08 Απριλίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου (εκ των Ο.) Ρούφου: Βίος – π. Σπυρίδονος Βασιλάκου και Αθανασίου Καραπέτσα.

Ήταν βέβαιο. Είχαν φθάσει κοντά. Άκουγε καθαρά τι έλεγαν. Οι βαριές πατημασιές τους γέμιζαν σκόνη το σκοτεινό της κατακόμβης διάδρομο.
Είναι πολλοί και αποφασισμένοι, σκέφτηκε ο Ρούφος.
Οι φωνές τους ήταν παράθυρο ανοιχτό, που έβλεπες τις άγριες διαθέσεις τους. Κάθισε κάτω. Πριν από λίγο είχε τελειώσει τη Λειτουργία, μίλησε στους λίγους τολμηρούς χριστιανούς της πόλης για τη σταυρική αγάπη του Χριστού. Ακόμα φορούσε τα άμφιά του. Δεν τα έβγαλε. Ας πεθάνει με αυτά. Κάθισε κάτω, εκεί στο σκοτεινό διάδρομο της κατακόμβης. Εκεί που κάθε μέρα συναντούσαν το φως του Χριστού μέσα στη λατρεία και στον λόγο. Κράτησε το κεφάλι και άφησε το πλοίο της μνήμης με τον αέρα της προσευχής να τον ταξιδέψει σε όλη του τη ζωή, μια ζωή που σε λίγο θα γινόταν αιωνιότητα…
Τα παιδικά του χρόνια στην Ιερουσαλήμ…. Τι όμορφα! Έτρεχε, έπαιζε ανέμελα με τον αδελφό του, τον Αλέξανδρο. Πήγαιναν πολλές φορές στα χωράφια με τον πατέρα τους, τον Σίμωνα. Ήθελαν, έλεγαν, να τον βοηθήσουν, αλλά αυτοί περισσότερο έπαιζαν, πείραζαν ο ένας τον άλλον. Μια φορά ο Αλέξανδρος τον έσπρωξε και έπεσε από το γαϊδουράκι, για να ανέβει εκείνος. Ήλθε η δικαιοσύνη του πατέρα.
-Και οι δυο θα ανεβείτε στο ζωντανό.
-Και πρώτος ποιός θα καθίσει;
-Ο μεγαλύτερος, για να κρατιέται απ’ αυτόν ο μικρός.
Πολλές φορές όταν τα κοφίνια ήταν άδεια, τα έδενε στο γαϊδουράκι, έβαζε τα παιδιά μέσα και τα πήγαινε βόλτα στα στενά σοκάκια της Ιερουσαλήμ. Τι πόλη κι αυτή, Θεέ μου! Λες και δεν την έκτισαν με πέτρες αλλά με θόρυβο… Ούτε τα βράδια δεν ησύχαζε. Φωνές, φασαρίες, εξεγέρσεις, κηρύγματα, χειροκροτήματα, κραυγές αποδοκιμασίας, προσευχές… όλα μαζί!
Τη δικαιοσύνη και την προσφορά του πατέρα τη συμπλήρωνε η στοργή της μάνας. Βλέπεις η μητρότητα, έτσι την έφτιαξε ο Θεός, ανοίγει την καρδιά και θεωρείς παιδιά σου όλα τα παιδιά του κόσμου. Αυτή ήταν η καθημερινή τροφή στο σπιτικό μας πέρα από το φαγητό, η δικαιοσύνη, η ελεημοσύνη, η στοργή.
Ήρθε κι εκείνη η μέρα. Τι μέρα, Θεέ μου! Ήμασταν στην αυλή, παίζαμε. Τρέξαμε τρομαγμένοι στο σπίτι. Η μάνα, όπως πάντα, άνοιξε την αγκαλιά της, μας κράτησε σφιχτά. Όχι! Δεν ήταν μόνο η συνηθισμένη στοργή. Ήταν και αγωνία και φόβος. Αυτά μαρτυρούσε η καρδιά της, που χτυπούσε γοργά. Ο Αλέξανδρος, θυμάμαι, τη ρώτησε:
-Μάνα, ήρθε το τέλος του κόσμου;
-Σώπα, παιδί μου! Αυτά είναι του Θεού τα πράγματα.
Δίκιο είχε η μητέρα. Του Θεού τα πράγματα. Του Θεού που σταυρωνόταν λίγο έξω από την πόλη. Του Θεού που έδωσε τα πάντα για τον άνθρωπο. Του Θεού που εμείς τον κεράσαμε θάνατο, ενώ Εκείνος τη ζωή.
Ποιός δεν φοβήθηκε την ημέρα εκείνη! Ακόμα και οι πιο τολμηροί! Ξέρεις τί είναι να βλέπεις τον ήλιο να κρύβεται, σα να μη θέλει να μας βλέπει, τη γη να τρέμει, σα να θέλει να μας καταπιεί; Κάποιοι φώναζαν πως το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε και άλλοι, που έτρεχαν σαν τρελοί, είπαν πως είδαν νεκρούς να βαδίζουν μέσα στην πόλη.
Η μάνα μας προσπαθούσε να διώξει ή έστω να κρύψει το φόβο της. Είχε επιστρατεύσει όλη της την στοργή, για να τα καταφέρει. Μας κρατούσε στην αγκαλιά της, μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας. Άργησε κι αυτός. Λες να έπαθε κάτι μέσα στο χαμό; Άλλη αγωνία και αυτή. Πώς τιναχθήκαμε από την αγκαλιά της μάνας μας, όταν ακούσαμε τα βήματα του πατέρα στην αυλή! Σαν τις πέτρες που εκτοξεύονται από τις πολιορκητικές μηχανές έξω από τα τείχη της πόλης. Έτρεξε και η μάνα. Όλοι πέσαμε στην αγκαλιά του. Εκείνος έκλαιγε, έτρεμε, μας φιλούσε….

Ο Απόστολος Ρούφος – π. Σπυρίδονος Βασιλάκου και Αθανασίου Καραπέτσα.rar

Από το βιβλίο των: Π. Σπυρίδονος Βασιλάκου και Αθανασίου Καραπέτσα: «Στα Μονοπάτια της Αγάπης του Θεού». Ένα ταξίδι, για μικρούς και μεγάλους, στη ζωή των Αγίων της Βοιωτίας.
Εκδόσεις Αρχονταρίκι.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
08 Απριλίου, μνήμη του Νέου Οσιομάρτυρος Γενναδίου του Διονυσιάτου: Συναξάριον, Ακολουθία, Παρακλητικός Κανών.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.