Ο Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Ετεροδόξους, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη – Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου.

Το όλο θεολογικό έργο του π. Ιωάννου Ρωμανίδη δεν ήταν ιδεολογικό και εθνικιστικό, αλλά, κυρίως, θεολογικό, πνευματικό, εκκλησιαστικό και ενοποιητικό στους τέσσερες τομείς, ήτοι στην ενότητα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μεταξύ εβραϊκής και ελληνικής σκέψεως, μεταξύ ελληνοφώνων και λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων, και μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων Ομολογιών. Συνέδεε την θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και μέσα από την δική τους εμπειρία και διδασκαλία κατήρτισε τα βασικά στοιχεία της ενότητας της Εκκλησίας. Με την ευφυΐα του και τα πολλά διανοητικά του χαρίσματα, όπως και με την συνάντησή του με μεγάλους ησυχαστές, διαμόρφωσε όλη αυτήν την θεολογία σε μια σημαντική προοπτική ενότητας.

Η καλή χρήση της ελληνικής, αγγλικής και γαλλικής γλώσσας τον έφεραν στα σπουδαιότερα κέντρα διαλόγου, ήτοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Παπικούς, τους Προτεστάντες, τους Αντιχαλκηδονίους – Μονοφυσίτες, τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους. Αυτό τον έκανε να τεκμηριώση ακόμη περισσότερο τις απόψεις που είχε σχηματίσει με τις μελέτες που προηγήθηκαν.

Επομένως, το θεολογικό έργο του π. Ιωάννου Ρωμανίδη ήταν έργο ενότητος και όχι διασπάσεως, έργο ουσίας και όχι περιφέρειας, έργο αγάπης και όχι μίσους, ήταν όντως θεολογικό, προφητικό, αποστολικό και πατερικό έργο στην εποχή μας. Και γι’ αυτό αξίζει όχι απλώς να μελετηθή, αλλά να συγκεντρωθή, να μεταφρασθή και να εκδοθή σε πολλούς τόμους. Συγχρόνως, το γραπτό του έργο πρέπει να μελετηθή σε συνδυασμό με τον προφορικό του λόγο, γιατί στα γραπτά του πολλές φορές ήταν δύσκολος, ενώ ήταν ευκολοκατανόητος στην προφορική του διδασκαλία, δια της οποίας μετέδιδε έμπνευση για προσευχή και αγάπη για την Εκκλησία. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν, όπως έχει χαρακτηρισθή, «Προφήτης της Ρωμαϊκής Ορθοδοξίας», δηλαδή Προφήτης της ορθοδόξου θεολογίας στην εποχή μας.

Είχε γνώση των Χριστιανικών ρευμάτων

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης από την αρχή της επιστημονικής του θεολογικής έρευνας, παρουσίας και δράσεως συμμετείχε σε διαφόρους χριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους και γνώριζε όλη την πορεία τους. Συγχρόνως, επειδή είχε στέρεη θεολογική βάση και ορθόδοξες προϋποθέσεις, αλλά και γνώση των χριστιανικών ρευμάτων που επικρατούσαν στην Δύση, έκανε σημαντικές παρατηρήσεις και βοήθησε με τον τρόπο του τους διαλόγους αυτούς. Ήταν από τους ολίγους θεολόγους που γνώριζε πολύ καλά την νοοτροπία των ετεροδόξων και στόχευε στην καρδιά των θεολογικών και εκκλησιαστικών θεμάτων. Μέσα από αυτήν την προοπτική έβλεπε τον διάλογο μεταξύ των Χριστιανών διαφόρων Ομολογιών και επεδίωκε όχι απλώς μια συμφωνία εξωτερική, αλλά την ουσιαστική ενότητα. Για τον σκοπό αυτό τόνιζε μερικά ενδιαφέροντα σημεία, πάνω στα οποία πρέπει να στηρίζεται ο διάλογος.

Υπάρχει ένα σημαντικό κείμενό του που δημοσιεύθηκε το έτος 1981 και έχει τίτλο Ο θεολόγος στην υπηρεσία της Εκκλησίας κατά τον οικουμενικό διάλογο, και στο οποίο διαφαίνεται η όλη εμπειρία του από την πολύχρονη συμμετοχή του στους διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους, τους Εβραίους. Πρόκειται για διάλεξη που έδωσε προς τιμήν του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ο οποίος εξίσου ασχολήθηκε με τους διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους ετεροδόξους.

Οι απόψεις του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι για το Π.Σ.Ε.

Στην διάλεξη αυτή φαίνεται και η σχέση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη με τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Αρχίζοντας την διάλεξή του γράφει: «Είναι πράγματι μεγάλη τιμή για μένα να είμαι προσκαλεσμένος ως πρώτος ομιλητής σ’ αυτήν την νέα ετήσια διάλεξη προς τιμή του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκι, του μεγαλύτερου ορθοδόξου πατερικού θεολόγου της εποχής μας, του ακαδημαϊκού και πνευματικού οδηγού και εμπνευστού των περισσοτέρων από μας εδώ, άμεσα η έμμεσα».

Σε άλλο σημείο της διαλέξεώς του παρουσιάζει αφ’ ενός μεν την σχέση που είχε ο ίδιος με τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, αφ’ ετέρου δε την αγωνία του π. Γεωργίου για την αλλαγή που συνέβαινε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών. Γράφει: «Κατά την μακρόχρονη διάρκεια του στενού δεσμού μας ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι –αιωνία του η μνήμη– συχνά συζητούσε το θέμα του Π.Σ.Ε. Αν και οι συζητήσεις μας ήσαν ενδεικτικές, ήταν φανερό ότι απέδιδε ελάχιστη σπουδαιότητα στην οργανωτική δομή του Π.Σ.Ε. Όμως, είχε αντιληφθή το δικαίωμα του Π.Σ.Ε. να ασκή εξουσία ανεξάρτητα από τη γνώμη των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Παραπονιόταν ότι παραμεριζόταν προς χάρη άλλων ορθοδόξων, οι οποίοι ανταποκρίνονταν περισσότερο στις απαιτήσεις του Π.Σ.Ε. Ο π. Γεώργιος συνεχώς παραπονιόταν ότι το Π.Σ.Ε. υφίστατο μιαν αλλαγή, την οποία απέδιδε στην ιδρυματοποίησή του και στο ότι στεγαζόταν στο νέο του κεντρικό κτίριο στη Γενεύη. Το ότι το Π.Σ.Ε. έχει αλλάξει, εξακολουθεί να είναι το προσφιλές θέμα ορισμένων καθηγητών μέχρι σήμερα».

Στην εισαγωγή της διαλέξεως εκθέτει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων ο θεολόγος μπορεί να συμμετάσχη στους διαλόγους με τους ετεροδόξους. Η μία προϋπόθεση είναι ότι πρέπει να εμπνέεται από την πατερική διδασκαλία ότι « ο Πνευματικός Πατέρας και ο θεολόγος είναι ένα και το αυτό πράγμα» στην θεολογική αυτήν θέση περικλείεται όλη η πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας για τον ησυχασμό και την μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Η άλλη προϋπόθεση είναι ότι ο θεολόγος που συμμετέχει στους διαλόγους πρέπει να έχη επίγνωση ότι «είναι μέρος μιας θεολογικής και πνευματικής Παραδόσεως, η οποία είναι η κύρια ευθύνη των Ορθοδόξων Συνόδων των Επισκόπων». Δίνεται μεγάλη βαρύτητα στην «συνοδική διαγνώμη», όπως καθορίζεται από τους θεουμένους Πατέρες της Εκκλησίας, στις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους. Ο θεολόγος που συμμετέχει στους διαλόγους δεν πρέπει να αυτονομήται από τον Επίσκοπο, την Εκκλησία και την παράδοσή της.

«Ο Επίσκοπος αυτός καθ’ εαυτόν, είναι ο φύλαξ και κατ’ εξοχήν διδάσκαλος της Παραδόσεως, που, όταν οι καταστάσεις το απαιτούν, μπορεί να αναθέση τη διδασκαλία και τις πνευματικές ευθύνες στους πρεσβυτέρους, διακόνους, μοναχούς και λαϊκούς ακόμα». Έτσι, ο,τι ισχύει για τους θεολόγους και την θεολογία μέσα στην Εκκλησία «ισχύει και για τους θεολόγους και όταν ευρίσκωνται σε διάλογο με άλλες εκκλησίες ή ομάδες εκκλησιών».

Μετά τις βασικές αυτές προϋποθέσεις για τον διάλογο με τους ετεροδόξους παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο πως ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή (έτος 1981) σε όλους αυτούς τους διαλόγους. Για το Π.Σ.Ε. αναφέρει την ανησυχία του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι: «Ο π. Φλωρόφσκι είχε άμεση γνώση των προβλημάτων αυτών και του σκοπούτων και ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος για την πορεία πιθανών εξελίξεων, που εμφανίζονταν στον ορίζοντα». Οι διάλογοι με τους Λατίνους, τους Αγγλικανούς και τους Λουθηρανούς θα άρχιζαν πάλι ύστερα από την διακοπή τους, λόγω διαφόρων προβλημάτων. Για τον διάλογο με τους Παλαιοκαθολικούς λέγει ότι «είχε ξεκινήσει σε σύντομο ρυθμό, αλλ’ οι αρχικές μεγάλες προσδοκίες φαίνεται να έχουν κάπως εξασθενήσει». «Ο ανεπίσημος διάλογος με τους Αντιχαλκηδονίους (Μονοφυσίτες) είχε ξεκινήσει σε στέρεη βάση, αλλά αποπροσανατολίσθηκε, όταν το Π.Σ.Ε. άρχισε να αναμιγνύεται με τις εσωτερικές υποθέσεις του διαλόγου, τον οποίο μετέτρεψε σε δικό του έργο, που υπηρετεί τους δικούς του σκοπούς».

Οι δύο συζητήσεις που διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο μεταξύ Ορθοδόξων και Εβραίων «αποδείχθηκαν πολύ ενδιαφέρουσες και είχαν ευχάριστες θεολογικές εκπλήξεις γι’ αυτούς που δεν είχαν προηγουμένως εξοικειωθή ο ένας με τον άλλον». Επισημαίνει δε ότι «εκτός από τις γνωστές διαφορές μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού φαίνεται ότι υπάρχει μια στενότερη ομοιότητα μεταξύ Ορθοδοξίας και Ιουδαϊσμού, παρά μεταξύ Ορθοδοξίας και εκείνων των «εκκλησιών», που προέρχονται από τη μεσαιωνική Ευρώπη Φράγκων (Γαλλία), Βησιγότθων (Ισπανία), Λομπαρδών (Ιταλία) και Νορμανδών (Αγγλία), δηλαδή των κατακτητών της Δυτικής Ρωμηοσύνης».

Προβλήματα στους Διαλόγους

Στην συνέχεια αναπτύσσει διεξοδικότερα τα προβλήματα που αναφύονται στους διαλόγους σε βάρος της ορθοδόξου παραδόσεως και διακρίνει κανείς την μεγάλη πείρα την οποία είχε αποκτήσει ο ίδιος και στον τομέα αυτό, την στέρεη θεολογική βάση με την οποία παρακολουθούσε τους διαλόγους και συμμετείχε σε αυτούς, την αγωνία του για την εξέλιξή τους σε βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τις ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις με τις οποίες θεωρούσε ότι έπρεπε να συμμετέχη η Ορθόδοξη Εκκλησία στους διαλόγους αυτούς.

Στο τέλος της διαλέξεως αυτής καταγράφει ένα σημαντικό συμπέρασμα: «Οι Ορθόδοξοι στην οικουμενική κίνηση και στο διάλογο φανερά πρόκειται να διέλθουν μια περίοδο, κατά την οποίαν η αποφασιστικότητά τους να υποστηρίξουν αποκλειστικότητα για την Παράδοσή των θα δοκιμασθή σοβαρά, ειδικά στο θέμα της μυστηριακής επικοινωνίας, όπου Αγγλικανοί, Προτεστάντες και Λατινο-Καθολικοί έχουν αποτελεσματικά απομονώσει τους Ορθοδόξους».

Προϋποθέσεις Διαλόγων και ορθόδοξη στρατηγική

Επίσης, επισημαίνει ότι στους διαλόγους αυτούς πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξη μια στρατηγική, που εφαρμόζεται σε πολλές περιπτώσεις του ανθρωπίνου βίου μας, που σημαίνει ότι πρέπει να καταστρωθή ένα σχέδιο του οποίου η προσεκτική εκτέλεση να γίνη προς όφελος των διαλεγομένων. Παρατηρεί δε εύστοχα: «Ορισμένες φορές βλέπει κανείς σημεία στρατηγικής στις πράξεις των ορθοδόξων Εκκλησιών στο διάλογο. Σ’ άλλες περιπτώσεις όμως, η εντύπωση είναι τέτοια, όχι μόνο ελλείψεως στρατηγικής, αλλ’ ακόμα και απλής πολιτικής, εκτός φυσικά από την συνήθη επανάληψη των πατροπαραδότων φράσεων».

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν γνώστης των θεολογικών διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των άλλων Ομολογιών, δεν τους απέκλειε, αλλά ήθελε να γίνωνται με τις απαραίτητες ορθόδοξες προϋποθέσεις και μέσα σε εκκλησιαστικά πατερικά πλαίσια. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά την νοοτροπία των Παπικών και των Προτεσταντών, είχε εντοπίσει τα αδύνατα και ανορθόδοξα σημεία της θεολογίας τους, γνώριζε πολύ καλά την εμπειρική θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας και με αυτά τα στοιχεία χάρασσε την στρατηγική του, η οποία, δυστυχώς, πολλές φορές δεν γινόταν κατανοητή και αποδεκτή και από τους άλλους ορθοδόξους θεολόγους, πράγμα που ήταν το βασικό του παράπονο. Μεταξύ των σημείων της στρατηγικής εντόπιζε και τα ακόλουθα:

Ο Άσαρκος Λόγος στην Παλαιά Διαθήκη

Το πρώτο από αυτά είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη, όπως ήδη προαναφέρθηκε, εμφανιζόταν ο Κύριος της Δόξης, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος και ο Οποίος, στο πλήρωμα του χρόνου, ενσαρκώθηκε, προσέλαβε την σάρκα για να νικήση τον θάνατο, τον διάβολο και την αμαρτία. Στην Παλαιά Διαθήκη δεν εμφανιζόταν ο Θεός με κτιστά γινόμενα και απογινόμενα σημεία, αλλά φανέρωνε την άκτιστη δόξα Του, την οποία εξέφραζαν οι Προφήτες με κτιστά εικονίσματα. Με την διδασκαλία αυτή εξουδετερωνόταν όλη η φιλοσοφική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, που κάνουν οι ετερόδοξοι.

Θεολογία Σταυρού και θεολογία Δόξας

Το δεύτερο σημείο είναι η ενότητα μεταξύ της θεολογίας του Σταυρού και της θεολογίας της δόξας της Αναστάσεως, δηλαδή έκανε λόγο για το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Θεωρούσε εσφαλμένη την άποψη ότι ο δυτικός Χριστιανισμός στηρίζεται στον Σταυρό του Χριστού, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την Ανάσταση του Χριστού και είναι Εκκλησία της Αναστάσεως. Θεωρούσε αυτήν την διδασκαλία εσφαλμένη, γιατί η θεολογία του Σταυρού συνδέεται αναπόσπαστα με την θεολογία της δόξης, αφού σύμφωνα με την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, «τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν» (Α Κορ. β , 8).

Μέσα από αυτήν την ενότητα ομιλούσε και για την ασκητική της Εκκλησίας, που συνδέεται με την κάθαρση, τον φωτισμό και τον δοξασμό. Η μέθεξη των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, εκφράζει το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, που είναι το κέντρο των Μυστηρίων, αλλά και της ασκήσεως. Η πασχάλεια εμπειρία δεν εντοπίζεται μόνον στην Ανάσταση του Χριστού, αλλά και στον Σταυρό, ούτε μόνον στα Μυστήρια, αλλά και στην ασκητική-θεραπευτική ζωή. Στην πραγματικότητα μέσα από την μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού ο Χριστιανός μετέχει στην νίκη του Χριστού εναντίον της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου. Η θεολογία, που αναφέρεται σε αυτήν την νίκη, είναι θεολογία της Εκκλησίας και αποτελεί τεκμήριο γνησιότητας.

Γι’ αυτό ο π. Ιωάννης τόνιζε την αξία των Συναξαρίων και των ασκητικών βιβλίων που περιγράφουν τον αγώνα των μοναχών εναντίον του διαβόλου και την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, αφού με τον τρόπο αυτό μετέχει κανείς πραγματικά μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Η θεωρητική διδασκαλία για τα θεολογικά ζητήματα καταλήγει σε έναν ιδιότυπο ορθόδοξο σχολαστικισμό.

Πίστη εξ ακοής και πίστη εκ θεωρίας

Το τρίτο σημείο, ως συνάρτηση των προηγουμένων, είναι και το θέμα της πίστεως, που το εντόπιζε στην πίστη εξ ακοής και στην πίστη εκ θεωρίας. Η πίστη εκ θεωρίας συνίσταται στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά και την θεωρία της δόξης του Θεού, πράγμα το οποίο συνιστά και την θεραπεία του ανθρώπου, και η πίστη εξ ακοής είναι η υπακοή σε αυτούς που έχουν την πίστη εκ θεωρίας, προκειμένου να αποκτήση ο κατηχούμενος αυτήν την εμπειρία. Οπότε, η θεολογία περί της Εκκλησίας ως θεραπευτηρίου, εντοπίζεται σε αυτό το θέμα, το οποίο και αποτέλεσε τον πυρήνα της όλης διδασκαλίας του.

Analogia entis και analogia fidei

Το τέταρτο βασικό σημείο μέσα από το οποίο έβλεπε την ενότητα του χριστιανικού κόσμου είναι η απόρριψη του analogia entis και του analogia fidei, δηλαδή η απόρριψη και καταδίκη της απόψεως ότι η αποκάλυψη του Θεού ταυτίζεται με την φιλοσοφία- μεταφυσική και την Αγία Γραφή. Η αποκάλυψη του Θεού δίνεται στους θεουμένους Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες, που φθάνουν στον δοξασμό, και ο ύψιστος βαθμός της αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή. Έπειτα, η αποκάλυψη αυτής της δόξης του Θεού, όσο είναι δυνατόν, καταγράφεται για να γίνη οδηγός στους ανθρώπους, που θέλουν να φθάσουν στον δοξασμό.

Θεματολογία των Διαλόγων

Το πέμπτο βασικό σημείο μέσα από το οποίο ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έβλεπε τους διαλόγους μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των διαφόρων Ομολογιών, κυρίως, των Παπικών και των Προτεσταντών, που θα μπορούσε να επέλθη μια ενότητα, ήταν τα θεολογικά ζητήματα. Δηλαδή, δεν έβλεπε τους διαλόγους μέσα από πολιτικές σκοπιμότητες ούτε την λεγομένη «ένωση των Εκκλησιών» μέσα από συναισθηματισμούς και εξωτερικές ενέργειες, αλλά με την ενότητα της πίστεως, όπως εκφράσθηκε από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων. Στο πλαίσιο αυτό ενέτασσε την θεολογία περί της ουσίας και των ενεργειών του Θεού για να αντιμετωπισθή η αίρεση του actus purus• το προπατορικό αμάρτημα και τον θάνατο ως απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι η πηγή της ζωής, και όχι ως κληρονομική ενοχή• την ενανθρώπηση του Χριστού ως έκφραση της αγάπης του Θεού για να νικηθή ο θάνατος, ο διάβολος και η αμαρτία και όχι ως ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης• και την ζωή του Χριστιανού μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήρια και την ησυχαστική παράδοση ως
νίκη εναντίον του θανάτου, του διαβόλου και της αμαρτίας και όχι ως μιας κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής.

Συμπέρασμα

Μέσα από αυτά τα βασικά σημεία έβλεπε την ενότητα μεταξύ Ορθοδόξων Χριστιανών και άλλων Ομολογιών, ακόμη και των μη Χαλκηδονίων. Αυτήν την ενότητα έβλεπε και μεταξύ των Ορθοδόξων στην θεολογία, και στην εκκλησιαστική πρακτική. Η όλη αντιμετώπιση των ετεροδόξων από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη ήταν θεολογική, εκκλησιαστική και όχι ηθικολογική και αποσπασματική. Γνώριζε τα αδύνατα σημεία τόσο των Φραγκολατίνων όσο και των Προτεσταντών, καθώς επίσης γνώριζε και την όλη αυθεντική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και γι’ αυτό έκανε στοχευμένες κινήσεις, πράγμα που δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι άλλοι συνομιλητές του, κυρίως οι ορθόδοξοι θεολόγοι. Έτσι, πρέπει να ερμηνευθούν οι δυσκολίες που συναντούσε σε αυτούς τους διαλόγους, κυρίως από ορθοδόξους θεολόγους που είχαν δεχθή δυτικές επιρροές και αντιδρούσαν. Βεβαίως, ως άνθρωπος έκανε και εκείνος μερικά λάθη στις εκτιμήσεις του και στον τρόπο του διαλόγου, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθή την αγάπη του στην Εκκλησία και την παράδοσή της, όπως και τις αγαθές
προθέσεις του. Μέσα από τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν έβλεπε τους διαλόγους για την ενότητα της Εκκλησίας.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης συνέδεε στενά την θεολογία με την ιστορία, γιατί πίστευε ότι η θεολογία μεταμόρφωσε την ιστορία, όπως και διάφορες ιστορικές ιδιαιτερότητες δημιούργησαν προβλήματα μέσα στην Εκκλησία. Μέσα από αυτό το πρίσμα έβλεπε την αλλοτρίωση του Χριστιανισμού, τις λεγόμενες «ψευδομορφώσεις», που δημιουργήθηκαν μέσα στην θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και προσπαθούσε να κάνη διάγνωση και στην συνέχεια να προβή στην θεραπεία τους. Και αυτά δεν τα έβλεπε απλώς ερασιτεχνικά, αλλά τα γνώρισε με την προσωπική του πείρα, αλλά και την επιστημονική του έρευνα. Έζησε στα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα του Ορθοδόξου και Χριστιανικού κόσμου, σπούδασε την επιστήμη της θεολογίας, αλλά και την ιστορία, και ως ερευνητής αντλούσε επιχειρήματα από τα ξεχασμένα βιβλία στις Βιβλιοθήκες.

Από το περιοδικό: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Τεύχος 255 – Οκτώβριος 2017

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου – Εκκλησιαστική Παρέμβαση

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.