Οι μικροί ταξιδιώτες ανεβαίνουν το βουνό: Το τραγούδι του Μπαρμπαφώτη: Τα παιδιά κοιτάζουν το νερό της Ρούμελης – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Οι μικροί ταξιδιώτες ανεβαίνουν το βουνό.

Όταν έφτασαν σε μια ράχη, τους καλωσώρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει από κάθε κορφή και κάθε λαγκαδιά. Τον πήραν με βαθιά αναπνοή.
Πουλάκια με άσπρη τραχηλιά κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους, κι ύστερα έφευγαν με γοργό λαρυγγισμό.
Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου.
Οι βράχοι σχημάτιζαν σα θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοί ήταν φυτεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέβαιναν γυμνοί και απότομοι σα να τους είχες κόψει με σπαθί.
Ο βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό.
Πελώρια ήταν όλα.
Και σ’ αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε ο δρόμος.
Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροί ταξιδιώτες, κοίταξαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: «Γεια σας ψηλά βουνά!».

Το τραγούδι του Μπαρμπαφώτη.
«Έ, Μπαρμπαφώτη!» ρώτησε ο κυρ Στέφανος «δε θα μας πης κανένα τραγούδι;»
Ο Μπαρμπαφώτης χαμογέλασε.
«Κανένα που να λέη έτσι για ψηλά βουνά» ξαναείπε ο κυρ Στέφανος.
«Σαν ποιό να πώ;» ρώτησε ο αγωγιάτης.
Πέρασε λίγη ώρα και δεν άρχιζε το τραγούδι ακόμη. Συλλογιζόταν: «Να πω την αλαφίνα, να πω τον Κατσαντώνη, να πω τη βλαχοπούλα, τί να πω;».
Τέλος αποφάσισε. «Εγώ γέρασα τώρα, λέει, μα για το χατήρι του κυρ Στέφανου θα το πω».
Κι αφού σήκωσε την τσίτσα και τράβηξε δυο ρουφηξιές, άρχισε:

Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γερνάνε!
το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι…
και καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσουν τα κλαριά, ν’ ανοίξουνε τα δέντρα,
να βγουν οι στάνες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες,
να βγουν και τα βλαχόπουλα, λαλώντας τις φλογέρες.
Δε γερνά το τραγούδι! Ο Μπαρμπαφώτης γέρασε, μα η φωνή του έμεινε λιγερή όπως στα νιάτα του.

Τα παιδιά κοιτάζουν το νερό της Ρούμελης.
Όταν έφτασαν ψηλότερα, παραξενεύτηκαν μ’ ένα ασυνήθιστο χρώμα που φάνηκε πάνω στο βάθος της λαγκαδιάς.
«Τί είναι κείνο;» φώναξαν τα παιδιά. «Είναι νερό;»
– «Νερό» απάντησε ο αγωγιάτης.
-«Μα είναι ακίνητο» είπε ο Κωστάκης.
-«Νερό στον κατήφορο ακίνητο, πώς γίνεται;»
-«Είναι σαν ακίνητο» είπε τότε το παιδί.
-«Βέβαια, γιατί εμείς είμαστε ψηλά. Πάρα πέρα που θα χαμηλώσωμε, θα δήτε πως τρέχει».
-«Πώς το λένε αυτό το ποτάμι;».
-«Ρούμελη. Μα εδώ είναι ρέμα, δεν είναι ακόμα ποτάμι. Πρέπει να κάμη μεγάλο ταξίδι για να γίνη το ποτάμι της Ρούμελης. Έχει ν’ απαντήση πολλά νερά, να στρογγυλέψη πολλές πέτρες και να γυρίση πολλούς μύλους ακόμα».
-«Είναι γαλαζοπράσινο» είπε ο Φάνης. «Τί ωραίο χρώμα!».
-«Αυτό το χρώμα, είπε ο κυρ Στέφανος, είν’ από την ορμή που έχει το νερό. Εδώ απάνω η Ρούμελη είναι ανήσυχη. Πηδούν τα νερά της σαν τρελά παιδιά˙ μόνο στον κάμπο φρονιμεύουν. Και όσο πάνε κατά τη θάλασσα, γίνονται ήσυχα και συλλογισμένα».
Όταν έφτασαν πιο ψηλά, δεν είδαν πια τη Ρούμελη. Σε μια στροφή τους κρύφτηκε.
Ο Κωστάκης λυπήθηκε, σα να τους είχε λείψει κανένας σύντροφος.
«Έννοια σου, Κωστάκη, είπε ο αγωγιάτης, και θα μας βρη πολλές φορές μπροστά. Φεύγει η Ρούμελη από δω; Έχει να θρέψη τόσα πλατάνια, να περάση από τόσες λαγκαδιές!».
Πάρα πέρα που χαμήλωσαν, άκουσαν τη βοή της, κι ένιωσαν πως η Ρούμελη είναι πάντα κοντά.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.