Το ξεκίνημα – Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου.

Στον κυρ Στέφανο το χρωστούν πως ξεκίνησαν. Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν γύρισε από το δάσος, έδωσε το λόγο του στους γονείς τους πως θα πάη μαζί με τα παιδιά. Είπε πως θα τα προσέχη εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνη όσες ευκολίες μπορεί και θα τους φέρνη νέα τους συχνά, που θα κατεβαίνη στην πόλη.
Μόνο έτσι κατώρθωσαν να πάρουν την άδεια. Πέρασαν δυο τρεις μέρες ώσπου να ετοιμαστούν, και τέλος ένα πρωί το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι ξεκίνησε.
Πάνε στα ψηλά βουνά. Είναι εικοσιπέντε παιδιά. Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζή. Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια, που τα οδηγούν τρεις αγωγιάτες. Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκκινη φοράδα του.
Και τα εικοσιπέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. Κρατούν από ένα ραβδί. Σακούλια και παγούρια τους κρέμονται στην πλάτη. Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια.
Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. Το ίδιο ρούχο θα φορεθή βράδυ και πρωί, θα παλέψη με αγκάθια και με πέτρες θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δε φορούν.
Τι απλά παιδιά που έγιναν!
Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν τους μαστόρους και τους πραματευτάδες που έρχονται κάτω στην πόλη.
Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παραστένουν έναν ένα όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν.
Ο Δημητράκης κάνει το γανωματή και φωνάζει: «Χαλκώματα να γανώωωω…..»
Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: «παπούτσια να μπαλώωω…»
Ο Γιώργος πάλι παραστένει τον τροχιστή: «μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι’ ακόοο….νισμα».
Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή που τον είχαν ξεχάσει. Πουλεί τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά˙ τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: «κάπαρη, καλή κάπ….!».
Μέσα σ’ αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το «Τσιριτρό» κι άρχισε να τραγουδή. Όλη η συνοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυπώντας τα ραβδιά στη γη:
Σε μια ρόγα από σταφύλι
έπεσαν οχτώ σπουργίτες
και τρωγόπιναν οι φίλοι…..
τσίρι –τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί, τσιριτρό.

Εχτυπούσανε τις μύτες
και κουνούσαν τις ουρές,
κι είχαν γέλια και χαρές,
τσίρι – τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί, τσιριτρό.

Πώπω πώπω σε μια ρόγα
φαγοπότι και φωνή!
Την αφήκαν αδειανή…
τσίρι- τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί, τσιριτρό.

Και μεθύσαν, κι όλη μέρα
πάνε δώθε, πάνε πέρα
τραγουδώντας στον αέρα
τσίρι –τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί, τσιριτρό…
Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλεί˙ έμεινε τελευταίος. Είναι παχύς και στρογγυλός ο καημένος ο μικρός Φουντούλης! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό˙ δεν ακούει από φωνή κι από χτύπημα. Γιατί τον εφόρτωσαν σ’ αυτό το ζώο; Για να μη κυλήση;
Ο Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρη μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι.
Το κοιτάζει καλά στ’ αυτιά. «Μήπως κατά λάθος, συλλογίζεται, μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;»
Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο, και στο τέλος θα τον κάμουν να το πιστέψη.
«Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αυτιά!».
-«Περίμενε, Φουντούλη, και θ’ ακούσης και τη φωνή του!».
Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους.
Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.