Ο Απόστολος Παύλος – Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου.

Απόστολος Παύλος

Α΄ Γενικά:

Ο Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας μεταξύ των ετών 5- 15 μ.Χ. και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στη Ρώμη μεταξύ των ετών 66-68 μ.Χ. Υπήρξε συγγραφέας των μισών περίπου από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αναγνωρίσθηκε ως ισαπόστολος, μάλιστα δε με τον Πέτρο ως πρωτοκορυφαίος μεταξύ των Αποστόλων και άγιος. Ήταν μία από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη, προσωπικότητα της πρώιμης εποχής του χριστιανισμού, υποστηρικτής της παγκοσμιότητας της διδασκαλίας του Κυρίου, πρωτοστατώντας στο κήρυγμα του Ευαγγελίου έξω από τα στενά όρια του Ιουδαϊσμού, δίνοντας στη νέα θρησκεία μια παγκόσμια διάσταση. Για τον λόγο αυτό πήρε το όνομα «Απόστολος των εθνών» και των εθνικών, εκείνων δηλαδή που δεν ανήκουν στον λαό και στη θρησκεία των Εβραίων. Λεγόταν και Σαύλος (Σαούλ) (βλ. Πράξ. ζ΄ 58, η΄ 1 κ.ά.), κατα τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το ιουδαϊκό όνομα και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό, ιδιαίτερα δε οι Εβραίοι, όπως ο Παύλος, που είχαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου.

Β΄ Καταγωγή – μόρφωση:

Ασφαλείς πληροφορίες για τη ζωή του Αποστόλου παίρνουμε μόνο από την Καινή Διαθήκη. Μέσα από διάφορα εδάφια των Πράξεων και των Επιστολών, είναι δυνατόν να δώσουμε το περίγραμμα του βίου του Αποστόλου Παύλου πριν από τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό. Έτσι, ενδεικτικά, συμπεραίνουμε:

1. Ότι ήταν Ιουδαίος από την Ταρσό (Πραξ. κα΄ 39),

2. Ότι στην Ταρσό, πόλη εφάμιλλη στα γράμματα, την εποχή εκείνη, με την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, μαθήτευσε κοντά στο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ, απ’ τον οποίο διδάχτηκε το Μωσαϊκό Νόμο και έγινε ζηλωτής του. (Πράξ. κβ΄3)

3. Ότι δέχτηκε την περιτομή, ότι ήταν Φαρισαίος όπως και ο πατέρας του και ότι ήταν ζηλωτής – διώκτης της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας (Φιλιπ. γ 5-6, Πραξ. κγ 6, Β Κορ. ια 22 και Ρωμ. ια 1). Ακόμα ο ίδιος προσθέτει: “Την μεν ουν βίωσίν μου την εκ νεότητος την απ’ αρχής γενομένην εν τω έθνει μου εν Ιεροσολύμοις ίσασι πάντες Ιουδαίοι, προγινώσκοντές με άνωθεν, εάν θέλωσι μαρτυρείν, ότι κατά την ακριβεστάτην αίρεσιν της ημετέρας θρησκείας έζησα Φαρισαίος.” (Πραξ. κστ 4,5), όπως επίσης: “Ηκούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν” (Γαλ. α 13).

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ο Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας από Ιουδαίους γονείς, της φυλής του Βενιαμίν. Ο πατέρας του πρέπει να ήταν επιφανής Ιουδαίος, μιας και ήταν Ρωμαίος πολίτης, και ανήκε στην ιουδαϊκή αίρεση των Φαρισαίων. Πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 5 έως 15 μ.Χ., κι αυτό προκύπτει από το χωρίο των Πράξεων ζ 58, όπου ο Παύλος χαρακτηρίζεται “νεανίας” κατά το λιθοβολισμό του Στεφάνου (30-33 μ.Χ.), ενώ στον 9ο στίχο της προς Φιλήμονα Επιστολής του, που γράφηκε μεταξύ των ετώ 61 και 62 μ.Χ., αυτοχαρακτηρίζεται “πρεσβύτης”.

Το εβραϊκό του όνομα ήταν Σαούλ, αλλά στις εξωιουδαϊκές του δραστηριότητες ήταν γνωστός με το όνομα Παύλος. Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή, πράγμα που δεν τον εμπόδιζε να γνωρίζει και την ελληνική, γιατί οι παραπομπές του στα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης είναι από την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα. Γνωρίζουμε ακόμη πως ο Απόστολος είχε μια αδελφή του εγκατεστημένη στην Ιερουσαλήμ, καθώς και έναν ανηψιό απ’ αυτή: “ακούσας δε ο υιός της αδελφής Παύλου το ένεδρον, παραγενόμενος και εισελθών εις την παρεμβολήν απήγγειλε τω Παύλω.” (Πραξ. κγ 16). Εκεί, στην πρωτεύουσα της Ιουδαίας, όπου φαίνεται πως θα μετέβαινε ο Παύλος συχνά, λόγω των συγγενών του, συνάντησε τον Γαμαλιήλ, το μεγάλο νομοδιδάσκαλο του οποίου έγινε και μαθητής. Χάρις στο δάσκαλό του, έγινε βαθύς γνώστης της Θεολογίας των Ιουδαίων και αυστηρός, αλλά αγνός, ερμηνευτής του Μωσαϊκού Νόμου.

Εν τούτοις ο Απόστολος παρουσιάζεται, και στα κείμενά του, ως γνώστης και της θρησκείας των Ρωμαίων και γενικά των Εθνικών. Άλλωστε, σύμφωνα με το Στράβωνα, η Ταρσός ήταν κέντρο των γραμμάτων, την εποχή εκείνη, και έδρα πολλών φιλοσοφικών σχολών, κυρίως των Στωικών, κατά συνέπεια ο Παύλος ήταν εύκολο να διδαχθεί και την Ελληνική γλώσσα, ερχόμενος σε επαφή με τον ελληνιστικό πολιτισμό, που κυριαρχούσε ακόμη. Σε κείμενά του παρατηρούμε κάποια αποσπάσματα Ελλήνων ποιητών. Έτσι για παράδειγμα γράφει: “μη πλανάσθε• φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί.1” (Α Κορ. ιε 33) και αλλού: “είπέ τις εξ αυτών ίδιος αυτών προφήτης• Κρήτες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί.2” (Τιτ. α 12). Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Απόστολος εκτός από τις θεωρητικές γνώσεις, ήξερε και την τέχνη του σκηνοποιού, ώστε να είναι βιοτικά αυτάρκης.

Τα χαρακτηριστικά του Αποστόλου:

Ο Παύλος αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, το οποίο το αντιμετώπιζε ως θείο δώρο για να μην καυχάται για τον εαυτό του, κι αυτό προκύπτει από πολλά χωρία των Επιστολών του. Έτσι διαβάζουμε: “ότι αι μεν επιστολαί, φησί, βαρείαι και ισχυραί, η δε παρουσία του σώματος ασθενής και ο λόγος εξουθενημένος.” (Β Κορ. ι 10), “Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρωμαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκι, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι.” (Β Κορ. ιβ 7), “η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού.” (Β Κορ. ιβ 9), “οίδατε δε ότι δι’ ασθένειαν της σαρκός ευηγγελισάμην υμίν το πρότερον” (Γαλ. δ 13). Και ενώ δεν μπορούμε με σιγουριά να πούμε από ποια ασθένεια έπασχε3, είναι σίγουρο πως αυτή ήταν μάλλον ιδιαίτερα επώδυνη: “υπέρ τούτου τρις τον Κυριον παρεκάλεσα, ίνα αποστή απ’ εμού•” (Β Κορ. ιβ 8).

Ο Κλήμης Αλεξανδρείας και ο Ευσέβιος στην “Εκκλησιαστική Ιστορία” του ισχυρίζονταν ότι ο Απόστολος είχε νυμφευθεί στο παρελθόν και ίσως τον καιρό της δράσης του ήταν σε χηρεία. Και οι δύο Πατέρες στηρίζονται στο εδάφιο: ”θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν• αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μεν ούτως, ος δε ούτως. Λεγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ” (Α Κορ. ζ 7-8). Πάντως η έκφραση «έκαστος ίδιον χάρισμα έχει» ταιριάζει περισσότερο σε άγαμο παρά σε κάποιον που βρισκόταν σε χηρεία.

Ο διώκτης του Χριστιανισμού:

Ούτε οι επιστολές, ούτε οι Πράξεις μας βεβαιώνουν ότι ο Παύλος είχε συναντήσει τον Ιησού κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του4. Όμως, κατά το διάστημα αυτό, ο «νεανίας» Παύλος (Πραξ. ζ 58) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε συνάψει στενές σχέσεις με την ανωτάτη θρησκευτική ηγεσία και μάλιστα με τον ίδιο τον αρχιερέα – πρόεδρο του Μεγάλου Ιουδαϊκού Συνεδρίου (Πραξ. θ 1), και πήρε πρωταγωνιστικό ρόλο στο διωγμό εναντίον των Ιουδαίων χριστιανών. Το διωγμό αυτό τον αναφέρει ο ίδιος ο Απόστολος στις Επιστολές του: “Ηκούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν“ (Γαλ. α 13), “εγώ γαρ ειμι ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού•” (Α Κορ. ιε 9) και αλλού: “κατά ζήλον διώκων την εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος.” (Φιλ. γ 6).

Στο βιβλίο των Πράξεων ο Ευαγγελιστής Λουκάς επιβεβαιώνει τις διώξεις των Χριστιανών από τον Παύλο: “Σαύλος δε ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν.” (Πραξ. η 3), “Ο δε Σαύλος έτι εμπνέων απειλής και φόνου εις τους μαθητάς του Κυρίου, προσελθών τω αρχιερεί ητήσατο παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν προς τας συναγωγάς, όπως εάν τινας εύρη της οδού όντας, άνδρας τε και γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ.” (Πραξ. θ 1,2) και, όπως ο ίδιος δηλώνει, “πολλά εναντία πράξαι• ο και εποίησα εν Ιεροσολύμοις, και πολλούς των αγίων εγώ εν φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών, αναιρουμένων τε αυτών κατήνεγκα ψήφον, και κατά πάσας τας συναγωγάς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον βλασφημείν, περισσώς τε εμμαινόμενος αυτοίς εδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις. Εν οις και πορευόμενος εις την Δαμασκόν μετ’ εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων” (Πραξ. κστ 9-11). Αυτή η εκδήλωση μίσους κατά των ομοεθνών του χριστιανών
οφείλεται στην αγάπη του για το ιουδαϊκο έθνος, το επιλεγμένο από το Θεό για να εκπληρώσει μέσω αυτού τη Θεία Οικονομία, στο ζήλο του για την πατρογονική θρησκεία και στην απόρριψη του Ιησού ως του αναμενόμενου Μεσσία, λόγω του ατιμωτικού Του θανάτου στο Σταυρό, του κηρύγματος Του περί της κατάλυσης διατάξεων του Νόμου και των προβλέψεων Του για κατάστροφή του Ναού.

Η μεταστροφή του:

Για το γεγονός της μεταστροφής του Παύλου από τη θέση του διώκτη του Χριστού σ’ αυτή του κήρυκα της νέας θρησκείας έχουμε αναφορές από τον ίδιο τον Παύλο. Ας τις δούμε αναλυτικά:

α “Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον• ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό, ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού. Ηκούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν” (Γαλ. α 11-13)

β ”Ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια της χάριτος αυτού αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσιν, ευθέως ου προσανεθέμην σαρκί και αίματι.” (Γαλ. α 15-16)

γ ”Παύλος, κλητός απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού” (Α Κορ. α 1)

δ ”έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί.” (Α Κορ. ιε 8)

ε ”ουχ ότι ήδη έλαβον η ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλάβω, εφ’ ω και κατελήφθην υπό του Χριστού Ιησού.” (Φιλιπ. γ 12).

στ “ότι κατά αποκάλυψιν εγνώρισέ μοι το μυστήριον, καθώς προέγραψα εν ολίγω” (Εφεσ. γ 3).

Αναφορές στο γεγονός της μεταστροφής του Παύλου δίνει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο ιερό βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων:

α “εν δε τω πορεύεσθαι εγένετο αυτόν εγγίζειν τη Δαμασκώ, και εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού, και πεσών επί την γην ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτώ• Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; είπε δε• Τις ει, κύριε; ο δε Κυριος είπεν• Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις• αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι τι σε δει ποιείν. οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτώ ειστήκεισαν ενεοί, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες. ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γης, ανεωγμένων τε των οφθαλμών αυτού ουδένα έβλεπε• χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν. και ην ημέρας τρεις μη βλέπων, και ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν. Ην δε τις μαθητής εν Δαμασκώ ονόματι Ανανίας, και είπε προς αυτόν ο Κυριος εν οράματι• Ανανία. ο δε είπεν• Ιδού εγώ, Κυριε. ο δε Κυριος προς αυτόν• Αναστάς πορεύθητι επί την ρύμην την καλουμένην ευθείαν και ζήτησον εν οικία Ιούδα Σαύλον ονόματι Ταρσέα• ιδού γαρ προσεύχεται, και είδεν εν οράματι άνδρα ονόματι Ανανίαν εισελθόντα και επιθέντα αυτώ χείρα, όπως αναβλέψη. απεκρίθη δε Ανανίας•
Κυριε, ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις αγίοις σου εν Ιερουσαλήμ• και ώδε έχει εξουσίαν παρά των αρχιερέων δήσαι πάντας τους επικαλουμένους το όνομά σου. είπε δε προς αυτόν ο Κυριος• Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ• εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν. Απήλθε δε Ανανίας και εισήλθεν εις την οικίαν, και επιθείς επ’ αυτόν τας χείρας είπε• Σαούλ αδελφέ, ο Κυριος απέσταλκέ με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τη οδώ η ήρχου, όπως αναβλέψης και πλησθής Πνεύματος αγίου. και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί λεπίδες, ανέβλεψέ τε, και αναστάς εβαπτίσθη, και λαβών τροφήν ενίσχυσεν.(Πραξ. θ 3-29)

β “Εγώ μεν ειμι ανήρ Ιουδαίος, γεγεννημένος εν Ταρσώ της Κιλικίας, ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη5 παρά τους πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου, ζηλωτής υπάρχων του Θεού καθώς πάντες υμείς εστε σήμερον. ος ταύτην την οδόν εδίωξα άχρι θανάτου, δεσμεύων και παραδιδούς εις φυλακάς άνδρας τε και γυναίκας, ως και ο αρχιερεύς μαρτυρεί μοι και παν το πρεσβυτέριον• παρ’ ων και επιστολάς δεξάμενος προς τους αδελφούς εις Δαμασκόν επορευόμην άξων και τους εκείσε όντας δεδεμένους εις Ιερουσαλήμ ίνα τιμωρηθώσιν. Εγένετο δε μοι πορευομένω και εγγίζοντι τη Δαμασκώ περί μεσημβρίαν εξαίφνης εκ του ουρανού περιαστράψαι φως ικανόν περί εμέ, έπεσόν τε εις το έδαφος και ήκουσα φωνής λεγούσης μοι• Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις; εγώ δε απεκρίθην• τις ει, Κυριε; είπέ τε προς με• εγώ ειμι Ιησούς ο Ναζωραίος ον συ διώκεις. οι δε συν εμοί όντες το μεν φως εθεάσαντο και έμφοβοι εγένοντο, την δε φωνήν ουκ ήκουσαν του λαλούντός μοι. είπον δε• τι ποιήσω, Κυριε; ο δε Κυριος είπε προς με• αναστάς πορεύου
εις Δαμασκόν, κακεί σοι λαληθήσεται περί πάντων ων τέτακταί σοι ποιήσαι. ως δε ουκ ενέβλεπον από της δόξης του φωτός εκείνου, χειραγωγούμενος υπό των συνόντων μοι ήλθον εις Δαμασκόν. Ανανίας δε τις, ανήρ ευλαβής κατά τον νόμον, μαρτυρούμενος υπό πάντων των κατοικούντων εν Δαμασκώ Ιουδαίων, ελθών προς με και επιστάς είπέ μοι• Σαούλ αδελφέ, ανάβλεψον. καγώ αυτή τη ώρα ανέβλεψα εις αυτόν. ο δε είπεν• ο Θεός των πατέρων ημών προεχειρίσατό σε γνώναι το θέλημα αυτού και ιδείν τον δίκαιον και ακούσαι φωνήν εκ του στόματος αυτού, ότι έση μάρτυς αυτώ προς πάντας ανθρώπους ων εώρακας και ήκουσας. και νυν τι μέλλεις; αναστάς βάπτισαι και απόλουσαι τας αμαρτίας σου, επικαλεσάμενος το όνομα του Κυρίου. Εγένετο δε μοι υποστρέψαντι εις Ιερουσαλήμ και προσευχομένου μου εν τω ιερώ γενέσθαι με εν εκστάσει και ιδείν αυτόν λέγοντά μοι• σπεύσον και έξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ, διότι ου παραδέξονταί σου μαρτυρίαν περί εμού. καγώ είπον• Κυριε, αυτοί επίστανται ότι εγώ ήμην φυλακίζων και δέρων κατά τας συναγωγάς τους
πιστεύοντας επί σε• και ότε εξεχετο το αίμα Στεφάνου του μάρτυρός σου, και αυτός ήμην εφεστώς και συνευδοκών τη αναιρέσει αυτού και φυλάσσων τα ιμάτια των αναιρούντων αυτόν. και είπε προς με• πορεύου, ότι εγώ εις έθνη6 μακράν εξαποστελώ σε.(Πραξ. κβ 3-21).

γ “εγώ μεν ουν έδοξα εμαυτώ προς το όνομα Ιησού του Ναζωραίου δειν πολλά εναντία πράξαι• ο και εποίησα εν Ιεροσολύμοις, και πολλούς των αγίων εγώ εν φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών, αναιρουμένων τε αυτών κατήνεγκα ψήφον, και κατά πάσας τας συναγωγάς πολλάκις τιμωρών αυτούς ηνάγκαζον βλασφημείν, περισσώς τε εμμαινόμενος αυτοίς εδίωκον έως και εις τας έξω πόλεις. Εν οις και πορευόμενος εις την Δαμασκόν μετ’ εξουσίας και επιτροπής της παρά των αρχιερέων, ημέρας μέσης κατά την οδόν είδον, βασιλεύ, ουρανόθεν υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου περιλάμψαν με φως και τους συν εμοί πορευομένους• πάντων δε καταπεσόντων ημών εις την γην ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν τη Εβραΐδι διαλέκτω, Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν. εγώ δε είπον• τις ει, Κυριε; ο δε είπεν• εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις. αλλά ανάστηθι και στήθι επί τους πόδας σου• εις τούτο γαρ ώφθην σοι, προχειρίσασθαί σε υπηρέτην και μάρτυρα ων τε είδες ων τε οφθήσομαί σοι, εξαιρούμενός σε εκ του
λαού και των εθνών, εις ους εγώ σε αποστέλλω ανοίξαι οφθαλμούς αυτών7, του επιστρέψαι από σκότους εις φως και της εξουσίας του σατανά επί τον Θεόν, του λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών και κλήρον εν τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις εμέ. Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, ουκ εγενόμην απειθής τη ουρανίω οπτασία, αλλά τοις εν Δαμασκώ πρώτον και Ιεροσολύμοις, εις πάσάν τε την χώραν της Ιουδαίας και τοις έθνεσιν απαγγέλλω μετανοείν και επιστρέφειν επί τον Θεόν, άξια της μετανοίας έργα πράσσοντας.” (Πραξ. κστ 9-20)

Μελετώντας αυτά τα εδάφια αντιλαμβανόμαστε ότι ο Παύλος δεν έγινε χριστιανός από κάποιον Απόστολο η κήρυκα του Ευαγγελίου, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος τον κάλεσε στο αποστολικό αξίωμα και στο ευαγγελικό έργο. Μάλιστα, όπως ο ίδιος ο Απόστολος δηλώνει, ο Θεός τον είχε προορισμένο ως “σκεύος εκλογής Του”, “εκ κοιλίας μητρός του” (Γαλ. α 15). Το περιστατικό αυτό της κλήσης του από τον Κύριο περιγράφεται αναλυτικά στα τρια εδάφια των Πράξεων που παρατέθηκαν προηγουμένως. Κεντρικό σημείο στην υπόθεση της μεταστροφής του Απόστόλου ήταν ασφαλώς το όραμα του Κυρίου “εν δόξη”. Μ’ αυτό το όραμα ο Παύλος πείστηκε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε πράγματι και ανελήφθη στους ουρανούς. Επίσης βεβαιώθηκε για την κατάργηση της “κατάρας” του σταυρικού θανάτου που υπήρχε στο Νόμο. Είναι όμως βέβαιο πως με το όραμά του ο Απόστολος άνοιξε το δρόμο στη διάδοση της νέας θρησκείας προς τον κόσμο των Εθνών. Έτσι το όραμά του σηματοδοτεί τη μετάβαση της διάδοσης του Ευαγγελίου έξω από το στενό ιουδαϊκό περίγυρο, προς τον
ειδωλολατρικό κόσμο των Ελληνιστικών Χρόνων.

Μετά το γεγονός της κλήσης του, για να επανέλθουμε στη διήγηση των Πράξεων, ο Παύλος οδηγήθηκε στη Δαμασκό, στο σπίτι του Ανανία, ο οποίος ειδοποιήθηκε από τον Χριστό και θεράπευσε τον Παύλο από την τύφλωσή του. Ακολούθησε η βάπτιση του από τον Ανανία και κατόπιν άρχισε η ιεραποστολική πορεία του προς τα Έθνη.

Ο νέος Απόστολος:

Μετά τη βάπτισή του ο Παύλος άρχισε στη Δαμασκό το έργο του: “ευθέως εν ταις συναγωγαίς εκήρυσσε τον Ιησούν ότι ούτός εστιν ο υιός του Θεού” (Πραξ. θ 20). Aυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Ιουδαίων της περιοχής οι οποίοι, έχοντας τη στήριξη του τοπικού ηγεμόνα Αρέθα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν: “ως δε επληρούντο ημέραι ικαναί, συνεβουλεύσαντο οι Ιουδαίοι ανελείν αυτόν•” (Πραξ. θ 23). Οι χριστιανοί τότε φυγάδεψαν τον Απόστολο στην Αραβία, στο βασίλειο των Ναβαταίων. Λίγο αργότερα, μόλις η κατάσταση έγινε λιγότερο επικίνδυνη, ο Παύλος επέστρεψε στη Δαμασκό όπου και συνέχισε το έργο του για τρία περίου έτη. Έπειτα ο Παύλος μετέβη στην Ιεουσαλήμ με σκοπό να συναντήσει τον Πέτρο, συνοδευόμενος από τον Απόστολο Βαρνάβα: “Έπειτα μετά έτη τρία ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πετρον, και επέμεινα προς αυτόν ημέρας δεκαπέντε•“ (Γαλ. α 18). Εκεί, τελικά, συναντήθηκε με τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο: “έτερον δε των αποστόλων ουκ είδον ει μη Ιακωβον τον αδελφόν του Κυρίου” (Γαλ. α 19). Είναι ανθρωπίνως λογικό το
ότι ο Παύλος συνάντησε μια έντονη επιφυλακτικότητα από τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς από τη μια μεριά, λόγω των διώξεών του στο πρόσφατο παρελθόν, κι από την άλλη από τους Ιουδαίους που εξεπλάγησαν με τη μεταστροφή του.

Έτσι αφού έμεινε στην ιερή πόλη μόνο για δεκαπέντε ημέρες, φυγαδεύτηκε από τους χριστιανούς και μέσω Καισάρειας επέστρεψε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Ταρσό. Μήνες αργότερα ο Βαρνάβας τον έφερε στην Αντιόχεια για να βοηθήσει το έργο της εκεί Εκκλησίας. Από την Αντιόχεια ο Απόστολος, και πάλι μαζί με τον Βαρνάβα, μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα για να φέρουν βοήθεια από τους χριστιανούς της Αντιοχείας προς τους πιστούς της Ιουδαίας στην περίοδο του λιμού που έγινε στα χρόνια του Κλαύδιου: “ των δε μαθητών καθώς ευπορείτό τις, ώρισαν έκαστος αυτών εις διακονίαν πέμψαι τοις κατοικούσιν εν τη Ιουδαία αδελφοίς• ο και εποίησαν αποστείλαντες προς τους πρεσβυτέρους δια χειρός Βαρνάβα και Σαύλου.“ (Πραξ.ια 30)

Η πρώτη περιοδεία του Αποστόλου Παύλου:

Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή: “είπε το Πνεύμα το άγιον• Αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον ο προσκέκλημαι αυτούς. τότε νηστεύσαντες και προσευξάμενοι και επιθέντες αυτοίς τας χείρας απέλυσαν. Ούτοι μεν ουν εκπεμφθέντες υπό του Πνεύματος του αγίου κατήλθον εις την Σελεύκειαν, εκείθεν τε απέπλευσαν εις την Κυπρον” (Πραξ. ιγ 2-4). Έτσι ξεκίνησε η πρώτη προσπάθεια διάδοσης του Ευαγγελίου έξω από τα στενά όρια της Παλαιστίνης, προς τους Ιουδαίους της διασποράς, στην αρχή, και τους Εθνικούς στη συνέχεια. Αυτή ονομάστηκε πρώτη αποστολική περιοδεία του Παύλου και περιγράφεται στο βιβλίο των Πράξεων, στα κεφάλαια ιγ και ιδ . Εκεί διαβάζουμε πως ο Παύλος, ο Βαρνάβας και ο ανεψιός του τελευταίου, Μάρκος,8 ξεκίνησαν την πρωτόγνωρη αυτή αποστολή από την Αντιόχεια, στην Κύπρο, στην Παμφυλία, στην Πισιδία, στη Λυκαονία (Ν. Γαλατία) και τις πόλεις της τελευταίας: Ικόνιο, Λύστρα και Δέρβη. Όμως η εχθρότητα που συνάντησαν από τους εκεί Ιουδαίους της διασποράς, παρ’ όλο που το κύρηγμα του Αποστόλου
βασιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη και τις εξαγγελίες της που πραγματώθηκαν με την έλευση του Κυρίου, τους έκανε να στραφούν γρήγορα στους Εθνικούς και στους εξ εθνών Ιουδαίους (προσηλύτους δηλαδή στον Ιουδαϊσμό). Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτες Εκκλησίες της νέας θρησκείας που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από Εθνικούς9. Αυτή όμως ακριβώς η επιτυχία, κατά την πρώτη περιοδεία του Παύλου, έγινε αιτία αναταραχής και διχόνοιας μεταξύ των ιουδαϊζόντων χριστιανών που ζητούσαν από τους Αποστόλους να περιτέμνεται πρώτα κάθε Εθνικός και μετά να γίνεται δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας. Έτσι οι Απόστολοι οδηγήθηκαν στη απόφαση της σύγκλησης μιας Αποστολικής Συνόδου για να επιλυθεί η διαφορά.

Η Αποστολική Σύνοδος:

Μετά την πρώτη του περοδεία ο Παύλος με τον Βαρνάβα επέστρεψαν και πάλι στην Αντιόχεια και εκεί, σε συγκέντρωση των πιστών, τους διηγήθηκαν το άνοιγμα της Εκκλησίας στους Εθνικούς που ξεκίνησε από τα μέρη που είχαν επισκεφθεί. Λίγους μήνες αργότερα ήρθαν από την Ιουδαία στην Αντιόχεια μερικοί χριστιανοί που δίδασκαν τους πιστούς πως αν δεν περιτέμνονται, όπως ακριβώς προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορούν να σωθούν. Μια τέτοια διδασκαλία των ιουδαϊζόντων, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου και του Βαρνάβα και έτσι δημιουργήθηκε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στις δύο μερίδες. Το αποτέλεσμα αυτής της διχόνοιας ήταν η μετάβαση μιας ομάδας Αντιοχέων πιστών έχοντας επικεφαλής τον Παύλο και το Βαρνάβα στην Ιερουσαλήμ, για να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό σε συνεργασία με τους υπολοίπους Αποστόλους. Διαβάζουμε σχετικά στο βιβλίο των Πράξεων: “γενομένης ουν στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς, έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρνάβαν και τινας άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου. ” (Πραξ. ιε 2).

Στην πρωτεύουσα της Ιουδαίας, μετά την υποδοχή των Αντιοχέων, συγκροτήθηκε η Πρώτη Αποστολική Σύνοδος η Σύνοδος των Ιεροσολύμων. “παραγενόμενοι δε εις Ιερουσαλήμ απεδέχθησαν υπό της εκκλησίας και των αποστόλων και των πρεσβυτέρων, ανήγγειλάν τε όσα ο Θεός εποίησε μετ’ αυτών, και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως.” (Πραξ. ιε 4). Στη Σύνοδο αυτή, και παρά τις αντιδράσεις των πιστών που προέρχονταν από Φαρισαίους, ο Παύλος και ο Βαρνάβας πήραν με το μέρος τους τον Πέτρο και τον Ιάκωβο. Έτσι η απόφαση που πάρθηκε, και ερχόταν σε συμφωνία ακόμη και με την Παλαιά Διαθήκη [(Αμώς θ 12-1610),: “μη παρενοχλείν τοις από των εθνών επιστρέφουσιν επί τον Θεόν” (Πραξ. ιε 19)], τόνιζε ότι έπρεπε να προσέχουν οι χριστιανοί εξ εθνών μόνο το: “απέχεσθαι ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτού και πορνείας• εξ ων διατηρούντες εαυτούς ευ πράξετε.” (Πραξ. ιέ 29). Ο πρόεδρος της Συνόδου, Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, έδωσε εντολή να διαβιβαστεί η απόφαση αυτή με επιστολή στους πιστούς της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας.
Κομιστές της επιστολής θα ήταν ο Παυλος, ο Βαρνάβας, ο Ιούδας (Βαρσαββάς) και ο Σίλας.

Η δεύτερη αποστολική περιοδεία:

Μετά την Αποστολική Σύνοδο, ο Πάυλος με το Σίλα αυτή τη φορά11, ξεκίνησε για τη δεύτερη περιοδεία του προς τη Λυκαονία, τη Φρυγία, τη Γαλατία, την Τρωάδα και τέλος τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα. Στον πρώτο σταθμό της περιοδείας, στα Λύστρα της Λυκαονίας, προστέθηκε στη συνοδεία και ο Τιμόθεος, για να συνεχίσουν, τρεις πια, τη διαδρομή τους προς τη Φρυγία, τη Γαλατία και την Τρωάδα. Εκεί ο Πάυλος είδε τη νύχτα ένα όραμα: “και όραμα δια της νυκτός ώφθη τω Παύλω• ανήρ τις ην Μακεδών εστώς, παρακαλών αυτόν και λέγων• Διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν.” (Πραξ. ιστ 9). Πεπεισμένος από το όραμά του ο Απόστολος με τους συνοδοιπόρους του και τον Λουκά, που προστέθηκε στην ομάδα τους, αποφάσισε να περάσει απέναντι, στη Μακεδονία. Έτσι δια μέσου της Αμφίπολης έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου μετά από σύντομη παραμονή, αναγκάστηκαν λόγω των διώξεων να μεταβούν στη Βέροια, απ’ όπου σε σύντομο χρονικό διάστημα, για τους ίδιους λόγους, αναχώρησαν για την Αθήνα. Έχοντας ιδρύσει τις πρώτες χριστιανικές Εκκλησίες σε
ευρωπαϊκο έδαφος, στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια, φτάνει στο ιστορικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού. Στην πόλη αυτή ο Απόστολος ομιλεί από το βήμα της Πνύκας, αλλά το αποτέλεσμα του ιεραποστολικού του έργου κρίνεται όχι θεαματικό. Από τις Πράξεις πάντως πληροφορούμαστε πως αρκετοί Αθηναίοι ασπάστηκαν τη νέα θρησκεία κι ανάμεσά τους ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και η Δάμαρις12. Ο Λουκάς, στο βιβλίο των Πράξεων θέτει ως αιτία της απόρριψης του Ευαγγελίου από τους Αθηναίους το κήρυγμα του Παύλου για την ανάσταση των νεκρών. Επόμενη πόλη-σταθμός της περιοδείας του Αποστόλου ήταν η Κόρινθος, όπου γνωρίστηκε με ένα ζεύγος Εβραίων σκηνοποιών, τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, που είχε διωχθεί από την Ρώμη, εξαιτίας ενός διατάγματος του Κλαύδιου που έδινε εντολή για άμεση απέλαση όλων των Ιουδαίων από τη Ρώμη. Στην πόλη αυτή φαίνεται πως ο Απόστολος συνέγραψε τις δύο προς Θεσ/κεις Επιστολές του. Από εκεί επιστρέφει μέσω Εφέσου στην Καισάρεια και την Αντιόχεια, στην οποία δε θα επανέλθει ποτέ πια.

Η τρίτη αποστολική περιοδεία:

Ο Απόστολος έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα εγκατέλειψε την Αντιόχεια και αναχώρησε για τη Γαλατία και τη Φρυγία με σκοπό να στηρίξει τις εκεί νέες Εκκλησίες. Από εκεί κατευθύνθηκε στη Φρυγία και την Έφεσο, όπου παρέμεινε επί μια τριετία, έχοντάς την ως ιεραποστολικό του κέντρο. Την περίοδο αυτή ίδρυσε τις Εκκλησίες της Ιεραπόλεως, των Κολοσσών και της Λαοδίκειας. Στο διάστημα της παραμονής του στη Έφεσο φυλακίστηκε και από τη φυλακή συνέγραψε τις λεγόμενες “επιστολές της αιχμαλωσίας”, τις επιστολές δηλαδή προς Φιλιππησίους, προς Κολασσαείς, προς Εφεσίους και προς Φιλήμονα. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν πως αυτές οι επιστολές γράφτηκαν πέντε έτη αργότερα, στα χρόνια της φυλάκισης του Αποστόλου στη Ρώμη. Την περίοδο αυτή ο απόστολος έκανε τουλάχιστον δύο ταξίδια στην Κόρινθο, ενώ από την Έφεσο απέστειλε και τις δύο προς Κορινθίους Επιστολές του. Έτσι, ενώ ο Παύλος είχε σκοπό να επισκεφθεί την Τρωάδα, η αγωνία του για τις εξελίξεις στην Εκκλησία της Κορίνθου τον ανάγκασε να αναχωρήσει για τη Μακεδονία με σκοπό να συναντήσει τον Τίτο, πράγμα που τελεικά έγινε στους Φιλίππους. Εκεί είχε φτάσει ο απεσταλμένος του Αποστόλου στους Κορινθίους, ο οποίος μάλιστα του έφερε και ευχάριστα νέα: η πρώτη του Επιστολή είχε φέρει πολύ θετικά αποτελέσματα, μεταξύ των πιστών της εκκλησίας της πόλης. Σαφώς ικανοποιημένος ο Παύλος συντάσσει τότε την Β προς Κορινθίους Επιστολή του η οποία, σε αντίθεση με την πρώτη του, έχει σαφώς συμφιλιωτικό πνεύμα. Από τις δύο αυτές επιστολές του Απόστόλου αντιλαμβανόμαστε και την ουσία των προβλημάτων που προκάλεσε στον Ελληνισμό το κήρυγμα του Χριστιανισμού. Η σημασία που δινόταν από τους Έλληνες στη γνώση και τη σοφία, σε συνδυασμό με την ατομοκρατία, που ανέκαθεν μας χαρακτηρίζει, εμπόδιζε την κατανόηση της αναστάσεως και της σημασίας της “σταυρικής θυσίας” του Κυρίου, καθιστώντας αυτή στα μάτια των ως “μωρία”. Έτσι ο Παύλος τονίζει, σε αντίθεση με την ελληνική ανθρώπινη σοφία που “φυσιοί13”, τη θεία Σοφία που οικοδομεί πάνω στην αγάπη της θυσίας. Λιγο αργότερα ο Πάυλος επισκέφθηκε για
τρίτη φορά την Κόρινθο, όπου και συνέταξε την Προς Ρωμαίους Επιστολή του, στην οποία αναφέρεται με θεολογικούς όρους στη θέση των Εθνικών στη νέα θρησκεία. Κατόπιν και ενώ είχε σκοπό να αναχωρήσει με πλοίο για την Ιερουσαλήμ, την τελευταία στιγμή αποκαλύφθηκε σχέδιο δολοφονίας του από τους Ιουδαίους, και έτσι αποφασίσθηκε η μετάβαση στην Ιερουσαλήμ, μέσω της Μακεδονίας, με τελευταία στάση στην Καισάρεια.

Τελευταία επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα – πρώτη φυλάκιση στη Ρώμη:

Όταν εμφανίστηκε ο Απόστολος στον Ναό των Ιεροσολύμων, οι Ιουδαίοι όρμησαν και τον χτύπησαν κατηγορώντας τον ότι διδάσκει αντίθετα στο Μωσαϊκό Νόμο, μάλιστα κινδύνεψε σοβαρά η ζωή του. “Ως δε έμελλον αι επτά ημέραι συντελείσθαι, οι από της Ασίας Ιουδαίοι θεασάμενοι αυτόν εν τω ιερώ συνέχεον πάντα τον όχλον και επέβαλον τας χείρας επ’ αυτόν κράζοντες• Άνδρες Ισραηλίται, βοηθείτε• ούτός εστιν ο άνθρωπος ο κατά του λαού και του νόμου και του τόπου τούτου πάντας πανταχού διδάσκων• έτι τε και Έλληνας εισήγαγεν εις το ιερόν και κεκοίνωκε τον άγιον τόπον τούτον• ήσαν γαρ εωρακότες Τρόφιμον τον Εφέσιον εν τη πόλει συν αυτώ, ον ενόμιζον ότι εις το ιερόν εισήγαγεν ο Παύλος. εκινήθη τε η πόλις όλη και εγένετο συνδρομή του λαού, και επιλαβόμενοι του Παύλου είλκον αυτόν έξω του ιερού, και ευθέως εκλείσθησαν αι θύραι.” (Πραξ. κα 27-30). Τελικά ο Απόστολος συνελήφθη από απόσπασμα της ρωμαϊκής φρουράς. Πριν οδηγηθεί στο ρωμαϊκο στρατόπεδο ο Παύλος ζήτησε να μιλήσει στο συγκεντρωμένο πλήθος των Ιουδαίων, πράγμα που του
επετράπη.

Μόλις άρχισε να ομιλεί στον αγριεμένο ιουδαϊκό όχλο για την καταγωγή του και το δάσκαλό του, το Γαμαλιήλ, οι Ιουδαίοι τον διέκοψαν και ζητούσαν σε έντονο ύφος τη θανάτωσή του, έτσι ο ρωμαίος διοικητής αναγκάστηκε να τον φυγαδέψει, τον κράτησε, όμως, μέχρι την επομένη που θα τον παρουσίαζε να απολογηθεί στο Μεγάλο Συμβούλιο. Στο Συμβούλιο αυτό επανέλαβε ο Απόστολος όσα προσπάθησε να πει την προηγουμένη στο πλήθος, αλλά κι εδώ τα λεγόμενά του έφεραν αναταραχή στους παρισταμένους κι έτσι οδηγήθηκε πάλι στο στρατόπεδο. Όμως επειδή ο ανηψιός του Αποστόλου έμαθε πως οι Ιουδαίοι εξυφαίναν σχέδιο εξόντωσής του, αποφασίστηκε να οδηγηθεί με συνοδεία στρατιωτών στον ρωμαίο επίτροπο Φήλικα στην Καισάρεια. “Γενομένης δε ημέρας ποιήσαντες τινες των Ιουδαίων συστροφήν ανεθεμάτισαν εαυτούς, λέγοντες μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ου αποκτείνωσι τον Παύλον. ήσαν δε πλείους τεσσαράκοντα οι ταύτην την συνωμοσίαν πεποιηκότες• οίτινες προσελθόντες τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις είπον• Αναθέματι ανεθεματίσαμεν εαυτούς
μηδενός γεύσασθαι έως ου αποκτείνωμεν τον Παύλον. νυν ουν υμείς εμφανίσατε τω χιλιάρχω συν τω συνεδρίω όπως αύριον αυτόν καταγάγη προς υμάς, ως μέλλοντας διαγινώσκειν ακριβέστερον τα περί αυτού• ημείς δε προ του εγγίσαι αυτόν έτοιμοί εσμεν του ανελείν αυτόν. ακούσας δε ο υιός της αδελφής Παύλου το ένεδρον, παραγενόμενος και εισελθών εις την παρεμβολήν απήγγειλε τω Παύλω. προσκαλεσάμενος δε ο Παύλος ένα των εκατοντάρχων έφη• Τον νεανίαν τούτον απάγαγε προς τον χιλίαρχον• έχει γαρ τι απαγγείλαι αυτώ. ο μεν ουν παραλαβών αυτόν ήγαγε προς τον χιλίαρχον και φησιν• Ο δέσμιος Παύλος προσκαλεσάμενός με ηρώτησε τούτον τον νεανίαν αγαγείν προς σε, έχοντά τι λαλήσαί σοι. επιλαβόμενος δε της χειρός αυτού ο χιλίαρχος και αναχωρήσας κατ’ ιδίαν επυνθάνετο• Τι εστιν ο έχεις απαγγείλαί μοι; είπε δε ότι οι Ιουδαίοι συνέθεντο του ερωτήσαί σε όπως αύριον εις το συνέδριον καταγάγης τον Παύλον, ως μελλόντων τι ακριβέστερον πυνθάνεσθαι περί αυτού. συ ουν μη πεισθής αυτοίς• ενεδρεύουσι γαρ αυτόν εξ αυτών άνδρες πλείους
τεσσαράκοντα, οίτινες ανεθεμάτισαν εαυτούς μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ου ανέλωσιν αυτόν, και νυν έτοιμοί εισι προσδεχόμενοι την από σου επαγγελίαν. ο μεν ουν χιλίαρχος απέλυσε τον νεανίαν, παραγγείλας μηδενί εκλαλήσαι ότι ταύτα ενεφάνισας προς με. Και προσκαλεσάμενος δύο τινάς των εκατοντάρχων είπεν• Ετοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους όπως πορευθώσιν έως Καισαρείας, και ιππείς εβδομήκοντα και δεξιολάβους διακοσίους, από τρίτης ώρας της νυκτός, κτήνη τε παραστήναι, ίνα επιβιβάσαντες τον Παύλον διασώσωσι προς Φηλικα τον ηγεμόνα, γράψας επιστολήν περιέχουσαν τον τύπον τούτον• Κλαύδιος Λυσίας τω κρατίστω ηγεμόνι Φηλικι χαίρειν. τον άνδρα τούτον συλληφθέντα υπό των Ιουδαίων και μέλλοντα αναιρείσθαι υπ’ αυτών επιστάς συν τω στρατεύματι εξειλόμην αυτόν, μαθών ότι Ρωμαίός εστι. βουλόμενος δε γνώναι την αιτίαν δι’ ην ενεκάλουν αυτώ, κατήγαγον αυτόν εις το συνέδριον αυτών• ον εύρον εγκαλούμενον περί ζητημάτων του νόμου αυτών, μηδέν δε άξιον θανάτου η δεσμών έγκλημα έχοντα. μηνυθείσης δε μοι επιβουλής εις τον άνδρα
μέλλειν έσεσθαι υπό των Ιουδαίων, εξαυτής έπεμψα προς σε, παραγγείλας και τοις κατηγόροις λέγειν τα προς αυτόν επί σου. έρρωσο. Οι μεν ουν στρατιώται κατά το διατεταγμένον αυτοίς αναλαβόντες τον Παύλον ήγαγον δια της νυκτός εις την Αντιπατρίδα, τη δε επαύριον εάσαντες τους ιππείς πορεύεσθαι συν αυτώ, υπέστρεψαν εις την παρεμβολήν• οίτινες εισελθόντες εις την Καισάρειαν και αναδόντες την επιστολήν τω ηγεμόνι παρέστησαν και τον Παύλον αυτώ.” (Πραξ. κγ 12-33). Στην Καισάρεια ο Απόστολος έμεινε φυλακισμένος για δύο έτη, ώσπου τον Φήλικα διαδέχτηκε στη θέση του επιτρόπου ο Φήστος. Ο νέος επίτροπος, παρά την επιμονή των Ιουδαίων που ζητούσαν την επιστροφή του φυλακισμένου στα Ιεροσόλυμα, διέταξε την εκ νέου δίκη του Πάυλου, στην οποία παρεβρέθησαν και εκπρόσωποι των Ιουδαίων κατηγόρων. Καθώς ο Παύλος κατάλαβε πως σκοπός του Φήστου ήταν να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους καταδικάζοντάς τον, επικαλέσθηκε το δικαίωμα της εφέσεως που είχε κάθε ρωμαίος πολίτης, να επικαλεσθεί τη δικαιοσύνη του Καίσαρα, ώστε να δικασθεί στη Ρώμη.

Το ταξίδι του Αποστόλου στη Ρώμη, που ακολούθησε, το ναυάγιό του στη Μάλτα και η άφιξή του στη Ρώμη περιγράφονται αναλυτικά στα κεφάλαια 27 και 28 των Πράξεων. Στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, περιμένοντας τη δίκη του, συνεχίζοντας το ιεραποστολικό του έργο, έστω και υπ’ αυτές τις συνθήκες, κηρύσσοντας τους επισκέπτες του. Η διήγηση των Πράξεων δεν μας δίνει από εκείνο το χρονικό σημείο κι έπειτα καμιά άλλη πληροφορία για την έκβαση της δίκης και το τέλος του Αποστόλου. Έτσι τις υπόλοιπες πληροφορίες τις αντλούμε από τις λεγόμενες ποιμαντικές επιστολές του (οι επιστολές προς τον Τιμόθεο και τον Τίτο).

Η τέταρτη αποστολική περιοδεία και το μαρτύριο του Παύλου:

Οι περισσότεροι ιστορικοί και θεολόγοι πιθανολογούν και η παράδοση της Εκκλησίας το επιβεβαιώνει πως ο Παύλος τελικά αθωώθηκε και εν τέλει απελευθερώθηκε. Κατόπιν τούτου είναι πολύ πιθανό να επισκέφθηκε την Ισπανία, που ήταν ιεραποστολικός του στόχος (Ρωμ. ιε 24-28), και εν συνεχεία θα επέστρεψε στη Ρώμη. Σκοπός του Αποστόλου έπειτα ήταν να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ, αλλά όταν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του έφτασε στην Κρήτη, πληροφορήθηκε ότι η κατάσταση στην πρωτεύουσα της Ιουδαίας ήταν ρευστή και επικρατούσε αναρχία μετά τον ξαφνικό θάνατο του Φήστου, αναγκάστηκε να ματαιώσει το ταξίδι του. Από τη Ρώμη ο Απόστολος επισκέφθηκε τη Μ. Ασία, για μια φορά ακόμη, τη Μακεδονία και την περιοχή του Ιλλυρικού (δες σχετικά στις ποιμαντικές του επιστολές) για να καταλήξει στη Ρώμη όπου φυλακίστηκε για δεύτερη φορά (Β Τιμ. α 16-18), όπου οι συνθήκες κρατησής του τη φορά αυτή ήταν σκληρότερες. Επισκέπτες του στη φυλακή υπήρξαν ο Εύβουλος, ο Λουκάς, ο Τυχικός, ο Λίνος, ο Πούδης, η Κλαυδία, ο Ονησιφόρος, κ.α.
(Δες σχετικά Β Τιμ. δ κεφ.). Από τη φυλακή στη Ρώμη ο Απόστολος Παύλος έγραψε την τελευταία του επιστολή, αυτή την Β Προς Τιμόθεον. Η επιστολή αυτή κλείνει με την έκκλησή του προς τον Τιμόθεο, που τότε βρισκόταν στην Έφεσο, να τον συναντήσει. Γράφει σχετικά ο Απόστολος: “Σπούδασον ελθείν προς με ταχέως• Δημάς γαρ με εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα, και επορεύθη εις Θεσσαλονίκην, Κρήσκης εις Γαλατίαν, Τιτος εις Δαλματίαν• Λουκάς εστι μόνος μετ’ εμού. Μάρκον αναλαβών άγε μετά σεαυτού• έστι γαρ μοι εύχρηστος εις διακονίαν. Τυχικόν δε απέστειλα εις Έφεσον. τον φαιλόνην ον απέλιπον εν Τρωάδι παρά Καρπω, ερχόμενος φέρε, και τα βιβλία, μάλιστα τας μεμβράνας. Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά μοι κακά ενεδείξατο• αποδώη αυτώ ο Κυριος κατά τα έργα αυτού• ον και συ φυλάσσου• λίαν γαρ ανθέστηκε τοις ημετέροις λόγοις. Εν τη πρώτη μου απολογία ουδείς μοι συμπαρεγένετο, αλλά πάντες με εγκατέλιπον• μη αυτοίς λογισθείη•” (Β Τιμ. δ 9-16). Σύμφωνα με την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίσθηκε χωρίς προηγουμένως να βασανισθεί, επειδή ήταν Ρωμαίος πολίτης και ο νόμος απαγόρευε το βασανισμό των ρωμαίων πολιτών.

Με τον τρόπο αυτό, έληξε η πολυτάραχη και ακατάβλητη αποστολική πορεία του Παύλου, μιας, από τις μεγαλύτερες, η πιο ορθά, η μεγαλύτερη, προσωπικότητα, στην ιστορία της Εκκλησίας.

Χρονολογικός Πίνακας14:

Οι απολύτως βέβαιες χρονολογικές πληροφορίες είναι μόνο δύο. Ο Γαλλίων έγινε Ανθύπατος της Αχαϊας (Ελλάδας) το καλοκαίρι του 51 η 52 μ.Χ. (Την πληροφορία την αντλούμε από επιστολή των κατοίκων των Δελφών που χαράκτηκε πάνω σε μαρμάρινη πλάκα). Έτσι ο Γαλλίων πρέπει να δίκασε τον Απόστολο το 52 μ.Χ., λίγο μετά την ανάληψη της θέσης του, και λίγο πριν το τέλος της δεύτερης περιοδίας του Παύλου, στην Κόρινθο. Η δεύτερη σχετικά ασφαλής χρονολογία είναι η αντικατάσταση του Φήλικα από το Φήστο που έγινε το 59 η το 60 μ.Χ.

…………………………………………………………….

1. Έιναι απόσπασμα από το έργο του Μενάνδρου “Θαϊς”

2Απο αποσπάσματα του Επιμενίδη και του Καλλιμάχου (“Ύμνος προς τον Δίαν”)

3. Κάποιοι υποστήριξαν πως ίσως ο «σκόλοψ» να σχετίζεται με χρόνια ασθένεια των ματιών, στηρίζοντας την εικασία τους στο: «μαρτυρώ γαρ υμίν ότι ει δυνατόν τους οφθαλμούς υμών εξορύξαντες αν εδώκατέ μοι.» (Γαλ. 4:15) . Άλλοι πάλι αναζήτησαν την ασθένειά του ανάμεσα σε εκείνες που ήταν δυνατό να δημιουργούν αποστροφή προς τρίτους (π.χ. δερματικά έλκη, μολυσματική ασθένεια, η πυόρροια), στηριγμένοι στο: «τον πειρασμόν μου τον εν τη σαρκι μου ουκ εξουθενήσατε ουδέ εξεπτύσατε,» (Γαλ. 4:14). Είναι όμως γενονός ότι τα στηρίγματα για μια σοβαρή διερεύνηση του προβλήματος του Παύλου είναι μάλλον ασθενή.

4. Α Κορ., θ 1, Πραξ. θ 17.

5. Εννοεί των Ιεροσολύμων.

6. Απόστολος των Εθνών, εξ αυτού.

7. όπως και υποσημ. 8.

8. Πρόκειται ασφαλώς για τον Ευαγγελιστή Μάρκο, ο οποίος και εγκατέλειψε την αποστολή, όταν φτάσαν στην Πέργη.

9. Πολλοί Εθνικοί ήταν ακόμα και από την πρώτη στιγμή του έργου του Αποστόλου Πάυλου στο πλευρό του, όπως: ο Τιμόθεος, από μητέρα «Ιουδαία πιστή» και Έλληνα πατέρα (Πραξ. ιστ:1), ο Τίτος, πιθανώς Έλληνας της Αντιόχειας (Γαλ. β 3) , ο Τρόφιμος (Πραξ. κα 29), ο Φιλήμων (Φιλήμ. 1), ο Σωσίπατρος (Ρωμ. 1ιστ 20), ο Γάιος (Πραξ. ιθ 29), ο Αρίσταρχος (Πραξ. ιθ 29), ο Σεκούνδος (Πραξ. κ 4), ο Ονήσιμος (Φιλήμ. 10), ο Στεφανάς (Α’ Κορ. α 16), ο Επαφρόδιτος, (Φιλ. β 25) και φυσικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

10. “διότι ιδού εγώ εντέλλομαι και λικμήσω εν πάσι τοις έθνεσι τον οίκον Ισραήλ, ον τρόπον λικμάται εν τω λικμώ και ου μη πέση σύντριμμα επί την γην. εν ρομφαία τελευτήσουσι πάντες αμαρτωλοί λαού μου οι λέγοντες• ου μη εγγίση ουδ οὐ μη γένηται εφ ἡμᾶς τα κακά. εν τη ημέρα εκείνη αναστήσω την σκηνήν Δαυίδ την πεπτωκυίαν και ανοικοδομήσω τα πεπτωκότα αυτής και τα κατεσκαμμένα αυτής αναστήσω και ανοικοδομήσω αυτήν καθώς αι ημέραι του αιώνος, όπως εκζητήσωσιν οι κατάλοιποι των ανθρώπων και πάντα τα έθνη, εφ οὓς επικέκληται το όνομά μου επ αὐτούς, λέγει Κύριος ο Θεός ο ποιών πάντα ταύτα. (Αμώς θ 12-16)

11. Ο Βαρνάβας με τον ανεψιό του Ιωάννη Μάρκο αναλαμβάνει νέα αποστολή στην Κύπρο.

12. Πραξ. ιζ 34.

13. Που κάνει τον σοφό υπερήφανο, που τον “φουσκώνει”.

14. J. Holzner, Παύλος, μτφρ. Αρχιεπ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, εκδ. Δαμασκός, 12η εκδ. Αθήναι 1989, σελ. 506-7.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ακτίνες.blogspot.gr: 28 Ιουνίου 2016

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.