Σκυλιά θαυμαστές και, τα κοράκια και η Θεία Μέριμνα – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Σκυλιά θαυμαστές

Ο Γέρων Σεβαστιανός (κατά κόσμον Στέφανος) γεννήθηκε στα 1884 στην ρωσσική επαρχία Ορέλ. Στα 19 του χρόνια πήγε στο Μοναστήρι της Όπτινα, όπου ανέπτυξε τα πνευματικά χαρίσματα που είχε εκ γενετής και δέχθηκε κι άλλα, όπως αυτό της πραότητας, της διορατικότητας, της ενοράσεως και της ελεημοσύνης.

Το 1933 συνελήφθη από τους κομμουνιστές και πέρασε δέκα χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στην Σιβηρία. Μετά την αποφυλάκισί του, έζησε σ’ ένα μικρό σπίτι σε κάποιο προάστιο της Καραγκάντα. Σχεδόν όλοιο όσοι ζούσαν στην περιοχή αγαπούσαν και τιμούσαν τον Γέροντα Σεβαστιανό και πίστευαν πολύ στην δύναμι της προσευχής του.

Δεν τον τιμούσαν όμως μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα. Όταν περπατούσε με το ελαφρύ και γοργό βήμα του στα σοκάκια του χωριού, αυτό το μικρόσωμο γεροντάκι, χωμένο στο μακρύ, μαύρο παλτό του και τον μαύρο σκούφο του, όλα τα σκυλιά σέρνονταν κάτω από τους φράκτες των σπιτιών για να τον δουν. Έτρεχαν γρήγορα, όσο μπορούσαν πιο γρήγορα, μήπως περάσει και δεν τον προλάβουν. Αν οι χαραμάδες του φράκτη ήταν στενές και δεν μπορούσαν να συρθούν ανάμεσά τους, μόλις μύριζαν από μακριά τον Γέροντα, έσκαβαν στα γρήγορα μια τρύπα κάτω από τον φράκτη, ίσα – ίσα να χωρέσουν τα κεφαλάκια τους. Και κάθονταν εκεί, με την κοιλιά ακουμπισμένη στο χώμα, περιμένοντάς τον να φανή.

Εκεί που τα σπίτια είχαν χαμηλούς φράκτες, όταν ερχόταν η ώρα, τα σκυλιά πηδούσαν από επάνω τους με φόρα και ύστερα κάθονταν ήσυχα, μπροστά στις πόρτες των σπιτιών, περιμένοντας. Δεν έτρεχαν μέσα στον δρόμο, ούτε γαύγιζαν στους περαστικούς. Απλώς κάθονταν ήσυχα και ακολουθούσαν με το βλέμμα τους, μέχρι που χανόταν στο τέλος του δρόμου ο Γέροντας!
ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Τα κοράκια και η Θεία Μέριμνα

Ο σύγχρονος Γέρων Κούκσα (1875 – 1964), αφού έζησε κάποια χρόνια στο Άγιον Όρος, εγκατεστάθη στην Κριμαία. Όταν ξέσπασε η επανάστασι των Μπολσεβίκων, οι μοναχοί της Κριμαίας και του Καυκάσου υπέστησαν βάναυσους διωγμούς.

Οι στρατιώτες φόρτωσαν τον Γέροντα Κούκσα και άλλους μοναχούς σ’ ένα ατμόπλοιο για να τους πάνε στην Ρωσσία. Από εκεί τους εξώρισαν στην Σιβηρία, όπου εργάστηκαν για 25 χρόνια – όσοι, φυσικά, κατάφεραν να επιζήσουν, γιατί οι περισσότεροι δεν μπόρεσαν ν’ ανθέξουν το κρύο και την πείνα, ειδικά όταν κατασκεύαζαν το κανάλι της Άσπρης Θάλασσας.

Όταν τελείωσε η κατασκευή, ο Γέρων Κούκσα και μια ομάδα φυλακισμένων ωδηγήθηκαν στην Τάϊγκα (έρημος τόπος εκτάσεως εκατοντάδων μιλίων μόνο με χιόνι και πυκνά δέντρα στα βάθη της Σιβηρίας). Ήταν όλοι νηστικοί, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι. Γύρω τους μόνο πάγος και χιόνι. Τότε ο Γέρων Κούξα προσευχήθηκε:

-Κύριε, Συ που τα βλέπεις όλα. Συ που έθρεψες τους προφήτες Σου και δεν τους λησμόνησες. Εδώ οι δούλοι Σου πεινούν. Μην μας ξεχάσεις κι εμάς, Κύριε. Δώσε μας δύναμι στον αγώνα μας και αντοχή στο κρύο.

Μόλις τελείωσε την προσευχή του, είδε να πετά επάνω από τα κεφάλια τους ένα κοράκι. Επάνω στα φτερά του είχε ένα καρβέλι ψωμί και κάτι σαν δέμα. Αφού έκανε ένα κύκλο επάνω από τον Γέροντα, χαμήλωσε και πέταξε στα γόνατά του το δέμα. Ο Γέρων το άνοιξε. Είχε μέσα ένα χοντρό λουκάνικο, που το ζύγιζε επάνω από ένα κιλό. Ευχαρίστησε τον Κύριο και έτρεξε να μοιράση το λουκάνικο και το ψωμί σε όλους.

Πέρασαν τρεις ημέρες. Οι κρατούμενοι συνέχισαν να εργάζωνται στο χιόνι και στην παγωνιά. Ήταν εξαντλημένοι και πεινασμένοι. Τροφή τους ήταν μόνο ένα μικρό κομματάκι ψωμί, που τους έδιναν κάθε πρωί. Αν δεν τους ενίσχυε ο Θεός, κανείς δεν θα είχε επιβιώσει. « Ο Κύριος δεν ξεχνά τους αμαρτωλούς», σκεπτόταν ο Γέρων Κούκσα, όταν άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο. Σε κοντινή απόστασι από τους κρατουμένους, ένα αυτοκίνητο ξεφόρτωνε πιροσκί και τρόφιμα για τους εθελοντές. Τα πιροσκί προορίζονταν μάλλον για το βραδινό τους.

Ξαφνικά φάνηκαν στον ουρανό μερικά κοράκια και ώρμησαν επάνω στα τρόφιμα, αρπάζοντάς τα με τα γαμψά τους νύχια. Ένα απ’ αυτά πήγε και στάθηκε επάνω από το κεφάλι του Γέροντα. Κουβαλούσε δύο πίττες στο ένα του φτερό και τρεις στο άλλο. Τις άφησε όλες να πέσουν στα γόνατά του. Μερικοί στρατιώτες πήγαν τρέχοντας να τις πάρουν πίσω. Ένας απ’ αυτούς, με το όπλο στο χέρι, πλησίασε τον Γέροντα.

-Πάρτες, του είπε πρόθυμος εκείνος. Δεν ζήτησα εγώ από το κοράκι να μου τις φέρη.

Ο στρατιώτης έμεινε να τον κοιτάζη για κάμποση ώρα σαστισμένος και τελικά έφυγε. Προφανώς είχε εννοήσει την μέριμνα του Θεού. Προς το τέλος της ημέρας ο στρατιώτης πλησίασε ξανά τον Γέροντα ζητώντας του να κουβεντιάσουν.

-Δεν είσαι συνηθισμένος άνθρωπος, του είπε και βγάζοντας από την τσέπη του λίγο ψωμί και ψάρι τα έδωσε στο Γέροντα, παρακαλώντας τον να τα κρύψη, γιατί απαγορευόταν να μιλούν οι στρατιώτες στους κρατουμένους.

Λίγες ώρες αργότερα ο στρατιώτης αυτός πήγε τρέμοντας να βρη και πάλι τον Γέροντα.

-Πάτερ, έλαβα ένα τηλεγράφημα. Η κόρη μου πεθαίνει και το σπίτι μου είναι πολύ μακριά. Αεροπλάνα δεν υπάρχουν, του είπε κλαίγοντας.

Ο Γέρων Κούκσα τον ευλόγησε και είπε:

-Πήγαινε παιδί μου, θα προλάβης. Η κόρη σου θα ζήση, αν δώσεις όρκο στον Θεό να διορθώσης την ζωή σου και να γίνης Χριστιανός.

Ο στρατιώτης γονάτισε μπροστά του και, προσκυνώντας τον, υποσχέθηκε ότι θα κάνη αυτό που του υπέδειξε ο Γέροντας.

Λίγο καιρό αργότερα, επειδή ο Κύριος δεν λησμονεί τους δούλους Του, ο Γέρων Κούκσα αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στο Κίεβο.
ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Και εποίησεν Ηλιού κατά το ρήμα Κυρίου,
… και οι κόρακες έφερον αυτώ άρτους
το πρωί και κρέα το δείλης.
ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ, 17:5-6

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων. Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.