Χριστιανοί, ιστορία και λόγος – Πρωτοπρ. Μιλτιάδη Ζέρβα (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).


Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 163-ο τεύχος (Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2017) ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.

Χριστιανοί: Ιστορία και λόγος – Πρωτοπρ. Μιλτιάδη Ζέρβα.mp3

Χριστιανοί και δημόσιος χώρος. Τούτο το θέμα σίγουρα θα ηχήσει παράδοξα στα αυτιά πολλών εκκλησιαστικών ανθρώπων, χωρίς όμως να είναι βέβαιο πως οι ενστάσεις επί του ζητήματος θα είναι οι ίδιες από όλους. Κάποιοι ίσως προβάλλουν την επιφύλαξη: «Γιατί να ανοίξουμε ένα θέμα το οποίο στον τόπο μας είναι ξεκαθαρισμένο; Η θέση της εκκλησίας στα κοινά είναι κατοχυρωμένη παραδοσιακά, συνταγματικά, κοινωνικά, μα και στη συνείδηση του λαού. Τούτο είναι αρκετό». Κάποιοι άλλοι στον αντίποδα θα υποστηρίξουν: «Και τι δουλειά έχουμε εμείς οι πιστοί στα του κόσμου; Η αποστολή μας είναι πνευματική και όχι κοσμική. Κάθε διεκδίκηση επί του δημόσιου χώρου δεν μπορεί παρά να είναι μια έκπτωση από την αληθινή αποστολή του χριστιανού».

Αναδιατυπώνοντας τις δυο αυτές θεωρήσεις, θα καταλήγαμε σε δυο προτάσεις: «Η ιστορία έχει κερδηθεί» στην πρώτη περίπτωση, «η ενασχόληση με την ιστορία είναι έκπτωση» στη δεύτερη. Τελικά το σημείο σύγκλισης αυτών των δύο αντιθέτων προσεγγίσεων είναι πως ως χριστιανοί στην παρούσα συγκυρία δεν χρειάζεται, ή καλύτερα δεν πρέπει, να ασχοληθούμε με την ιστορία.

Οι επιπτώσεις επί του κοινού μας βίου εξαιτίας αυτής της τοποθετήσεώς μας έναντι της ιστορίας είναι πολλές. Αρκεί όμως μία, για να κατανοήσουμε το αδιέξοδο τούτων των επιλογών. Σήμερα τα παιδιά μας, οι νέοι χριστιανοί, πείθονται από τα κελεύσματα του κόσμου πολύ πιο εύκολα από τις προτροπές και τις παρακλήσεις των γονιών τους. Οι νέοι σήμερα θεωρούν ότι η ελευθερία τους εξαρτάται από το αν η ένδυσή τους, η διασκέδασή τους, οι σχέσεις τους ακολουθούν τα πρότυπα του life style. Μάταια προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι κάτι περισσότερο από την επιθυμία να κάνει ό,τι θέλει, ότι η σεμνότητα, η εγκράτεια, ο σεβασμός του προσώπου του άλλου ελευθερώνουν τις σχέσεις, ότι μόνο ο Χριστός ελευθερώνει τον άνθρωπο από τη φθορά, τον πόνο, το φόβο και το θάνατο, ότι η προσευχή, η νηστεία, ο εκκλησιασμός, η ενοριακή ζωή αποτελούν τη μόνη εν ελευθερία βιωτή. Τα λόγια μας δεν μοιάζουν ικανά να πείσουν τους νέους. Η ιστορία χάνεται με τρόπο τραγικό, όχι σε επίπεδο θεωρητικό, αλλά στα πρόσωπα των παιδιών μας. Και αναρωτιόμαστε, ποιος είναι εκείνος που τολμά να υποστηρίξει ότι τούτη η ιστορία δεν πρέπει να κερδηθεί;

Στο σημείο αυτό μοιάζει φυσικό να προβάλλει το ερώτημα: «Τι σημαίνει να κερδηθεί η ιστορία»; Το ζητούμενο της νίκης εντός της ιστορίας προβάλλει καταφανέστατα σε όλες τις ιδεολογίες, σε όλους τους πολιτισμούς. Η επικράτηση των απόψεων ενός ρεύματος έναντι των άλλων οδηγεί σε συγκρούσεις, άλλοτε ιδεολογικές, άλλοτε πολιτισμικές, ακόμα και πολεμικές. Οι επικρατούντες θεωρούν εαυτούς νικητές μέχρι να επέλθει η επόμενη σύγκρουση και η επόμενη μάχη.

Η εκκλησιαστική προσέγγιση της ιστορίας δεν μπορεί να αποσκοπεί σε μια τέτοιου είδους νίκη. Η ιστορία του ανθρώπινου γένους για την εκκλησία δεν αποτελεί απλώς την περιγραφή των παθών του και των παθημάτων του. Η αληθινή ιστορία του ανθρώπου αποτελεί την πορεία του προς την αποκατάσταση της σχέσεώς του με το Θεό. Γι’ αυτήν την αποκατάσταση ο Θεός ενσαρκώνεται, εισέρχεται μέσα στην ιστορία, και κοινοποιεί την ιστορία. Η ζωή του ανθρώπου, οι ιδέες του, τα επιτεύγματά του, αλλά και τα αδιέξοδά του, ο πόνος του, το επικείμενο τέλος που απειλεί την προσωπική του ύπαρξη, έρχονται να φωτισθούν και να νοηματοδοτηθούν. Ο Χριστός τελικά γίνεται άνθρωπος για να κερδίσει τον άνθρωπο. Η νίκη Του δεν είναι προϊόν σύγκρουσης αλλά γεγονός απόλυτης ελευθερίας.

Αυτή τη νίκη οι χριστιανοί καλούνται και να βιώσουν και να κηρύξουν. Ο Ευαγγελισμός του κόσμου δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται στο βίωμα και στο λόγο. Η αμοιβαιότητα μεταξύ βιώματος και λόγου είναι αυτή που κάνει τους χριστιανούς να πολιτεύονται στον κόσμο όπως ο Θεός θέλει. Δεχόμενος ο πιστός το λόγο του Ευαγγελίου, βιώνει την αλήθεια. Βιώνοντας την αλήθεια, αντιπροσφέρει το λόγο του Ευαγγελίου στον κόσμο.

Η διάρρηξη αυτού του ζωτικού δεσμού μεταξύ βιώματος και λόγου φρονούμε ότι είναι η κύρια αιτία εξαιτίας της οποίας οι χριστιανοί βρίσκονται στο περιθώριο του δημόσιου χώρου και της ιστορίας.

Το εκκλησιαστικό βίωμα, το οποίο ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, παρά τις ανθρώπινες αστοχίες και πτώσεις των χριστιανών, αποστασιοποιήθηκε από το θεολογικό λόγο. Επικράτησε η αντίληψη ότι το ταπεινό φρόνημα των πιστών οδηγεί αναπόφευκτα στην παραίτηση από οποιαδήποτε προσπάθεια να περιγραφεί η αγιότητα ως εκκλησιαστική εμπειρία.

Από την άλλη, η εκκλησιαστική παραγωγή και κατάθεση, η οποία δεν είναι καθόλου αντίθετη και στην εποχή μας, αποστασιοποιήθηκε από τη χριστιανική βιοτή, είτε για να διασώσει τον ακαδημαϊκό της χαρακτήρα, είτε για να αποστασιοποιηθεί από διάφορες εκτροπές του βιώματος, όπως αυτή της ηθικολογίας. Στην πρώτη περίπτωση το βίωμα στερήθηκε το λόγο, ο οποίος εξηγεί το γιατί αξίζει να ανταποκριθώ στο κάλεσμα ζωής της εκκλησίας. Στη δεύτερη περίπτωση ο λόγος στερήθηκε τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί σε ζωή, να βρει εφαρμογή δηλαδή, στα πρόσωπα των ανθρώπων, εκπληρώνοντας το λόγο της ύπαρξής του.

Οποιαδήποτε συζήτηση περί χριστιανών και δημόσιου χώρου, φρονούμε πως οφείλει να ξεκινήσει από την συνειδητοποίηση τούτου του εσωτερικού διχασμού, που ψηλαφείται μεταξύ μας με τρόπο επώδυνο. Όσο υπάρχουν πιστοί που θα περιφρονούν το θεολογικό λόγο, και όσο υπάρχουν θεολόγοι που θα απαξιώνουν τα βιώματα του λαού του Θεού, θα διατηρούμε τους εαυτούς μας εν υπνώσει, κατά την ώρα που θα έπρεπε να γρηγορούμε. Θα παραμένουμε σ’ ένα λήθαργο βαθύ και επικίνδυνο, την ώρα που γύρω μας όλα μετακινούνται και όλα αλλάζουν, κάνοντας τον κόσμο τούτο τόσο ζοφερό και βίαιο, όσο δεν ήταν ποτέ. Όσο συνεχίζουμε οι χριστιανοί να υπηρετούμε έναν άλογο βίο ή μια άσαρκη θεολογία, θα εγκαταλείπουμε τον κόσμο και την ιστορία στην απουσία του νοήματος και τον παραλογισμό, όμοιοι με εκείνους που «καίουσιν λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον» και όχι «επί την λυχνίαν» ώστε να «λάμπει πάσιν τοις εν τη οικία».

Πηγή: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 277, Ιανουάριος 2016, σελ. 16-17

Η/Υ επιμέλεια Νεκταρίας Κυριακούλη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Ιστορικά, Το ηχητικό περιοδικό μας - Ορθόδοξη Πορεία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.