Η διάγνωση της ασθένειας του Γέροντος Παισίου, οι ακτινοθεραπείες και η εγχείρηση.

%ce%8c%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%a0%ce%b1%cf%8a%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bf-%ce%91%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%af%cf%84%ce%b7%cf%82

Από την επόμενη ημέρα η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε και, φοβούμενος μήπως η επιδείνωση επιβαρύνει τους άλλους, δέχθηκε να πάει στον γιατρό. Έτσι έκανε υπακοή και στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος πριν από λίγο καιρό του είχε στείλει μήνυμα να κάνει ιατρικές εξετάσεις. Η διάγνωση έγινε αμέσως• είχε έναν μεγάλο κακοήθη όγκο που έφραζε το έντερο. Ο γιατρός δίσταζε να του ανακοινώσει τα αποτελέσματα, αλλά ο Γέροντας τον πρόλαβε λέγοντας:

«Καρκίνος είναι, ε; Τώρα εσείς θα κάνετε την δουλειά σας, και ο,τι πη ο Θεός». «Ναι, Γέροντα, θα κάνουμε πρώτα ακτινοβολίες, για να συρρικνωθή ο όγκος, και μετά θα γίνει η εγχείρηση». «Κατάλαβα, πρώτα θα βομβαρδίσει η αεροπορία, και μετά θα κάνει την επίθεση το πεζικό».

Ήξερε ότι είχε καρκίνο, αλλά χάρηκε που το επιβεβαίωσαν και οι εξετάσεις. Εκείνο το βράδυ είχε τον πιο γλυκύ ύπνο, όπως είπε την άλλη ημέρα το πρωϊ. Χάρηκε και με τον λογισμό ότι ίσως κάποιοι καρκινοπαθείς παρηγορηθούν μαθαίνοντας ότι περνούσε και αυτός την ταλαιπωρία της ίδιας αρρώστιας. Στην συνέχεια, πήγαινε κάθε μέρα στο Θεαγένειο Νοσοκομείο για την ακτινοθεραπεία. Περίμενε όπως όλοι την σειρά του, χωρίς να δέχεται να προηγηθή. Καθώς έβλεπε τους άλλους καρκινοπαθείς να βγαίνουν ταλαιπωρημένοι από τον θάλαμο της ακτινοθεραπείας, ο νους και η καρδιά του ήταν σ’ αυτούς και στα προβλήματά τους. Έλεγε: «Σκέψου να μην μπορούν να δουλέψουν, να υποφέρουν οι οικογένειές τους από την φτώχεια, να έχουν και την αγωνία αν θα ζήσουν η αν θα πεθάνουν».

Παρά την δυσκολία που είχε, κάθε μέρα έκανε Σύναξη στις αδελφές. Μία μερα η Γερόντισσα του είπε: «Γέροντα, κάποτε μας είχατε πει ότι, αν ξεπερνούσαμε τις μικρότητες, θα μας μιλούσατε για ανώτερα πνευματικά θέματα». «Τι ανώτερα πνευματικά; Αυτό που βλέπω είναι ότι τις αδελφές τις κλέβει εύκολα ο εγωϊσμός, η ανθρωπαρέσκεια, η υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και βλέπω μια καθυστέρηση σε όλα• και στα διακονήματα και στα πνευματικά. Διαφορετικά, με τόση βοήθεια που έχουν, θα έπρεπε τώρα να είναι όλες ξεφτέρια».

Ανήμερα των Χριστουγέννων πονούσε πολύ, σαν να τον μαχαίρωναν, αλλά και πάλι έκανε Σύναξη. Σχολίασε μόνο ότι έδινε εξετάσεις στην υπομονή, και ύστερα μαζί με τις αδελφές έψαλε το: «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον». Κάποια στιγμή, διέκοψε και είπε: «Ο νους σας να είναι εκεί, στο Παράδοξον θαύμα. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, αυτό είναι που θα δώσει τον τόνο τον καρδιακό• η καρδιά θα σπαράξει! Αν μπήτε στο βαθύτερο νόημα, ξέρετε πόσο γλυκά θα τονίζετε;».

«Να μπούμε στο πνεύμά σας, Γέροντα», είπε η Γερόντισσα. Απάντησε: «Οινόπνευμα, οινόπνευμα! Βλέπεις, μερικοί που παίζουν όργανα, πίνουν και λίγο, και τραγουδούν με μεράκι• έχουν δηλαδή κινητήριο δύναμη το οινόπνευμα. Εσείς με το Πνεύμα να κινήσθε. Με το θείον Πυρ και το Άγιον Πνεύμα».

Η όψη του Οσίου είχε αλλοιωθή από την θεία αλλοίωση. Ο εξασθενημένος Γέροντας είχε γίνει δυνατός, καθώς η δύναμη της ψυχής έδινε δύναμη στο αδύναμο σώμά του. Άρχισε και πάλι να ψάλλει, ενώ εδονείτο ολόκληρος• ο θείος πόθος είχε νικήσει τους σωματικούς πόνους. Οι αδελφές τον ρώτησαν αν στην κατάσταση του θείου έρωτος αισθάνεται ο άνθρωπος τον σωματικό πόνο. Απάντησε: «Ο πόνος, αν είναι πάρα πολύς, γίνεται υποφερτός. Άμα είναι δυνατός, μετριάζεται, και αν είναι λίγος, χάνεται». Και αναστενάζοντας πρόσθεσε: «Αχ, αυτή η φλόγα δεν μπήκε ακόμη μέσα σας!»

Στην Αγρυπνία της 1ης Ιανουαρίου του 1994 στάθηκε όρθιος και έπειτα πονούσε πολύ. Κάθε τόσο τον ταλαιπωρούσε και το έντερο. Έλεγε: «Τώρα, γέροντάς μου είναι ο καρκίνος, αυτός με κάνει κουμάντο. Άμα έχεις μόνον τον πόνο, θυμάσαι τους Αγίους Μάρτυρες και τον ξεχνάς. Αλλά, αν πρέπει κάθε 10 λεπτά, κάθε τέταρτο, να βγαίνεις έξω και να διακόπτεις το πρόγραμμά σου, αυτό είναι μπελάς. Τίποτε άλλο δεν θέλω, μόνο να έχω τουλάχιστον 2 ώρες χωρίς διακοπή». Στενοχωριόταν επίσης και για την ελάχιστη περιποίηση που είχε.

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, είπε: «Την γλύκα της σκληρότητος αν δεν την νιώσει ο μοναχός, δεν κάνει τίποτε. Από την περιποίηση τώρα, διπλά άρρωστος είμαι! Αχ, να είχα λίγο κουράγιο! Δύο χρόνια θα ήθελα να ζήσω λίγο καλογερικά». Τον ρώτησε μία αδελφή: «Γέροντα, τι περισσότερο θα κάνατε αυτά τα δύο χρόνια;».

«Στην Ελλάδα έχει σπάνια συνέχεια και πολή λιακάδα, σπάνια να δουλέψουν οι Έλληνες με φώτα την ημέρα. Αν ένας Έλληνας πάει στην Αγγλία που έχει όλο συννεφιά και δουλεύει την ημέρα με φώτα, θα στενοχωριέται. Οι Άγγλοι όμως δεν στενοχωριούνται καθόλου, γιατί δεν το καταλαβαίνουν, δεν ξέρουν από λιακάδα. Κατάλαβες; Οράει;».

Μία άλλη αδελφή τον ρώτησε: «Η ταπείνωση κάνει τον μοναχό να ζη αυστηρά; «Η αγάπη είναι, η αγάπη. Η ταπείνωση χρειάζεται για να διατηρή την αγάπη».

Όταν ολοκληρώθηκαν οι ακτινοθεραπείες, σκεφτόταν να επιστρέψει στο Άγιον Όρος και παρακαλούσε τον Θεό να τον φωτίσει τι να κάνει; Και, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής, φαινόταν να ζη μία ένταση θείας αγάπης. Πολλές φορές ακουγόταν να μιλάει δυνατά με τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους. Επαναλάμβανε συχνά το: «Μανούλα γλυκειά», για την Παναγία. Έσφιγγε στο στήθός του την εικόνα Της, την ασπαζόταν με θερμό πόθο και έλεγε: «Επί την μητέρα αυτού ως έχει τις στοργήν, επί τω Κυρίω θερμότερον φίλτρον χρεωστούμεν». Πολλές φορές βυθιζόταν «στο γλυκό βύθισμα της ευχής», και ήταν φανερό ότι μεταφερόταν στα ουράνια.

Συχνά επαναλάμβανε και την φράση: «Καίγομαν, κύριε διοικητά, καίγομαν». Αυτό το είχε πει ένας στρατιώτης απολογούμενος στον διοικητή του, επειδή είχε εγκαταλείψει την σκοπιά, για να πάει να προσευχηθή. Είπε μία μέρα στην Γερόντισσα: «Έγινα ένα κομμάτι αγάπης». «Τι κομμάτι, Γέροντα; Πηγή θείας αγάπης». «Κάτι σαν βρύση είναι, αστείρευτη πηγή αγάπης• αναβλύζει ακατάπαυστα. Η αγάπη η ανθρώπινη είναι σαν να τρως ένα γλυκό και τελειώνει• ενώ η πνευματική επικοινωνία, η θεία, είναι πολύ μεγάλο πράγμα… και διαρκείας».

Η εγχείρηση προγραμματίσθηκε να γίνει στις 4 Φεβρουαρίου. Εν τω μεταξύ, ο Γέροντας υποβλήθηκε σε προεγχειρητικές εξετάσεις. Μία από τις επόμενες ημέρες έδειχνε πολύ χαρούμενος. «Όλα δείχνουν ότι αποχωρίζομαι, ότι θα πεθάνω», έλεγε χαμογελαστός. Την ημέρα εκείνη τον επισκέφθηκε ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Συνέσιος και τον είδε να λάμπει μέσα σε μία στήλη από υπερφυσικό φως. Φεύγοντας είπε: «Η αγιότης δεν κρύβεται. Φεγγοβόλος!». Ύστερα από λίγο ήρθε και ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός, και του ανέφερε ότι ήταν έτοιμο το ησυχαστικό του καλυβάκι του στην Τάρφα. Ο Γέροντας αμέσως «ξεσηκώθηκε» και, μόλις έφυγε ο Αρχιεπίσκοπος, είπε όλος χαρά: «Μου άνοιξε δρόμος για το Σινά! Τι, θα καθήσω εδώ να πεθάνω σαν το σκυλί στ’ αμπέλι; Θα πάω εκεί να ζήσω καλογερικά, να πεθάνω παλληκαρίσια».

Τις επόμενες ημέρες συνέχεια ρωτούσε: «Κανένα νέο; Κανένα άλλο νέο;». Και μόνος του απαντούσε: «Δεν μάθατε τίποτε. Αυτά λοιπόν». Τελικά, την 1η Φεβρουαρίου βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και έδειξαν μετάσταση του καρκίνου στους πνεύμονες και στο συκώτι. Όταν η Γερόντισσα του ανακοίνωσε τα αποτελέσματα, της έδωσε το μαντήλι του λέγοντας χαρούμενος: «Σήκω, Γερόντισσα, σήκω να χορέψουμε!». Έλαμπε ολόκληρος από την πολλή χαρά! Εκείνη έκλαιγε, αλλά ο Πατήρ Παϊσιος της είπε: «Τι κλαις; 70 χρόνια δεν είναι καλά να ζήσεις;» Ύστερα από αυτά τα αποτελέσματα προτιμούσε να μην γίνει η εγχείρηση. Οι γιατροί όμως είπαν ότι παρά τις μεταστάσεις ήταν αναγκαία η χειρουργική επέμβαση, διότι διαφορετικά θα πάθαινε αποφρακτικό ειλεό. Έτσι αποφάσισε να κάνει υπακοή.

Η επέμβαση έγινε στις 4 Φεβρουαρίου. Αφαιρέθηκε ο όγκος, δημιουργήθηκε παροδική παρά φύσιν έδρα και έγινε τοπική χημειοθεραπεία στο συκώτι. Αμέσως μετά την εγχείρηση, ο Γέροντας μεταφέρθηκε στην Εντατική. Όταν συνήλθε από την νάρκωση, ήταν πολύ ήρεμος. Στον γιατρό που επίμονα τον ρωτούσε πόσο πονούσε, για να καθορίσει την δόση της παυσίπονης αγωγής, απαντούσε: «Δεν πονάω καθόλου». Ο γιατρός απόρησε, αλλά οι αδελφές του εξήγησαν ότι το «καθόλου» του Γέροντα σήμαινε «όχι πολύ», και αν τυχόν έλεγε ότι πονούσε λίγο, αυτό θα σήμαινε ότι πονούσε πολύ.

Όταν βγήκε από την Εντατική, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να πηγαίνουν στο νοσοκομείο, για να τον δουν και να πάρουν την ευχή του. Το νοσοκομείο αναγκάσθηκε τότε να πάρει μέτρα ασφαλείας, όμως ο κόσμος δεν ήταν εύκολο να συγκρατηθή. Πολλοί περίμεναν με τις ώρες, ελπίζοντας ότι θα τους δινόταν μία ευκαιρία να δουν, έστω και από το άνοιγμα της πόρτας, την μορφή του Πατρός Παισίου. Κάποια γυναίκα με τον σύζυγό της πήγαν μία μέρα στις 4:30 το πρωϊ, πιστεύοντας ότι δεν θα είχε κόσμο. Βρήκαν όμως στην αίθουσα αναμονής 30 περίπου νέους. Η γυναίκα πήγε στο δωμάτιο του Πατρός Παϊσίου, έσπρωξε λίγο την μισάνοιχτη πόρτα και τον είδε ξαπλωμένο. Ο Γέροντας γύρισε και την κοίταξε, την φώναξε κοντά και της έδωσε την ευχή του. Μόλις η γυναίκα βγήκε στον διάδρομο, τα παλληκάρια που περίμεναν έτρεξαν κοντά της, για να πάρουν μέσω εκείνης την ευλογία του Πατρός Παισίου.

Σχολίαζε ο ασθενής που νοσηλευόταν στο διπλανό κρεββάτι: «Ήταν τόση η χαρά όσων έμπαιναν στο δωμάτιο, σαν να κέρδιζαν ένα λαχείο, σαν να τους έδιναν κάτι πολύτιμο».

Ένας νέος τον ρώτησε: «Γέροντα, πονάς;». «Αν δεν πονέσω, πως θα γίνω καλά;».

Ένας άλλος επισκέπτης τον ρώτησε αν φοβόταν τον θάνατο. Του απάντησε: «Μια ζωή αγωνίζομαι να βρεθώ κοντά στον Θεό, και τώρα θα δειλιάσω; Αν μου πουν ότι αυτή την στιγμή θα πεθάνω, θα χορέψω από χαρά, γιατί θα πάω κοντά στον Χριστό».

Κάποιες φορές, ο Όσιος με την Χάρη του Θεού «γνώριζε» τους ανθρώπους που περίμεναν έξω από το δωμάτιο. Υπήρξαν και περιπτώσεις που ο Όσιος κάλεσε στο δωμάτιο τους ανθρώπους, χωρίς εκείνοι να ζητήσουν να τον δουν. Μία μέρα κάλεσε έναν ασθενή από άλλον όροφο. «Που με ξέρει; Τι με θέλει;», ρώτησε εκείνος παραξενεμένος την νοσοκόμα που τον ειδοποίησε. Όταν όμως πήγε, άκουσε έκπληκτος τον Πατέρα Παΐσιο να του λέει ότι θα πραγματοποιηθή η επιθυμία του να αποκτήσει ο γιος του παιδί, αλλά εκείνος δεν θα είναι τότε στην ζωή. Ο ασθενής επέστρεψε στο δωμάτιό του συγκλονισμένος, διότι πολύ καιρό παρακαλούσε τον Θεό: «Μόνο δώσέ μου ένα εγγονάκι, και ας μην προλάβω να το δω».

Άλλη πάλι φορά, ενώ ο Όσιος είχε βγη στον διάδρομο, φώναξε κοντά του μία κοπέλα που είχε πάει στο νοσοκομείο για να επισκεφθή κάποια γνωστή της καρκινοπαθή: «Γιατί, παιδί μου, ασχολείσαι με την γιόγκα; Δεν σου φθάνει η θρησκεία μας, η Ορθοδοξία; Εμείς έχουμε την αλήθεια, τον ζωντανό Θεό». Εκείνη απόρησε που ο άγνωστός της καλόγερος της μιλούσε σαν να την ήξερε. Πήρε έπειτα την γνωστή της να της δείξει τον καλόγερο. Ο Όσιος έδωσε και σε εκείνη την ευχή του και της είπε ότι θα προσευχηθή για την υγεία της. Ύστερα από λίγες ημέρες η γυναίκα έκανε επαναληπτικές εξετάσεις, που έδειξαν ότι ο όγκος είχε εξαφανισθή.

Συχνά οι γιατροί τον ρωτούσαν πως να αντιμετωπίζουν τους καρκινοπαθείς. τους συμβούλευε: «Να τους ενημερώνετε για την κατάστασή τους, και να τους παρακινήτε να εξομολογούνται και να κοινωνούν. Η Θεία Κοινωνία είναι το πιο ισχυρό φάρμακο». Στις νοσοκόμες έδεινε και πολλά σταυρουδάκια, για να έχουν να μοιράζουν στους αρρώστους. Μία νοσοκόμα ειρωνευόταν τις άλλες που πήγαιναν στον Γέροντα και έπαιρναν σταυρουδάκια. Μία μέρα που πήγε και εκείνη από περιέργεια, ο Όσιος της έδωσε μία σοκολάτα, αλλά όχι σταυρουδάκια. Αυτό την έκανε να προβληματισθή. Ένας νοσοκόμος, βλέποντας τόσους ανθρώπους να περιμένουν πολλές ώρες για να δουν έναν καλόγερο, έλεγε: «Και τι είναι αυτός ο Παΐσιος και πάνε και τον προσκυνάνε;». Μία μέρα χτύπησε και αυτός την πόρτα και είπε στην μοναχή που ήταν εκεί: «Ήρθα να βοηθήσω τον Γέροντα». Τότε, ο Όσιος φώναξε από το κρεββάτι του: «Εσύ, να πας στην γυναίκα σου». Αυτός κατάλαβε τι εννοούσε, διότι είχε αφήσει την γυναίκα του και ζούσε με άλλη. Από αυτό συγκλονίσθηκε και έλεγε: «Δεν ξέρω τι
είναι αυτός ο Παϊσιος, πάντως κάτι είναι».

Δύο μέρες πριν φύγει από το νοσοκομείο, ο Πατήρ Παΐσιος φόρεσε το ράσο του, πήρε τον τουρβά του και πέρασε από τους αρρώστους του ορόφου, για να μοιράσει σταυρουδάκια. Σε ένα θάλαμο είπε: «Όλοι εσείς θα γίνετε καλά, εκτός από εμένα». Σε έναν άλλο θάλαμο, κάποιος του είπε: «Αχ, Παππούλη, θέλω να γίνω καλά και να ζήσω». «Αν ήξερα το μυστικό, θα έκανα κάτι και για μένα», του απάντησε χαμογελαστός.

Ο Όσιος περίμενε ότι με τον καρκίνο που είχε θα «χαλούσε» ο καλός λογισμός που είχαν γι’ αυτόν οι άνθρωποι και ότι θα έλεγαν: «Αφού τον εαυτό του δεν μπορεί να κάνει καλά, τι καλό να περιμένουμε από αυτόν;». Όμως οι άνθρωποι, όλο και περισσότερο έτρεχαν κοντά του. Όταν θα έφευγε από το νοσοκομείο, βγήκε από το δωμάτιο συνοδευόμενος από τον γιατρό του. Αμέσως μαζεύτηκε γύρω του πολύς κόσμος -ασθενείς, γιατροί, νοσοκόμες και επισκέπτες. Ένας άρρωστος, με ορούς στις φλέβες, πήγε να του φιλήσει το χέρι, αλλά ο Γέροντας πρόλαβε, έσκυψε και ασπάσθηκε πρώτος το δικό του. Πριν μπη στον ανελκυστήρα, σήκωσε ψηλά το χέρι του και τους χαιρέτησε όλους. Πολλοί τότε έτρεξαν από τις σκάλες και κατέβηκαν στο ισόγειο, για να τον δουν για τελευταία φορά. Εκείνος προχωρούσε βιαστικά μαζί με τον γιατρό, χωρίς να μιλάει.

Όταν βγήκαν στον δρόμο, χιόνιζε, αλλά ο κόσμος περιτριγύρισε και το αυτοκίνητο που θα έπαιρνε τον Γέροντα. Μία νοσοκόμα φώναξε στο πλήθος να παραμερίσει, και έτσι μπόρεσε ο Γέροντας να μπη μέσα. Στην συνέχεια οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι άγγιζαν τα τζάμια του αυτοκινήτου, για να τον αποχαιρετήσουν, μερικοί με δάκρυα στα μάτια. Αλλά και ο Γέροντας ήταν συγκινημένος από την αγάπη του κόσμου. Καθώς ο γιατρός έκλεινε την πόρτα του αυτοκινήτου, γύρισε και του είπε: «Θα ήθελα να ζήσω λίγο ακόμα…».

Στις 18 Φεβρουαρίου, τρεις ημέρες μετά την επιστροφή του στο Ησυχαστήριο, ο Όσιος δέχθηκε στο κελλί του την επίσκεψη του Αγίου Παντελεήμονος. Είδε τον Άγιο ολοζώντανο μπροστά του, ως νεαρό γιατρό με άσπρη ποδιά, όπως του είχε εμφανισθή και πριν από 15 χρόνια. Και ενώ πονούσε πολύ, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση και θεϊκή χαρά από την θεία επίσκεψη.

Μόλις συνήλθε λίγο από την εγχείρηση, υποχωρώντας στην επιμονή των γιατρών, άρχισε να κάνει την πρώτη γενική χημειοθεραπεία. Ταλαιπωρήθηκε πολύ, αλλά έκανε υπομονή, πιστεύοντας ότι η ταλαιπωρία αυτή ήταν από τον Θεό, για το καλό του. Είπε: «Ο Θεός κάτι θέλει με την δοκιμασία αυτή. Μου κάνει μία πνευματική εργασία ανώτερη από κάθε άλλη που έχω κάνει μέχρι τώρα στην ζωή μου. Άκουγα χημειοθεραπείες και νόμιζα ότι είναι χυμοθεραπείες, δηλαδή ότι κάνουν στους καρκινοπαθείς θεραπεία με χυμούς, με φυσικές τροφές! Τώρα όμως κατάλαβα τι ταλαιπωρία είναι… Έλεγα στους αρρώστους: Ο,τι γίνεται ανθρωπίνως, να γίνει• και ο,τι δεν γίνεται ανθρωπίνως θα προσευχηθούμε να βοηθήσει ο Θεός. Αλλά δεν ήξερα ότι χρειάζονται τόσες διαδικασίες, για να βοηθηθούν ανθρωπίνως οι άνθρωποι… Έπρεπε να περάσω αυτή την ταλαιπωρία, για να καταλάβω• απέκτησα μία πείρα μεγάλη. Είδα ότι αυτό που γίνεται ανθρωπίνως δεν είναι κάτι απλό• περνάει βάσανα ο άνθρωπος, και τελικά μπαλωμένος καταλήγει.

Ενώ, λίγο αν τον χαϊδέψει ο Χριστός στο χέρι, φεύγουν όλα και γίνεται καλά! Ούτε φάρμακα χρειάζονται μετά, ούτε φαρμάκια! Και αν τον χαϊδέψει στο πρόσωπο, ακόμη καλύτερα. Αν τον αγκαλιάσει κιόλας, θα μαλακώσει και η καρδιά του! Γι’ αυτό να κάνουμε προσευχή να βοηθάει ο Χριστός τους ανθρώπους και να μην επαναπαυώμαστε ότι κάποιος έπεσε σε καλούς γιατρούς». Τελικά ο Γέροντας διέκοψε τις χημειοθεραπείες, διότι σύντομα οι γιατροί κατάλαβαν ότι ο οργανισμός του δεν θα άντεχε.

Μόλις άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, άρχισε και πάλι να δέχεται κόσμο. Μία μέρα του έφεραν ένα βρέφος 3 μηνών που είχε πρόβλημα στα νεφρά. Ο Όσιος ρώτησε τι έλεγαν οι γιατροί και αν το παιδί είχε κοινωνήσει. Όταν του απάντησαν ότι θα το βάπτιζαν σε μία εβδομάδα, τους είπε: «Τι περιμένετε, για να βαπτίσετε το παιδί σας; Εμένα ο Άγιος Αρσένιος 13 ημερών με βάπτισε. Να πάτε να το βαπτίσετε, να κοινωνήσει, και όλα θα πάνε καλά». Οι γονείς το έβγαλαν από το νοσοκομείο, το βάπτισαν, και σε λίγες ημέρες οι γιατροί διαπίστωσαν ότι το παιδί δεν είχε κανένα πρόβλημα.

Μία άλλη μέρα, οι αδελφές ζήτησαν από τον Πατέρα Παΐσιο να προσευχηθή για έναν νεαρό μηχανικό που, ενώ εργαζόταν, έπεσε από μεγάλο ύψος και βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Ο Όσιος ζήτησε τρία μεγάλα κεριά και είπε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Την άλλη μέρα, ενώ ο νεαρός βρισκόταν στην Εντατική, του είπαν ότι ο Πατήρ Παΐσιος προσευχόταν γι’ αυτόν, και ο νεαρός απάντησε: «Το ξέρω, πριν από λίγο ήταν εδώ. Με χάϊδεψε στον ώμο, και μου είπε: Μην στενοχωριέσαι, έπαθες μεγάλη ζημιά, αλλά θα γίνεις καλά!» Ο νέος αυτός δεν έγινε τελείως καλά, αλλά συνέχισε να εργάζεται κανονικά, δημιούργησε οικογένεια και δοξάζει τον Θεό, διότι μέσα από την δοκιμασία αυτή κατάλαβε το βαθύτερο νόημα της ζωής.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Περί Αγίου Όρους.blogspot.gr: 31 Ιουλίου 2016

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.