Ανεμοδαρμένη – Μακαριστής Μοναχής Πορφυρίας.

Είναι πρωί, δεν έχω όρεξη για δουλειά. Σηκώθηκα από το κρεβάτι βαριεστημένα, έφτιαξα τον καφέ μου, ήπια δυο γουλιές, μα και αυτό το βαριόμουν, δεν ήξερα τι ήθελα. Άκεφα ντύθηκα, πήρα τον καφέ μου και μπήκα στο ταξί. Πέρασα από το λιμάνι του Πειραιά, συνέχισα προς τη Βασιλέως Γεωργίου, έστριψα στη Λεωφόρο Λαμπράκη και συνέχισα για τη Λεωφόρο Ποσειδώνος. Στο ύψος του Φλοίσβου με σταματάει μια κυρία γύρω στα πενήντα.
Όπως την κοιτούσα, μου φάνηκε πως ήταν πολύ φτωχή. Είπα• εσένα θα σε πάω χωρίς χρήματα, όπου κι αν πας. Σταμάτησα. Η κυρία μπήκε.
-Θα με πάτε στο Καλαμάκι;
-Θα σας πάω, της απαντώ.
Ύστερα από λίγο με ρωτάει:
-Μπορώ να ανάψω ένα τσιγάρο;
-Ελάτε μπροστά όμως.
-Εντάξει!
Η κυρία ήρθε μπροστά, γύρισα και την κοίταξα- είχε γένια και μουστάκι. Έτσι όπως ήταν, μου ήρθε να γελάσω, όμως συγκρατήθηκα. Ξεκίνησα- ταξίμετρο δεν έβαλα- μου λέει η κυρία:
-Το ρολόι δεν το βάλατε να γράφει;
-Θα σας πάω χωρίς χρήματα, της απαντώ κοφτά- δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Όμως εκείνη είχε, γιατί στρίβο¬ντας την Καλαμακίου αρχίζει:
-Εγώ έζησα και μεγάλωσα σε Ορφανοτροφείο. Οι γονείς μου σκοτώθηκαν σε τροχαίο, όταν ήμουν μικρή. Και να ήξερες τι πέρασα στο Ορφανοτροφείο!
Η κυρία μού προκάλεσε το ενδιαφέρον.
-Τι περάσατε;
-Τα πάθη του Χριστού!
-Δηλαδή;
-Όλοι εκεί μέσα φέρονταν άσχημα σε εμάς τα παι¬διά. Μας έδερναν, μας ταπείνωναν, μας έβαζαν να κάνου¬με πολλές και σκληρές δουλειές.
-Τι λέτε, κυρία μου, αυτά γίνονται στα ορφανοτροφεία;
-Αυτά! Και στα δεκάξι μου με έδιωξαν από εκεί μέσα.
-Και πού πήγατε;
-Ήμουνα στο δρόμο, κοιμόμουν στα παγκάκια, γνώ¬ρισα κάποιον, έμεινα έγκυος και θα παντρευόμασταν όμως σκοτώθηκε με το μηχανάκι του, πριν γεννήσω.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, ορφανό κι αυτό το παι¬δί! μονολόγησα.
-Γέννησα ένα αγόρι. Ήθελαν να μου το πάρουν, αλλά εγώ δεν το έδωσα. Πήγα να βρω δουλειά σε αυτά τα γραφεία που σου βρίσκουν, ξέρεις, ε;
-Ναι, ξέρω- λοιπόν;
-Εκεί με είδε κάποιος, του άρεσα, γιατί ήμουν πολύ όμορφη και είχα και ωραία φωνή. Με έκανε τραγουδί¬στρια και με υποχρέωνε να κάνω και βίζιτες. Όμως κουράστηκα και στα σαράντα μου χρόνια χάλασε η φωνή μου και με έκανε μόνο πόρνη!
-Το παιδί σου πού το είχες;
-Μου το μεγάλωνε μια γειτόνισσα, την πλήρωνα βέβαια. Όμως από τη στενοχώρια μου, σάλεψε το μυαλό μου. Αυτός με πήγε στο Δαφνί, το τρελάδικο, το ξέρεις;
-Το ξέρω.
-Ε, εκεί με πήγε και με παράτησε. Έμεινα εκεί μέσα πέντε χρόνια. Άλλη ταλαιπωρία. Μου έκαναν πολλά ηλεκτροσόκ, μου έδωσαν πολλά χάπια και πολλά άλλα μου έκαναν εκεί μέσα… Τι να σου λέω τώρα!
-Και ποιος σε έβγαλε από εκεί;
-Αυτοί! Οι γιατροί με βαρέθηκαν και με έβγαλαν.
-Πόσο καιρό είσαι έξω;
-Ένα χρόνο πρέπει να’ μαι.
-Και πού μένεις;
-Όπου βρω.
-Το παιδί σου πού είναι;
-Με έχει εγκαταλείψει πολλά χρόνια. Έμαθε τι κάνω και δεν με θέλει. Να, εδώ σταμάτα, καλά είσαι. Είπες θα με πάς τσάμπα, ε;
-Έτσι είπα.
-Άντε, γεια σου τώρα.
-Γεια σου.
Πώς ανεμοδέρνεται ο άνθρωπος χωρίς οικογένεια, χωρίς αγάπη, χωρίς Θεό!!!

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Κατηγορίες: Γενικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.