Τη 5η του μηνός Οκτωβρίου, μνήμη οπτασίας Κοσμά μοναχού, φοβεράς και ωφελίμου – Ιεράς Μονής Παρακλήτου.

Το δέκατο τρίτο χρόνο της βασιλείας του Ρωμανού,1 του ευσεβούς βασιλιά των Ρωμαίων, ζούσε στη Βασιλεύουσα κάποιος άνδρας, που είχε υπηρετήσει σαν ένας από τους πιο έμπιστους θαλαμηπόλους του βασιλικού κοιτώνα του Αλεξάνδρου2 προκατόχου του Ρωμανού στο θρόνο.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος προτίμησε τη μοναχική ζωή. Έγινε μοναχός, με τ’ όνομα Κοσμάς, και αργότερα ηγούμενος του μοναστηριού που βρίσκεται κοντά στο Σάγαρη ποταμό.3
Κάποτε όμως τον χτύπησε αρρώστια βαριά, που τον ταλαιπωρούσε για πολύ καιρό. Συμπλήρωνε ήδη πέντε μήνες σ’ αυτή τη φοβερή δοκιμασία, όταν μια μέρα, γύρω στην τρίτη ώρα,4 συνήλθε λίγο, ανασηκώθηκε μαλακά πάνω στο μικρό του κρεβάτι και ανακάθισε, στηριζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο στους αδελφούς που τον διακονούσαν.
Μόλις όμως κάθισε, έπεσε σε έκσταση. Έμεινε σ’ αυτή την κατάσταση από την τρίτη ώρα μέχρι την ενάτη. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και στυλωμένα στην οροφή του κελλιού του, ενώ το στόμα του σιγοψιθύριζε λόγια άναρθρα και εντελώς ακατανόητα. Στο μεταξύ, κάποια στιγμή, ξαναήρθε λίγο στον εαυτό του και ζητούσε από τους παρευρισκόμενους αδελφούς δύο κομμάτια ξερό ψωμί.
-Δώσε μου τις δυο φέτες ψωμί, που πήρα από τον άγιο γέροντα, είπε – κι έβαλε τα χέρια στον κόρφο του ψάχνοντας να τις βρει.
Μερικοί από τους παρόντες κατάλαβαν πως είδε οπτασία. Τον ικέτευαν λοιπόν να τους φανερώσει το μεγάλο αυτό μυστήριο.
-Πές μας, πάτερ, του έλεγαν. Μη μας στερήσεις την ωφέλεια. Πού ήσουνα τόσες ώρες; Σε ποιά μυστική θεωρία είχες ανυψώσει το νου σου; Είδαμε που μισάνοιγες και τα χείλη σου. με ποιόν συνομιλούσες;
Εκείνος, βλέποντας να τον παρακαλούν τόσο σπαρακτικά, είπε:
-Σταματήστε, παιδιά μου. Και αν επιτρέψει ο Κύριος να ξανάρθω στον εαυτό μου, θα εκπληρώσω το αίτημά σας.
Το πρωΐ λοιπόν μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί κοντά του. Κι εκείνος άρχισε να διηγείται:
-Πατέρες και αδελφοί, είναι πάνω από κάθε νου και γλώσσα ανθρώπινη όσα είδα. Γιαυτό και μου είναι αδύνατο να τα ξαναφέρω ένα – ένα στη μνήμη μου και να τα διηγηθώ με λεπτομέρειες. Πλην όμως, θα σας διηγηθώ όσα μπορέσω να θυμηθώ.
»Καθώς ήμουνα καθισμένος στο μικρό μου κρεβάτι, στηριγμένος σε δυο αδελφούς, μου φάνηκε πως είδα στ’ αριστερά μου ένα πλήθος παράξενα ανθρωπάκια με μαύρα πρόσωπα. Η μαυρίλα όμως δεν ήταν σ’ όλα ίδια, αλλά σ’ άλλα περισσότερη, σ’ άλλα λιγότερη. Και σ’ άλλα ανθρωπάκια ήταν τα μάτια γυρισμένα, σ’ άλλα κιτρινόμαυρα, σ’ άλλα αιματοστάλαχτα, φονικά και θηριώδη. Άλλου πάλι ήταν μελανιασμένα τα χείλη και πρησμένα, άλλου το ένα μόνο χείλος, είτε το πάνω είτε το κάτω.
»Αυτά λοιπόν τ’ ανθρωπάκια πλησίασαν στο κρεβάτι μου και αγωνίζονταν να με πάρουν από κοντά σας. Και στην αρχή μεν, βλέποντας εσάς γύρω μου, ένιωθα να μην τα φοβάμαι πολύ ούτε να λιποψυχώ μπροστά στην ορμητικότητά τους. Ύστερα όμως, δεν ξέρω πως, χωρίστηκα από σας, κι έτσι κατόρθωσαν να με συλλάβουν. Μ’ άρπαξαν θρασύτατα, μ’ έδεσαν κι άρχισαν άλλοι να με σέρνουν μπροστά, άλλοι να με τραβάνε πίσω, ένας να με δένει χειροπόδαρα κι άλλοι να με σφίγγουν δυνατά. Τελικά με πήραν, κι άρχισαν να με σέρνουν με βιαιότητα σ’ έναν αχανή γκρεμό, που το πλάτος του δεν ξεπερνούσε μια πετροβολιά, το βάθος του όμως έφτανε μέχρι τα τάρταρα. Στη μια πλευρά του γκρεμού υπήρχε ένα μονοπάτι τόσο στενό, που μόλις μπορούσε να χωρέσει μια πατημασιά. Σ’ αυτό το στενό – στενό μονοπάτι με τραβούσαν με μεγάλη βία, ενώ φρόντιζα να γέρνω πάντα προς το δεξιό μέρος, μην τυχόν γλιστρήσω και γκρεμιστώ στο αχανές και απερίγραπτο εκείνο βάραθρο. Καθώς φαίνεται μάλιστα, στο βάθος του κυλούσε ένα ποτάμι, που η ροή του δημιουργούσε μεγάλο βουητό.
»Αφού λοιπόν με μεγάλο τρόμο περάσαμε κείνο το στενό δρομάκι, βαδίζοντας θαρρώ προς τ’ ανατολικά, βρήκαμε μια μεγάλη πύλη μισάνοιχτη. Μπροστά της καθόταν ένας πελώριος γίγαντας, μαύρος και φοβερός στην όψη. Τα τεράστια μάτια του ήταν γυρισμένα ανάποδα, κατακόκκινα σαν αίμα, και πετούσαν πύρινες φλόγες. Απ’ τα ρουθούνια του έβγαιναν καπνοί. Η γλώσσα του κρεμόταν μια πήχη έξω από το στόμα. Το δεξί του χέρι ήταν εντελώς ψυχρό και ακίνητο. Το αριστερό όμως ήταν χοντρό σαν κολόνα, γυμνό και πολύ μακρύ5. Μ’ αυτό το χέρι άρπαζε κι έριχνε μέσα σ’ εκείνο το χάος τους καταδικασμένους αμαρτωλούς, που έβγαζαν σπαρακτικές κραυγές.
»Καθώς λοιπόν πλησιάσαμε, ο φοβερός αγριάνθρωπος έβγαλε φωνή μεγάλη και είπε σ’ εκείνους που μ’ έσερναν:
»-Αυτός είναι φίλος μου!
»Κι ευθύς άπλωσε το χέρι του και δοκίμασε να με πιάσει. Άρχισα να τρέμω από φόβο. Μαζεύτηκα και κουλουριάστηκα κάτω, κυριευμένος από τρομάρα.
»Την ίδια στιγμή όμως – λες και κάποιος τους έστειλε για μένα – παρουσιάστηκαν δυο λευκότριχοι και σεβάσμιοι γέροντες. Νομίζω πως τους αναγνώρισα. Ήταν οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και Ιωάννης ο Θεολόγος, καθώς τους θυμάμαι από τις ιερές εικόνες τους. Μόλις τους είδε κείνος ο απαίσιος γίγαντας, έκανε πίσω και κρύφτηκε βιαστικά. Με πήραν τότε καλοσυνάτα οι δύο γέροντες, περάσαμε τη μεγάλη πύλη και μιαν άλλη εσωτερική, και βγήκαμε σ’ ένα πεδινό τόπο με πανέμορφα χωριά. Τα προσπεράσαμε και προχωρήσαμε μέχρι το τέλος της πεδιάδας. Ήταν εκεί μια κοιλάδα καταπράσινη και πάντερπνη, που την ομορφιά και τη χάρη της είναι εντελώς αδύνατο να παραστήσει κανείς με λόγια. Κι εκεί, καταμεσίς, καθόταν ένας γέροντας, χαριτωμένος και σεβάσμιος, έχοντας γύρω του παιδιά πλήθος, σαν την άμμο της θάλασσας.
»Έ, τότε ένιωσα να μου φεύγει ο φόβος, και, κάπως ήρεμος πια, ρώτησα τους δυο οδηγούς μου:
»-Ποιός να ‘ναι ο γέροντας; Και τί είν’ αυτό το αναρίθμητο πλήθος που τον κυκλώνει;
»- Ο Αβραάμ είναι, μου είπαν. Κι αυτό που βλέπεις είναι ο κόλπος του Αβραάμ, για τον οποίο έχεις ακούσει.
»Κι ευθύς, με την προτροπή τους, πήγα και τον προσκύνησα ευλαβικά.
»Αμέσως μετά συνεχίσαμε την πορεία μας. Περάσαμε την κοιλάδα και βγήκαμε σ’ έναν απέραντο ελαιώνα. Θαρρώ πως πιο πολλά ήταν τα δέντρα του ελαιώνα εκείνου από τ’ άστρα τ’ ουρανού. Κάτω από κάθε ελιά ήταν μια σκηνή. Σε κάθε σκηνή υπήρχε μια κλίνη, και σε κάθε κλίνη ένας άνθρωπος.6 Σ’ εκείνες τις σκηνές αναγνώρισα πολλούς, που ήξερα πως ζούσαν στα βασιλικά παλάτια, άλλους που κατοικούσαν στην πόλη,7 μερικούς αγρότες, καθώς και ορισμένους από το μοναστήρι μας. Όλοι αυτοί που αναγνώρισα, είχαν ήδη πεθάνει.
»Ενώ λοιπόν σκεφτόμουνα να ρωτήσω τους δυο γέροντες συνοδούς μου ποιος ήταν εκείνος ο απέραντος και τόσο θαυμάσιος ελαιώνας, με πρόλαβαν εκείνοι και είπαν:
»Τί απορείς για το ποιος είναι τούτος ο μεγάλος και πανέμορφος ελαιώνας κι όλα όσα βλέπεις μέσα σ’ αυτόν; Είν’ εκείνα που ακούς να λένε οι Πατέρες και η Γραφή: «Πολλές μονές υπάρχουν στα ουράνια σκηνώματά Σου, Σωτήρα μας, όπου κατανέμονται όλοι οι άνθρωποι, ανάλογα με την αξία τους και σύμφωνα με τα μέτρα της αρετής τους».8
»Μετά τον ελαιώνα εκείνο ήταν μια πόλη, που την ομορφιά της και την ποικιλία της και την αρμονική κατασκευή του τείχους της είναι αδύνατο να περιγράψω. Δώδεκα ζωνάρια, από τους δώδεκα πολύτιμους λίθους,9 έζωναν όλο το τείχος γύρω – γύρω. Κάθε ζωνάρι ήταν φτιαγμένο από ένα είδος πολύτιμων λίθων και σχημάτιζε ξεχωριστό κύκλο. Τί να πώ και για τις άλλες ομορφιές της πολιτείας εκείνης; Ήταν επίπεδη, ευρύχωρη, αρμονικά οικοδομημένη σε κάθε της λεπτομέρεια. Το τείχος καταστόλιζαν πύλες πλουμισμένες με χρυσάφι και ασήμι, που, μόλις άνοιγαν, αποκάλυπταν δάπεδο χρυσό. Ακολουθούσαν κατοικίες χρυσές και καθίσματα χρυσά και τραπέζια χρυσά. Κι η πολιτεία ολάκερη λουσμένη σε φως αλάλητο και σ’ ευωδία άρρητη, σε γέμιζε χαρά.
»¨Οσο τριγυρνούσαμε στην πόλη, πουθενά δεν είδαμε άνθρωπο ή ζώο ή πουλί ή άλογο γήινο πλάσμα. Μόνο σαν φτάσαμε στην άκρη της, αντικρύσαμε θαυμαστά ανάκτορα, που στην είσοδό τους υπήρχε ένας θάλαμος μακρύς, όσο η βολή μιας πέτρας. Από τη μια άκρη του θαλάμου μέχρι την άλλη ήταν στρωμένη τράπεζα, από μάρμαρο ρωμαϊκό κατασκευασμένη και ψηλή τόσο, όσο χρειάζεται για να κάθεται και ν’ ακουμπάει ένας άνθρωπος. Κι η τράπεζα εκείνη ήταν γεμάτη από συμποσιαστές. Φως υπέρλαμπρο κι ευωδία και χάρη γέμιζαν όλο το χώρο.
»Ο θάλαμος κατέληγε σε μικρό ελικοειδή διάδρομο, που έβγαζε σ’ ένα ωραίο λιακωτό, ακριβώς απέναντι στην τράπεζα. Από κει φάνηκαν δυο φωτόμορφοι ευνούχοι, υπέρλαμπροι και αστραποβόλοι στην όψη.10 Στράφηκαν στους γέροντες που με βάσταζαν.
-Ας καθίσει και αυτός στην τράπεζα, είπαν.
»Και την ίδια στιγμή έδειξαν μια θέση, όπου με οδήγησαν οι γέροντες να καθίσω. Έπειτα κάθισαν και αυτοί σ’ ένα άλλο μέρος του θαλάμου, ενώ οι ευνούχοι σα ν’ αποσύρθηκαν στο βάθος του σπιτιού, προς τη μεριά του λιακωτού. Όσο έλειπαν, έπιασα να παρατηρώ με προσοχή ό,τι ομοτράπεζους αναγνώρισα πολλούς γνωστούς μου, τόσο από την τάξη των κοσμικών όσο και μερικούς από το μοναστήρι μας. Ξεχώρισα και μερικούς απ’ τους παλατιανούς.
»Μετά από πολλές ώρες, οι ευνούχοι φάνηκαν πάλι και φώναξαν τους γέροντες.
-Αυτόν εδώ να τον γυρίσετε πίσω, γιατί πολύ θλίβονται για το θάνατό του τα πνευματικά του παιδιά. Ο βασιλιάς Κύριος, συγκινημένος από την οδύνη τους, αποφάσισε να παρατείνει τη μοναχική του ζωή. Γυρίστε τον λοιπόν πίσω από άλλο δρόμο, και πάρετε, αντί γι’ αυτόν, το μοναχό Αθανάσιο, από το μοναστήρι του Τραϊανού.
»Με πήραν αμέσως οι γέροντες. Βγήκαμε γρήγορα από το θάλαμο κι από την πόλη, ακολουθώντας άλλο δρόμο. Καθώς προχωρούσαμε, συναντήσαμε τώρα εφτά λίμνες, για ισάριθμες κολάσεις και τιμωρίες. Άλλη ήταν κατασκότεινη, άλλη γεμάτη σκουλήκια και άλλη άλλα βασανιστήρια και τιμωρίες. Σ’ όλες όμως στριμώχνονταν πλήθος αναρίθμητων ανθρώπων, που θρηνούσαν, ζητώντας έλεος, και κραύγαζαν γοερά.
»Αφού περάσαμε εκείνες τις λίμνες και έναν άλλο μικρό τόπο, συναντήσαμε πάλι το γέροντα, που έλεγαν πως είναι ο Αβραάμ. Τον πλησίασα κι αυτή τη φορά και τον ασπάστηκα. Κι εκείνος μου πρόσφερε ένα χρυσό ποτήρι γεμάτο κρασί γλυκό, γλυκύτερο κι από το μέλι, και τρία κομμάτια ξερό ψωμί. Απ’ αυτά το ένα το έβρεξα μέσα στο κρασί, και σα να μου φάνηκε πως το έφαγα. Τα άλλα δύο τα έκρυψα μέσα στον κόρφο μου. Είναι αυτά που σας ζητούσα χθες.
»Μετά από λίγο φτάσαμε πάλι στον τόπο, όπου καθόταν εκείνος ο πανάσχημος γίγαντας, με τη μαύρη σαν τη νύχτα όψη. Μόλις με είδε, άρχισε να τρίζει τρομερά τα δόντια του εναντίον μου, και να λέει με οργή και κακία:
-Τώρα μου γλίτωσες! Άλλ’ από εδώ και πέρα δε θα πάψω να πλέκω σκάνδαλα και να στήνω παγίδες σε σένα και στο μοναστήρι σου!
»Αυτά είναι, αδελφοί μου, όλα όσα ξέρω. Σας τα είπα. Πώς όμως ξαναβρήκα τον εαυτό μου, αυτό το αγνοώ εντελώς».
Αμέσως οι πατέρες έστειλαν έναν αδελφό στο μοναστήρι του Τραϊανού. Κι εκείνος, μόλις έφτασε, βρίσκει το μοναχό Αθανάσιο νεκρό,11 να τον βγάζουν από το κελλί του ξαπλωμένο πάνω στο νεκροκρέβατο. Ο αδελφός ρώτησε να μάθει πότε ξεψύχησε.
-Χθες, γύρω στην ενάτη ώρα, του είπαν.
Ήταν η ώρα που ο μοναχός Κοσμάς, έχοντας δει την οπτασία, ήρθε πάλι στον εαυτό του.
Μετά από λίγο καιρό, τα δυο μοναστήρια συγχωνεύτηκαν σε ένα, σαν κοντινά που ήταν. Και μέχρι σήμερα12 ένας ηγούμενος τα καθοδηγεί.
Ο μοναχός Κοσμάς έζησε τριάντα ακόμα χρόνια μετά την οπτασία, καθοδηγώντας και τα δυο μοναστήρια, που γνώρισαν μεγάλη προκοπή τόσο στη θεάρεστη πολιτεία των μοναχών όσο και, γενικά, στη διοίκηση και τα εισοδήματά τους, προς δόξαν του φιλάνθρωπου Θεού μας. Αμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός ή Λακαπηνός (920-944): Πεθερός του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (945-959). Ένας από τους πιο ικανούς και αξιόλογους αυτοκράτορες, σε εξαιρετικά δύσκολες για το κράτος περιστάσεις. Η στάση του απέναντι στην Εκκλησία υπήρξε θετική. Συνεργάστηκε αρμονικά για τα εκκλησιαστικά ζητήματα με το διαπρεπή πατριάρχη Νικόλαο Α’ Μυστικό (+925).
2. Αλέξανδρος: Γιος του Βασιλείου Α’ (867-886) και αδελφός του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886-912). Βασίλεψε για λίγο (912-913). Τον διαδέχτηκαν οι Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος και Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός.
3. Σάγαρις ποταμός: Παλαιά ονομασία του Σαγγάριου, γνωστού από τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή (1919-1922). Πηγάζει στις βόρειες πλαγιές των βουνών της Φρυγίας και χύνεται στον Εύξεινο Πόντο. Δεν έχουμε στοιχεία για το μοναστήρι που αναφέρεται στη διήγηση.
4. Σύμφωνα με το βυζαντινό σύστημα προσδιορισμού της ώρας, τη στιγμή που ανατέλλει ο ήλιος η ώρα είναι μηδέν. Έτσι οι ώρες δεν είναι σταθερές, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με την εποχή. Εντελώς συμβατικά θα μπορούσαμε να πούμε, πως η πρώτη βυζαντινή ώρα αντιστοιχεί στις 6 π.μ., η τρίτη στις 9π.μ. η έκτη στις 12 μ., η ενάτη στις 3 μ.μ. και η 12 στις 6 μ.μ.
5. Αυτό συμβολίζει την αδυναμία του διαβόλου να κάνει οτιδήποτε καλό, και την τάση του να κάνει μόνο το κακό και πονηρό.
6. Τα μέλλοντα και αιώνια αγαθά, που την απόλαυσή τους υπόσχεται ο Θεός στους δίκαιους, δεν είναι βέβαια υλικά. Γι’ αυτό και ο άγιος απόστολος Παύλος λέει χαρακτηριστικά ότι «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α’ Κορ. 2:9). Ωστόσο, συγκαταβαίνοντας ο Θεός στην ανθρώπινη αδυναμία, επιτρέπει πολλές φορές τη θέα ή τη νόησή τους με τη μορφή γήϊνων αγαθών, όπως κήπων, κοιλάδων, αισθητού φωτός κ.α. Η παραχώρηση αυτή του Κυρίου γίνεται για την ψυχική παρηγορία των ανθρώπων και για τη στερέωση των ολιγόπιστων στην πίστη και στην ελπίδα της μελλοντικής ζωής, «ίνα δια των αισθητών και φαινομένων αγαθών αναβιβάση την διάνοιαν αυτών εις την θεωρίαν και έννοιαν των νοητών εκείνων και αοράτων αγαθών, α εν ουρανοίς οι δίκαιοι θ’ απολαύσωσιν» (Β’ Ματθαίου, ό.π., τ. Θ’ {Σεπτέμβριος}, σελ. 248, σημ. 1). Παρόμοιες ανθρωπομορφικές περιγραφές της αιωνιότητος («παραδείσου» ή «κολάσεως») βρίσκουμε και σε βίους αγίων, όπως λ.χ. του οσίου Ευφροσύνου (11 Σεπτεμβρίου), του οσίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού (28 Μαΐου) κ.α., καθώς και στους Διαλόγους του αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου (βλ. Ιωάννου μον. Αγιαννανίτου, Βίοι αγνώστων ασκητών, Άγιον Όρος 1988, βιβλ. IV, κεφ. 37-40).
7. Εννοεί την Κωνσταντινούπολη.
8. Στο υπερώο του Μυστικού Δείπνου ο Κύριος, λίγο πριν από το πάθος Του, είπε, ανάμεσα σ’ άλλους λόγους διδαχής και παρηγοριάς προς τους μαθητές του, και τη φράση: «εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισίν» (Ιωάν. 14:2). Το χωρίο αυτό ερμηνεύεται με δύο τρόπους: α) «στην ουράνια κατοικία του Πατέρα μου υπάρχουν πολλοί τόποι διαμονής, αρκετοί για να δεχτούν κι εσάς, τους μαθητές και αποστόλους μου, και όλους τους πιστούς» (μοναί πολλαί, «ικαναί δέξασθαι και υμάς συνεσομένους ημίν αεί», όως σημειώνει ερμηνευτικά ο Ζιγαβηνός)˙ και β) «στην ουράνια κατοικία του Πατέρα μου υπάρχουν πολλοί τόποι διαμονής (που αντιστοιχούν σε διαφορετικούς βαθμούς τιμής και μακαριότητας), όπου θα τοποθετηθεί κάθε δίκαιος, ανάλογα με τα μέτρα της αρετής που κατόρθωσε να φτάσει» («Πολυχώρητόν τινά διδάσκει είναι τον ουρανόν.. Εικός δε, ότι και το διάφορον της τιμής, τω πολλάς είναι λέγειντας μονάς, υποσημήναι βούλεται εκάστου του διαζήν βουλομένου εν αρετή τόπον ώσπερ τινά τον ίδιον αποληψομένου και την τοις αυτού πρέπουσαν κατορθώμασι δόξαν», σχολιάζει σχετικά ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας). Στην πατερική παράδοση συναντούμε και τις δύο ερμηνείες του «μοναί πολλαί». Η φράση δηλαδή αναφέρεται τόσο στον αριθμό όσο και στους βαθμούς τιμής: «Όντως – γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας – αν δεν ήταν διαφορετική η ανταπόδοση του καθενός σ’ εκείνη την αιώνια μακαριότητα, θα υπήρχε μια μονή μάλλον παρά πολλές. Όμως υπάρχουν πολλές μονές, στις οποίες οι αγαθοί ευφραίνονται ξεχωριστά κατά τάξεις, αλλά και από κοινού μαζί με τους ίσους μ’ αυτούς κατά την αξία. … Μία είναι η μακαριότητα που δέχονται εκεί, διαφορετική όμως η ποιότητα της ανταποδόσεως, την οποία απολαμβάνουν για τα διαφορετικά έργα τους» (Ιωάννου μον. Αγιαννανίτου, ό.π. σελ. 348). Αλλά και στον άδη υπάρχουν διάφοροι βαθμοί κολασμού των ψυχών των αμαρτωλών. Και εδώ «ένα είναι το πυρ της γεέννης, αλλά δεν βασανίζει με ένα και τον αυτό τρόπο όλους τους αμαρτωλούς. Όσο το απαιτεί ανάλογα του καθενός το φταίξιμο, τόσο γίνεται εκεί αισθητή η τιμωρία.. Οι ίσοι συντροφεύουν τους ίσους σε όμοιες βασάνους, ούτω ώστε να καίονται οι περήφανοι με τους περήφανους, οι φιλήδονοι με τους φιλήδονους, οι φιλάργυροι με τους φιλάργυρους, οι ψεύτες με τους ψεύτες, οι φθονεροί με τους φθονερούς, οι άπιστοι με τους απίστους. Επομένως οι όμοιοι κατά τα πταίσματα οδηγούνται σε όμοιες βασάνους» (ό.π. σελ. 372, 348-349).
9. Αναφέρεται στους δώδεκα πολύτιμους λίθους, που ο άγιος ευαγγελιστής Ιωάννης είδε στην Αποκάλυψη σαν θεμέλιους της νέας Ιερουσαλήμ (Αποκ. 21:19-20).
10. Προφανώς ήταν άγγελοι.
11. Πρόκειται για τον όσιο Αθανάσιο το θαυματουργό, που πράγματι κοιμήθηκε ακριβώς τότε(!) σε βαθιά γεράματα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 3 Ιουνίου.
12. Βρισκόμαστε στο 12ο αι. τότε που, πιθανότατα, έζησε ο συγγραφεύς της διηγήσεως Μαυρίκιος, Διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας.

Από το βιβλίο: Διηγήσεις φοβερές και ωφέλιμες: Από τα Μηναία της Εκκλησίας μας – Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.