Συγκοινωνία με κατοικημένους τόπους:Προμηθεύονται εργαλεία για τους δρόμους: Τα παιδιά φτιάνουν δρόμους: Έρχεται η αλεπού – Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου.

Συγκοινωνία με κατοικημένους τόπους
Και τώρα έπρεπε να γίνουν οι συγκοινωνίες με τους κατοικημένους τόπους γύρω.
Καθώς ένας άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήση μοναχός, έτσι κι η κοινότητα δεν μπορεί να ζήση μόνη της. Χρειάζεται μια άλλη, για να πουλή σ’ αυτήν ή ν’ αγοράζη απ’ αυτήν.
Να πουλήση η δική μας δεν έχει, γιατί δε βγάζει τίποτα. Πρέπει όμως ν’ αγοράζη, γιατί της λείπουν τρόφιμα.

Σήμερα σηκώθηκαν δέκα παιδιά να πάνε στο Μικρό Χωριό ν’ αγοράσουν κότες, αυγά και κρεμμύδια. Αφού ρώτησαν πρώτα που πέφτει, μην τύχη και πάρουν άλλο δρόμο, ξεκίνησαν.
Σε μισή ώρα βρήκαν μια χωριάτισσα φορτωμένη ξύλα.
«Πού πέφτει, κυρ, το Μικρό Χωριό;»
-«Από δω τραβάτε όλο ίσα».
-«Κι ύστερα;».
-«Τραβώντας όλο ίσα θα βρήτε το δρόμο που πάει τον κατήφορο˙ λίγο πιο κάτω, που χωρίζει ο δρόμος, θα πάτε δεξιά».
Τούτος είναι ο πρώτος μακρύς δρόμος που θα κάμουν. Τ’ αυτιά τους τα είχαν τέσσερα. Έτσι τους είπε ο Αντρέας: «Ένας λόγος «ίσια» ή «δεξιά» έχει μεγάλη σημασία για τον οδοιπόρο. Το μάτι του πρέπει να σημαδεύη καλά τους τόπους που περνά, για να μη χαθή».

Τα δέκα παιδιά βρήκαν ό,τι τους είπε η χωριάτισσα.
Ακολούθησαν τον κατηφοριαστό δρόμο, βρήκαν το χώρισμα, πήραν το δεξί μέρος. Ο δρόμος ήταν πολύ ανάποδος.
Περπάτησαν μια ώρα, και τέλος φάνηκε το χωριό εκεί που τελειώνουν οι δυο γκρεμοί και σχηματίζεται κάποιο ρέμα. Ήταν σπίτια μαζεμένα σαν ήσυχα πρόβατα κάτω από φουντωτά πλατάνια και καρυδιές.
Μισή ώρα πριν φτάσουν άκουσαν φιλονικία. Είδαν ένα γέρο κι έναν άλλο χωριανό να φιλονικούν για το δρόμο που ήταν χαλασμένος.
«Είναι ή δεν είναι δρόμος της κοινότητας;» έλεγε ο γέρος.
-«Είναι».
-«Αφού τον έχω δρόμο κι εγώ και συ, αφού είναι και για το δικό σου και για το δικό μου ζώο και πάει στα χωράφια όλων μας, δεν πρέπει λοιπόν εμείς να τον διορθώσωμε στο χαλασμένο μέρος;».
-«Να τον φτιάσουν οι απάνω χωριανοί. Τί μου κάθονται;»
-«Εκείνοι δούλεψαν προχτές στη βρύση και θα κάμουν άλλες κοινοτικές δουλειές μεθαύριο. Σήμερα εμείς, αύριο κείνοι, γιατί να μαλώνωμε;»
-«Όχι, θάρθουν αυτοί να δουλέψουν!»
-«Είσαι ζαβός, Παναγή» φώναξε ο γέρος. «Να, εσύ δεν αφήνεις το χωριό σε ομόνοια».
Και τράβηξε τον κατήφορο θυμωμένος.
Ο γέρος αυτός θα ήταν φαίνεται ο προεστός του χωριού.
Προμηθεύονται εργαλεία για τους δρόμους
Όταν έφτασαν τα παιδιά, βρήκαν μεγάλη ησυχία στο χωριό. Πολλοί χωριανοί έλειπαν στα κτήματα.
«Τόσοι λίγοι άνθρωποι εδώ μέσα, είπε ο Αντρέας, και να μαλώνουν! Πού να ήταν καμιά πολιτεία!».
Και προχώρησαν στο μέρος που το λένε «τα μαγαζιά». Όλα τα μαγαζιά ήταν ένα μαγαζί.

Τρεις χωριανοί κουτσόπιναν μέσα. Οι κότες απέξω τσιμπούσαν τη γη, κι ένα σταχτί γαϊδουράκι στεκόταν ακίνητο σαν ψεύτικο. Ο μπαλωματής μ’ ένα παπούτσι στα γόνατά του έδινε γροθιές στον αέρα.
«Να, να ο μπαλωματής!» φώναξαν τα παιδιά. «Όποιος δεν έχει πρόκες στα παπούτσια του να βάλη. Χωρίς πρόκες εδώ πάνω θα μείνωμε ξυπόλυτοι».
Μερικοί τον πλησίασαν, έβγαλαν τα παπούτσια τους και ζήτησαν να τους βάλη καρφιά. «Μπάρμπα, είπαν, να μας πεταλώσης».
Ο μπαλωματής γέλασε με τα τρία δόντια του, πήρε το σφυρί κι άρχισε να καρφώνη πρόκες στα παπούτσια τους.

Εκεί κοντά φάνηκε κι ο γέροντας που είχαν απαντήσει στο δρόμο, και τους καλωσώρισε. Τους είπε πως είναι προεστός της κοινότητας, και τους ρώτησε γιατί ήρθαν κι από πού.
«Ήρθαμε να ψωνίσωμε» είπε ο Αντρέας. «Καθόμαστε απάνω στο Χλωριό κι έχομε ανάγκη από κότες, απ’ αυγά κι από λαχανικά».
-«Μετά χαράς να τα πάρετε» είπε ο γέροντας. «Κότες δα έχομε πολλές».
-«Μερικά τσαπιά και φτυάρια, μπορείτε να μας δανείσετε για μια δουλειά;».
-«Αν σας χρειάζωνται, είπε ο γέροντας, να σας τα δώσωμε».
-«Μας χρειάζονται, γιατί η δική μας κοινότητα δεν έχει ούτ’ ένα μονοπάτι. Θέλομε ν’ ανοίξωμε κανένα».

-«Μπα; Έχετε και σεις κοινότητα;»
-«Εμείς είμαστε η τελευταία τάξη του ελληνικού, μα τώρα που ήρθαμε στο δάσος και ζούμε μαζί στο ίδιο μέρος, κοινότητα τη λέμε τη συντροφιά μας. Όλα τάχομε μαζί».
-«Και πόσοι θα δουλέψετε με τα εργαλεία;»
-«Μερικοί απ’ όλους ή όλοι μαζί, το ίδιο κάνει. Η δουλειά μόνο να γίνη».
-«Πώπώ! Ντροπή! Έκαμε ο γέρος. «Μας ντρόπιασαν τα παιδιά!».
Τα παιδιά φτιάνουν δρόμους.
Ο δρόμος δε γίνεται μόνο για λίγους ανθρώπους. Τον φτιάνουν λίγοι και τον χαίρονται όλοι.
Ο δρόμος είναι για όλο τον κόσμο. Είναι για τον πλούσιο και το φτωχό, για τον άρχοντα και το ζητιάνο.
Με το δρόμο ένα βουνό ανταμώνει με το άλλο βουνό, μια πολιτεία δίνει το χέρι στην άλλη.
Είναι δρόμοι στρωτοί, πλατιοί, και ίσοι σαν τους δρόμους της πόλης. Είναι δρόμοι στενοί και δύσκολοι, που ανεβαίνουν στους γκρεμούς, περνούν τις ρεματιές κι έρχονται στους δροσερούς λόγκους.
Ένας τέτοιος δρόμος τους έφερε εδώ, στα ψηλά βουνά! Από τότε κατάλαβαν τα παιδιά τι μεγάλο καλό είναι ο δρόμος.
Και τώρα που εργάζονται να φτιάσουν κι αυτά κανένα δρόμο, δε βλέπουν την ώρα πότε να τελειώση και να τον ιδούν.
Βέβαια δεν είναι δρόμος αυτός που θα κάμουν, είναι μικρά μονοπάτια. Μα για την κοινότητά τους αυτά χρειάζονται. Δεν είναι τάχα και κείνα ένα έργο; Δε θα περάσουν κι άλλοι άνθρωποι από κει;
Λογάριασαν πρώτα πως τους χρειάζεται ένα μονοπάτι να πηγαίνουν στους βλάχους. Αυτό είνε ο σπουδαιότερος δρόμος τους, γιατί από τους βλάχους προπάντων τρέφονται.
Ένα άλλο μονοπάτι πρέπει να πηγαίνη στους λοτόμους κι ένα άλλο, να τους βγάζη στο δρόμο του Μικρού Χωριού.
Αν καταφέρουν αυτά τα τρία μονοπάτια, θα έχουν συγκοινωνία.

Πόσες δυσκολίες βρήκαν! Χρειάστηκε να παλέψουν με τη γη σε πολλές μεριές˙ εκεί που ήθελαν να περάσουν το δρόμο, έβγαιναν εμπρός οι ρίζες που πετούν μακριά μερικά δέντρα.
Τις ρίζες αυτές, που ήταν χοντρές και δυνατές, προσπαθούσαν να τις κόψουν, για να μη σκοντάβουν τη νύχτα. Χρειάστηκαν πριόνι, τσεκούρι και πολύν κόπο.
Αλλού απάντησαν μια μεγάλη κατηφοριά, από κείνες που φτιάνουν τα νερά της βροχής.
Το μονοπάτι έπρεπε να περάση από κει. Μα μόλις το έφτιασαν και πάτησαν απάνω, σωριάστηκε το χώμα. Πώς να το κάμουν στερεό;
Σκέφτηκαν να στερεώσουν το μονοπάτι μ’ ένα μικρό τοίχο από κάτω. Για να χτίσουν όμως αυτόν τον τοίχο, χρειάστηκαν πολλά πράματα, που δεν τα είχαν φανταστή: πρώτα πρώτα, μια βαριά, για να κόβουν τις πέτρες. Δεν την είχαν, κι έστειλαν πάλι στον προεστό του Μικρού Χωριού, παρακαλώντας να τους δώση κι αυτή.
«Θα κάμετε και ξερολιθιά;» ρώτησε ο προεστός. «Χαρά στην επιμονή σας, παιδιά μου!» Με την επιμονή τους έγινε και ο τοίχος και τα δυο μονοπάτια.

Κοντά σ’ αυτά έκαμαν και λίγη δουλειά μέσα στην κοινότητα.
Όλη την πλατεία που ήταν στρωμένη από τα ξερά πευκόφυλλα, την καθάρισαν απ’ αυτά. Πρώτα για να περπατούν εύκολα, κι έπειτα για να αποφύγουν τον κίνδυνο της φωτιάς˙ γιατί οι ξερές βελόνες των πεύκων και πολύ γλιστερές είναι και πολύ εύκολα παίρνουν φωτιά.
Έκαμαν ακόμη ένα πεζούλι γύρω στα πεύκα της τραπεζαρίας, για να τρώνε αναπαυτικά.
Διώρθωσαν και το μονοπάτι που πάει στη βρύση.

Στο τέλος έρριξαν μια ματιά στα έργα τους και τα καμάρωσαν.
«Είμαστε οι πρώτοι, συλλογίστηκαν, που κάνομε δω απάνω συγκοινωνία».
Μα ήταν αλήθεια οι πρώτοι; Όχι. Πολύ πρωτύτερα απ’ αυτούς τα γίδια είχαν ανοίξει μονοπάτια στο μέρος εκείνο, για να πηγαίνουν όλα μαζί. Τα γιδόστρατα που έβλεπαν παντού, ήταν δρόμοι κοινοτικοί, καμωμένοι από το κοπάδι, για να ευκολύνεται στη βοσκή.
Έρχεται η αλεπού.
Η κυρά αλεπού αποφάσισε να κάμη επίσκεψη στην κοινότητα. Αφού ήρθαν ξένοι πώς μπορεί να μην τους πη το καλωσώρισες;
Κίνησε λοιπόν από την τρύπα της κι ήρθε. Μέτρησε τις κατοικίες: μια, δυο, τρεις….. πέντε…. Οχτώ.
«Πωπώ, είπε, τι μεγάλη πολιτεία!»
Πλησίασε και τις κοίταξε από κοντά μια μια. Έπειτα έβαλε το αυτί της ν’ αφουγκραστή.
Μόνο η αναπνοή των κατοίκων ακούστηκε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και κοιμόνταν βαθιά. Τέτοια ώρα κάνει η αλεπού τις επισκέψεις της.
Περπατούσε σιγά πολύ, από ευγένεια μήπως ξυπνήση κανένα. Είδε το μαγειρειό κάτω από το πεύκο, κοίταξε τη μεγάλη κατσαρόλα που γυάλιζε από την πάστρα, είδε την κουτάλα βαλμένη στη θέση της, είδε και την πατσαβούρα.
«Όλα νοικοκυρεμένα» είπε. «Ας δω και το κοτέτσι, τόχουν καλά;».
Μόλις έβαλε στο στόμα δυο κότες, τις γνώρισε.
«Αυτές οι κότες, είπε, είναι απ’ το Μικρό Χωριό».

Ως τώρα η κοινότητα δε φρόντιζε να φυλάξη την περιουσία της. τα καταστήματά της ήταν ανοιχτά. Ούτε ντουλάπι ούτε συρτάρι πουθενά˙ ούτ’ ένα κλειδί.
Η αλεπού όμως δεν το βρήκε σωστό αυτό. Μια πολιτεία πρέπει να έχη κι ένα φύλακα.
Στη θέση αυτή διωρίστηκε μοναχή της. Κι έκαμε πολύ καλά˙ ποιός άλλος να την πάρη; Μήπως το κουνάβι, μήπως η νυφίτσα; Αυτοί δεν είναι για τέτοια υπηρεσία. «Είναι λωποδύτες!» λέει η αλεπού.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.