Αντίδωρο: Υψωσις ή Ευλογία του Αντιδώρου; – Ιωάννου Φουντούλη.

Ύψωσις ή ευλογία του αντιδώρου;

Είναι ορθόν να ευλογή ο ιερεύς το αντίδωρον μετά τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων;

Ούτε στα χειρόγραφα, ούτε στις έντυπες εκδόσεις της θείας λειτουργίας, ούτε στους ιερούς συγγραφείς που ηρμήνευσαν την θεία λειτουργία ή εξέθεσαν πλατύτερον την διάταξί της, περιέχεται καμμία μαρτυρία ότι εδίδετο ιδιαιτέρα ευλογία στο αντίδωρο, όπως την εννοούμε σήμερα και όπως γίνεται από πολλούς, καθ’ όσον γνωρίζω, συγχρόνους μας ιερείς. Οι κώδικες ομιλούν για την διανομή του και την ευχή που την συνοδεύει «Ευλογία Κυρίου εφ’ υμάς (ή επί σε)»˙ αλλά η ευχή αυτή δεν απευθύνεται προς το αντίδωρο, το οποίο προϋποτίθεται ήδη καθαγιασμένο, αλλά προς τον πιστό που το λαμβάνει. Κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα και τον Συμεών Θεσσαλονίκης η ευλογία δίδεται στο αντίδωρο από αυτήν την ακολουθία της προθέσεως. Ο άρτος της προσφοράς, από τον οποίο απεκόπη ο αμνός, «ως άγιον γενόμενον αυτώ τω ανατεθήναι Θεώ και ιερωθήναι», κατά τον Καβάσιλα («Ερμηνεία της θείας λειτουργίας» 53,4), μετέχει του αγιασμού και της θείας ευλογίας. Πληρέστερα ο Συμεών επεξηγεί: «Αντίδωρον ηγιασμένος άρτος εστίν, εν τη προθέσει προσενεχθείς, ου το μεσαίτατον εκβληθέν ιερουργήθη και σώμα Χριστού γέγονεν… και ηγιασμένος εστί και ούτος άρτος, σφραγιζόμενός τε τη λόγχη και ιερά δεχόμενος ρήματα… και δωρεάς θείας πάροχον της από των εν τη προθέσει ρημάτων» (Διάλογος, κεφ. 100) και αλλού «(το αντίδωρον) ηγιασμένος εστίν άρτος εν τη προθέσει προσενεχθείς, εξ ου το μεσαίτατον εκβληθέν και ιερουργηθήναι προσενεχθέν ούτος ύστερον, ως και τη λόγχη σφραγισθείς και θεία δεξάμενος ρήματα, αντί των δώρων, των φρικτών δηλαδή μυστηρίων, τοις μη μετασχούσι τούτων παρέχεται» (Ερμηνεία, 101). Αυτή δηλαδή η προσφορά του άρτου αυτού κατά την πρόθεσι «εις ανάμνησιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» και η σφράγισις αυτού με την αγία λόγχη, τα «ιερά ρήματα» και η όλη εκείνη ακολουθία δίδει σ’ αυτόν την ευλογία. Παλαιότερα η ευχή της προθέσεως « Ο Θεός ο Θεός ημών, ο τον ουράνιον άρτον…», που ζητεί να ευλογήση ο Θεός «την πρόθεσιν ταύτην» και να την προσδεχθή εις το υπερουράνιόν Του θυσιαστήριον, ελέγετο σ’ όλους τους προσφερθέντας άρτους, που για τον λόγο αυτόν ωνομάζοντο «ευλογίαι». Άλλη ειδικωτέρα ευλογία από αυτήν δεν προβλέπεται από την λειτουργική μας πράξι για τον άρτο του αντιδώρου.

Σήμερα όμως είναι γνωστό ότι ο ιερεύς υψώνει και ευλογεί το αντίδωρο μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων κατά την ώρα της ψαλμωδίας του θεομητορικού ύμνου «Άξιόν εστίν…». Αυτό μάλιστα τείνει να επισημοποιηθή από την τελευταία έκδοσι του Ιερατικού (1962), στην σελ. 137 του οποίου υποσημειώνεται: «Είθισται επί τη ευκαιρία της φρικτής ταύτης θυσίας ο ιερεύς να ευλογή υψώνων προ των τιμίων δώρων το αντίδωρον». Η ύψωσις μαρτυρείται αμέσως μεν από τον Συμεών Θεσσαλονίκης και από ένα γνωστό κώδικα (Αθηνών 776 του ΙΖ’ αιώνος), εμμέσως δε από πολλούς, η ευλογία όμως από κανένα. Τί είναι αυτή η «ύψωσις»;

Κατά παλαιό εκκλησιαστικό έθος, που η σχετική διάταξις του Ωρολογίου το ανάγει στους αποστόλους, υψώνεται άρτος προς τιμήν της Θεοτόκου, πράγμα που μέχρι σήμερα γίνεται τακτικώς μεν στις μονές και εκτάκτως στους οίκους των πιστών κατά τόπους. Η ιδιαιτέρα ευλάβεια προς την Παναγία έκαμε ώστε, όταν ακούεται το μνημόσυνό της μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων κατά την θεία λειτουργία, ο λαός να εκσπά σε ύμνους και εγκώμια αυτής, ψάλλοντας το «Άξιόν εστίν…» ή άλλους θεομητορικούς ύμνους, στους οποίους συμμετείχαν και οι λειτουργοί, που και αυτοί έλεγαν, κατά πολλά χειρόγραφα, το «Άξιόν εστίν…», «Θεοτόκε Παρθένε…», «Μακαρίζομέν σε πάσαι αι γενεαί…», «Επί σοι χαίρει…», «Η το Χαίρε…» κλπ. Η προς την Παναγία πάλι ευλάβεια των ιερέων και του λαού εθεώρησε κατάλληλο την στιγμή, για να παρεμβληθή και η «ύψωσις της Παναγίας». Τούτο ρητώς μαρτυρείται από τον Συμεών Θεσσαλονίκης ως έθιμο αρκετά κατά την εποχή του διαδεδομένο, το οποίο και αυτός φαίνεται ότι επιδοκιμάζει: «Και εν αυτή δε τη ιερά λειτουργία πολλάκις αιτουμένων τινών υψούται, ει και κατ’ έθος τελείται παρά πλείστων ιερουργών, ποθούντων επικαλείσθαι και ανυμνείν την πανύμνητον, και μάλλον ότε τα μυστικά του ταύτης Υιού και Θεού ημών θύεται, ως αν και μείζονος της παρά ταύτης επιτύχοιμεν βοηθείας. Υψούται δε τότε, και τη θεία μυσταγωγία έθος μνημονεύειν αυτής, οίον ηνίκα το Εξαιρέτως της Παναγίας, λέγομεν, και εν πάσαις δε ημών χρείαις και περιστάσεσι βοηθόν αυτήν και φρουρόν ούσαν ασφαλεστάτην επικαλούμεθα, και πλείστης τυγχάνομεν εκ του ανυψούσθαι τον άρτον τούτον της βοηθείας, ως και ημείς πείρα πολλάκις έγνωμεν και παρά πολλών άλλων αξιοπίστων εμάθομεν. Ου γαρ απλώς τινά τα εν τη ανυψώσει του άρτου λεγόμενα, άλλ’ ο των όλων και μόνος εν Τριάδι Θεός ημών επικαλούμενος και επιβοώμενος και η της Θεοτόκου και Παναγίας όντως επίκλησις και η της βοηθείας αυτής εξαίτησις, εν οις το μυστήριον της πίστεως ημών και η ομολογία, η προσδοκία τε της σωτηρίας ημών» (Διάλογος, κεφ. 357). Ο Συμεών δεν λέγει αν προσεφέρετο νέος άρτος ή αν χρησιμοποιούσε ο ιερεύς τον ήδη υπάρχοντα άρτο της προθέσεως. Η ύψωσις της Παναγίας συνοδεύεται σήμερα από το «Μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος», «Υπεραγία Θεοτόκος, βοήθει ημίν» «Μακαρίζομέν σε πάσαι αι γενεαί…» και «Άξιόν εστίν…». Και τα τέσσαρα αυτά βρίσκονται σε πολλά χειρόγραφα στο σημείο αυτό της θείας λειτουργίας, που έστω και αν δεν κάμνουν λόγο για την «ύψωσι» φαίνεται ότι την υπονοούν. Τα τρία πρώτα διεσώθησαν μέχρι σήμερα στην λειτουργική πράξι συνδεδεμένα με την ευλογία του αντιδώρου και το κατά την ώρα εκείνη θεομητορικό μνημόσυνο.

Προς τιμήν της Θεοτόκου, είχε πρόχειρα ο ιερεύς κατά την ώρα της θείας λειτουργίας δύο τεμάχια άρτου. Το ένα ήταν η μερίς της Θεοτόκου στο δισκάριο, που είχε εισαχθή τουλάχιστον ένα αιώνα πριν από την εποχή του Συμεών, και το άλλο ήταν ο άρτος της προθέσεως, από τον οποίο είχε αφαιρεθή το «μεσαίτατον», δηλαδή αμνός. Έχομε μία μαρτυρία ότι υψούτο η μερίς του δισκαρίου (κώδιξ Αθηνών 776), όχι γιατί επιστεύετο υπό «αμαθών» ότι είχε μεταβληθή σε σώμα της Παναγίας, αλλά για να γίνη η κατά το έθιμο «ύψωσις της Παναγίας,» με την μερίδα που εξήχθη στην πρόθεσι «εις τιμήν και μνήμην» της. Στον άρτο, εξ άλλου της προθέσεως, από τον οποίο είχεν εξαχθή ο αμνός, στον άρτο δηλαδή που ετεμαχίζετο και διενέμετο ως αντίδωρο, απεδίδετο ο συμβολισμός του σώματος της Παναγίας. Αυτός προσήχθη στα άγια, όπως και εκείνη τριετίζουσα προσεφέρθη στον ναό, και από αυτόν απεκόπη ο αμνός, όπως από εκείνην εγεννήθη ο Χριστός. Αυτό ρητώς το διδάσκει η «Ιστορία εκκλησιαστική και μυστική θεωρία», που αποδίδεται στον Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως: «ο δε του παρθενικού σώματος τύπος ο μερισμός της ευλογίας και προσφοράς… Η δε πνευματική ευλογία και η άλλη των αγαθών χορηγία, εκ της διανομής του άρτου του σώματος της Θεοτόκου γίνεται και πιστεύεται», καθώς και η «Προθεωρία» του Θεοδώρου Αδίδων: «Τί δ’ άλλο εστί το λειπόμενον ή ο του παρθενικού σώματος τύπος ο μερισμός της ευλογίας και προσφοράς;». Τον ίδιο συμβολισμό δίδει σε μεταγενεστέρους χρόνους και ο Θεόφιλος Καμπανίας («Ταμείον Ορθοδοξίας», κεφ. ΙΖ’). Τί άλλο λοιπόν πιο φυσικό από του να υψωθή, κατά την ώρα εκείνη που η παράδοσις ήθελε να υψώνεται η Παναγία, αυτός ο άρτος της προθέσεως – το αντίδωρο – που εθεωρείτο ήδη σύμβολο της Θεοτόκου;

Και η σημερινή λοιπόν ευλογία του αντιδώρου κατά την ώρα της ψαλμωδίας του «Άξιόν εστίν…» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κατά το έθιμο, που γενικά πια επεκράτησε, ύψωσις της Παναγίας, κάπως βέβαια από παρανόησι τροποποιημένη. Ο ιερεύς δεν προφέρει κανένα λόγο ευλογίας, αλλά λέγει ό,τι θα έλεγε και στην ακολουθία της υψώσεως της Παναγίας «Μέγα το όνομα…» και «Υπεραγία Θεοτόκε…» και τον θεομητορικό ύμνο «Άξιόν εστίν…», που τον λέγει ήδη ο ψάλτης, καθώς και το «Μακαρίζομέν σε πάσαι αι γενεαί…», που καθώς είδαμε στα χειρόγραφα το έλεγε ο ιερεύς. Η σταυροειδής ύμωσις γίνεται όπως θα εγίνετο και στην ύψωσι της Παναγίας. Η παρανόησις έγκειται στο ότι η ύψωσις αυτή εθεωρήθη ευλογία, που για να είναι πληρεστέρα συμπληρώνεται από μερικούς ιερείς και με σταυροειδή δια της χειρός ευλογία, κατά τον συνήθη τρόπο.

Συμπέρασμα: Ο άρτος του αντιδώρου δεν ευλογείται ούτε κατά την διανομή του, ούτε κατά το «Άξιόν εστίν…», αλλά κατά την πρόθεσι δια της αναθέσεώς του στον Θεό, της σφραγίσεώς του δια της λόγχης και «δια των εν τη προθέσει ρημάτων». Κατά το «Άξιόν εστίν…» γίνεται ύψωσίς του ως «άρτου της Παναγίας», κατά τον συμβολισμό του, κατά το έθιμο, κακώς δε τον ευλογούν εκείνη την ώρα δια της χειρός μερικοί από τους ιερείς.

Μερικά συμπληρωματικά στοιχεία για την
ευλογία του αντιδώρου.

Δημοσιεύομε, επίσης, κατωτέρω μία επιστολή που εστάλη από τον καθηγητή της Λειτουργικής π. Valentim Van Gool από την Φάτιμα της Πορτογαλίας σχετικά με την απάντησι στην υπ’ αριθμ. 109 ερώτησι. Είναι ενδιαφέρουσα γιατί μας δίδει ωρισμένες συμπληρωματικές πληροφορίες για την ευλογία του αντιδώρου. Είδαμε ήδη ποιο νόημα έχει η ύψωσις του αντιδώρου και πως παρενοήθη η πράξις αυτή και εισήχθη η δια της χειρός του ιερέως ευλογία, χωρίς όμως να προφέρεται καμμία ευχή. Στην Ρουμανική Εκκλησία η εξέλιξις προχώρησε και προς το σημείο αυτό. Η επιστολή είναι γραμμένη στα ελληνικά.

«…. Θα ήθελα να σας δώσω και εγώ μίαν πληροφορίαν δια το ζήτημα υπ’ αριθμ. 109 (αντίδωρον) από την τελευταίαν έκδοσιν του Ιερατικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας (Βουκουρέστι 1956): ¨Προ του τέλους του άσματος (του «Άξιόν εστίν…») ποιεί με τον δίσκον που περιέχει την αναφοράν (δηλαδή τον αντίδωρον, την προσφοράν) το σημείον του σταυρού έναντι των αγίων μυστηρίων και εγγίζων αυτόν εις τον άγιον δίσκον και το άγιον ποτήριον λέγει˙
Ευχή της αναφοράς:
Ταις πρεσβείαις της Παναγίας Μητρός Σου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ευλόγησον τούτον τον άρτον, ο οποίος θα δοθή αντί των αγίων σου μυστηρίων, πάντοτε, νυν και αεί…¨.

Προφανώς είναι μεταγενεστέρα η ευχή αυτή και πιθανόν να δίδη αφορμήν εις παρεξηγήσεις, παρουσιάζουσα το αντίδωρον ως απλήν αντικατάστασιν της θείας μεταλήψεως».

Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θεία Λειτουργία (πρωτότυπο ή Νεοελληνικό κείμενο), Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.