί έκανε; Σκότωσε; Έκλεψε; Ατίμασε; Επόρνευσε; Δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά. Κάτι άλλο έκανε. Μερικοί λένε˙ Εγώ δεν σκότωσα, δεν έκλεψα, δεν μπήκα σε σπίτι ν’ ατιμάσω γυναίκα, είμαι καλός άνθρωπος. Αλλά το ευαγγέλιο σήμερα λέει, ότι το χειρότερο απ’ όλα είναι μία λέξις: η ασπλαχνία, να είσαι άσπλαχνος. Αυτό έκανε αυτός. Κλείστηκε στον εαυτό του. Το σύνθημά του ήταν: όλα δικά μου! Ήταν ατομιστής, εγωϊστής. Ζούσε μόνο για τον εαυτό του. Ενώ ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζη μόνο για τον εαυτόν του.

Ενώ ο φτωχός γιατί πήγε στον παράδεισο; Μόνο διότι ήταν φτωχός; Όχι δα. Διότι υπάρχουν φτωχοί που είναι και κλέφτες και λωποδύτες κι απατεώνες και μοιχοί και πόρνοι. Ο φτωχός του σημερινού ευαγγελίου, ο Λάζαρος πήγε στον παράδεισο γιατί είχε μία μεγάλη αρετή που δεν έχουμε σήμερα˙ είχε υπομονή! Τον βλέπεις; Δεν γόγγυσε, δεν βλαστήμησε, δεν καταράστηκε τη μέρα που γεννήθηκε. Τα υπέμεινε όλα. Το όνομά του «Λάζαρος» είναι εβραϊκή λέξι και σημαίνει «Έχει ο Θεός». Πίστευε στον Θεό. Κακό δεν έκανε˙ δεν πήρε μαχαίρι να σκοτώση τον άσπλαχνο πλούσιο. Δεν είναι τρομοκράτης, δεν είναι φονιάς, δεν πήγε να του τινάξη στον αέρα το σπίτι. Ο Λάζαρος ήταν άνθρωπος του Θεού, τα υπέμεινε όλα, και ευλογούσε τον Θεό. Εμείς τώρα γογγύζουμε. Κάτι ελάχιστο να συμβή στο σπίτι, μία αρρώστια, ένα εμπόδιο, πολλοί δυσανασχετούν και βλαστημάνε τον Θεό.
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης.)

(4)σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του τον Λάζαρο.
Ο πλούσιος βασανιζόμενος εις τον άδην, υψώσας τους οφθαλμούς αυτού άνω, βλέπει τον Αβραάμ να ευρίσκεται πολύ μακράν, βλέπει δε και τον Λάζαρον εις τους κόλπους του Αβραάμ˙ και τον μεν Αβραάμ βλέπει ως άνδρα φιλόξενον, τον δε Λάζαρον ως πτωχόν μη ελεηθέντα υπ’ αυτού, ίνα η όρασις και του ενός και του άλλου αυξάνη την εντροπήν και την βάσανον της ασπλάχνου καρδίας αυτού. Τί δε σημαίνουσιν αι φωναί του πλουσίου, και η οικτρά δέησις, και η δίψα; Την υπερβολικήν και ανυπόφορον βάσανον των κολαζομένων˙ δια τούτο και δεν εζήτησε πολύ ύδωρ, αλλά μίαν σταγόνα, ίνα παραστήση το υπερβάλλον του πάθους˙ διότι, όταν καθ’ υπερβολήν πάσχωμεν, και η μικροτάτη παρηγορία λογίζεται μεγίστη.

Εκ τούτων δε μανθάνομεν, ότι υπερβολική και άμετρος είναι η τιμωρία των κολαζομένων, και ότι αυτοί βλέπουσι και γνωρίζουσι τους δικαίους όχι μόνον τους γνωστούς, αλλά και τους αγνώστους˙ βλέπουσι δε και τους αδικηθέντας υπ’ αυτών, πλην από μακράν˙ διότι πολύ μακράν απέχουσιν από της απολαύσεως της αιωνίου βασιλείας και δόξης. Βλέπει ο μεν πλούσιος ο ανελεήμων και τον Αβραάμ τον φιλόξενον, και τον μη υπ’ αυτού ελεηθέντα Λάζαρον˙ η δε ασελγής Αιγυπτία και την Σωσάνναν την σώφρονα, και τον Ιωσήφ, τον οποίον έβαλεν εις πειρασμόν, και εσυκοφάντησεν˙ η δε άδικος Ιεζάβελ και τον Ηλίαν τον δίκαιον, και τον Ναβουθαί, τον οποίον ηδίκησεν ο δε Νέρων ο τύραννος και τον Κωνσταντίνον τον ισαπόστολον, και τον Πέτρον και Παύλον, και τους λοιπούς αγίους τους υπ’ αυτού φονευθέντας.

Επιβεβαιοί την έννοιαν ταύτην του Κυρίου ο λόγος «Όψονται, εις ον εξεκέντησαν» (Ιωάν. ιθ’, 37)˙ τούτο δε πλατύτερον εκφράζει ο σοφός Σολομών, λέγων˙ «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν, και των αθετούντων τους πόνους αυτού. Ιδόντες, ταραχθήσονται φόβω δεινώ, και εκστήσονται επί τω παραδόξω της θεωρίας» (Σοφ. Σολ. ε’, 1-2). Αλλά μετά τας ελεεινάς φωνάς και δεήσεις επέτυχεν άραγε ο βασανιζόμενος πλούσιος της ζητουμένης υπ’ αυτού μικροτάτης παρηγορίας; Ουχί. Ακούσατε τι απεκρίθη ο Αβραάμ προς αυτόν.

Σημείωσαι δε, ότι η παραβολή αύτη εμφανίζει όχι μόνον τους κολασμένους, βλέποντας και αναγνωρίζοντας τους καταδίκους. Και το μεν πρώτον έχει φανεράν την αιτίαν˙ διότι των καταδίκων η βάσανος αυξάνει, όταν βλέπωσι των δικαίων την δόξαν˙ το δε δεύτερον απορίαν προξενεί˙ διότι, εάν οι δίκαιοι βλέπωσι και αναγνωρίζωσι τους καταδίκους, ακολουθεί το ότι θλίβονται, εύσπλαγχνοι όντες και φιλάνθρωποι˙ η δε θλίψις σμικρύνει την τελειότητα της χαράς και της μακαριότητος αυτών.

Η απορία αύτη, δύο λύσεις δέχεται: ιδού η πρώτη˙ Οι δίκαιοι δεν βλέπουσι καθόλου τους εν τω άδη αμαρτωλούς˙ ελέχθη δε τούτο δια την ακολουθίαν του παραβολικού λόγου, έστω και αν δεν αρμόζη εις τον σκοπόν της παραβολής, καθώς και τινά λόγια των άλλων παραβολών δεν αρμόζουσιν εις τον παραβολικόν σκοπόν, ως εις άλλο σημείον είπομεν (Βλέπε την Ερμηνείαν εις το κατά Ματθ. Ευαγγέλιον της ΙΑ’ Κυριακής).

Ιδού και η Δευτέρα: Η παραβολή λαλεί περί των συμβαινόντων προ της δευτέρας παρουσίας και της κρίσεως και αποφάσεως του Θεού, καθ’ ον καιρόν ούτε οι άγιοι απολαμβάνουσι το τέλειον της μακαριότητος, ούτε οι αμαρτωλοί το τέλειον της κολάσεως˙ όθεν η εκ της συμπαθείας θλίψις των δικαίων σημαίνει το ατελές της απολαύσεως της θείας δόξης˙ τούτο δε διαρκεί έως της ημέρας της κρίσεως˙ θλίβονται δε έως τότε, βλέποντες και αναγνωρίζοντες τους κολαζομένους, ίνα εκτενώς υπέρ της σωτηρίας και απολυτρώσεως αυτών πρεσβεύωσιν
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(5)Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ¨πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε τον Λάζαρο…
Σκοπός δε της παραβολής είναι η παράστασις της καταδίκης των φιληδόνων και ασπλάγχνων πλουσίων, και της δόξης εκείνων, οι οποίοι καρτερικώς υποφέρουσι την πτωχείαν και την ασθένειαν. Όστις μετά πίστεως και ευλαβείας ακούση ταύτην την ουράνιον διδασκαλίαν, εάν μεν είναι πλούσιος, γίνεται εγκρατής και ελεήμων˙ εάν δε πτωχός και ασθενής, γίνεται ανδρείος και υπομονητικός
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(6)Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις.
Τέκνον ωνόμασεν ο Αβραάμ τον πλούσιον, αν και δια την σκληρότητα της καρδίας αυτού ήτο ανάξιος της τοιαύτης ονομασίας, ίνα φανερώση, ότι και μετά θάνατον η αγάπη και το έλεος μένει εις την ψυχήν των δικαίων˙ «Η γαρ αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»˙ όθεν ούτε κακίζουσιν, ούτε μισούσιν εκείνοι τους αμαρτωλούς, άλλ’ οικτειρούσιν αυτούς, και ελεούσι˙ τούτο δε δηλούσι ταύτα τα ημερώματα και συμπαθέστατα λόγια˙ Τέκνον, ενθυμήθητι, ότι συ απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά˙ διο δικαίως ο μεν Λάζαρος νυν ευφραίνεται, συ δε βασανίζεσαι˙ τα αυτά δε αλλαχού εδίδαξεν ο Σωτήρ ημών, ειπών˙ «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’, 4)˙ και, «Ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, ότι πενθήσετε και κλαύσετε» (Λουκ. στ, 25).

Άλλ’ άραγε όλοι οι απολαμβάνοντες τα επίγεια αγαθά κολάζονται εις την μέλλουσαν ζωήν, όλοι δε οι πάσχοντες εις τον κόσμον τούτον δοξάζονται εις τον ουρανόν; Όχι˙ εκείνοι μόνοι οι πλούσιοι και ευτυχείς κολάζονται, όσοι, καθώς ο πλούσιος του σημερινού Ευαγγελίου, νομίζοντες τα δοθέντα εις αυτούς αγαθά ως ιδικά των, και μη διδόντες τίποτε εις τους πτωχούς, καταδαπανώσιν αυτά εις τας ιδικάς των τρυφάς και απολαύσεις˙ τούτο δε εφανέρωσεν, επειδή δεν είπεν Απέλαβες τα αγαθά, άλλ’ «Απέλαβες τα αγαθά σου», ήτοι εκείνα, όσα ως ιδικά σου αγαθά, και ως να εδόθησαν μόνον εις σε κατηνάλωσας, τίποτε δε δεν έδωσες εις τους πτωχούς˙ ομοίως εκείνοι μόνοι οι πτωχοί και ασθενείς δοξάζονται εις τους ουρανούς όσοι, όπως ο Λάζαρος, μετά υπομονής και καρτερίας δι’ αγάπην Θεού και την πτωχείαν υπομένουσι και την ασθένειαν. Δια τούτων δε των λόγων δείξας, ότι δεν είναι δίκαιον αυτό που εζήτησεν ο πλούσιος, προσθέτει το ότι και η εκπλήρωσις τούτου είναι έργον αδύνατον
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(7)Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από δω σ’ εσάς να μην μπορούν˙ ούτε οι από κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς.
Πέραν δε από όλους αυτούς τους δικαίους λόγους, λέγει, υπάρχει και άλλος λόγος, ο οποίος εμποδίζει την εκπλήρωσιν του αιτήματός σου˙ «Μέγα χάσμα» ήτοι μέγα και βαθύτατον κενόν διάστημα στερεώς κατεσκευασμένον υπάρχει μεταξύ ημών, οι οποίοι ευρισκόμεθα εις την θείαν δόξαν και υμών, οι οποίοι ευρίσκεσθε εις την κόλασιν˙ τούτο δε έγινεν, ίνα μήτε οι μακάριοι δύνωνται, και αν θέλωσι, να διαπεράσωσιν εις τον τόπον των καταδίκων, μήτε οι κατάδικοι εις τον τόπον των μακαρίων.

Σημείωσαι δε πρώτον, ότι δια της παραβολής ταύτης ελάλησεν ο Κύριος περί εκείνων τα οποία μέλλουν να γίνουν μετά την τελευταίαν αυτού παγκόσμιον κρίσιν και απόφασιν, ως περί σημερινών πραγμάτων. Σημείωσαι δε δεύτερον, ότι ειπών το «όπως οι θέλοντες», και σιωπήσας το εάν θέλη ο Θεός, έδωκεν αφορμήν εις τον καθένα, ίνα νοήση, ότι με την ιδικήν του θέλησιν ουδείς δύναται να μεταβή εκ του τόπου της βασάνου εις τον τόπον της μακαριότητος.

Εάν δε ο Θεός θέλη, αφού καταστήση δια της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων άξιον του παραδείσου τον ανάξιον, πραγματοποιεί την τοιαύτην μετάθεσιν. Τούτο το έργον μέχρι της ημέρας της κρίσεως εις μεν την δικαιοσύνην αυτού δεν είναι αντίθετον, εις δε την ευσπλαγχνίαν αυτού είναι κατάλληλον˙ μέχρι της σήμερον ούτε ο Υιός του Θεού κατέβη εξ ουρανού να κρίνη ζώντας και νεκρούς, ούτε οι νεκροί ανεστήθησαν, ούτε τα σώματα, δια των οποίων έπραξαν την αρετήν ή την κακίαν, ηνώθησαν με τας ιδικάς των ψυχάς, ούτε η κρίσις έγινεν, ούτε η απόφασις εξεφωνήθη˙ ο δε αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου θυσιάζεται καθ’ εκάστην ημέραν επάνω εις των ορθοδόξων τα θυσιαστήρια, «Άχρις ου αν έλθη» (Α’ Κορ. ια’, 26), ήτοι έως της Δευτέρας Παρουσίας αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Αυτή λοιπόν η θυσία, η οποία προσεφέρθη επάνω εις τον σταυρόν και συνεφιλίωσε τον άνθρωπον μετά του Θεού, διηνεκώς έως της συντελείας προσφερομένη, κάμπτει τον πολυεύσπλαγχνον εις οίκτον και δια τας αμαρτίας των κεκοιμημένων συγγενών και φίλων ικεσίας και προσφοράς˙ η δε αγία του Θεού εκκλησία, ακολουθούσα τας αποστολικάς παραδόσεις, εκτείνει τας χείρας αυτής, ακαταπαύστως πρεσβεύουσα και κατ’ όνομα και ανωνύμως υπέρ πάντων των κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, και αυτήν δε την αναίμακτον θυσίαν προσφέρει εις εξιλέωσιν της κατά των αποθανόντων αμαρτωλών θείας αγανακτήσεως
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

(8)Του λέει τότε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν».
Όστις δεν πιστεύει, ούτε πείθεται εις τα λόγια της Θείας Γραφής, εκείνος ούτε θα πιστεύση, ούτε θα πεισθή, έστω και αν κάποιος αναστή εκ των νεκρών: αύτη είναι η απόκρισις του Αβραάμ προς το δεύτερον αίτημα του πλουσίου. Είναι δε η απόκρισις αύτη αληθεία αποδεδειγμένη, και υπό των πραγμάτων επιβεβαιωμένη˙ διότι και ο Λάζαρος ο αδελφός της Μάρθας και Μαρίας ανέστη εκ των νεκρών, και όμως οι αρχιερείς ούτε επίστευσαν, ούτε μετενόησαν, αλλά εσκέφθησαν να φονεύσουν τον Λάζαρον (Ιωάν. ιβ’, 10). «Και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν» (Ματθ. κζ’, 52-53) εις τον καιρόν του σωτηρίου πάθους του Χριστού, «και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερσιν αυτού, εισήλθον εις την αγίαν πόλιν, και ενεφανίσθησαν πολλοίς». Και όμως οι Ιουδαίοι δεν επίστευσαν, ούτε μετενόησαν, άλλ’ εδίωκον, και εφόνευον τους Αποστόλους και μαθητάς του Ιησού Χριστού.

Ανέστη εκ των νεκρών και αυτός ο αρχηγός της σωτηρίας, ο Ιησούς Χριστός, «και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς, και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού» (Πράξ. α’, 3)˙ και όμως οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων δεν επίστευσαν, ούτε μετενόησαν, «άλλ’ αργύρια ικανά έδωκαν τοις στρατιώταις, λέγοντες˙ Είπατε, ότι οι μαθηταί αυτού, νυκτός ελθόντες, έκλεψαν αυτόν, ημών κοιμωμένων» (Ματθ. κη’, 12-13).

Εάν δε και την σήμερον εις εκ των νεκρών ανίστατο, εγίνετο δε τούτο κατ’ εξακολούθησιν, πόσαι αμφιβολίαι, πόσαι έρευναι, πόσαι συκοφαντίαι, πόσοι δισταγμοί, μήπως είναι υποκριτής και ψεύστης ο λέγων, ότι ανέστη εκ νεκρών, μήπως είναι πνεύμα˙ διότι και εξ αυτών των Αποστόλων, ότε πρώτον είδον τον Ιησούν Χριστόν αναστάντα, άλλοι μεν δεν επίστευσαν, άλλοι δε εδίστασαν, άλλοι δε «εδόκουν πνεύμα θεωρείν» (Ιωάν. κ’, 25).

Προς τούτοις, εάν κατά καιρούς ανίστατο κάποιος εκ των νεκρών, ο διάβολος, όστις επετηδεύθη φαντασιώδη θαύματα εις τον καιρόν του Φαραώ, θα επετηδεύετο και φαντασιώδεις νεκρών αναστάσεις, και δι’ αυτών διδάσκων όσα ήθελε, θα επλάνα πολλούς. Μάτην λοιπόν ζητείται ανάστασις νεκρών εις βεβαίωσιν των πιστευομένων και διόρθωσιν των αμαρτιών˙ ο λόγος των Θείων Γραφών είναι βεβαιότερος της μαρτυρίας των εκ νεκρών αναστάντων˙ διότι είναι πιστότερος και αυτών των αισθήσεων ημών, ως πανσόφως εδίδαξεν ο θεηγόρος Πέτρος, όστις, αν και είδε πάντα τα θαύματα του Ιησού Χριστού, αν και είδε την Μεταμόρφωσιν αυτού, και ήκουσε την εξ ουρανού φωνήν λέγουσαν «Ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα, αυτού ακούετε» (Ματθ. ιζ’, 5), έλεγεν όμως «Και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω, και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον» (Β’ Πέτρ. α’, 18-19)
(Αρχιερεύς, Νικηφόρος Θεοτόκης.)

Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Ε. Λουκά: η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αστερίου Επισκ. Αμασείας, εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.
Αγίου Ρωμανού του μελωδού – κοντάκιον Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον.
Πλουτος και πτωχεια – πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητου Α.Π.Θ.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.