Τα ψυλά βουνά: Επίμετρο: Οι τρεις φωτιές – Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου.

Επίμετρο

«Το αναγνωστικό αυτό διαφέρει από κάθε άλλο που μπήκε ως τώρα στο δημοτικό σχολείο, όσο η αυγή από τη νύχτα». Με αυτά τα λόγια υποδεχόταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, στη Διάπλαση των Παίδων το 1919, τα Ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Αυτό το κλασικό νεοελληνικό ανάγνωσμα, που κλείνει εφέτος 95 χρόνια διαρκούς παρουσίας στα ελληνικά γράμματα, εμφανίστηκε το 1918 ως αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (1917-1920) του Ελευθέριου Βενιζέλου, η οποία πρωτοκαθιέρωνε τη χρήση της δημοτικής στο δημοτικό σχολείο.

Το βιβλίο αποτελεί θρύλο στο χώρο του εκπαιδευτικού βιβλίου όχι μόνο ως καινοτόμο και προοδευτικό εγχειρίδιο για την εποχή του αλλά και ως διαχρονικό υπόδειγμα επιτυχημένου σχολικού βιβλίου, το οποίο, μόλις ολοκλήρωσε την πορεία του ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα, ξεκίνησε μια νέα ζωή ως ελεύθερο λογοτεχνικό παιδικό ανάγνωσμα. Για να καταλάβουμε τη συμβολική σημασία του και την αντοχή του στο χρόνο, αρκεί να πούμε ότι το καλοκαίρι του 1974, όταν χρειάστηκε να αντικατασταθούν τα σχολικά βιβλία μετά την πτώση της Δικτατορίας, ήταν το αναγνωστικό που επιλέχθηκε για τη Γ’ Δημοτικού.

Οι παρεμβάσεις του 1916- 1918 «δεν συγκροτούν ¨εκπαιδευτική μεταρρύθμιση¨ με την έννοια της θεσμικής, ριζικής και γενικής μεταβολής του συστήματος» γράφει ο ιστορικός της ελληνικής εκπαίδευσης Αλέξης Δημαράς (Η ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης, Μεταίχμιο 2013, σ’ 149). Περιορίστηκαν στο επίπεδο του δημοτικού σχολείου, στη διδασκαλία της γλώσσας, στις μεθόδους και τα διδακτικά βιβλία, είχαν όμως «καταλυτική επίδραση στον προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος ίσως μεγαλύτερη και από τις εκάστοτε νομοθετημένες μεγάλες μεταρρυθμίσεις» (βλ. ό.π.).

Πίσω από τις παρεμβάσεις αυτές βρίσκονταν τρεις σημαντικές προσωπικότητες, ο κοινωνιολόγος και παιδαγωγός Δημήτρης Γληνός, ο παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος και ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ιδρυτικά μέλη και οι τρεις του Εκπαιδευτικού Ομίλου που είχε συσταθεί στην Αθήνα το 1910 με σκοπό να προωθήσει τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στα εκπαιδευτικά προγράμματα. Τις προτάσεις τους υιοθέτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος καθιερώνοντας με νόμο το 1917 την εισαγωγή της δημοτικής στο σχολείο. Οι δύο τελευταίοι συμμετείχαν στη Συντακτική Επιτροπή των Ψηλών βουνών μαζί με τον τυρναβίτη δάσκαλο Δημοσθένη Ανδρεάδη και τους λογοτέχνες Παύλο Νιρβάνα και Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ο Ξενόπουλος στη Διάπλαση των Παίδων επαινεί όλους τους συντελεστές, και ιδιαίτερα τον συγγραφέα του αναγνωστικού, «έναν από τους καλύτερους λογοτέχνες μας», τον Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 – 1940). Ο Παπαντωνίου άρχισε την καριέρα του ως δημοσιογράφος. Αρθρογραφούσε στην Ακρόπολι, στον Χρόνο, στο Σκρίπ, στο Ελεύθερο Βήμα. Μάχιμος δημοτικιστής και κριτικός, ήταν επίσης αναγνωρισμένος ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας αλλά και διακεκριμένος εικαστικός. Το 1918 ανέλαβε πρόεδρος της Εθνικής Πινακοθήκης, το 1919 συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή ενός άλλου θρυλικού εκπαιδευτικού βιβλίου της μεταρρύθμισης Βενιζέλου, του «Αλφαβηταρίου με τον Ήλιο», και το 1938 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Διαφοροποιούμενο από τον αποσπασματικό χαρακτήρα προηγούμενων αναγνωστικών, το αναγνωστικό Τα ψηλά βουνά είναι μια νουβέλα που αφηγείται τις καλοκαιρινές περιπέτειες μιας ομάδας παιδιών στα βουνά της Ρούμελης. Ύστερα από παρότρυνση του δασκάλου τους φορτώνονται προμήθειες και ανεβαίνουν στο βουνό για να περάσουν εκεί το καλοκαίρι τους. Ο πατέρας ενός από αυτά, εργολάβος ξυλείας, τους έχει χτίσει οχτώ καλύβες και τα παιδιά οργανώνονται σε μια μικρή κοινότητα. Χτίζουν, μπαλώνουν, μαγειρεύουν. Ανοίγουν δρόμους, μαθαίνουν πως αλέθει ο μύλος το σιτάρι, τι ορυκτά κρύβει μέσα του το βουνό, από πού έρχεται το νερό. Αναλαμβάνουν ρόλους, γίνονται νοσοκόμοι, δάσκαλοι, δασοφύλακες. Πιάνουν γνωριμία με τους γείτονες χωρικούς και τους τσοπάνους, και μαθαίνουν την ιστορία, τα έθιμά τους και τις λαϊκές δοξασίες τους. Μαθαίνουν να σέβονται τον άλλο και τη φύση γύρω τους. Αντιλαμβάνονται ο καθένας τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, γίνονται υπεύθυνοι και αναγνωρίζουν σιωπηρά αρχηγό τους εκείνον που αποδεικνύεται ικανότερος.

Ο Παπαντωνίου γράφει τα Ψηλά βουνά σε μια ήπια, χαριτωμένη και ζωντανή δημοτική γλώσσα. Ενσωματώνει έντεχνα στη αφήγησή του πολλά είδη λόγου: δημοτικά τραγούδια, λαϊκές ιστορίες, ποιήματα, επιστολές. Στο τέλος του βιβλίου παραθέτει τραγούδια ολόκληρα και παρτιτούρες για τη μουσική τους εκτέλεση. Εικονογραφημένα με σχέδια του συγγραφέα και εικόνες του εικαστικού Πέτρου Ρούμπου, τα Ψηλά βουνά είναι ένα σχολικό βιβλίο που εισάγει τα παιδιά όχι μόνο στον πολιτισμό του γραπτού λόγου αλλά και της εικόνας και της μουσικής.

Με μια αφήγηση απλή αλλά συναρπαστική, ο Παπαντωνίου μυεί τους μικρούς αναγνώστες του στις αρχές του σύγχρονου ανθρώπου, στις αρχές της ανεξαρτησίας και του ελεύθερου πνεύματος, της γνώσης και της δημιουργικότητας, αλλά και της πειθαρχίας, της υπευθυνότητας, της εργατικότητας, της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της προσφοράς, της αξιοκρατίας. Από τα δεκατρία νέα αναγνωστικά αυτής της μεταρρύθμισης Βενιζέλου, τα Ψηλά βουνά αποτελούν «την πιο προωθημένη, υποδειγματική από λογοτεχνική άποψη, έκφραση του τριπλού αναπροσανατολισμού της σχολικής γνώσης που επιδίωκαν οι εκφραστές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού: δημοτική γλώσσα με γραμματική και συντακτική συνέπεια, έμμεση διαπαιδαγώγηση των μαθητών σύμφωνα με τις προτροπές της Νέας Αγωγής και αστική ιδεολογία με έμφαση στον ορθό λόγο ως μέσο για την επίτευξη της συλλογικής προόδου», εκτιμά ο μελετητής Χάρης Αθανασιάδης (Καλλιτέχνες και λογοτέχνες στα αναγνωστικά, 1860 – 1960, ΜΙΕΤ, 2010, σ’ 56).

Οι προοδευτικές δυνάμεις της εποχής υποστήριξαν το νέο αναγνωστικό με άρθρα τους στον Τύπο, ανάμεσά τους ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, ο ιστορικός της λογοτεχνίας Ηλίας Βουτιερίδης και ο σοσιαλιστής Παναγής Δημητράτος. Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές κριτικές, όπως η απροσδόκητη κριτική της δημοτικίστριας Γαλάτειας Καζαντζάκη το 1919, που χαρακτηρίζει το αναγνωστικό «αναίσθητο και άψυχο» γιατί οι συντελεστές του «παραπέταξαν ως άχρηστες τις δυο έννοιες αυτές, το Θεό και το Έθνος, που μόνο μπορούσαν να του δώσουν την ανώτερη πνοή της δημιουργίας, που του λείπει».

Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920, τα βιβλία της εκπαιδευτικής του μεταρρύθμισης ξηλώνονται από τα σχολεία. Η Έκθεσις της «Επιτροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων» που υπογράφουν συντηρητικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, προτρέπει το 1921 τα βιβλία αυτά «να καώσι ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως και να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι».

Ανάμεσα σε όλα, τα Ψηλά βουνά πολεμήθηκαν με ιδιαίτερο μένος ως ανάγνωσμα που υπονομεύει τη γλώσσα, την πατρίδα, τη θρησκεία, την οικογένεια και χαρακτηρίζει από «επιτετηδευμένην ατημελησίαν του λόγου και προπετή καταφρόνησιν του συνήθους τρόπου της εκφράσεως». Το βιβλίο υπερασπίστηκαν με σειρά άρθρων στην εφημερίδα Νέα Ελλάς ο δημοτικιστής παιδαγωγός Κώστας Σωτηρίου και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στο άρθρο του «Πριν καούν – Η αλήθεια για τα αναγνωστικά της δημοτικής» (Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1921, σ’ 177-322).

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης μοιάζει, όπως έχει πει ο Αλέξης Δημαράς, ένα διαρκές τανγκό με βήματα προόδου και βίαιες οπισθοδρομήσεις. Με την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία, τα Ψηλά βουνά ξαναμπαίνουν στα σχολεία, σε τέταρτη έκδοση, το 1929 και, σε πέμπτη έκδοση, το 1933, με τη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου. ανεξάρτητα όμως από την εκδοτική πορεία τους, το σημαντικό είναι ότι από τον πρώτο καιρό που κυκλοφόρησε το βιβλίο αγαπήθηκε από τα παιδιά και, όπως σημειώνει ο παιδαγωγός Κ. Μ. Μαλαφάντης, «καταξιώθηκε απόλυτα στη συνείδηση των εκπαιδευτικών της πράξης» («Η προσφορά του Ζαχαρία Παπαντωνίου στην παιδική λογοτεχνία και την εκπαίδευση», περ. Διαβάζω, τχ. 285, 1992, σελ. 90).
Λαμπρινή Κουζέλη.

Οι τρεις φωτιές

Βραδιάζει. Τι λαμπρή φωτιά είναι αυτή που φάνηκε στο βουνό!
Πρώτος ο Φάνης την είδε. Πρώτος αυτός βλέπει τις ομορφιές της γης και τ’ ουρανού, και τις δείχνει στ’ άλλα παιδιά: τον ήλιο που βασιλεύει, τα σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό, το άστρο που καθρεφτίζεται στο ρυάκι.
«Κοιτάτε, είπε, μια φωτιά εκεί απάνω!» κι έδειξε τη φωτιά στα δυο παιδιά που ήταν μαζί του, στο Μαθιό και στον Κωστάκη.
Κάθονταν κι οι τρεις αυτή την ώρα στο πεζούλι της εκκλησίας. Ήταν κουρασμένοι από το πολύ παιχνίδι. Είχαν διακοπές.
«Ναι, αλήθεια, μια φωτιά!» είπαν οι άλλοι δυο.
«Πώς λάμπει!» είπε ο Φάνης. «Σαν το χρυσάφι».

Τα παιδιά την κοίταζαν και ρωτούσαν το ένα το άλλο: ποιός τάχα την άναψε; Μήπως οι τσοπάνηδες που βόσκουν τα κοπάδια; Μήπως οι λοτόμοι, που κόβουν τα δέντρα με τα τσεκούρια; Ή μήπως κανένας που πήγε να προσκυνήση στον Άι – Λιά; Κάπου εκεί κοντά είναι αυτό το μοναστήρι.
«Μπορεί να μην την άναψαν άνθρωποι» είπε ο Κωστάκης.
-«Τότε ποιος;»
-«Μπορεί να την άναψε ο Αράπης».
-«Και τί είναι αυτός ο Αράπης;» ρώτησαν οι άλλοι δυο.
-«Είναι ένας μεγάλος αράπης, που έχει τη σπηλιά του εκεί απάνω σ’ ένα βράχο. Στη μέση στο βουνό λένε πως είναι αυτός ο βράχος».
-«Σώπα, καημένε Κωστάκη» λέει ο Μαθιός. «Το πιστεύεις εσύ; Εγώ δεν το πιστεύω. Ποιός το είδε;»
-«Το έλεγε η γιαγιά μου».
-«Και πού το ξέρει αυτή»;
-«Είναι πολύ γριά η γιαγιά μου».
Όσο νύχτωνε, τόσο έλαμπε αυτή η φωτιά˙ κι όσο έλαμπε, τόσο ο Κωστάκης πίστευε τη γιαγιά του.
Ο Μαθιός δεν πίστευε τίποτα. Ήταν βέβαιος πως τη φωτιά την είχε ανάψει ο τσοπάνης.
Ο Φάνης δε μιλούσε.

«Φάνη! Φάνη! Τρεις φωτιές, τρεις φωτιές!»
Έτσι ακούστηκαν να φωνάζουν δυο παιδιά, που έτρεχαν κατά το μέρος εκείνο για να βρούνε το Φάνη.
Ο Φάνης τις είχε ιδεί εκείνη τη στιγμή. Στη μια φωτιά κοντά είχαν ανάψει κι άλλες δύο. Τρεις χρυσές φωτιές έλαμπαν αραδιασμένες στο βουνό, που δε φαίνεται πια παρά σα θεόρατος γαλανός ίσκιος απάνω στον ουρανό.
Ο Φάνης τις κοίταζε με θαυμασμό.
«Ποιός τις άναψε;» ρωτά και πάλι ο Μαθιός. «Τί λες εσύ, Φάνη;»
Ο Φάνης απάντησε:
«Να ήμαστε εκεί απάνω!».

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.