Ο Ρώσσος Πατήρ Λεόντιος ο Σεραγίτης – Επισκ. Ροδοστόλου Χρυσοστόμου.

Κατόπιν αποφάσεως της Γεροντίας του Σεραγιού, που αντιμετώπιζε το πρόβλημα της επιβιώσεως της αδελφότητος, ζήτησαν από την Μονή Ιβήρων την ανάθεση της συγκομιδής των φουντουκιών σε αυτήν, δίνοντας στην Μονή το ήμιση της ποσότητος και έστειλε στο στοιχειωμένο ως επιστάτη τον πατέρα Λεόντιο.
Οι γείτονες του «στοιχειωμένου κελιού», προσωνόμαζαν τον Λεόντιο, κυρίως Τάρταρο, ή για το εντυπωσιακό της εμφανίσεώς του, ή γιατί θα είχαν πληροφορηθή την ιδιαίτερη καταγωγή του.
Από τις πρώτες όμως στιγμές της εισόδου και εγκαταστάσεώς του, ο Πατήρ Λεόντιος διεπίστωσε ότι το στοιχειωμένο, συν τοις άλλοις ήταν κατοικητήριο και αμέτρητων ποντικιών, που άφοβα και αδιάντροπα, μέρα μεσημέρι και από έμπροσθέν του, πηγαινοέρχονταν και μαγάριζαν τα πάντα. Γρήγορα μετέφερε από το Σεράϊ έναν καλοθρεμμένο γάτο.
Μία νύχτα, θόρυβοι και μικροχτυπήματα του χάλασαν τον ύπνο. Σκέφτηκε: «Σίγουρα έκλεισα τον γάτο, ας πάω να του ανοίξω την πόρτα». Αλλά, μόλις ο Τάρταρος κατέβασε από το κρεβάτι τις ποδαρούκλές του και έκανε να ανορθωθή, παρ’ ολίγον να συνθλίψει τα εντόσθια του γάτου που κοιμόταν και αυτός κουλουριασμένος στο κουρελοπατίκι. Πρόλαβε και συγκρατήθηκε και δεν καλοπάτησε ο Τάρταρος και έτσι γλίτωσε ο γάτος τον ξεκοιλιασμό. Τον έζωσαν όμως οι τύψεις, γιατί η στριγκλιά του γάτου ήταν αρκούντως διαπεραστική, και γιατί τώρα τον ένιωθε αλλόφρονα και αλγούντα στην γωνία.
Ξανάκουσε σε λίγο τους θορύβους και πήγε να εξακριβώσει την αιτία. Με το πιάσιμο της χειρολαβής, οχλοβοή του κούφανε τα αφτιά, ενώ ταυτοχρόνως έπεσε πάνω και τον κατακάλυψε όλη η ντάνα των καυσόξυλων που ήταν στοιβαγμένα παράλληλα με τον τοίχο του διαδρόμου.
«Σκουσένια» (πειρασμέ), αναφώνησε με φόβο και οργή, και βάλθηκε να απελευθερωθή, πράγμα που το κατόρθωσε, αλλά το υπόλοιπο της νύχτας το έβγαλε μέσα στο εκκλησάκι.
Με την χαραυγή ξεκίνησε και με την ανατολή βρέθηκε στο Σεράϊ, διηγούμενος στον Δικαίο το πάθημά του και καταθέτων την εντολή. Ας αναλάμβανε άλλος.
Με την παράθεση του επιχειρήματος ότι, αν αποφάσιζαν οι δαίμονες να παρουσιάζονται όπου εμείς μετακινούμεθα και εγκαθιστάμεθα, και μας πείραζαν περισσότερο του συνήθους, τότε δεν θα μας εναπέμενε τίποτε άλλο να κάνουμε, είμη να μετακινούμαστε συνεχώς στο Όρος μέχρι να το εγκαταλείψουμε και να καταλήξουμε στον κόσμο, γιατί μόνο εκεί θα μας άφηνε ήσυχους, πείστηκε ο Λεόντιος. Και με τα καίρια χτυπήματα – επιχειρήματα: «Που είναι η πίστις του στον Χριστό, στην Παναγία, και η αφιερωματική ευλάβειά σου στον Τόπο;», ο Δικαίος τον έκανε να περιέλθει σε κατάσταση μετανοίας για την φοβία και την απόδραση εκείθεν. Αναθάρρησε δε τελείως και αισθάνθηκε ανανεούμενη την γενναιότητά του, όταν ο Γέροντας του έταξε μόνιμη συνοδεία δύο αδελφών και απεφάσισε αυθημερόν επιτόπιο λιτάνευση από τον ίδιο και από άλλους ιερείς του Τιμίου Ξύλου και ιερών Λειψάνων.
Πράγματι, πήγαν εκεί, έκαναν αγιασμό, διάβασαν τους εξορκισμούς και στο εξης, αραιά και που, ως από πολύ μακρυά ερχόμενες, άκουγαν κάποιες φωνές και θορύβους ο Πατήρ Λεόντιος και οι συν αυτώ Πατέρες.
(επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πόθος και Χάρις στον Άθωνα, έκδοσις Λαυριώτικου Κελλίου Αγίων Πάντων, Άγιον Όρος, 2000)

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Περί Αγίου Όρους.blogspot.gr: 25 Σεπτεμβρίου 2016

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.