Το γράμμα του Αντρέα – Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου.

Και τάχα δεν μπορούσαν να είναι κι αυτοί εκεί ψηλά;
Πολλές φορές ο δάσκαλος τους είχε πει στο μάθημα, πως τα παιδιά που είναι στην τελευταία τάξη του ελληνικού, μπορούν να πάνε μόνα τους στο βουνό. Πώς άμα έχουν θάρρος και πειθαρχία, μπορούν να κατοικήσουν μόνα τους εκεί ένα δυο μήνες. Φτάνει να έχουν την άδεια του πατέρα τους, την κατοικία και την τροφή.
«Πόσα πράματα, τους είπε, θα μάθετε όταν πάτε τόσο ψηλά! Ούτε το βιβλίο μπορεί να σας τα πη ούτε γω». Κι έφυγε για την πατρίδα του, για να περάση τις διακοπές. Ήταν βέβαιος πως άμα θέλουν τα παιδιά, θα το κατορθώσουν.

Τα παιδιά παρακάλεσαν τους γονείς τους, να τους αφήσουν να πάνε. Εκείνοι αντιστάθηκαν στην αρχή.
«Πού ξέρομε, είπαν, τί θα κάμετε τόσο μακριά; Τάχα θα μπορήτε να βρίσκετε ό,τι σας χρειάζεται; Θα φροντίζη ο ένας για τον άλλο; Θα είστε αχώριστοι;».
Υποσχέθηκαν πως και τα εικοσιπέντε παιδιά θα είναι σαν ένας. Μα ύστερα οι δικοί τους ρώτησαν:
«Πού θα βρήτε τις καλύβες να καθίσετε;».
Ήταν η πρώτη δυσκολία. Ύστερα τους είπαν.
«Πού θα βρίσκετε την τροφή για να ζήτε τόσο μακριά;».
Μπροστά στις δυο δυσκολίες τα παιδιά σταμάτησαν, άφησαν το ταξίδι γι άλλη φορά.
Και κείνο που μένει για άλλη φορά σπάνια γίνεται.

Ένας όμως μαθητής, ο Αντρέας, προσπάθησε να κάμη αυτός μόνος, εκείνο που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν.
Ήταν το παιδί που τολμούσε. Ο Αντρέας κυνηγούσε πιο πολύ τα δύσκολα παρά τα εύκολα. Δεν τον θυμούνται να δείλιασε ποτέ. Αλλά πιο γενναίος ήταν εκεί που θα ωφελούσε τους άλλους.

Ο πατέρας του, ο κυρ Στέφανος, ήταν εργολάβος ξυλείας στο δάσος που τους είπε ο δάσκαλος να πάνε, στο Χλωρό. Είχε πολλούς λοτόμους εκεί.
Τον παρακάλεσε λοιπόν ο Αντρέας να δώση χάρισμα την ξυλεία για τις καλύβες, που χρειάζονταν τα παιδιά. Και για να πετύχη, ακολούθησε μια μέρα τον πατέρα του στο δάσος, όπου είχε πάει να επιβλέψη την εργασία.
Σε δυο μέρες οι λοτόμοι έστησαν οχτώ καλύβες, οχτώ γερές και χαριτωμένες καλύβες˙ ένα χωριουδάκι. Η κατοικία ετοιμάστηκε.

Από τους λοτόμους πάλι έμαθε ο Αντρέας πως οι βλάχοι θα πήγαιναν στα Τρίκορφα, καθώς το λένε κείνο το βουνό, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους, γιατί φέτος βγήκε πολύ χορτάρι σε κείνο το μέρος.
Βρέθηκε λοιπόν το σπουδαιότερο, η τροφή. Από το κοπάδι θα έχουν το κρέας και τα γαλακτερά.

Ο Αντρέας έμεινε στο δάσος ανυπομονώντας να έρθουν οι βλάχοι. Κι όταν ήρθαν, έστειλε στην πόλη, στα δυο παιδιά, αυτή την παραγγελία:
Παιδιά
Στις εικοσιεννιά, των Αγίων Αποστόλων, εσείς οι δυο, κατά το βράδυ να κοιτάζετε στο βουνό, προς το μέρος μας, προς το Χλωρό. Αν δήτε τρεις φωτιές στην αράδα, να ξέρετε πως αυτό θα είναι μήνυμα δικό μου για σας˙ θα σημαίνη πως όλα έχουν ετοιμαστή, κι η τροφή, κι οι καλύβες κι ό,τι χρειάζεται. Μόνο να ειδοποιήσετε γι’ αυτό το Φάνη και τ’ άλλα παιδιά. Και να κάμετε ό,τι μπορείτε για να έρθετε. Μη χάνετε καιρό. Τι ωραία που είναι δω ψηλά!
Εικοσιεννιά, των Αγίων Αποστόλων, απόψε, να, οι φωτιές!

Τα δυο παιδιά έφτασαν κι έφεραν το μήνυμα στο Φάνη, στο Μαθιό και στον Κωστάκη.
Ανέλπιστη χαρά! Ποτέ δεν είχαν συνεννοηθή από τόσο μακριά. Θα πάνε; Και πότε; Πώς;
Τρέχουν στο σπίτι κοιτάζοντας πάντα προς τις τρεις φωτιές.
«Μας γνέφουν!» φωνάζει ο Κωστάκης.
Κι αλήθεια, οι τρεις φωτιές νόμιζες πως τους καλούσαν.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.