Ο Ιερομάρτυρας και Ομολογητής Νικόλαος Προμπάτωφ (1874-1918).

«Κύριε, συγχώρεσε τους! Δεν ξέρουν τί κάνουν»

Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ  Νικόλαος γεννήθηκε το 1874 στο χωριο Ίγνάκεβο, κοντά στην πόλη Κάντομα της επαρχίας Ταμπώφ. Ήταν ο μικρότερος γιός του ιερέα π. Αλεξάνδρου Προμπάτωφ καί της πρεσβυτέρας Έλικωνίδας. Σπούδασε στο Εκκλησιαστικο Σχολείο Κασιμόφσκι και στο Εκκλησιαστικο Σεμινάριο του Ταμπώφ υπο συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Τά ρούχα του ήταν τόσο φθαρμένα, πού οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν και οι καθηγητές του τον μάλωναν.

Τελειώνοντας το σεμινάριο, νυμφεύθηκε τη Βαρβάρα Άλγκεμπράίστοβα, κόρη του ιερέα του χωριού Τεμίρεβο. Μετά τον γάμο τους ο Νικόλαος και η Βαρβάρα, σύμφωνα μέ ευσεβη συνήθεια της εποχής, έκαναν ένα προσκύνημα στη Μονη του Σάρωφ. Σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων ο Νικόλαος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και διορίστηκε στο χωριο Τεμίρεβο, όπου επί μία επταετία άσκησε τά έφημεριακά του καθήκοντα μέ προσοχη και ακρίβεια.

Στη συνέχεια, το 1906, μετατέθηκε στο χωριο Άγκλομάζωφ, του οποίου ο ωραίος ξύλινος Ναός των Θεοφανείων είχε κατασκευαστεί στα 1779. Ώς λειτουργός ο π. Νικόλαος ήταν υποδειγματικός. Πριν απο κάθε Λειτουργία προσευχόταν θερμά για πολλη ώρα. Τελούσε τις ιερές ακολουθίες μέ μεγάλη ευλάβεια και κατάνυξη.

– Στο Ιερό, έλεγε, έχω μια γωνιά του παραδείσου.

Στο Άγκλομάζωφ οργάνωσε μιάν άριστη εκκλησιαστικη χορωδία και ίδρυσε Ενοριακο Δημοτικο Σχολείο για τά παιδιά του χωριού, το όποιο τότε είχε εκατόν πενήντα σπίτια και πάνω απο χίλιους κατοίκους. Το σχολείο στεγάστηκε σ’ ένα άνετο ξύλινο κτίριο, χωρητικότητας διακοσίων μαθητών, πού κτίστηκε μέ τη φροντίδα του π. Νικολάου. ο δραστήριος εφημέριος, που ήταν και ταλαντούχος ιεροκήρυκας, δίδασκε σ’ όλες τις τάξεις του σχολείου τον νόμο του Θεού.

Για τις ιεροπραξίες δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα. Ζούσε φτωχικά, όπως και όλη η οικογένεια του. Δεν είχε παρά δύο μόνο ζευγάρια παπούτσια, ένα για τον χειμώνα και ένα για το καλοκαίρι.

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), παρουσιάστηκε η ανάγκη της μεταβάσεως ιερέων στο μέτωπο. Σε σχετικη προτρεπτικη εγκύκλιο του επισκόπου Ταμπώφ Κυρίλλου (Σμυρνώφ) ελάχιστοι ιερείς ανταποκρίθηκαν. Οι περισσότεροι δήλωσαν αδυναμία μέ διάφορα προσχήματα: ασθένεια, ηλικία, οικογενειακές υποχρεώσεις κ.ά. ο π. Νικόλαος στενοχωρήθηκε πολύ απο την απροθυμία τους να συμπαρασταθούν στα παιδιά της Ρωσίας, πού πολεμούσαν για την πατρίδα τους. ο ίδιος, δίχως κανένα δισταγμό, εγκατέλειψε την πρεσβυτέρα του και τά τρία παιδιά του -έναν γιο δεκατεσσάρων ετών και δύο δίδυμα, γιο και κόρη, ενός έτους- και παρουσιάστηκε στις στρατιωτικές αρχές. Τον τοποθέτησαν στην πρώτη γραμμή, στο Σύνταγμα Μπαχμουτόφσκι. Εκεί μέ πολλη λύπη διαπίστωσε πόσο είχε ελαττωθεί η πίστη των συμπατριωτών του. Απ’ όλο το σύνταγμα, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες πού συμμετείχαν στις Λειτουργίες δεν ξεπερνούσαν τούς τριάντα.

Επιστρέφοντας στο σπίτι του, το 1917, ο ευσεβής ιερέας έλεγε στην πρεσβυτέρα του μέ πικρο χαμόγελο:

–  Δεν χρειάζονται πια στη γη οι ιερείς. Αυτοί μάλλον χειροτονήθηκαν για τον… ουρανό.

Οι μπολσεβίκοι, μετά την ανάληψη της εξουσίας και τη δημοσίευση τού διατάγματος για τον χωρισμο Εκκλησίας και κράτους, απαιτούσαν απο τούς ναούς την αφαίρεση των εκκλησιαστικών μητρώων. Μια μέρα, λοιπόν, ένα απόσπασμα Κοκκινοφρουρών πήγε στον Ναο των Θεοφανείων.

–      Δώσε μας όλα τά μητρώα της εκκλησίας, είπαν στον π. Νικόλαο μέ απαιτητικότητα και σκαιότητα.

ο ιερέας δεν φοβήθηκε.

–     Και ποιοι είστε εσείς πού μέ διατάζετε; Τά μητρώα θα τά παραδώσω μόνο αν λάβω εντολη απο τον προϊστάμενο μου ιεράρχη.

–   Όχι, θα μάς τά δώσεις τώρα!

–    Έ, καλά! Αφού δεν λογαριάζετε την εκκλησιαστικη αρχή, θα συγκαλέσω τούς χωρικούς σε σύναξη. Και ότι αποφασίσει ο λαός, αυτο θα κάνω.

Στη σύναξη, πού ακολούθησε, ο π. Νικόλαος εκφώνησε έναν πύρινο λόγο, μετά τον οποίο οι χωρικοί αποφάσισαν να μην παραδώσουν τά εκκλησιαστικά μητρώα και να διώξουν αμέσως απο το χωριο τούς Κοκκινοφρουρούς. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και τον Φεβρουάριο του 1918 οι σοβιετικές αρχές δημοσίευσαν διάταγμα επιστρατεύσεως των πολιτών στην Κόκκινη Φρουρά . Οι χωρικοί του Άγκλομάζωφ, πού περίμεναν ότι το νέο καθεστώς θα τούς εξασφάλιζε, όπως είχε υποσχεθεί, την ειρήνη, αποφάσισαν όχι μόνο να μην καταταγούν στον στρατό, αλλά και να διαλύσουν βίαια την μπολσεβίκικη διοίκηση της περιοχής. Αποφάσισαν, λοιπόν, να κινηθούν μαζικά εναντίον της προς το αστικο κέντρο, όπου αυτη είχε την έδρα της, είκοσι επτά χιλιόμετρα μακριά απο το Άγκλομάζωφ. Πριν αναχωρήσουν, παρακάλεσαν τον π. Νικόλαο να ψάλει Παράκληση. Εκείνος πρόθυμα ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους και, επιπλέον, μετά την ακολουθία έκανε ένα σύντομο ενθαρρυντικο κήρυγμα, πού το έκλεισε μέ τά λόγια:

– Σάς δίνω την ευλογία μου για ν’ αγωνιστείτε εναντίον των διωκτών της Εκκλησίας τού Χριστού.

Οι χωρικοί, οπλισμένοι μέ τσεκούρια, δικράνια και άλλα γεωργικά εργαλεία, ξεκίνησαν για την πόλη. Αλλά, όσο προχωρούσαν, η ορμη και η αποφασιστικότητα τους μειώνονταν. Λίγοι στην αρχη και αρκετοί αργότερα γύρισαν πίσω. Στο μεταξύ, οι μπολσεβίκοι είχαν ειδοποιηθεί για τον ερχομο τους. Έτσι, όταν έφτασαν στην πόλη όσοι είχαν απομείνει, τούς ύποδέχθηκαν με μια ριπη πολυβόλου απο το καμπαναριο της εκκλησίας. η ριπη αυτη ήταν αρκετη για να τούς σκορπίσει. Έτσι έληξε άδοξα η επιχείρηση των αγροτών .

Οι μπολσεβίκοι δεν συγχώρησαν ποτέ εκείνους πού τόλμησαν να στραφούν εναντίον τους. Ύστερα απο κάμποσο καιρό, λοιπόν, και ενώ θα περίμενε κανείς να είχε ξεχαστεί το γεγονός, ένα εκτελεστικο απόσπασμα ήρθε στο Άγκλομάζωφ για να τιμωρήσει παραδειγματικά τούς στασιαστές. Όταν έφτασε στο χωριο η είδηση της αποστολής τού αποσπάσματος, ο π. Νικόλαος είπε στην πρεσβυτέρα του να πάρει τά παιδιά και να τά πάει στο διπλανο χωριό Καλίνοβετς, όπου υπηρετούσε ως ιερέας ο αδελφός της. η Βαρβάρα, βλέποντας τον σύζυγο της σκυθρωπο και ανήσυχο, τον καθησύχασε, λέγοντας:

–   Έχε θάρρος! ο Κύριος δεν στέλνει στούς ανθρώπους δοκιμασίες πού να μην μπορούν να τις σηκώσουν…

–   Ναι, είπε ο ιερέας, έτσι είναι.

Και ανοίγοντας την Καινη Διαθήκη, διάβασε:

–   «Πιστός δέ ο Θεός, ος ούκ έάσει υμάς πειρασθηναι υπέρ ο δύνασθε» (Α’ Κορ. 10:13).

Τά αγιογραφικά λόγια γαλήνεψαν και ενθάρρυναν την ψυχη του. Λίγο πριν έρθει το απόσπασμα, ήταν εντελώς ήρεμος και παραδομένος στο θέλημα τού Θεού. Οι χωρικοί του έλεγαν:

–  Φύγε, παππούλη! Θα σε σκοτώσουν!

–  Όπως δεν έφυγα ποτέ, έτσι δεν θα φύγω και τώρα, απαντούσε.

Η πρεσβυτέρα του πήρε τά δύο μικρά παιδιά κι έφυγε. ο μεγάλος γιος του, ο Αλέξανδρος, έμεινε στο σπίτι. Όσο κι αν τον παρακάλεσε ο π. Νικόλαος ν’ άκολουθήσει τη μητέρα του, για να της συμπαρασταθεί, δεν μπόρεσε να τον πείσει. Δεν ήθελε το δεκαοκτάχρονο παλληκάρι ν’ αφήσει τον πατέρα του μόνο στην πιο δύσκολη περίσταση της ζωής του. Το εκτελεστικο απόσπασμα φάνηκε μακριά. ο π. Νικόλαος φόρεσε το χονδρο ζωστικο του και βγήκε στην αυλή.

–  ’Έρχεται η ρωμαϊκη λεγεώνα, μονολόγησε,, κουνώντας το κεφάλι του.

Οι Κοκκινοφρουροί είχαν πια πλησιάσει τόσο, πού ακουγόταν το εμβατήριο τους:

–  Τρανσβάαλ, Τρανσβάαλ, πατρίδα μου εσύ, όλη καίγεσαι στη φωτιά!…

Εγκαταστάθηκαν κοντά στην εκκλησία, σ’ ένα μεγάλο σπίτι. ο άθεος δάσκαλος του χωριού Πέτρος Φιλίπποβιτς συνέταξε έναν κατάλογο των χωρικών πού έπρεπε να συλληφθούν. Δύο στρατιώτες όρμησαν στο σπίτι του π. Νικόλαου και, αφού έκαναν λεπτομερη αλλά μάταιη έρευνα για την ανακάλυψη ενοχοποιητικών στοιχείων, συνέλαβαν τον ιερέα. Οι άλλοι στρατιώτες συνέλαβαν δεκαοκτώ χωρικούς, τούς οποίους άρχισαν να ανακρίνουν, χρησιμοποιώντας απειλές και βία. Το αντιθρησκευτικο τους μένος ξέσπασε ιδιαίτερα εναντίον του π. Νικολάου. Αφού τρύπησαν μέ σουβλιά τις φτέρνες του. τον πρόσταξαν να χορέψει. Εκείνος αρνήθηκε ήρεμα αλλά κατηγορηματικά:

–   Δεν χόρεψα ποτέ και δεν θα χορέψω ούτε και τώρα, πού πρόκειται να πεθάνω.

Μερικοί Κοκκινοφρουροί, πού γνώριζαν απο μικροί κάποιους εκκλησιαστικούς ύμνους, τούς χρησιμοποίησαν για να χλευάσουν τον ιερέα:

–   «Προστασία των χριστιανών ακαταίσχυντε…»! Προσευχήσου σ αυτήν! Γιατί δεν σε υπερασπίζεται;

–  ο Χριστός, τούς έλεγε ο π. Νικόλαος, υπέμεινε τόσα παθήματα, όντας αναμάρτητος. Εγώ τά υπομένω για τις αμαρτίες μου.

Οι βασανιστές, ακούγοντας τέτοια λόγια, έβαζαν τά γέλια. Στον κατάλογο των χωρικών πού θα συλλαμβάνονταν, ο δάσκαλος είχε αναγράψει και τά ονόματα μερικών γυναικών. ο επικεφαλής του αποσπάσματος. όμως, τά είχε διαγράψει, έκτος μόνο μιας πιστής κι ενάρετης γυναίκας, της Άγάθης, πού δεν είχε κανέναν στον κόσμο. Οι στρατιώτες τη χλεύαζαν και την έβριζαν για πολλη ώρα, αλλά εκείνη προσευχόταν σιωπηλά, δίχως φόβο η ταραχή.

Τελικά ανακοίνωσαν στους συλληφθέντες, δεκαοκτώ ανθρώπους, ότι θα τουφεκίζονταν. Αφού τούς κλείδωσαν σ’ ένα μεγάλο υπόγειο δωμάτιο, τούς άφησαν μόνους. Όλοι τότε βρήκαν την ευκαιρία να προσευχηθούν και να εξομολογηθούν για τελευταία φορά στη ζωη τους.

Στις 7 η ώρα το βράδυ οι Κοκκινοφρουροί τούς έβγαλαν και τούς οδήγησαν στον κοντινο ποταμο Τσινέ. Τούς έστησαν στην όχθη. Απέναντι τους παρατάχθηκε το εκτελεστικο απόσπασμα. ο π. Νικόλαος ύψωσε τά χέρια του και αναφώνησε αργά:

–   Κύριε, συγχώρεσε τους! Δεν ξέρουν τί κάνουν.

Είχε πια σκοτεινιάσει. Ακούστηκαν τά παραγγέλματα του επικεφαλής τού αποσπάσματος κι έπειτα μια ομοβροντία. Οι δεκαοκτώ πιστοί έπεσαν στην όχθη, άλλοι σκοτωμένοι και άλλοι πληγωμένοι. Οι εκτελεστές βιάζονταν, καθώς φάνηκε, γι’ αυτο και δεν θέλησαν να διαπιστώσουν αν είχαν θανατώσει η όχι όλα τά θύματά τους. Καθώς, όμως, έφευγαν, ο π. Νικόλαος, ζωντανός ακόμα, μάζεψε τις δυνάμεις πού του είχαν απομείνει, σηκώθηκε και μέ υψωμένα τά χέρια άρχισε να ψάλλει:

–  «Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…».

Μια σφαίρα τον έριξε κάτω, νεκρο αυτη τη φορά. Δεκατρείς έχασαν τη ζωη τους εκείνο το βράδυ απο τις σφαίρες των Κοκκινοφρουρών. Οι υπόλοιποι πέντε σύρθηκαν τραυματισμένοι μες’ στο σκοτάδι ως τις πιο κοντινές καλύβες, όπου βρήκαν καταφύγιο και περίθαλψη απο τούς χωρικούς. Ήταν η 11η Νοεμβρίου τού 1918.

Το άλλο πρωί μερικοί απο τούς κατοίκους τού Άγκλομάζωφ πήγαν μέ άμαξες στο ποτάμι για να πάρουν τούς νεκρούς. Μαζί τους ήταν και ο γιός τού π. Νικολάου Αλέξανδρος. Η άμμος της όχθης ήταν ποτισμένη απο το αίμα των μαρτύρων. ο Αλέξανδρος μάζεψε κάμποση και την έβαλε σε μιαν άμαξα. Το σώμα τού πατέρα του είχε κιόλας παγώσει μέ τά χέρια υψωμένα και τά δάχτυλα λυγισμένα σε σχήμα ευλογίας. Λίγο αργότερα, όταν οι άμαξες, φορτωμένες μέ τούς νεκρούς, περνούσαν μες’ απο το χωριό, οι χωρικοί, κοιτάζοντας απο τά παράθυρά τους, έλεγαν:

–   ο παππούλης και νεκρός μάς ευλογεί.

Την ίδια μέρα η πρεσβυτέρα Βαρβάρα, επιστρέφοντας απο το Καλίνοβετς, ζήτησε απο τις αρχές την άδεια να θάψει το σώμα τού συζύγου της κοντά στην εκκλησία.

–  Τί; την αποπήραν. Σκυλίσιος είναι τού σκύλου ο θάνατος! Στον σκουπιδότοπο έπρεπε να τον πετάξουμε! Να λες “ευχαριστώ”, πού επιτρέψαμε να ταφεί στο νεκροταφείο.

Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στο σπίτι τού ιερομάρτυρα απο ιερείς γειτονικών ενοριών. Τά παράθυρα ήταν καλυμμένα μέ μαύρο ύφασμα, για να μη βλέπει κανείς απ’ έξω τί γινόταν μέσα. Αργά τη νύχτα μετέφεραν σιωπηλά το λείψανο στο κοιμητήριο, όπου το ενταφίασαν.

Απο το βιβλίο »Άγιοι κατάδικοι,Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ου αιώνα»Εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.