«Τη 26η του μηνός Μαρτίου, διήγησις ωφέλιμος Μάλχου μοναχού αιχμαλωτισθέντος» – Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωππός Αττικής.

«Τη 26η του μηνός Μαρτίου
Αναγινώσκεται διήγησις ωφέλιμος Μάλχου μοναχού αιχμαλωτισθέντος.»1

Στη Μαρώνεια2 τριάντα μίλια περίπου, μακριά από την Αντιόχεια της Συρίας,3 γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Μάλχος, που διακρινόταν από μικρός για την ευσέβειά του. Κι ενώ οι γονείς του σχεδίαζαν να τον παντρέψουν, αυτός, αντίθετα, σκεφτόταν να φύγει και να γίνει μοναχός.
Πράγματι, αναχώρησε για την Ιβηρία,4 όπου βρήκε ένα μοναστήρι μ’ ενάρετους πατέρες, έγινε εκεί μοναχός κι ευαρέστησε το Θεό με τους αγώνες του.
Κάποτε πληροφορήθηκε πως ο πατέρας του πέθανε. Συλλογίστηκε τότε να επιστρέψει στη χήρα μητέρα του, ώστε, μετά το θάνατό της, να κληρονομήσει ολόκληρη την πατρική περιουσία. Από την περιουσία αυτή σκεφτόταν να δώσει ένα μέρος ελεημοσύνη στους φτωχούς, και το υπόλοιπο να το ξοδέψει για την ανέγερση μοναστηριού.
Το λογισμό του ο Μάλχος φανέρωσε στο γέροντά του. Εκείνος όμως τον συμβούλεψε να μην πραγματοποιήσει το σχέδιό του, γιατί το θεωρούσε πνευματικά ασύμφορο και βλαβερό. Τον βεβαίωνε μάλιστα πως ένας τέτοιος λογισμός ήταν καθαρά δαιμονικός.
Μα – αλίμονο! – ο Μάλχος δεν πείστηκε στα λόγια του πνευματικού του πατέρα. Χωρίς την ευλογία του, εγκατέλειψε το μοναστήρι και πήγε στην Έδεσσα5 της Μεσοποταμίας. Εκεί έμεινε για λίγο, περιμένοντας να βρει κι άλλους ταξιδιώτες. Ήθελε να ταξιδέψει μαζί τους, γιατί φοβόταν μη συναντήσει στο δρόμο Σαρακηνούς.6 Πραγματικά, μαζεύτηκαν γύρω στα εβδομήντα άτομα και ξεκίνησαν.
Καθώς προχωρούσαν όμως, φάνηκε ξαφνικά έν’ ασκέρι Σαρακηνών!
Ρίχτηκαν στους οδοιπόρους και τους αιχμαλώτισαν όλους. Το Μάλχο, μαζί με τη γυναίκα, τον πήρε δούλο ένας μαύρος Αιθίοπας.
Ο Αιθίοπας πρόσταξε τους σκλάβους του ν’ ανεβούν κι οι δύο μαζί σε μια γοργοπόδαρη καμήλα. Ανέβηκαν και ξεκίνησαν. Η καμήλα όμως έτρεχε τόσο πολύ, που ο Μάλχος και η γυναίκα κινδύνευαν να γκρεμιστούν. Έτσι αναγκάστηκαν να σφιχταγκαλιαστούν για να κρατηθούν καλύτερα πάνω στο ζώο.
Αλλά δεν ήταν μόνο τούτο το κακό που βρήκε το Μάλχο, σαν καρπός της παρακοής του. Στο δρόμο, όταν στάθηκαν για φαγητό, ο ταλαίπωρος μοναχός αναγκάστηκε από τον Αιθίοπα να φάει κρέας. Κρέας καμήλας.
Έφτασαν επιτέλους στο σπίτι του αφέντη τους. το Μάλχο τον παρέλαβε η γυναίκα του Αιθίοπα και τον πρόσταξε να της κουβαλάει νερό, να πετάει τα σκουπίδια και, γενικά, να κάνει από το πρωί ως το βράδυ χίλιες δυο δουλειές.
Αργότερα τον πήρε ο κύριός του και τον έβαλε να βόσκει πρόβατα. Σ’ αυτή τη διακονία ο Μάλχος ήταν πιο ελεύθερος και ξεκουράστηκε λίγο από τις αγγαρείες της κυρίας του. Για να παρηγορηθεί, συλλογιζόταν τις μεγάλες μορφές της Παλαιάς Διαθήκης, τον πατριάρχη Ιακώβ με τους γιους του και το βασιλιά Δαβίδ, που ήταν κι αυτοί ποιμένες προβάτων.
Ο Μάλχος έδειχνε εξαιρετική επιμέλεια σ’ όλες τις εργασίες που του ανέθεταν. Ο αφέντης του ήταν πολύ ευχαριστημένος, και συλλογιζόταν με τι τρόπο να τον αμείψει. Σκέφτηκε λοιπόν να παντρέψει με τη γυναίκα που είχε αιχμαλωτίσει μαζί του.
Κάλεσε το Μάλχο και του ανακοίνωσε την απόφασή του. Ο δύστυχος μοναχός τα χρειάστηκε. Άρχισε να μασάει τα λόγια του και να φέρνει δικαιολογίες, ζητώντας αναβολή χρόνου. Εξήγησε στον κύριό του πως δε μπορούσε να παντρευτεί, γιατί ήταν μοναχός. Αλλά και η γυναίκα, καθώς γνώριζε, είχε νόμιμο σύζυγο. Έτσι εμποδίζονταν κι οι δυο να συνάψουν γάμο.
Εξαγριώθηκε ο Αιθίοπας, σαν άκουσε τις αντιρρήσεις του Μάλχου. Τράβηξε το σπαθί του και απείλησε πως θα του πάρει το κεφάλι την ίδια στιγμή.
Ο Μάλχος γευόταν τώρα τους θανατηφόρους καρπούς της παρακοής στον πνευματικό του πατέρα. Τρομοκρατήθηκε. Θέλοντας και μη, παντρεύτηκε τη γυναίκα, αποφασισμένος όμως να βάλει τέρμα στη ζωή του καλύτερα, παρά να έρθει σε σαρκική σχέση μαζί της.
Ευτυχώς η γυναίκα εκείνη ήταν εξαίρετη, φρόνιμη και συνετή. Βλέποντας την αφόρητη θλίψη και ανησυχία του Μάλχου, φοβήθηκε μη φτάσει και στο θάνατο ακόμα. Γιαυτό του πρότεινε φανερά μεν να ζουν σαν σύζυγοι – για να μην υποψιαστεί τίποτα ο Αιθίοπας και τους κάνει κακό – , κρυφά όμως να φυλάξουν καθαρότητα και αγνεία.
Ο Μάλχος ανακουφίστηκε με την πρόταση της καλής γυναίκας. Μολαταύτα ο νους του γύριζε συνέχεια στο μοναστήρι του. Θυμόταν με πόνο την καθαρή και άγια ζωή που ζούσε εκεί. Έψαχνε λοιπόν ευκαιρία για να δραπετεύσει.
Η γυναίκα κατάλαβε την πρόθεσή του, και τον παρακαλούσε να την πάρει μαζί του και να την οδηγήσει σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι, για να γίνει κι αυτή μοναχή. Ο Μάλχος της το υποσχέθηκε.
Εκεί κοντά ήταν ένα μεγάλο ποτάμι, που δυσκόλευε την απόδρασή τους, γιατί έπρεπε να το διαβούν. Κατασκεύασαν λοιπόν δυο δερμάτινους ασκούς, και μια σκοτεινή νύχτα κίνησαν για το ποτάμι. Πήραν από έναν ασκό ο καθένας κι έπεσαν στο νερό. Χρησιμοποιώντας τους ασκούς σα σχεδίες και τα πόδια τους σαν πηδάλια, κατάφεραν να φτάσουν στην αντίπερα όχθη. Μόλις πάτησαν στη γη, ευχαρίστησαν το Θεό κι άρχισαν χωρίς καθυστέρηση την οδοιπορία.
Νύχτα – μέρα προχωρούσαν, κοιτάζοντας κάθε λίγο προς τα πίσω.
Και να! Βλέπουν ξαφνικά δυο καμήλες να τους πλησιάζουν γοργά. Ήταν ο αφέντης τους, ο Αιθίοπας, μαζί μ’ ένα δούλο του! Τους καταδίωκαν, κρατώντας στα χέρια τους γυμνά σπαθιά.
Όσο μίκραινε η απόσταση που τους χώριζε, τόσο ο φόβος τρέλαινε το Μάλχο και τη γυναίκα.
Ο Θεός όμως έκανε το θαύμα του.
Εκεί που έτρεχαν, χωρίς ελπίδα πια, βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα τεράστιο σπήλαιο.
Χώθηκαν μέσα. Μα τι να δουν! Μια λέαινα με το μικρό της! Η σπηλιά ήταν φωλιά λιονταριών.
Τρόμος τους κυρίεψε: Μέσα τα θηρία… Έξω ο Αιθίοπας… Ήταν καταδικασμένοι!
Σφραγίστηκαν με το σημείο του σταυρού και ζάρωσαν σε μια γωνιά, περιμένοντας πικρό θάνατο.
Στο μεταξύ ο Αιθίοπας κι ο δούλος του σταμάτησαν και ξεπέζεψαν. Έδεσαν τις καμήλες λίγο πιο πέρα και πλησίασαν με τα σπαθιά υψωμένα. Ο δούλος μπήκε στη σπηλιά για ν’ αναγκάσει τους φυγάδες να βγουν, ενώ ο Αιθίοπας στάθηκε στην έξοδό της για να τους πάρει τα κεφάλια μόλις θα ξεμύτιζαν.
Δεν πρόλαβε όμως ο δούλος να μπει καλά – καλά μέσα, και η λέαινα πήδηξε πάνω του, έχωσε τα δόντια της στο λαιμό του και τον έπνιξε. Τον άρπαξε μετά και τον έσυρε στο βάθος της σπηλιάς.
Ο Μάλχος και η γυναίκα παρακολούθησαν τη σκηνή, άφωνοι και κοκαλωμένοι, δοξάζοντας ενδόμυχα το Θεό για την επέμβασή Του.
Στο μεταξύ ο Αιθίοπας, νομίζοντας πως οι φυγάδες αντιστέκονται στο δούλο και δε βγαίνουν έξω, χώθηκε αγριεμένος στη σπηλιά, χωρίς ν’ αφήσει το γυμνό σπαθί από το χέρι. Μόλις όμως έκανε δυο βήματα – ώ του θαύματος! – η λέαινα ρίχτηκε αστραπιαία και σ’ αυτόν και τον ξέσκισε.
Ο Μάλχος και η γυναίκα δόξασαν πάλι τον Κύριο. Δεν ήξεραν, μολαταύτα, αν έπρεπε να χαρούν ή να θρηνήσουν, μια και πίστευαν πως τώρα πια είχε έρθει η σειρά τους να κατασπαραχτούν από τη λέαινα. Αυτή όμως, χωρίς να τους δώσει καμιά σημασία, πήρε το λιονταράκι της, βγήκε ήσυχα από το σπήλαιο κι εξαφανίστηκε!
Τρελοί από χαρά, βγήκαν κι αυτοί.
Βρήκαν τις καμήλες δεμένες και φορτωμένες με τροφές και νερό. Έφαγαν, δυνάμωσαν, και με δάκρυα ευγνωμοσύνης ευχαρίστησαν τον Κύριο για το απίστευτο θαύμα της σωτηρίας τους.
Ανέβηκαν έπειτα στις καμήλες, πέρασαν την έρημο και, ύστερα από δεκαήμερο ταξίδι, έφτασαν σε μια πόλη. Ο διοικητής της τους έστειλε στο δούκα7 της Μεσοποταμίας, που τους περιποιήθηκε με φιλοφροσύνη, εξαγόρασε τις καμήλες και τους άφησε να φύγουν.
Ο Μάλχος τότε οδήγησε τη γυναίκα σ’ ένα γυναικείο ασκητήριο και την άφησε εκεί, προσφέροντας, και χρήματα αρκετά. Ο ίδιος έφυγε και γύρισε στο μοναστήρι του.
Ο γέροντάς του είχε πια κοιμηθεί. Διηγήθηκε στους άλλους πατέρες τις συνέπειες της παρακοής του, κι έμεινε οριστικά πια στη μετάνοιά του, ευχαριστώντας το Θεό, που τον λύτρωσε από τόσους κινδύνους. Έζησε αρκετά χρόνια ακόμα, ευαρεστώντας τον Κύριο με την ενάρετη πολιτεία του, και κατόπιν έφυγε για τα αιώνια σκηνώματα τ’ ουρανού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1. Η διήγηση δεν περιέχεται στο Μηναίο. Τη μεταφέρουμε διασκευασμένη από το Μεγάλο Συναξαριστή (βλ. Βίκτωρος Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας τ. Γ’ {Μάρτιος} Αθήναι 1960, σελ. 442- 445).
2. Μαρώνεια ή Μαρωνιά: Πόλη της Συρίας στην περιοχή της Χαλκιδικής, νότια της Χαλκίδας (σημερ. Κιννεσρίν). Αναφέρεται από τον Πτολεμαίο (Γεωγρ. V 14, 14). Σώζονται ερείπιά της. Στη θέση της βρίσκεται σήμερα το χωριό Μααρά.
3. Αντιόχεια η Μεγάλη ή επί Ορόντου ή επί Δάφνη: Η μεγαλύτερη από τις εικοσιτρείς(!) Αντιόχειες που ίδρύσαν ή μετονόμασαν οι Έλληνες ηγεμόνες της Συρίας, και μία από τις δεκαέξι που ίδρυσε ο Σέλευκος Α’ (305-281 π. Χ.). Απλωνόταν ανάμεσα στον ποταμό Ορόντη και το βουνό Σίλπιο. Γρήγορα αναπτύχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, κι έγινε ξακουστή για τη μεγαλοπρέπεια και την ευημερία της. Γνώρισε πολλές καταστροφές από σεισμούς και επιδρομές (Περσών, Αράβων, Φράγκων, Τούρκων), κι έτσι, από το 13ο αι., έπεσε σε παρακμή. Σήμερα ανήκει στο τουρκικό κράτος και ονομάζεται Αντάκεια.
Στην Αντιόχεια ιδρύθηκε η πρώτη σημαντική χριστιανική Εκκλησία μετά τη διασπορά των αγίων αποστόλων, που ακολούθησε το διωγμό του αγίου Στεφάνου. Οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας κήρυξαν εκεί για ένα χρόνο μ’ εντυπωσιακά αποτελέσματα. Στην Αντιόχεια για πρώτη φορά οι πιστοί ονομάστηκαν Χριστιανοί. Αρχαία τοπική παράδοση, πάντως, θεωρεί τον απόστολο Πέτρο σαν ιδρυτή της Αντιοχειανής Εκκλησίας και επίσκοπό της για εφτά χρόνια.
Στα χρόνια των διωγμών η Αντιόχεια ανέδειξε πολλούς μάρτυρες, με κορυφαίους τους επισκόπους της άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο (+γύρω στο 110) και άγιο Βαβύλα (+251).
Στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (451) ο επίσκοπος Αντιοχείας ονομάστηκε αρχιεπίσκοπος, όπως ο Ρώμης και ο Αλεξανδρείας, αργότερα όμως επικράτησε να ονομάζεται πατριάρχης, όπως και οι άλλοι δύο. Ο λς’ κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου (692) τοποθετεί το θρόνο της Αντιόχειας στην τέταρτη θέση των πρεσβείων τιμής, μετά τους θρόνους Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας.
Η Αντιόχεια δοκιμάστηκε φοβερά από την αρειανική αίρεση. Ο επίσκοπός της άγιος Μελέτιος (361-381) χρημάτισε πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (381), που καταδίκασε οριστικά τον αρειανισμό.
Στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αι. η Αντιόχεια γίνεται κέντρο σπουδαίας θεολογικής κινήσεως, της οποίας δύο επιφανείς εκπρόσωποι, ο ιερός Χρυσόστομος και ο Νεστόριος (ο κατοπινός αιρεσιάρχης), προσκλήθηκαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Τον 6ο και 7ο αι. η πόλη γίνεται θέατρο μαχητικών αντιπαραθέσεων ορθοδόξων και μονοθελητών, που είχαν σαν αποτέλεσμα το διχασμό του λαού. Τόσο το γεγονός αυτό, όσο και η αποδεκάτιση του πληθυσμού από τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιδρομές και κατακτήσεις, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της σημασίας της Αντιόχειας ως ορθοδόξου κέντρου, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την κατερείπωσή της από τους Μαμελούκους το 1268. Από το 1531 ο πατριάρχης Αντιοχείας μετέφερε οριστικά την έδρα του στην Δαμασκό, όπου παραμένει μέχρι σήμερα.
4. Δεν είναι τυχαίο που ο Μάλχος πήγε στην Ιβηρία (Γεωργία). Από τον 4ο αι. η Εκκλησία και η περιοχή της Αντιόχειας είχαν στενούς δεσμούς με την Ιβηρία, αφού, κατά την παράδοση, με εντολή του αυτοκράτορα αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου πήγε και έδρασε εκεί ο Αντιοχείας Ευστάθιος, που χειροτόνησε και τον πρώτο επίσκοπο Ιβηρίας ανάμεσα στα 325 και 330. (Βλασ’. Φειδά, Το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας Γεωργίας, Αθήναι 1980, σελ. 11, σημ. 3).
5. Έδεσσα: Αρχαιότατη πόλη της βόρειας Μεσοποταμίας, μητρόπολη της επαρχίας Οσροηνής. Η ονομασία Έδεσσα της δόθηκε από το Σέλευκο Α’ (που την αναστήλωσε το 303 π. Χ.), επειδή είχε πολλά νερά και πλούσια βλάστηση, όπως η ομώνυμη μακεδονική πόλη. Από το 132 π. Χ. μέχρι το 217 μ. Χ. στην Έδεσσα και σ΄ όλη τη γύρω περιοχή κυριαρχούσε ναβαταία βασιλική δυναστεία. Το 206 ο βασιλιάς Άβγαρος Θ’ δέχτηκε επίσημα το Χριστιανισμό, που είχε κηρυχθεί στην πόλη από τους αποστολικούς ήδη χρόνους. Το 217 έγινε ρωμαϊκή επαρχία και ένα από τα κυριότερα οχυρά των ανατολικών συνόρων της αυτοκρατορίας. Τον 4ο αι. ολόκληρη η πόλη ήταν χριστιανική. Τότε άνθησε και η περίφημη θεολογική σχολή της, που οφείλει τη φήμη της κυρίως στον όσιο Εφραίμ το Σύρο (306- 373). Ο όσιος Εφραίμ μετέφερε τη σχολή του από τη Νίσιβη στην Έδεσσα, όταν η πρώτη παραχωρήθηκε στους Σασσανίδες από τον αυτοκράτορα Ιοβιανό (363). Αργότερα όμως η σχολή ακολούθησε το νεστοριανισμό, γι’ αυτό και κλείστηκε το 489 από τον επίσκοπο Κύρο Β’ (471-498). Ο νεστοριανισμός επικράτησε οριστικά στην περιοχή τον 6ο και 7ο αι.
Στη διάρκεια της ιστορίας της η Έδεσσα έπεσε στα χέρια πολλών κατακτητών (Πάρθων, Ρωμαίων, Αράβων, Φράγκων, Τούρκων). Σήμερα βρίσκεται στα όρια του τουρκικού κράτους και ονομάζεται Ούρφα.
6. Σαρακηνοί (από την αραβική λέξη σαράγκ {πληθ. σαραγκίν}= ληστής). Νομαδικός λαός της ΒΔ Αραβίας. Στους βυζαντινούς συγγραφείς με το όνομα αυτό δηλώνονται οι Άραβες, και γενικά οι μουσουλμάνοι, που επιδίδονταν στη ληστεία και την πειρατεία.
7. Ο δουξ (λατ. dux) ήταν στους βυζαντινούς χρόνους (από τον 11ο αι.) πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής μιας επαρχίας («θέματος»).

Από το βιβλίο: Διηγήσεις φοβερές και ωφέλιμες: Από τα Μηναία της Εκκλησίας μας – Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.