Τέχνη αχειροποίητη, λόγος αμετάφραστος – Στέλιου Ράμφου.

Στέλιος Ράμφος (2)κ

Σε κείμενό του για την εθνική μας μουσική, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει: «Δια της πατροπαραδότου εκκλησιαστικής μουσικής, όχι μόνον τα ιερά άσματα έγιναν προσφιλή και οικεία εις την ακοήν, και η γλώσσα, εις ην ταύτα είναι γεγραμμένα καταληπτή, ως έγγιστα, και εις τους αγραμμάτους, άλλα και αυτά των θείων Ευαγγελίων τα ρήματα δια της αυτής μουσικής και του λογαοιδικού αυτής τρόπου κατέστησαν οικειότερα εις την ακοήν και βαθύτερον πάντοτε εισδύουσιν εις των ακροατών τας καρδίας. (…)

Ας δοκιμάση τις να μεταφράση εν τροπάριον εις την δημώδη, και τότε θα ίδη, ότι η γλώσσα, ήτις είναι ζωντανή εις τα ηρωικά και ερωτικά άσματα του λαού, είναι ψυχρά μέχρι νεκροφανείας δια τα τροπάρια. Π.χ. «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος…» Θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίση πνέμμα (η πλέμμα η πλέγμα) και λόγο θα βγάλω (διότι πως άλλως θ’ αποδοθή η μεταφορά η μετωνυμία του ερεύξομαι;). «Άξιον εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…’ Αξίζει αλήθεια να σε καλοτυχίζουμε σένα τη Θεοτόκο, που είσαι πάντα καλότυχη, και καθαρώτατη και μάνα του Θεού μας… Πλην, θα είπη τις, αντί να μεταφρασθώσι τα υπάρχοντα, ας ποιηθώσι νέα εκκλησιαστικά άσματα υπό των δοκίμων ποιητών μας.

Ναι, βέβαια, λέγομεν ημείς, και είναι τόσον εύκολον το πράγμα!… να εμφυσηθή ζωή χωρίς να υπάρχη, να δοθή έμπνευσις εκεί όπου λείπει η ψυχή! (…) Άλλως, δια να γίνουσι νέα θρησκευτικά άσματα, πρέπει να γίνη πρώτα και νέα θρησκεία… Ας δοκιμάσουν λοιπόν εκείνοι που τα ονειροπολούν αυτά να κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν για τα κέφια τους, και τότε θα καταλάβουν και οι ίδιοι πόσον είναι μωροί και τυφλοί».

Η κατηγορηματικότης του σκιαθίτη πεζογράφου εκφράζει τα αισθήματα ολοκλήρου του έθνους μας, το οποίο έχει δημιουργήσει και απαρεγκλίτως τηρεί την λεγομένη «αντιμεταφραστική παράδοσι» των εκκλησιαστικών ύμνων. Ενώ οι αρχαίοι συγγραφείς, τα πατερικά και τα βιβλικά κείμενα κάθε τόσο μεταφράζονται, τούτο συμβαίνει σπανίως και οπωσδήποτε περιθωριακά με την υμνολογία της Εκκλησίας μας, μολονότι ουδεμία απαγόρευσις υφίσταται. Το πράγμα δεν οφείλεται στις όντως τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος, που επί τέλους θα κριθή εκ του αποτελέσματος, οφείλεται κυρίως εις την αρνητική στάσι του πληρώματος, η οποία βαραίνει καταθλιπτικά τον υποψήφιο τολμητία. Πρόκειται για ισχυρότατη ψυχολογική αντίδρασι των πιστών, οι οποίοι, ως συνείδησι της Εκκλησίας, προτιμούν να μην αντιλαμβάνωνται εντελώς, παρά να αισθάνωνται μεταγλωττισμένη την Λειτουργία τους. Όχι ότι δεν θέλουν να καταλαβαίνουν, αλλά η «κατανόησι» εδώ συντελείται μυσταγωγικά, στο πλαίσιο της Θυσίας και της Αναστάσεως.

Ευχαριστιακή επιδίωξι δεν είναι ο πιστός να λάβη κάποιο μήνυμα, είναι να μεθέξη στην άκρα ταπείνωσι του Ιησού, οπότε όλα διαδραματίζονται στην περιοχή της κατανύξεως. Αυτό εξηγεί γιατί και ο πιο απελέκητος ορθόδοξος γνωρίζει από στήθους πλήθος λειτουργικών αποσπασμάτων, ασχέτως εάν τα παρανοή κάποτε.

Τα αντιμεταφραστικά αισθήματα του απλού και αγραμμάτιστου λαού δεν συμμερίζονται πάντοτε αγαθής προαιρέσεως λόγιοι, θεολόγοι, ενίοτε και κληρικοί, ορμώμενοι από την σκέψι ότι για να επιτύχωμε ουσιαστική συμμετοχή του πληρώματος στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, πρέπει να το βοηθήσωμε να παρακολουθή τα ευχαριστιακά μηνύματα. Το επιχείρημα ενισχύεται εκ των πραγμάτων, τώρα που καταργήθηκαν τα Αρχαία στο Γυμνάσιο, η δε διδασκαλία τους στο Λύκειο είναι τόσο ανεπαρκής, ώστε και αυτοί οι πεπαιδευμένοι της αύριον θα στερούνται γλωσσικής προσβάσεως στα Μυστήρια. Εάν θέλωμε λοιπόν, συνάγουν, τα λειτουργικά κείμενα και δη η υμνογραφία να ανταποκρίνωνται στον ρόλο τους, πρέπει να αντικαταστήσουμε την πεπαλαιωμένη γλώσσα της λατρείας με σύγχρονο τρόπον εκφράσεως.

Σιωπηρά, η ρητή προϋπόθεσι κάθε συναφούς μεταφραστικού σχεδίου είναι ότι οι εκκλησιαστικοί ύμνοι απλώς εισάγουν μουσικοποιητικά τον θείο λόγο στις καρδιές των ανθρώπων. Αντιμετωπίζονται επομένως ως οχήματα, τα οποία όμως, εξ αιτίας του παρεμβαλλομένου χρόνου μεταξύ της δημιουργίας των και της εποχής μας, βασίζονται πλέον σε νεκρό γλωσσικόν τύπο, εις τρόπον ώστε το αίσθημα του υμνογράφου δεν πλησιάζει το αίσθημα του πιστού, οπότε μένει αμετάδοτο. Το ευλογοφανές τούτο σκεπτικό δεν υπερβαίνει τις επισφαλείς οριοθετήσεις του γλωσσικού ζητήματος, θεωρουμένου υπό το πρίσμα της ανυπάρκτου ελληνικής διγλωσσίας, οριοθετήσεις οι οποίες, μαζί με τις υποκειμενικές αφετηρίες της νεωτέρας ποιητικής, προσδιορίζουν την όλη στρατηγική, παρά το γεγονός ότι η τακτική έχει τις ιδιορρυθμίες της, αφού εν πάση περιπτώσει πρόκειται για μετάφρασι εκκλησιαστικών ύμνων και όχι ενός κειμένου οιουδήποτε.

Παραθεωρούνται έτσι οι πνευματικές συντεταγμένες της υμνογραφίας, που εκκινούν από το γεγονός ότι αποτελεί οργανικό στοιχείο ζώσης λατρείας. Η ορθόδοξη λατρεία είναι δοξολογική δεξίωσι της Παρουσίας στον κόσμο, μυστηριακή αναφορά του παντός στον Θεό, ο οποίος μας προσέφερε τον υικό εαυτόν του, συλλογική προσευχή της κοινότητος, αρνητική προς κάθε έννοια σωτηρίας δια της ατομικής θρησκευτικότητος. Οι πιστοί ζουν ένα «έργο», που χρειάσθηκε πάνω από χίλια χρόνια αγίας εμπνεύσεως του πνευματικωτάτου των πολιτισμών, για να κρυσταλλωθή η μορφή του. Η μορφή τούτη δεν έχει να κάνει με εξωτερικό σχηματισμό διακεκριμένο από το λογικό περιεχόμενο, αλλά με την ίδια την υπόστασι της Ευχαριστίας, υπόστασι αναφανδόν συμβολική, συστατικό μέρος της οποίας είναι και ο γλωσσικός τύπος.

Όσο η Λειτουργία τελειώνεται τόσο οι υμνογράφοι επιμένουν στην ομοιογένεια του παραδόσιμου συμβολισμού, αδιαφορώντας, κατά το προηγούμενο των Αρχαίων, για το τρέχον γλωσσικό αίσθημα. Το πλήρωμα, με την σειρά του, δείχνει την αυτή εμμονή, διότι στον λειτουργικό συμβολισμό βιώνει τον υπέρλογο κόσμο της πίστεως, ενώ η καθομιλουμένη διάλεκτος μόνο εννοιολογικά μπορεί να τον πλησιάση. Η αρχαία γλώσσα διαθέτει την μυστηριακή βαφή της αποστάσεως, που «δεν λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει», οπότε κατ’ εξοχήν αρμόζει για την πνευματική αναγωγή του εδώ στο πέρα. Εν αρχή λοιπόν οι ύμνοι γράφονται, κατά το πρότυπό του Ευαγγελίου, στην κοινή, όμως προϊόντος του χρόνου, καθ’ ην μάλιστα στιγμήν η λαλουμένη προσεγγίζει την νεοελληνική, γίνονται αρχαιοπρεπέστεροι. Νύμφης πανάγνου τον πανόλβιον τόκον, ψάλλομε στον ιαμβικό κανόνα των Χριστουγέννων, και Λόγος παχυνθείς σαρκί, τον πεπτωκότα, ίνα προς αυτόν ελκύση πρωτόκτιτον. «Πρωτόκτιτον» και όχι «πρωτοκτιστόν», επειδή στην τελευταία περίπτωσι το ιώτα θα γινόταν μακρό και
το μέτρο θα υπέφερε, εξηγεί ο Νικόδημος Αγιορείτης, επικαλούμενος την αυθεντία της ομηρικής παραδόσεως, η παλαιότητα της οποίας ουδέποτε εμπόδισε τις ψυχές των πιστών να πλημμυρίζουν από άφατη συγκίνησι στο άκουσμα των ύμνων της Εκκλησίας μας.

Η «παλινωδία» των υμνογράφων δεν είναι ανεξήγητη. Στους χρόνους του Χριστού η ποιητική προσωδία είχε εκλείψει και η λήθη σκέπαζε την συλλαβική ποσότητα, άλλα τούτο παραδόξως άφησε άθικτη την τονική προσωδία, που εξακολούθησε να ισχύη μουσικά μέχρι σήμερα, σαν να προφέρονταν ακόμη τα μακρά και τα βραχέα. Παρέμεινε έτσι, για να θυμηθώ τον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων (Περί της γνησίας προφοράς, της ελληνικής γλώσσης, 1830), «ως αχώριστος ιδιότης, και οίον ζωή και ψυχή, των εγγραμμάτων και σημαντικών φωνών, ήτοι των λέξεων, ειδοποιούσα και διορίζουσα την τούτων απαγγελίαν. Ταύτην λοιπόν οι μεταγενέστεροι ποιηταί μετεχειρίσθησαν εν ταυτώ και όχημα και βάσιν της στιχοποιΐας, ποδίζοντες τα μέτρα των στίχων όχι πλέον κατά τον χρόνον των μακρών και των βραχέων, τον οποίον ο απαίδευτος και άμουσος όχλος δεν είχεν αυτία να διακρίνη, αλλά μόνον κατά τον τόνον και τον αριθμόν των συλλαβών, εκ των οποίων γεννάται ο λογοειδής ρυθμός, δια την συναρμογήν και συγγένειαν της γλώσσης μετά της μουσικής τέχνης.
Τούτους δε τους δημοτικούς στίχους ωνόμασαν και λογοειδείς…, συνηθέστερον δε τους ωνόμασαν πολιτικούς, ως εκ πολιτικών… ονομάτων, ήτοι της κοινώς… συνειθισμένης γλώσσης και προσωδίας…»

Σ’ αυτό τον λογαοιδικό τρόπο αναφέρεται ο Παπαδιαμάντης, που έχει, ως φαίνεται, κατά νου το έργο του Οικονόμου, σ’ αυτόν στήριξαν οι Πατέρες την υμνολογία της Εκκλησίας, υπηρετώντας θεμελιακές ανάγκες της λατρείας και διασώζοντας εμμέσως, πλην ασφαλώς, την μουσική υφή του ελληνικού λόγου.

Η εκκλησιαστική υμνογραφία υψώνει την γη στα ουράνια με την αδιάρρηκτη ενότητα του λόγου και του μέλους της, ενότητα ειδοποιό της αρχαίας προσωδίας (αληθινού δώρου της Προνοίας στο Γένος μας), που φωτίζει την διαφορά της εθνικής μας μουσικής από το γρηγοριανό μέλος και την λοιπή μουσική της Δύσεως. Μπορεί η κατά ποσόν προσωδία να είχε υποχωρήση, όταν η Εκκλησία ανήλθε εις το ιστορικό προσκήνιο, είχε αφήσει όμως ίχνη ανεξίτηλα στο ποιόν της γραφής και του μέλους, καθώς βεβαιώνουν τα βυζαντινά μουσικά χειρόγραφα, όπου τα «λόγια» σημειώνονται άτονα και απνευμάτιστα, επειδή ρόλο πνευμάτων και τόνων παίζουν τα σύμβολα της παρασημαντικής.

Μεταπλαθόμενος λοιπόν λειτουργικά ο πάτριος ημών λόγος, διεφύλαξε την ενότητα σώματος και πνεύματος, νου και καρδιάς, αν και η προφορά της συλλαβικής ποσότητος είχε ατροφήσει.

Διακρίνει τον λειτουργικό λόγο ένας αναγωγικός δυναμισμός, τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος παραγνωρίζει επειδή θεωρεί τον γλωσσικό τύπο ένδυμα και τον ξεχωρίζει από το νόημα. Αυτή η αναγωγική δύναμι συνυφαίνεται με την καθολικότητα της τελουμένης αληθείας και κάνει την υμνογραφία να «κατανοείται» όχι καθ’ εαυτήν εννοιολογικώς αλλ’ εν πίστει στην ιεροπραξία. Δεν υπάρχει κατά συνέπεια «εγώ» του ποιητή, που πρέπει να συνταυτισθή με το «εγώ» μας. Εν τοιαύτη περιπτώσει η λειτουργία θα ήταν θεατρική αναπαράστασις ή κατηχητική σύναξις, το δε αίσθημα υποκειμενικό.

Αντίθετα, ο υμνογράφος και το πλήρωμα δεν αποτελούν μεμονωμένα άτομα αλλά την ίδια την Εκκλησία, οπότε η μελωδία του αρχαίου κοινοτικού ήθους προεκτείνεται και αναβαπτίζεται στο νέο κυρίαρχο αίτημα της κατανύξεως. Στο κλίμα τούτο ο αγραμμάτιστος πιστός «εννοεί» το μυστήριο καλύτερα από τον κομψό γραμματισμένο, ο οποίος -οφείλουμε να το υπογραμμίσωμε- κατά βάθος επιζητεί την μετάφρασι για να καλύψη με μία σχέσι διανοητική την απουσία της κατανύξεως!

Πως συγκινούν τόσο πολύ οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, καίτοι γραμμένοι σε ιδίωμα ξένο προς το γλωσσικό μας αίσθημα; Δεν αρκεί να λέμε πως η αρχαιοπρέπεια κάνει τον λειτουργικό λόγο απλόν και αναλλοίωτο σαν φυσικό φαινόμενο, διότι αυτό αφορά μάλλον στο επιβάλλον παρά στην υποβλητική του δύναμι. Οι ύμνοι είναι στοιχεία της λατρείας και γι αυτό δεν μεταδίδουν μηνύματα αλλά συναγείρουν τον πνευματικό μας κόσμο δια του αισθήματος, ξυπνούν εντός μας μία κατάστασι διαχύσεως, εις την οποία δεν οδηγεί η φυσική σειρά των πραγμάτων. Δεν υποβάλλει κάποια αφηρημένη ιδέα, υποβάλλει μία υπεροχική τάξις, παρούσα και αυθύπαρκτη, ένα σύμβολο που εξ ορισμού δεν αναπαριστά άλλα μετέχει του συμβολιζομένου. Η μετάφρασι, και δη στο ισοπεδωμένο σύγχρονο ιδίωμα, κατ’ ανάγκην συγκεντρώνεται στην έννοια, την οποία αποδίδει εις βάρος του πνευματικού ορίζοντα που ο λειτουργικός λόγος δημιουργεί, όμως κατ’ αυτό τον τρόπο διασπά την ριζική ενότητα του λόγου και του μέλους, καταστρέφοντας συνάμα το υπερούσιο ποιόν και το ευκατάνυκτο ήθος
των ύμνων.

Ιδού γιατί νιώθουμε αποστροφή ακούγοντας «θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίση πνεύμα και λόγο θα βγάλω…» κι ας αποδίδουν οι αυτές λέξεις ποιητικά σε μίαν άλλη προοπτική, όπως του δημοτικού τραγουδιού. Τι διαφορά από το πρωτότυπο, που με την υποβλητική του ιεροπρέπεια τρέπει το κοινότατο άνοιγμα του στόματος σε υπερφυσικό συμβολισμό της θείας εμπνεύσεως! Δεν με προδιαθέτουν εκτρώματα του τύπου «κρεμιέται σήμερα στο ξύλο» (κρεμιέται μόνος του η τον κρεμούν;), με τα οποία «ανανεώνουν» το θρησκευτικό αίσθημα των μαθητών στα σχολεία μας οι θεολόγοι προπαγανδισταί του «καινούριου κόσμου του Θεού», αφού η δική τους ανευθυνότητα με σταματά πολύ πριν να εξετάσω την εμβέλεια μιας ιδανικής μεταφράσεως, η οποία εν προκειμένω ενδιαφέρει. Αυτής της ιδανικής μεταφράσεως τον λόγο θεωρώ ακριβώς λειτουργικά πεθαμένο, διότι εξαντλείται μοιραία σε λιγότερο η περισσότερο «ποιητική» μεταφορά του εννοιολογικού περιεχομένου, ενώ το αρχέτυπο, συνενώνοντας το εδώ με το εκεί, χάρη στην πολυσημία των ρημάτων και των ονομάτων,
μεταβάλλει την φωνή του υμνωδού σε καθολική αλήθεια που ηλεκτρίζει. Τι άλλο εννοούσε ο Παπαδιαμάντης όταν μιλούσε για μέχρι νεκροφανείας ψυχρότητα των εκδημοτικισμένων ύμνων;

Ο σημερινός άνθρωπος εκφράζεται, ως ψυχολογικό υποκείμενο, με την ατομική του φωνή• δεν αντηχεί στον λόγο του το πνεύμα της ομάδος. Η Εκκλησία μας γνώριζε ανέκαθεν τα όρια του ατομικού λόγου -και του πιο ποιητικού- γι’ αυτό και δεν περιέλαβε στην υμνολογία ούτε ένα στιχούργημα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, ούτε έναν ύμνο του Συμεώνος Νέου Θεολόγου, παρά το γεγονός ότι αμφότερους τους τοποθετεί στην κορυφή των αγίων της. Δεν έπασχαν βέβαια οι δύο θεολόγοι τον αποκλεισμό του συγχρόνου άνθρωπου, μιλούσαν όμως εξ ιδίων. Άλλο η εσωτερική ζωή και η έκφρασι του κάθε ενός και άλλο ένα λατρευτικό σύμβολο• άλλο η εξωτερίκευσι ενός βιώματος και άλλο η συγκέντρωσι των ψυχών εις το αυτό σημείο. Το σημείο τούτο χάνει την ενοποιό του δύναμι γινόμενο ιδέα – στην περίπτωσι, αίφνης, των μεταγλωττισμένων ύμνων ή των αλήστου μνήμης «θρησκευτικών» τραγουδιών του τύπου Ο Χριστός αρχηγός μας και στρατιώτες εμείς.

Εάν το λατρευτικό σύμβολο ήταν ιδεολογικό, δεν θα υπήρχε λειτουργική έκφρασι, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των ύμνων θα ήταν διακεκριμένο από την μορφή και γι’ αυτό μεταδόσιμο μόνο του. Η λειτουργική τέχνη δεν φιλοτεχνεί ένα σύμβολο του κόσμου για να τον εικονίση και να τον αντιπαραθέση ως αντικειμενική υπόστασι στον νου• θεωρώντας τον κόσμο συμβολικά, κατοχυρώνει την εσωτερική του συγκρότησι ανάγοντας τα πάντα στο πνευματικό του κέντρο. Εν τοιαύτη περιπτώσει και οι φυσικές ακόμη ιδιότητες των όντων δεν ισχύουν παρά εφ’ όσον τα όντα προσλάβουν την σημασία της πνευματικής τάξεως και της ιεραρχίας του κόσμου, η οποία καθορίζει έτσι συμβολικά και αυτή την λειτουργικότητά τους.

Φαίνεται, νομίζω, η εξαιρετική σπουδαιότης του τυπικού για την ιεροτελεστία: Δεν είναι άχρηστη επένδυσι αλλά οργανική άρθρωσι του λατρευτικού συμβολισμού, περιφρουρητική της αυθυπαρξίας του. Όταν λοιπόν ο συμβολισμός αυτός εκπίπτη σε παράστασι της «απομυθευμένης» πραγματικότητος χάνει την αυθυπαρξία του, η πνευματική τάξι που χάραζε εκ των ένδον τα όρια της πράξεως καταρρέει και ο άνθρωπος ορμά πλέον αχαλίνωτα στο κυνήγι της δικής του επαρκείας – την θανάσιμη χίμαιρα της απόλυτης δυνάμεως. Το συμβολικό μορφώνει το φανταστικό, ενώ το φανταστικό μόνο του υπάρχει και αναπαράγεται σαν το αρχέγονο χάος.

Ο μεταφραστής των εκκλησιαστικών ύμνων συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια προκειμένου να αποδώση τον λειτουργικό συμβολισμό. Ενώ το αρχαίο ιδίωμα υψώνει τα λόγια της λατρείας σε σύμβολο θεϊκής πνοής και περαιτέρω καθολικής αληθείας της πίστεως, ενώ η μετάφρασι τα σχετικοποιεί, εισάγοντας με την δηλωτική πλευρά του ενεργού λόγου το ατομικό αίσθημα.

Χαρακτηριστικό των νεωτέρων γλωσσών -κυρίως της Δύσεως- είναι ότι αποτελούν μέσον επικοινωνίας και εκφράσεως ατόμων. Όσο παλαιότερος ο λόγος, τόσο πιο πλατύ το αίσθημα. Το ατομικό αίσθημα εντυπώνεται σε εικόνες• ο συλλογικός μύθος εκφράζεται με σύμβολα. Εξ’ ου η αποτυχία δοκίμων κατά τα άλλα ποιητών μας, όταν επεχείρησαν να «μεταγράψουν» στην νεοελληνική κάποια πολύ προσφορώτερα, εν σχέσει προς τους ύμνους, βιβλικά κείμενα. Τους διέφευγε ότι ανασχημάτιζαν μεν έννοιες και λέξεις, δεν δημιουργούσαν όμως σύμβολα κοινής λατρείας και πίστεως. Ως ατομική αλήθεια το ιερό καταντά παγερό και αναξιόπιστο κατάπλασμα, επειδή αντικαθιστά το πνεύμα της ζωντανής πίστεως με την -ποιητική η μη αδιάφορο- λογική των ιδεών.

Η ομορφιά των εκκλησιαστικών ύμνων αναδύεται ως οσμή ευωδίας πνευματικής από την λειτουργική τους διάστασι, όχι από την οιανδήποτε «λογοτεχνική» τους αξία και αρετή. Και

όσον αφορά εις τα καθ’ ημάς, υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, η μεταγλώττισι της υμνογραφίας στερείται θετικού νοήματος• όσον αφορά όμως την απόδοσι των ιερών κειμένων και μάλιστα των ύμνων της μίας, αγίας και καθολικής Εκκλησίας μας σε ξένες γλώσσες, για να ευτυχήση, οφείλει να διασώζη και να ακτινοβολή το λειτουργικό τους κάλλος. Τούτο δεν είναι ανέφικτο, υπό τον όρο ότι θα υπάρχη σταθερή αναφορά πάντα στο ελληνικό πρωτότυπο, ενδεχομένη απώλεια του οποίου συνεπάγεται καίριον τραυματισμό της Ορθοδοξίας.

Το σύμβολο κατακτάται και μπορεί να ανανοηματίζεται, όταν το εσωτερικεύουμε και όχι όταν αναγνωρίζουμε το εννοιολογικό του περιεχόμενο. Στην δεύτερη περίπτωσι είναι σημείο• στην πρώτη αναδεικνύεται πηγή σημασίας. Λατρευτικώς το σύμβολο βιώνεται με την ψαλμωδία, η οποία δίνει στον λόγο έντασι, τον στρέφει προς το βάθος και τον κάνει εγκάρδιο. Το σύμβολο δεν εγγίζει τις ψυχές ξεχωριστά, αλλά τις παίρνει επάνω του με την συν-κίνησι όλων. Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον.

Την ομαδική θέασι του κέντρου της ζωής δια της πνευματικής αισθήσεως εξασφαλίζει η παράδοσι. Η παράδοσι δεν μας καθηλώνει στο παρελθόν, μας γυρνά μέσα• δεν γεννά αίσθημα, μας οδηγεί στο αίσθημα και υπ’ αυτή την έννοια μας συγκινεί, μας ενώνει μυστικά με ζώντας και τεθνεώτας. Σκοπός της Θείας Λειτουργίας δεν είναι να κατανοηθή το σύμβολο, είναι ν’ ανοίξη η ψυχή μας, οπότε θέμα μεταφράσεως ούτε για τους ύμνους ούτε για τα υπόλοιπα μέρη της τίθεται. Δεν ισχύει για την γλώσσα μας ο,τι δια τις άλλες και ο λόγος είναι απλός: η νεοελληνική δεν αποτελεί ξένο σώμα εν σχέσει προς την αρχαία ρίζα της, όπως η γαλλική, αίφνης, εν σχέσει προς την ελληνική.

Δεν συγκροτεί επομένως σε κάθε ηλικία της αυτοτελές γλωσσικό σύνολο, διακεκριμένο σαφώς από το άμεσο και το απώτερο παρελθόν του, εις τρόπον ώστε διατηρεί στο εκάστοτε παρόν πολιούς τύπους για να ενεργοποιή βαθύτερα κοιτάσματα του πνευματικού μας βίου -εν προκειμένω τον κόσμο της λατρείας-, που πρέπει να μην θίγωνται από την ρευστότητα του κοινού λόγου. Αντί του ρηχού λοιπόν «εκσυγχρονισμού» επιβάλλεται ακραιφνής τήρησι του εκκλησιαστικού τυπικού, δημιουργία όσο το δυνατόν κατανυκτικώτερης λειτουργικής ατμόσφαιρας και μεστό κήρυγμα, που εξιστορικεύει ερμηνευτικά τον ευχαριστιακό συμβολισμό.

Απεργαζόμενος την ενότητα καρδιάς και διανοίας, ο συμβολισμός τούτος αναφαίνεται ουσιαστική προϋπόθεσι της προσευχής όλων, χωρίς την οποία κοινωνία των μυστηρίων δεν υφίσταται. Εκείνο που κατ’ εξοχήν εμποδίζει τον σύγχρονο άνθρωπο να προσευχηθή, να αναβιβάση τον νου στον Θεό και να Του μιλήση, δεν είναι ο μερισμός της καρδιάς και της διανοίας;

Αντί να μονιμοποιούμε τον εσωτερικό διχασμό του σημερινού ανθρώπου εν ονόματι κάποιου απερίσκεπτου εκσυγχρονισμού, πρέπει να αποκαταστήσωμε την χαμένη πνευματική του ενότητα. Μετακομίζοντας το νόημα σε ένα λόγο «σύγχρονο», χωρίς να αντιλαμβανώμαστε τι ακριβώς θα πη αυτό, πλήττομε το ενοποιό σύμβολο και διασκορπίζομε τους ψυχισμούς, ενισχύοντας την εξωτερική συνοχή της λογικής και των τεχνικών μέσων. Όχι ότι από το σύμπαν της λογικής απουσιάζει το συμβολικό εδραίωμα – κάθε άλλο! Υπάρχει απλώς ως δεισιδαιμονία του πρακτικού αποτελέσματος, που εγκυμονεί όμως για τον πολιτισμό μεγάλους κινδύνους, διότι επιτρέπει έναν κατευθυνόμενο συμβολισμό, οικοδομούμενο στον σκοτεινό και αποκλειστικό μηχανισμό της επιθυμίας και της ανάγκης. Πρώτα, το συμβολικό στερέωμα εμόρφωνε την ιδιοπροσωπία κάθε εθνικής οντότητος και εξασφάλιζε την συνύπαρξι όλων, δίκην διαφορετικών γαλαξιών• τώρα, η πολυμορφία απωθείται διακριτικά ή βάναυσα, πάντως μεθοδικά, υπέρ ενός και μόνου παγκοσμίου συστήματος, το οποίο παραλλάσσει μεν στον
χρόνο ως σύνολο, αρνείται εν τούτοις να δεχθή την οιανδήποτε εξαίρεσι στους κόλπους του.

Καθώς όμως τα όρια των αναγκών είναι εντελώς αυθαίρετα, ο δε πολιτισμός που υπάρχει για να τις ικανοποιή διέπεται από βαθύτατη ανασφάλεια, και εξ ορισμού τείνει με τα έργα του προς την αμορφία και την αποσύνθεσι, η ορθόδοξη Ανατολή έχει σοβαρώτατους λόγους να αντιπαραθέτη στον τεχνοκρατικό επεκτατισμό της Δύσεως τον θεούμενο άνθρωπο, ως ζωντανό σύμβολο ενός βίου πνευματικού, τέλος του οποίου δεν είναι να συμμορφωθούμε στα κελεύσματα της όποιας «ανάγκης», άλλα να μεταμορφωθούμε ψυχή τε και σώματι, να πληρωθούμε εκτός αυτής.

Στην όλη αργολογία περί εκδημοτικισμού της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, όπως στο σύνολο των προωθούμενων από ποικίλες πλευρές «εκσυγχρονισμών» του τόπου, υφέρπει η σκοπιμότης να ενσωματωθούμε, επί τέλους, στην Δύσι, ασχέτως εάν τούτο συνεπάγεται να χάσωμε το πρόσωπό μας και ακυρώνει αυτή την επιζητούμενη ενσωμάτωσι, αφού προϋποθέτει ένα ιστορικό κουρέλι. Χωρίς οντότητα κανένας λαός δεν αντέχει στους κλυδωνισμούς των σκληρών αναπροσαρμογών που επιβάλλει μία οικουμενική συγκυρία σαν την παρούσα. Υπ’ αυτό το πρίσμα έχει υψίστη σημασία να διαφυλάξωμε άθικτο τον πνευματικό μας θησαυρό, αρχίζοντας από την παραδόσιμη λατρεία της Εκκλησίας, η οποία οφείλει μάλιστα, αντί άλλης κατηχήσεως, να ενθαρρύνη εμπράκτως τις σπουδές της αρχαίας μας γλώσσας και παραλλήλως να καλλιεργήση την λειτουργική με την δημοτική μουσική και χορό, εν επιγνώσει ότι μόνο η θέρμη των ψυχών θα σώση την Πίστι.

Ως πυρήνας του εθνικού πνεύματος ζωής, ως διαπλαστική δύναμις ανθρώπων, η Ορθοδοξία είναι απείρως πλουσιώτερη από όλα μαζί τα σύγχρονα και τα μελλοντικά μηχανήματα. Από αυτήν μπορεί το Γένος να περιμένη ουσιαστική ηθική ενίσχυσι στην μάχη επιβιώσεως που δίνει, εγκαταλελειμμένο εν ψυχρώ από την ιδιοτελή πνευματική και πολιτική του ηγεσία. Η προαιώνια ρίζα δεν μας χρειάζεται ιδεολογικά• μας χρειάζεται ως αυθεντική πνευματική συγκρότησι και εσωτερική εδραία βάσι, άνευ των οποίων σε μια ισχυρή ιστορική πίεσι είναι αναπόφευκτο να καταρρεύσωμε. Ποιό μπορεί να είναι το μέλλον της ανθρωπότητας, όταν ο λαός που ανέβασε το πνεύμα στα ουράνια γίνη μουσειακό αντικείμενο;

Από το Περιοδικό, Σύναξη, τεύχος 20: 1986

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 16 Ιανουαρίου 2017

Κατηγορίες: Άρθρα, Θεία Λειτουργία (πρωτότυπο ή Νεοελληνικό κείμενο), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.