Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου: Ιωάννου του Χρυσοστόμου – Υπόμνημα εις τον Αγιον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, ομιλία ΝΒ’.

Θεραπεία της Θυγατρός της χαναναίας (1)

(Ματθ. ιε , 21-28)

Α.

Ο Μάρκος λέει ότι δεν μπόρεσε (ο Κύριος) να μπη στο σπίτι απαρατήρητος. Μα γιατί πήγαινε πάντα στα μέρη αυτά; αφού ελευθέρωσε από τη φροντίδα της τροφής, προχωρώντας ανοίγει την πόρτα και στα έθνη. Έτσι κι ο Πέτρος όταν έλαβε διαταγή να καταργήση αυτό το νόμο στέλεται στον Κορνήλιο. Πως λοιπόν ενώ παραγγέλλει στους μαθητάς του: Μην πάρετε τον δρόμο των ειδωλολατρών, δέχεται αυτή τη γυναίκα;
Πρώτα θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος σε ό,τι πρόσταζε τους μαθητάς του. Κι έπειτα ότι δεν ήρθε για να κηρύξη όπως υπαινίσσεται κι ο Μάρκος λέγοντας ότι κρύφτηκε αλλά δεν πέρασε απαρατήρητος. Όπως ήταν σύμφωνο με τα πράγματα να μην τρέξη σ’ αυτούς πρώτα, έτσι ήταν και της φιλανθρωπίας του ανάξιο να διώξη αυτούς που τον πλησίαζαν. Άφού έπρεπε να κυνηγήση αυτούς που έφευγαν, πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να αποφεύγη αυτούς που τον κυνηγούσαν.
Προσέξετε πόσο η γυναίκα άξιζε για κάθε καλωσύνη. Δεν ετόλμησε να έρθη στα Ιεροσόλυμα, γιατί φοβόταν και θεωρούσε ανάξιο τον εαυτό της. Ότι κι αν δεν ήταν, έτσι θα έφτανε κι εκεί φαίνεται κι από την τωρινή επιμονή της κι απ’ το ότι βγήκε έξω από την περιοχή τους. Μερικοί εφαρμόζοντας αλληγορική εξήγηση υποστηρίζουν ότι όταν βγήκε ο Χριστός από την Ιουδαία, τότε τόλμησε να τον πλησιάση! Η Εκκλησία, αφού βγήκε κι αυτή από τη δική της περιοχή, έγινε αποδεκτή. Ξέχασε λέει ο θείος λόγος, το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου. Γιατί κι ο Χριστός βγήκε από την περιοχή του και η γυναίκα από την δική της περιοχή. Κι έτσι μπόρεσαν να συναντηθούν.
Να μια Χαναναία, λέει, που βγήκε από την περιοχή της. Κατηγορεί τη γυναίκα ο Ευαγγελιστής για να φανερώση το θαύμα και να την εξυψώση περισσότερο. Αν ακούσης Χαναναία, φέρε στο νου σου τα παράνομα εκείνα ειδωλολατρικά έθνη, που ανέτρεψαν από το θεμέλιο τους νόμους της φύσεως. Κι έπειτα αναλογίσου και τη δύναμη της παρουσίας του Χριστού. Αυτοί που είχαν εκδιωχθή, για να μη διαφθείρουν τους Ιουδαίους, φάνηκαν τόσο πιο κατάλληλοι από τους Ιουδαίους, ώστε κι από τη χώρα τους βγήκαν και το Χριστό πλησίασαν, ενώ εκείνοι κι ας πήγαινε κοντά τους τον απόδιωχναν.
Πλησίασε λοιπόν και τίποτ’ άλλο δεν λέει παρά ελέησέ με και κόσμο πολύ μαζεύει γύρο της με τις κραυγές της. Το θέαμα προκαλούσε τόσο αλήθεια τον οίχτο, μια γυναίκα να κραυγάζη τόσο πονεμένα, μια μητέρα να παρακαλή για τη θυγατέρα της που ήταν σε κακή κατάσταση. Ούτε που τόλμησε να φέρη τη δαιμονισμένη μπροστά στα μάτια του Δασκάλου. Την αφήνει πλαγιασμένη στο σπίτι και κάμει εκείνη τις παρακλήσεις της. Αναφέρει μόνο την αρρώστεια και δεν προσθέτει τίποτ’ άλλο. Ούτε τραβά το γιατρό στο σπίτι της, όπως ο παλατιανός εκείνος που έλεγε: Έλα και βάλε επάνω του το χέρι σου, και κατέβα πριν πεθάνη το παιδί μου. Αλλά κι αφού διηγήθηκε τη συμφορά της και την ένταση της αρρώστειας, προβάλλει την ευσπλαχνία του Κυρίου και φωνάζει δυνατά.
Και δεν λέει Σπλαχνίσου τη θυγατέρα μου αλλά Σπλαχνίσου με. Εκείνη δεν αισθάνεται τη νόσο της, εγώ είμαι που πάσχω μύρια δεινά, γιατί είμαι άρρωστη και το νιώθω, μανιακή, και το γνωρίζω. Εκείνος δεν της έδωσε απάντηση. Γιατί αυτό το πρωτοφανέρωτο και παράδοξο; Τους Ιουδαίους, αγνωμούν και τους φέρνει κοντά του, τον βλασφημούν και τους παρακαλεί, τον πειράζουν και τους αφήνει. Δεν θεωρεί όμως άξια ούτε γι’ απάντηση αυτήν που έρχεται τρέχοντας κοντά του και παρακαλεί και ικετεύει και δείχνει τόση ευλάβεια, ενώ δεν έχει μεγαλώσει με τη συντροφιά του νόμου και των προφητών. Ποιόν δε θα εσκανδάλιζε αυτή η συμπεριφορά που ήταν αντίθετη με την φήμη; Είχαν ακούσει ότι περιώδευε στα χωριά και σκορπούσε τις θεραπείες του, αυτήν όμως την αποκρούει, ενώ είχε έρθει η ίδια. Και ποιόν δε θα συγκινούσε η ασθένεια και η παράκληση, που έκανε για τη θυγατέρα της που ήταν σ’ αυτή την κατάσταση;
Δεν είχε έρθει επειδή ήταν άξια, ούτε επειδή ζητούσε κάποια οφειλή. Είχε ανάγκη να της δείξουν αγάπη και παρουσιάζει την τραγική συμφορά της. Κι όμως δεν την κάνουν άξια ούτε γι’ απάντηση. Ίσως πολλοί απ’ αυτούς που άκουαν σκανδαλίστηκαν. Δεν σκανδαλίστηκε όμως εκείνη. Τι λέγω απ’ αυτούς που άκουαν; Νομίζω ότι οι ίδιοι οι μαθηταί του θα επηρεάστηκαν από τη συμφορά της γυναίκας, θα ταράχτηκαν και θα λυπήθηκαν. Και με όλη την ταραχή τους όμως δεν ετόλμησαν να πουν, Κάμε της τη χάρη. Αλλά πήγαν κοντά του και τον παρακαλούσαν, Ελευθέρωσέ την γιατί φωνάζει πίσω μας. Κι εμείς όταν θέλωμε να πείσωμε κάποιον, πολλές φορές λέμε τ’ αντίθετα. Κι ο Χριστός απάντησε, Η αποστολή μου δεν έγινε παρά για τα χαμένα πρόβατα του Ιουδαϊκού έθνους.

Β.

Κι όταν τ’ άκουσε αυτά η γυναίκα σώπασε κι αποσύρθηκε κι εγκατάλειψε την προθυμία της; Καθόλου, έγινε πιο επιθετική. Δεν κάνομε εμείς έτσι. Όταν δεν επιτύχωμε, απομακρυνόμαστε, ενώ πρέπει γι’ αυτό να γίνωμε πιο απαιτητικοί. Και ποιόν δε θα έρριχνε στην απελπισία αυτός ο λόγος; Ήταν κι η σιγή του αρκετή να την οδηγήση στην απόγνωση• η απόκριση προχωρούσε πολύ περισσότερο. Να διαπιστώση ότι μαζί της είχαν αποστομωθή κι οι συνήγοροί της και ν’ ακούση ότι το πράγμα είχε καταλήξει σ’ αδιέξοδο θα ήταν δυνατό να τη ρίξη σε απέραντη αμηχανία. Η γυναίκα όμως δεν αφοπλιζόταν. Αλλά όταν είδε ότι οι προστάτες της δεν είχαν καμμιά δύναμη, έδειξε ωραία αναισχυντία. Πριν απ’ αυτό μήτε στα μάτια τους να φανή δεν τολμούσε. Φωνάζει πίσω μας, λένε. Κι όταν ήταν φυσικό να πάη ακόμα πιο μακριά από την αμηχανία, τότε πλησιάζει περισσότερο και πέφτει στα πόδια του. Κύριε, βοήθησέ με. Πως αυτό, γυναίκα; Έχεις μεγαλύτερο θάρρος από τους αποστόλους; Μεγαλύτερη δύναμη; Θάρρος και δύναμη καθόλου βέβαια δεν έχω κι από ντροπή είμαι γεμάτη. Αλλά αυτήν την αναισχυντία τη χρησιμοποιώ σαν προπέτασμα, θα σεβαστή το θάρρος μου. Τι σημαίνει αυτό; Δεν τον άκουσε να λέη ότι «Η αποστολή μου δεν έγινε παρά για τα χαμένα πρόβατα του Ιουδαϊκού έθνους»; Τον άκουσα, απαντά. Αλλά αυτός είναι ο Κύριος. Γι’ αυτό και δεν του έλεγε, Παρακάλεσε και προσευχήσου, αλλά Βοήθησέ με. Κι ο Χριστός; Ούτε μ’ αυτά δεν ικανοποιήθηκε παρά επιτείνει την αμηχανία της λέγοντας πάλι. Δεν είναι καλό να πάρης το ψωμί από τα παιδιά και να το δώσης στους σκύλους. Κι όταν την έκαμε άξια να της μιλήση, τότε χειρότερα την επείραξε από ο,τι με τη σιγή. Δεν μεταφέρει πια σ’ άλλον την αιτία ούτε λέει «η αποστολή μου έγινε». Όσο εντείνει αυτή την παράκλησή της, τόσο δυναμώνει κι αυτός την άρνησή του. Και δεν τους αποκαλεί πια πρόβατα παρά παιδιά και κείνην σκυλί. Μα η γυναίκα από τις ίδιες τις λέξεις του συναρμολογεί την υπεράσπισή της. Αν είμαι σκυλί, δεν είμαι ξένη. Δίκαια έλεγε ο Χριστός, Εγώ ήρθα στον κόσμο για να γίνη ξεχώρισμα.
Κι η γυναίκα φιλοσοφεί και δείχνει κάθε καρτερία και πίστη και μάλιστα ενώ δέχεται προσβολές. Ενώ εκείνοι μ’ όλο που τους γίνονται θεραπείες και τιμές πληρώνουν με τα αντίθετα. Ξέρω κι εγώ πως είναι απαραίτητη η τροφή στα παιδιά, αυτό όμως δεν μ’ εμποδίζει εμένα, αν είμαι σκυλί. Αν δεν είναι δίκαιο να πάρω, δεν είναι σωστό να έχω μερίδιο ούτε στα ψίχουλα; Αν όμως πρέπει να έχω μερίδιο ας είναι και μικρό, δεν εμποδίζομαι κι αν είμαι σκυλί. Αλλά κι έτσι έχω μεγαλύτερο μέρος, αν είμαι σκυλί. Γι’ αυτό ανέβαλλε ο Χριστός, ήξερε ότι θα μιλούσε έτσι και γι’ αυτό αρνιόταν τη δωρεά, για να δείξη την πίστη της.
Αν δεν ήταν να της δώση, δε θα της έδιδε κι ύστερ’ απ’ αυτό• ούτε θα την αποστόμωνε πάλι. Όπως είπε στον εκατόνταρχο, Εγώ θαρθώ και θα τον θεραπεύσω, για να μάθωμε την ευλάβειά του και να τον ακούσωμε να λέη, Δεν είμαι άξιος να μπης στο σπίτι μου. Όπως έκαμε στην αιμορρούσα που της λέει, εγώ ένιωσα να φεύγη από μένα κάποια δύναμη, για να κάμη την πίστη της καταφάνερη. Κι ο,τι κάμει με τη Σαμαρείτισσα, για να δείξη πως και με τον έλεγχο που της γίνεται δεν απομακρύνεται. Τα ίδια κάμει κι εδώ.. Δεν ήθελε να μείνη κρυφή τόση αρετή της γυναίκας. Ώστε δεν ήθελε να προσβάλη με τους λόγους του αλλά να προκαλέση και τον κρυμμένο θηρσαυρό να φανερώση.
Σεις όμως μαζί με την πίστη προσέξετε και την ταπεινοφροσύνη. Εκείνος αποκάλεσε παιδιά, τους Ιουδαίους. Αυτή δε περιωρίσθηκε σ’ αυτό αλλά τους χαρακτηρίζει Κυρίους. Τόσο πολύ δεν την πείραξαν οι έπαινοι για τους άλλους. Τα σκυλιά παρατηρεί τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του Κυρίου τους. Είδατε τη φρόνηση της γυναίκας; Μήτε αντίρρηση δεν τόλμησε να φέρη, ούτε την πείραξαν οι έπαινοι για τους άλλους, ούτε αγανάκτησε με την προσβολή. Βλέπετε ευψυχία; Αυτός έλεγε δεν είναι καλό. Ναι, Κύριε, έλεγε εκείνη. Αυτός τους έλεγε παιδιά, κι εκείνη Κυρίους. Αυτός ανέφερε το όνομα του σκυλιού εκείνη πρόσθεσε και το έργο του. Είδατε την ταπεινοφροσύνη της; Ακούστε και τα μεγάλα λόγια των Ιουδαίων. Είμαστε απόγονοι του Αβραάμ και κανενός δεν εγίναμε δούλοι ως τώρα. Και, έχομε γεννηθή από το Θεό. Αυτή αντίθετα αυτοαποκαλείται σκυλί κι εκείνους τους λέει κυρίους, και γι’ αυτό ακριβώς έγινε παιδί. Κι ο Χριστός της λέει: Γυναίκα, μεγάλη η πίστη σου. Γι’ αυτό έκαμε την αναβολή, για να φωνάξη αυτό το λόγο, για να στεφανώση τη γυναίκα. Ας γίνη όπως θέλεις.
Ο λόγος του τούτο σημαίνει. Η πίστις σου μπορεί και μεγαλύτερα να κατορθώση αλλά ας γίνη όπως θέλεις. Η φράση αυτή συγγενεύει με τη φράση που έλεγε. Ας γίνη ο ουρανός, και έγινε. Και θεραπεύτηκε η κόρη της από την ώρα εκείνη. Είδατε πως δεν βοήθησε κι εκείνη λίγο στη θεραπεία της κόρης; Γι’ αυτό δεν είπε ο Χριστός: «Ας θεραπευτή η κόρη σου», αλλά: «Μεγάλη η πίστη σου, ας γίνη όπως θέλεις». Για να μάθωμε ότι δεν ήσαν λόγοι τυχαίοι και λόγοι κολακείας αλλά ότι είναι μεγάλη η δύναμη της πίστης. Τον ακριβή έλεγχο και την απόδειξη άφησε στην έκβαση των πραγμάτων. Θεραπεύτηκε αμέσως το κοριτσάκι.

Γ.

Σεις προσέξατε πως, ενώ νικήθηκαν οι απόστολοι και δεν επέτυχαν, πέτυχε αυτή. Τόσο μεγάλη είναι η επιμονή της προσευχής. Για τις ανάγκες μας θέλει να τον παρακαλούμε περισσότερο εμείς παρά οι άλλοι για χάρη μας. Είχαν εκείνοι μεγαλύτερο θάρρος αλλά αυτή έδειξε περισσότερη καρτερία. Με το τέλος δικαιολογήθηκε στους μαθητάς του για την αναβολή και έδειξε ότι δίκαια αρνήθηκε όταν του ζήτησαν εκείνοι. Έφυγε από κει ο Ιησούς και πήγε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, ανέβηκε και κάθησε στο βουνό. Ήρθε τότε κοντά του πολύς κόσμος κουβαλώντας μαζί του κουτσούς, τυφλούς, κουλούς, κωφάλαλους που τους έριξαν στα πόδια του. Εκείνος τους έκαμε καλά ώστε θαύμασε ο κόσμος βλέποντας τους βουβούς να μιλούν, γερούς τους κουλούς, κουτσούς να περπατούν, τους τυφλούς να βλέπουν.
Γι’ αυτά ευχαριστούσαν τον Θεό του Ισραήλ. Πότε πηγαίνει ο ίδιος, πότε κάθεται και περιμένει αρρώστους και τους κουτσούς ανεβάζει στο βουνό. Και μήτε το ρούχο δεν αγγίζουν πια, ανεβαίνουν όμως στην κορυφή και πέφτουν στα πόδια του. Δείχνουν έτσι διπλά την πίστη τους κι ότι ανεβαίνουν αν και κουτσοί στο βουνό, κι ότι δε χρειάζονται τίποτ’ άλλο παρά να ριχτούν μονάχα στα πόδια του. Κι ήταν μεγάλο και πρωτοφάνερο θαύμα, να βλέπη κανένας αυτούς που τους έφερναν άλλοι να περπατούν, και τους ανάπηρους να μην έχουν ανάγκη από κείνους που τους κρατούσαν. Προξενούσε κατάπληξη το πλήθος εκείνων που θεραπεύονταν και η ευκολία της θεραπείας. Βλέπετε με πόση βραδύτητα θεράπευσε τη γυναίκα ενώ τούτους αμέσως; Όχι επειδή αυτοί ήσαν καλύτεροι από εκείνην αλλά επειδή εκείνη ήταν πιο πιστή απ’ αυτούς. Γι’ αυτό στην περίπτωσή της αναβάλλει και καθυστερεί θέλοντας να παρουσιάση την ευψυχία της. Σε τούτους όμως παρέχει τη δωρεά αμέσως και κλείνει έτσι τα στόματα των απίστων Ιουδαίων, αφαιρώντας τους κάθε δυνατότητα απολογίας. Γιατί όσο μεγαλύτερες ευεργεσίες δέχεται κάποιος, τόσο περισσότερο άξιος τιμωρίας γίνεται, επειδή δείχνει αγνωμοσύνη, και δε γίνεται καλύτερος με την τιμή. Γι’ αυτό ακριβώς κι οι πλούσιοι τιμωρούνται περισσότερο από εκείνους που πένονται για την κακία τους, να μη γίνονται ήμεροι ούτε μέσα στην αφοθνία των αγαθών τους.
Μη μου πήτε ότι έδωσαν ελεημοσύνη. Αν δεν έδωσαν από την περιουσία τους όπως πρέπει ούτε έτσι δε θα διαφύγουν. Η ελεημοσύνη δεν κρίνεται με το μέτρο των όσων δίνονται αλλά ανάλογα με τη γενναιοδωρία της διαθέσεως Κι αν τιμωρούνται αυτοί, πολύ περισσότερον, αυτοί που συναρπάζονται από τα περιττά, που χτίζουν τα τριώροφα και τετραώροφα μέγαρα, καταφρονούν όμως τους πεινασμένους, αυτοί που ικανοποιούν τη φιλαργυρία τους, αδιαφορούν όμως για την ελεημοσύνη. Κι αφού ο λόγος ήρθε στην ελεημοσύνη ας συνεχίσω σήμερα τις σκέψεις εκείνες που άφησα ασυμπλήρωτες μιλώντας πριν από τρεις μέρες για τη φιλανθρωπία. Θυμάστε όταν προηγούμενα μιλούσα για τις ιδιοτροπίες των παπουτσιών, τη μάταιη εκείνη ασχολία και τη βλακεία των νέων. Τότε ο λόγος είχε παρεκκλίνει από την ελεημοσύνη στα αμαρτήματα εκείνα. Ελέγαμε τότε η ελεημοσύνη είναι κάποια τέχνη που έχει στημένο το εργαστήρι της στον ουρανό και δάσκαλο όχι τον άνθρωπο παρά τον Θεό. Έπειτα ερευνώντας τι είναι τέχνη και τι όχι τέχνη πέσαμε στις ματαιοπονίες και κακοτεχνίες. Κι εκεί αναφέραμε και την τέχνη αυτή των παπουτσιών. Θυμηθήκατε; Ας ξαναπάρωμε λοιπόν σήμερα αυτό που είπαμε τότε κι ας δείξωμε πως η ελεημοσύνη είναι τέχνη κι απ’ όλες τις τέχνες ανώτερες. Γιατί αν χαρακτηριστικό της τέχνης είναι να καταλήξη σε κάτι χρήσιμο κι αν τίποτα δεν είναι χρησιμώτερο από την ελεημοσύνη, τότε είναι φανερό ότι αυτή είναι τέχνη από όλες τις τέχνες ανώτερη. Γιατί δε μας φτιάχνει υποδήματα, ούτε μας υφαίνει ρούχα, ούτε μας χτίζει σπίτια υλικά. Γίνεται πρόξενος σε μας της παντοντινής ζωής, μας αρπάζει από τα χέρια του θανάτου, σε κάθε μια από τις δυο ζωές μας παρουσιάζει λαμπρούς, μας στήνει τις ουράνιες κατοικίες μας, τα παντοτινά εκείνα σκηνώματά μας. Αυτή δεν αφήνει να σβήσουν τα λυχνάρια μας, ούτε να παρουσιαστούμε στο γάμο μ’ ακάθαρτα φορέματα αλλά τα πλένει και τα κάνει καθαρώτερα από το χιόνι.
Δεν μας αφήνει να πέσωμε όπου έπεσε εκείνος ο πλούσιος, ούτε ν’ ακούσωμε τους φοβερούς λόγους αλλά μας οδηγεί στους κόλπους του Αβραάμ. Κάθε μια από τις τέχνες της ζωής έχει βάλει και θέλει να κατορθώση ένα σκοπό. Όπως η γεωργία τη διατροφή, η υφαντική την ένδυση. Κι ούτε αυτό ακριβώς, γιατί δεν είναι
αρκετή να μας προσφέρη μόνη της το επίτευγμά της.

Δ.

Ας εξετάσωμε αν θέλετε τη γεωργία πρώτη. Αν δεν έχη σύμμαχό της σιδηρουργική να δανείζεται απ’ αυτή το δικέλλι και το υνί και το δρεπάνι και το τσεκούρι και άλλα πολλά. Κι αν δεν έχη την τεκτονική να της ταιριάση το αλέτρι και να της συνδέση το ζυγό και το αμάξι, για να τρίβη τα στάχυα. Κι αν δεν έχη τη σκυτοτομική να της φτιάξη τους ιμάντες και την οικοδομική για να χτίση το σταύλο στά βόδια που οργώνουν και τα σπίτια στους γεωργούς που σπέρνουν και την υλοτομική για το κόψιμο των ξύλων και την αρτοποιητική ύστερ’ από όλα αυτά, πουθενά δε θα φαινόταν η γεωργία. Έτσι και η υφαντική όταν κάνη κάτι καλεί πολλές άλλες τέχνες για βοηθούς, ώστε να την βοηθήσουν στο έργο της. Κι αν δεν έρθουν και δεν της απλώσουν χέρι στέκεται μόνη στην αμηχανία της.
Κάθε τέχνη έχει ανάγκη από την άλλη. Όταν όμως πρέπει να κάνωμε ελεημοσύνη, τίποτ’ άλλο δε χρειαζόμαστε, παρά μόνο διάθεση. Κι αν νομίζης, πως χρειάζεσαι χρήματα και σπίτια και ρούχα και υποδήματα, διάβασε εκείνα τα λόγια του Χριστού, που είπε για τη χήρα και διώξε αυτή την αγωνία. Κι αν είσαι ολότελα φτωχός, σαν τους ζητιάνους, δώσε δύο λεπτά κι αυτό είναι το παν. Κι αν δώσης ψωμί που αυτό μόνο έχεις έβαλες την κρηπίδα στην τέχνη. Αυτή λοιπόν την επιστήμη ας παραδεχτούμε κι ας πραγματώσωμε. Είναι καλύτερο να γνωρίζης αυτή παρά να είσαι βασιλιάς και να φορής κορώνα. Γιατί δεν είναι αυτό μονάχα το πλεονέκτημά της, ότι δεν έχει ανάγκη από άλλη τέχνη, αλλά και πράγματα πετυχαίνει πολλά και διάφορα. Οικοδομεί τα σπίτια που παραμένουν πάντα στον ουρανό και μαθαίνει σ’ εκείνους που την κατώρθωσαν, πως θα ξεφύγουν τον αιώνιο θάνατο. Και σου χαρίζει θησαυρούς που ποτέ δεν ξοδεύονται και διαφεύγουν κάθε κίνδυνο, είτε είναι από ληστές, είτε από σκουλήκια, είτε από το σαράκι, είτε από το χρόνο. Αν μας το δίδασκε αυτό για τη φύλαξη των σιτηρών μονάχα, τι δε θα δίναμε, για να μπορέσωμε να εξασφαλίσωμε απρόσβλητο το σιτάρι μας για πολλά χρόνια. Αλλά να που η ελεημοσύνη όχι μόνο σχετικά με το σιτάρι αλλά και με όλα σε διδάσκει και σου δείχνει πως θα μείνουν παντοτινά απρόσβλητα και η περουσία σου και η ψυχή και το σώμα. Και τι χρειάζεται να αναφέρωμε τις επιτεύξεις της τέχνης αυτής με λεπτομέρειες; Αυτή σε διδάσκει, πως θα γινόσουν όμοιος με το Θεό, που είναι η κορωνίδα των αγαθών. Βλέπετε πως δεν είναι ένα αλλά πολλά τα έργα της; Χωρίς να χρειάζεται άλλη τέχνη χτίζει σπίτια, υφαίνει ρούχα, δημιουργεί θησαυρούς απρόσβλητους, μας δίνει τη δύναμη να νικούμε το θάνατο, να υποτάσσωμε το διάβολο, μας κάμει όμοιους με τον Θεό. Τι θα γινόταν χρησιμώτερο από την τέχνη αυτή; Οι άλλες εκτός από όσα είπαμε, επιπρόσθετα καταστρέφονται κι αυτές και δεν μπορούν να διατηρήσουν το έργο τους -έχουν ανάγκη από κόπο και χρόνο πολύ και άπειρα άλλα. Εκείνη όμως όταν περάση ο κόσμος, τότε ακριβώς παρουσιάζεται.
Όταν πεθάνωμε τότε λάμπει και φανερώνει τα έργα της. Και ούτε από χρόνο έχει ανάγκη, ούτε από κόπο, ούτε από καμμιά παρόμοια δυσκολία αλλά κι όταν συ είσαι άρρωστος εκείνη εργάζεται κι όταν γεράσης σε ακολουθεί στη μέλλουσα ζωή και ποτέ δε σ’ εγκαταλείπει. Αυτή σε κάμει κι από ρήτορες πιο δυνατό. Γιατί όσους διαπρέπουν σ’ αυτές τις τέχνες τους φθονούν πολλοί, για κείνους όμως που λάμπουν σ’ αυτή, άπειροι προσεύχονται. Εκείνοι ανεβαίνουν σε ανθρώπινο βήμα και γίνονται συνήγοροι όσων αδικούνται και πολλές φορές και όσων αδικούν. Εκείνη ανεβαίνει στο βήμα του Χριστού όχι σαν συνήγορος η ίδια μόνο, αλλά πείθοντας και το δικαστή να συνηγορήση γι’ αυτόν που δικάζεται και να ψηφίση για τη σωτηρία του. Κι αν έχη πολλές αμαρτίες διαπράξει, τον στεφανώνει και τον ανακηρύττει νικητή. Πράξετε λοιπόν την ελεημοσύνη και όλα θα είναι καθαρά. Και γιατί ν’ αποβλέπω στο μέλλον; Στην παρούσα ζωή αν ρωτήσωμε τους ανθρώπους, τι θέλουν πιο πολύ, να υπάρχουν πολλοί σοφιστές και ρήτορες η ελεήμονες και φιλάνθρωποι, θ’ ακούσωμε να εκλέγουν το δεύτερο. Πολύ φυσικά. Αν λείψη η ευγλωττία, τίποτα δεν ζημιώνεται η ζωή. Γιατί υπήρχε και πολύν καιρό πριν απ’ αυτή. Αν όμως αφαιρέσης την ελεημοσύνη, τα πάντα εξαφανίζονται και χάνονται. Κι όπως δεν είναι
δυνατό να ταξιδέψη κανένας στη θάλασσα αν γίνη πρόσχωση στα λιμάνια και τους όρμους, έτσι κι η ζωή αυτή δεν είναι δυνατό να υπάρχη αν αφαιρέσωμε την ελεημοσύνη, τη συγνώμη και τη φιλανθρωπία.

Ε .

Γι’ αυτό ο Θεός δεν τα εμπιστεύτηκε αυτά μόνο στο λογισμό αλλά τα εμφύτευσε μέσα στην ίδια την φύση μας. Και συμπαθούν οι πατέρες κι οι μητέρες τα παιδιά τους και τα παιδιά τους γονείς, όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και τα ζώα όλα. Όμοια και οι αδελφοί τους αδελφούς και συγγενείς και γνωστοί. Και ο άνθρωπος τον άλλο άνθρωπο. Γιατί κι από τη φύση μας κάτι μας ωθεί στην ευσπλαχνία. Γι’ αυτό κι αγανακτούμε αν αδικήται κάποιος, και κλονιζόμαστε όταν βλέπωμε φόνους και κλαίμε όταν βλέπωμε λυπημένους. Επειδή επιθυμεί σφοδρά ο Θεός να πραγματοποιήται η ευσπλαχνία, ώρισε να επικουρήση πολύ σε τούτο η φύση, αποδεικνύοντας ότι αυτό είναι σφορδή του επιθυμία. Έχοντας αυτές τις σκέψεις στο νου μας τον εαυτό μας, τα παιδιά μας, τους δικούς μας, ας τους οδηγήσουμε στο διδασκαλείο της ελεημοσύνης. Αυτό προπάντων ας μαθαίνη ο άνθρωπος επειδή άνθρωπος είναι αυτό ακριβώς. Είναι μεγάλο πράγμα ο άνθρωπος, και πολύτιμο ο άνθρωπος να ελεεί. Αν δεν έχει το χάρισμα αυτό, ξεπέφτει κι από την ιδιότητα του ανθρώπου. Αυτό δημιουργεί τους σοφούς. Τι απορείτε, που ο άνθρωπος είναι ελεημοσύνη; Αυτό είναι ο Θεός. Γίνεσθε, λέει, σπλαχνικοί, όπως ο Πατέρας σας. Ας μάθωμε για όλα αυτά να είμαστε ελεήμονες, και πιο πολύ γιατί κι εμείς έχομε πολλή ανάγκη από ευσπλαχνία. Κι ας νομίζωμε ότι ούτε καν ζούμε το καιρό που δεν ελεούμε. Ελεημοσύνη θεωρώ αυτή που είναι καθαρή από πλεονεξία. Αν δε θεωρήται ελεήμων αυτός που αρκείται στα δικά του χωρίς να δίνη σε κανέναν πως είναι ελεήμων αυτός που παίρνει τα ξένα ακόμα κι αν αμέτρητα δίνη; Αν είναι απανθρωπία ν’ απολαμβάνης μόνος την περιουσία σου, πολύ χειρότερο είναι να παίρνης ο,τι ανήκει στους άλλους. Αν τιμωρούνται εκείνοι που δεν διέπραξαν καμμιά αδικία για το λόγο ότι δεν έδωσαν στους άλλους, πολύ περισσότερο θα τιμωρηθούν αυτοί που παίρνουν όσα ανήκουν σε άλλους. Μην αντιτείνης λοιπόν ότι άλλος έχει αδικηθή κι άλλος δέχεται την ελεημοσύνη. Τούτο είναι το φοβερό• έπρεπε ο ίδιος που αδικείται να είναι κι αυτός που δέχεται την ελεημοσύνη. Τώρα όμως άλλους τραυματίζομε κι αυτούς που δεν τραματίσαμε θεραπεύομε, ενώ έπρεπε τους πρώτους. Θα μου πήτε δεν έπρεπε να τους τραυματίσωμε καθόλου. Φιλάνθρωπος δεν είναι αυτός που πληγώνει και θεραπεύει, αλλά αυτός που ιατρεύει αυτούς που άλλοι επλήγωσαν. Τις πληγές που προξένησες εσύ θεράπευσε, όχι αυτές που προξένησε άλλος. Καλύτερα, μήτε να πληγώνης, μήτε να σωριάζης κάτω (αυτό δεν το κάμει άνθρωπος με συναίσθηση) αλλά σήκωσε το σωριασμένο. Γιατί δεν είναι δυνατό με το ίδιο μέτρο της ελεημοσύνης να θεραπεύσης το κακό που προξένησε η πλεονεξία σου. Αν πάρης πλεονεκτικά οβολό, δε θα περιοριστή στον οβολό η ελεημοσύνη σου, για να εξαλείψης την πληγή που έκαμε η πλεονεξία σου, αλλά θα φτάσης στο τάλαντο. Γι’ αυτό ο κλέφτης που τον έπιασαν πληρώνει τετραπλάσια, κι αυτός που αρπάζει είναι χειρότερος από τον κλέφτη. Κι αν αυτός πρέπει να δώση τετραπλάσια από όσα έκλεψε, αυτός που αρπάζει, δεκαπλάσια και περισσότερα. Και πρέπει να είναι ευχαριστημένος αν έτσι μπορέση να συγχωρεθή για την αμαρτία. Γιατί ούτε τότε δε θα πάρη αμοιβή για ελεημοσύνη. Γι’ αυτό και ο Ζακχαίος λέει, θα πληρώσω τετραπλάσια σε όσους εσυκοφάντισα και τη μισή περιουσία μου θα τη μοιράσω στους φτωχούς. Κι αν στη εποχή του (μωσαϊκού) νόμου πρέπει να δοθούν τετραπλάσια, στην εποχή της χάριτος πρέπει να δοθούν πολύ περισσότερα κι αν πρέπει να δώση ο κλέφτης, πολύ περισσότερα ο πλεονέκτης. Γιατί εκτός από τη ζημία υπάρχει εδώ και πολλή ασέβεια. Ώστε κι αν επιστρέψης στο εκατονταπλάσιο, ακόμα μένει οφειλή. Βλέπετε, ότι δεν είπα αδικαιολόγητα μόλις αποκαθιστάς τα πράγματα κι όταν επιστρέψης τάλαντο ενώ έχει αρπάξει οβολό. Κι αν σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται πολύ σχετική αποκατάσταση, στην αντίθεση, όταν ενώ έχεις αρπάξει ολόκληρες περιουσίες και δώσης ελάχιστα και μάλιστα όχι σε κείνους που αδικήθηκαν παρά σε άλλους, τι λογής απολογία θα μπορέσης να κάμης; Τι λογής ελπίδα θα έχης και συγνώμη και σωτηρία; Θέλεις να μάθης πόσο μεγάλο κακό διαπράττεις ελεώντας κατ’ αυτό τον τρόπο; Άκουσε τη Γραφή που λέει• Όπως αυτός που σκοτώνει το γιο μπροστά στα μάτια του πατέρα του, έτσι είναι αυτός που προσφέρει θυσία από χρήματα φτωχών. Αυτή την απειλή ας χαράξωμε στην ψυχή μας κι ας αποχωρήσουμε. Αυτήν ας τη χαράξωμε στους τοίχους, αυτήν στη συνείδηση, αυτήν παντού. Έτσι αυτός τουλάχιστον ο φόβος ζωηρός μέσα μας να συγκρατή τα χέρια μας από καθημερινούς φόνους. Γιατί είναι χειρότερη η αρπαγή από το φόνο, σκοτώνοντας σιγά, σιγά το φτωχό. Για να είμαστε λοιπόν καθαροί απ’ αυτό το μίασμα, ας τα μελετούμε αυτά και μόνοι μας και μεταξύ μας. Έτσι και προθυμότεροι στην ελεημοσύνη θα γίνωμε, και αμοιβή καθαρή γι’ αυτήν θα λάβωμε, και τα αιώνια αγαθά θα απολαύσουμε με την χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα τώρα και στους αιώνες. Αμήν.

Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου
Πατερικόν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Αθήναι 1969
σελ.312-324

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Κηρύγματα.blogspot.gr: 26 Ιανουαρίου 2017

Παράβαλε και:
Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου: Η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., θεραπεία της θυγατρός της Χαναναίας – λόγος Βασιλείου Σελευκείας.
Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου: Η πίστις μιας Χαναναίας – Ιερόμ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου: Η καλή αναισχυντία της Χαναναίας – ηχογραφημένη ομιλία του Μακαριστού Αρχιμ. Αθανασίου Μυτιληναίου (αρχείο ήχου, mp3).

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.