Παναγία Σουμελά.

Μια ιστορία, μια παράδοση και ένας θρύλος αγκαλιάζουν το σύμβολο του Πόντου, την Παναγία Σουμελά. Ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης μας πληροφορεί, ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς χάραξε τη μορφή της Παναγίας πάνω σε ξύλο. Την εικόνα της Σουμελά, έφερε στην Αθήνα κατά την παράδοση, μετά το θάνατο του Ευαγγελιστού Λουκά, ο μαθητής του Ανανίας, και την τοποθέτησαν σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου. Για αυτό το λόγο, αρχικά είχε ονομαστεί ως η Παναγία η Αθηνιώτισσα.

Στο τέλος του 4ου αιώνα (380- 386) ιδρύθηκε στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο (κατά κόσμο Βασίλειος και Σωτήρχος, θείος και ανιψιός, κάτοικοι και οι δυο Αθηνών).

Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Παναγίας, ακολούθησαν την πορεία της εικόνας της που πέταξε ως τον Πόντο. Πέρασαν από τα Μετέωρα, τη Χαλκιδική και από την παραλία της μονής Βατοπεδίου, απ’ όπου ένας άγνωστος, τους πήρε με το καράβι του και τους πήγε ως τη Μαρώνεια. Από κει, πεζοπορώντας, πέρασαν τη Ραιδεστό, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και με ένα πλοιάριο πήγαν στην Τραπεζούντα. Εκεί, τους εμφανίσθηκε και πάλι η Παναγία, πληροφορώντας τους ότι η εικόνα της προπορεύεται στο όρος Μελά. Συνέχισαν αγόγγυστα το ταξίδι τους. Με πυξίδα τον Πυξίτη ποταμό, ανηφόρησαν προς το όρος Μελά. Εκεί, βρέθηκαν μπροστά σε μια σπηλιά, από την είσοδο της οποίας παρατήρησαν μια χρυσαφένια λάμψη. Ήταν το φως της Εικόνας της Αθηνιώτισσας.

Γονατιστοί και δακρυσμένοι, ευχαρίστησαν την Παναγία, και της υποσχέθηκαν ότι στο σημείο θα χτίσουν προς τιμήν της ναό.

Με μοναδικά εφόδια την πίστη, την επιμονή και την εργατικότητα, οι δυο ερημίτες μοναχοί, κατόρθωσαν να κτίσουν την εκκλησία της Σουμελιώτισσας, σκαλιστή
μέσα στο βουνό. Από τότε έγινε γνωστή ως ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ – (Εις του Μελά-στου Μελά-Σουμελά).

Μέχρι το 1922, υπήρξε ο οδηγός, ο παρηγορητής, ο συμπαραστάτης, το καταφύγιο και ο εμψυχωτής των Ελληνοποντίων. Υπήρξε επίσης ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας, καθώς και της αναζωπύρωσης της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των πιστών.

Η Παναγία Σουμελά, συχνά αντιμετώπιζε επιδρομές από αλλόπιστους ληστές. Σε μια τέτοια επιδρομή, έπαθε μεγάλη ζημιά. Οι ληστές σκότωσαν μοναχούς, λεηλάτησαν
τα αφιερώματα, και άρπαξαν την Εικόνα για να μοιραστούν τα βαρύτιμα πετράδια και τον πλούτο των αφιερωμάτων. Επειδή, δεν συμφωνούσαν στη μοιρασιά, αποφάσισαν να τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια.

Ένας από τους τρεις αποτραβήχτηκε. Όταν ο ένας από τους δυο, σήκωσε το τσεκούρι για να μοιράσει την Εικόνα, μια βροντή ακούστηκε και έπεσε ένας κεραυνός.
Οι δυο ληστές δεν πρόλαβαν να σωθούν, ενώ ο τρίτος, μετανοιωμένος, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε την Εικόνα. Στη συνέχεια, έγινε μοναχός, βοηθόντας και
άλλους καλόγερους να ξαναχτιστεί το μοναστήρι που είχε καταστραφεί.

Ο αναπάντεχος ξεριζωμός, ερήμωσε μαζί με τον αλησμόνητο Πόντο, και τη Βίγλα της Σουμελιώτισσας. Με την ανταλλαγή, τα ιερά κειμήλια παραχωρήθηκαν, και το
1931 τα ξέθαψε και τα έφερε στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης, ύστερα από ενέργειες του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου προς την τουρκική κυβέρνηση του Ισμέντ Ινονού.

Από το 1952, αρχίζει μια νέα περίοδος. Η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά. Το 1951-1952, ύστερα από πρόταση του τότε προέδρου του σωματείου «Παναγία
Σουμελά» Θεσσαλονίκης, Φίλωνα Κτενίδη, η Εικόνα παραχωρήθηκε στο Σωματείο, το οποίο και άρχισε την ανέγερση της Μονής, σε ένα επίπεδο του Βερμίου, πάνω από το χωριό Καστανιά, που είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του Προσκυνήματος.

Η » Αθηνιώτισσα» και «Σουμελιώτισσα» γίνεται τότε Βερμιώτισα, και πανελλήνιο Προσκύνημα.

Από το 1952 που κτίστηκε ο μικρός ναός, η Εικόνα θρονιάστηκε στο νέο της θρόνο. Σκοπός της ανέγερσης της Μονής δεν ήταν η ίδρυση στον ελλαδικό χώρο, ακόμη
ενός μοναστηριού, αλλά η ανέγερση ενός προσκυνήματος, που θα αποτελούσε σύμβολο και φάρο.

Χάρη στην ευλάβεια και θεοσέβεια των Ποντίων και φιλοποντίων, δημιουργήθηκαν διάφορα κτίρια. Η διοίκηση του προσκυνήματος της Παναγίας Σουμελά, φρόντισε για τη δημιουργία μουσειακής συλλογής από ιερά σκεύη, εικόνες και άμφια, αλλά και τη δημιουργία αξιόλογης βιβλιοθήκης.

Σήμερα το κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνει, δυο εκκλησίες, δέκα ξενώνες με 620 κρεβάτια, ένα εστιατόριο, δυο τουριστικά περίπτερα, βρύσες, τηλέφωνα, ηλεκτρικό
φως, χώρους στάθμευσης, πλατεία, εκατοντάδες καλλωπιστικά και καρποφόρα δέντρα.

Κάθε χρόνο, το τριήμερο του 15Αύγουστου, είναι πρωτοφανής η συρροή χιλιάδων προσκυνητών από όλα τα διαμερίσματα της χώρας και το εξωτερικό. Η περιφορά
της Εικόνας, μέσα στο χώρο του ιερού προσκυνήματος, γίνεται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, και σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση, είναι μια από τις πιο συγκινητικές και κατανυκτικές τελετές.

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.