Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας: Το διορατικό του Χάρισμα – ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ.

Αν κάποιος έκρυβε κάτι στην εξομολόγησή του, ο π. Γαβριήλ βοηθούσε με το διορατικό του χάρισμα να ειπωθεί. Μερικές φορές αυτό μπορεί να συνέβαινε μπροστά σε όλους, αλλά το αντιλαμβανόταν μόνον εκείνος τον οποίο αφορούσε.
Μια μέρα είπα στη γυναίκα μου:
-Θα ήθελα να μάθω αν ο Κύριος μου έχει δώσει κάποιο τάλαντο, γιατί εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω.
Εκείνη την ημέρα επισκέφτηκα τον π. Γαβριήλ και, χωρίς να του πω τίποτα, μου έδωσε την απάντηση:
-Το δικό σου τάλαντο ξέρεις ποιό είναι; Η πίστη. Να την επαυξάνεις και να τη μεταδίδεις και σε άλλους. Εσύ θα με κάνεις γνωστό στον κόσμο.
Τότε σκέφτηκα: «Πώς θα το κάνω εγώ αυτό, όταν είμαι τόσο ανορθόγραφος;».
-Με συγχωρείτε, π. Γαβριήλ…
-Εσύ τί έχεις να σε συγχωράνε; Είσαι μισός απόστολος Πέτρος. Γέλασα με την καρδιά μου! Ο Θεός ξέρει τι αμαρτωλός και σκουπίδι είμαι! Αναρωτιόμουν γιατί μου το είπε αυτό. Ήξερα ότι ποτέ δεν έλεγε περιττές κουβέντες. Φοβήθηκα μήπως τον πέτυχα σε κακή μέρα. Ύστερα σκέφτηκα ότι ο Πέτρος είναι η πίστη. Και μισός Πέτρος σήμαινε ότι είχα μισή πίστη. Έπρεπε δηλαδή να τη διπλασιάσω! Όταν το κατάλαβα, χάρηκε και είπε:
-Μη σταματάς! Ό,τι καλό πέφτει στην αντίληψή σου να το μεταδίδεις και στους άλλους. Να το κάνεις περισσότερο γνωστό. Ας πούμε ότι ένας μουσουλμάνος βρήκε ένα Ευαγγέλιο. Το άνοιξε και το έβαλε στην άκρη. Δηλαδή το έθαψε. Δεν του δόθηκε αυτό το τάλαντο. Εσύ πήρες το Ευαγγέλιο, το διάβασες και άρχισες να το εφαρμόζεις. Δηλαδή σου δόθηκε το τάλαντο. Αλλά αλίμονο αν σου δόθηκαν πέντε τάλαντα κι εσύ σταμάτησες στα τρία. Γι’ αυτό πρέπει να πολλαπλασιάζεις το τάλαντό σου. Ό,τι καλό ακούσεις πρέπει να το κάνεις πράξη. Πώς μπορεί να είναι ήρεμη η ψυχή ενός ανθρώπου όταν γνωρίζει ότι ο πλησίον του βρίσκεται σε ανάγκη;
Εδώ πρέπει να σημειώσω πως πάντα είχα την πεποίθηση ότι η δουλειά του ηθοποιού είναι αμαρτωλή, γι’ αυτό και κατηγορούσα όλους τους ηθοποιούς. Ο π. Γαβριήλ όμως, σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς ποτέ να του φανερώσω αυτές μου τις σκέψεις, μου είπε:
-Το να είσαι ηθοποιός είναι ένα τάλαντο από τον Κύριο. Εσύ μην ασχολείσαι με το τάλαντο του άλλου. Ξέρεις πόσοι εξαιρετικοί ηθοποιοί υπάρχουν; Αλλά αν σου δόθηκε από τον Κύριο ένα τέτοιο τάλαντο, πρέπει με αυτό να οδηγείς τους ανθρώπους στον Θεό κι όχι να το χρησιμοποιείς για διασκέδαση.
Έπειτα τον ρώτησε η γυναίκα μου, η οποία είναι μουσικός:
-Είναι αμαρτία να είσαι μουσικός;
-Όχι. Τον βιολιστή βέβαια δεν θα τον οδηγήσει το βιολί του στον Παράδεισο, αλλά οι άγιοι μας δίδαξαν ότι εκείνη η μουσική που αγαλλιάζει την ψυχή και δεν προκαλεί πάθη επιτρέπεται από τον Κύριο.
Και κοιτάζοντάς μας παράξενα πρόσθεσε:
-Πιο μεγάλος ηθοποιός από μένα δεν υπάρχει στον κόσμο!

Μια μέρα αντήχησε η βροντερή φωνή του Γέροντα σε όλο το Σαμτάβρο:
-Σας αγαπώ όλους!
Ξαφνιαστήκαμε όλοι, διότι ο Γέροντας ήταν πολύ αδύνατος και κανείς δεν περίμενε τέτοια δύναμη στη φωνή του. Αλλά αυτή ήταν η φωνή της καρδιάς, η έκφραση της απέραντης αγάπης του, την οποία ένιωθαν όσοι τον συναντούσαν και τον γνώριζαν! Τα πνευματικά του παιδιά προσπαθούσαν να ανταποδώσουν στο ελάχιστο την ευγνωμοσύνη και την αγάπη που ένιωθαν για εκείνον με όποιον τρόπο μπορούσαν.
Μια κοπέλα, όταν έμαθε να πλέκει κάλτσες, του πρόσφερε ένα ζευγάρι. Την επόμενη φορά που τον επισκέφτηκε, ήθελε να μάθει αν τις φορούσε. Απλώς αναρωτιόταν. Τη στιγμή που έφθασε στο κελί του, ο Γέροντας καθάριζε τον Εσταυρωμένο. Ξαφνικά, σήκωσε το μακρύ του ράσο και έκοψε με ψαλίδι τις κλωστές που εξείχαν, ενώ ταυτόχρονα το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Τότε η κοπέλα, γεμάτη χαρά, είδε τις κάλτσες που φορούσε.

Μια πιστή θυμάται:
«Ενώ ήμουν στην αυλή, σκεφτόμουν: ¨Μακάρι να μπορούσα να πλύνω τα ρούχα του Γέροντα, να του ράψω ένα μπάλωμα ή να του σιδερώσω¨. Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο Γέροντας με σαπούνι στα χέρια. Τον ρώτησε που πήγαινε.
-Πρέπει να πλύνω τα ρούχα μου, μου είπε.
-Σας παρακαλώ, δώστε τα σε μένα. Θα σας τα πλύνω εγώ. Δέχτηκε. Έπλενα για μια ώρα. Και σκεφτόμουν: ¨Τι ευτυχία, Θεέ μου, που αξιώθηκα να πλύνω τα ρούχα του π. Γαβριήλ!¨. Όμως εκείνος άρχισε να φωνάζει στις μοναχές:
-Τι κάνει εκείνη; Τι θέλει και πλένει τα ρούχα μου τόσην ώρα; Και οι αδελφές έτρεξαν ανήσυχες και μου είπαν:
-Γρήγορα, κάνε γρήγορα! Μας μαλώνει.
Αφού τελείωσα, ήθελα να καθαρίσω τα σκοινιά για ν’ απλώσω όμορφα τα ρούχα. Όμως πήγα πρώτα στον Γέροντα να πάρω την ευλογία του.
-Βαλ’ τα από εδώ κι από κει, πάνω στα κάγκελα, δεν χρειάζεται και τόση φασαρία, μου είπε.
Τότε σκέφτηκα να καθαρίσω τουλάχιστον τα κάγκελα.
-Εκεί είναι πεταμένο ένα κουρέλι! Και μου έδειξε μια πατσαβούρα που ήταν ποτισμένη με νέφτι.
Τέτοιος εκπληκτικός πατέρας ήταν. Δεν σκεφτόταν τον εαυτό του, ούτε την εξωτερική του εμφάνιση. Το κυριότερο γι’ αυτόν ήταν η αγάπη για τον άνθρωπο και η καλοσύνη».
Όσοι βρίσκονταν στο περιβάλλον του π. Γαβριήλ εκπλήσσονταν με την τελειότητα των αρετών του. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν αυτός που έμοιαζε με τους πρώτους πιστούς, με τους πρωτομάρτυρες. Ο Οτάρ Νικολαϊσβίλι θυμάται:
«Μια μέρα ήμουν στο κελί του Γέροντα, ενώ εκείνος ξεκουραζόταν λίγο. Τότε άρχισαν να σκέφτομαι τα εξής: ¨Ο Χριστός γεννήθηκε μια φορά πάρα πολύ ταπεινά. Την επόμενη όμως φορά θα έρθει μες στη δόξα. Αλλά ο π. Γαβριήλ ποιός είναι; Είναι τόσο σπουδαίος, που σωματικά είναι εδώ και ταυτόχρονα είναι παντού και όλα τα ξέρει. Μήπως είναι κάποιος δαίμονας τυλιγμένος στα ράσα του μοναχού, ο οποίος κρύβεται στο κέντρο του ναού και περιμένει την ευκαιρία να καταστρέψει τον κόσμο; ¨Την ίδια στιγμή ο Γέροντα είπε μια από τις συνηθισμένες του φράσεις:
-Ελήφθη.
Απόρησα και σκέφτηκα: ¨Και στον ύπνο του ακούει τη σκέψη μου;¨ Κάποια φωνή μου έλεγε να φύγω αμέσως και να μην τον ξαναπλησιάσω, αλλά δεν είχα τη δύναμη να σηκωθώ. Τότε ο π. Γαβριήλ σηκώθηκε αμέσως, με κοίταξε και είπε:
-Έχουμε «προφέσορ¨,1 έτσι δεν είναι;
Ήπιε μισό ποτήρι κρασί, με κοίταξε κι άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυά του έπεφταν καταγής. Κι εγώ άρχισα να ντρέπομαι για τις σκέψεις μου. Κατάλαβα ότι εκείνος τα ¨άκουσε¨ όλα! Μετά μου έδειξε στο τραπέζι τα ψίχουλα και μου είπε:
-Χωρίς την άδεια του Κυρίου ούτε αυτά τα ψίχουλα δεν μπορεί να πετάξει ο δαίμονας».

Η Κετεβάνι Μπεκαούρι θυμάται:
«Στο παρελθόν συνεργαζόμουν με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πέρασε καιρός και επιθύμησα να επιστρέψω στη δουλειά που αγαπούσα. Πηγαίνοντας στο Σαμτάβρο, ο π. Γαβριήλ βγήκε από το κελί του και μου είπε:
-Μόλις τώρα το Άγιο Πνεύμα μου φανέρωσε ότι πρέπει να σκάψουμε σε εκείνο το μέρος. Κι αν δεν με πιστέψουν, θα δουν τι θα πάθουν!
Με κοίταξε περίεργα και με ρώτησε:
-Μήπως έχεις κανέναν γνωστό στην Αρχαιολογική Υπηρεσία; Έτσι την επομένη πήγα στο Σαμτάβρο με αρχαιολόγους. Άρχισαν την σκαπάνη μαζί με τους μοναχούς, οι οποίοι κουβαλούσαν τις βαριές πέτρες. Ο Γέροντας μας βεβαίωνε πως εκεί βρισκόταν κάτι σπουδαίο. Στο τέλος, ένας αρχαιολόγος μου είπε:
-Έτσι όπως μας τα λέει ο πνευματικός σου, θα χρειαστεί να σκάψουμε όλο το μέρος και να μετακινήσουμε μέχρι και το ναό! Ποιός μπορεί να μετακινήσει το ναό;
Κι ο π. Γαβριήλ φώναξε:
-Εσείς θα φταίτε. Αν είναι έτσι, κλείστε τις τρύπες.
Ακούγοντάς τον, σκεφτόμουν: ¨Από την εμπειρία μου ως αρχαιολόγος γνωρίζω τα υποστρώματα όλων των πολιτισμών. Είμαι περίεργη αν τα ξέρει κι ο Γέροντας¨. Μόλις τέλειωσα τη σκέψη μου, εκείνος αμέσως με πλησίασε και μου τα περιέγραψε ένα ένα με ακρίβεια. Και όταν έδωσε εντολή να κλείσουν τους λάκκους, μου είπε:
-Εγώ λυπήθηκα τους μοναχούς που τους έβαλα να κουβαλούν άδικα τις πέτρες. Εσύ όμως πάλι δεν κατάλαβες τίποτα».

Μια πνευματική κόρη του π. Γαβριήλ θυμάται:
«Πηγαίνοντας κάποτε με το λεωφορείο στο Σαμτάβρο για να δω τον π. Γαβριήλ, καθόμουν στο παράθυρο και είδα δύο σπουργίτια, το ένα κάπως παχύ και το άλλο πιο λεπτό. Σκέφτηκα ότι το παχύ είμαι εγώ και το λεπτό ο π. Νικόλαος (Μακαρασβίλι). Ξαφνικά και τα δύο πέταξαν κι έφυγαν, αλλά γρήγορα επέστρεψαν. Κάποια κυρία τα τάισε. Άρχισα να σκέφτομαι ότι έτσι κι εγώ με τον π. Νικόλαο θα φεύγαμε από τον π. Γαβριήλ, αλλά ύστερα θα ξαναγυρίζαμε πάλι κοντά του. ¨Αν σκέφτομαι σωστά, ας μου το πει ο ίδιος ο Γέροντας¨, συλλογίστηκα. Και φυσικά ξέχασα τις απλοϊκές μου αυτές σκέψεις στο δρόμο.
Μπαίνοντας στο κελί του Γέροντα τον χαιρέτησα και τον ρώτησα τι κάνει. Βαθιά σκεπτικός μου απάντησε:
-Ώχ, αδελφή, πώς να είμαι; Μόνο τα πουλιά κοιτάζω… πώς πάνε κι έρχονται. Εγώ εδώ απλώς τα ταΐζω κι εκείνα φεύγουν, αλλά επιστρέφουν ξανά στο κελί. Το πιστεύεις;
Θυμήθηκα πως κι εγώ αγαπώ πολύ τα πουλιά, αλλά εκείνος επανέλαβε:
-Εγώ τα πουλιά μόνο κοιτάζω, πως φεύγουν και πως έρχονται ξανά…
Τότε θυμήθηκα τις πρότερές μου σκέψεις! Την επόμενη φορά πήγαμε μαζί με τον π. Νικόλαο στον π. Γαβριήλ. Εκείνος, κοιτάζοντας εμένα κατάματα, είπε στον π. Νικόλαο:
-Νικόλαε, έλα δω!
Κι αυτός πήγε γονατιστός κοντά του, έσκυψε το κεφάλι και πήρε την ευλογία του. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τι είναι η μοναχική ζωή. Αυτή η απλή σκηνή εξέφραζε τα πάντα: ταπείνωση, αγάπη, υπακοή».

Ο π. Βενιαμίν Μπελκάνια ήρθε μια μέρα να δει τον Γέροντα. Αφού έμειναν και οι δύο αμίλητοι για αρκετή ώρα, ξαφνικά ο Γέροντας κοίταξε διερευνητικά τον μοναχό και του είπε με εύθυμη διάθεση:
-Τί κάθεσαι έτσι σαν άγιος; Σαράντα χρόνια τώρα κι εγώ δεν μπόρεσα να γίνω άγιος, ούτε έχω καμία σχέση μαζί τους.
-Δεν είμαι άγιος. Αμαρτωλός είμαι, απάντησε ο μοναχός.
-Τότε είσαι αδελφός μου, του χαμογέλασε ο π. Γαβριήλ. Μετά ζήτησε το χέρι του: – Να σου πω το μέλλον.
-Όχι, δεν θέλω, π. Γαβριήλ.
-Όχι, δώσε μου το χέρι σου να σου τα πω όλα!
-Όχι, δεν θέλω, και τράβηξε το χέρι του ο π. Βενιαμίν.
Ο π. Γαβριήλ χαμογέλασε. Και βγαίνοντας από το κελί, είπε ο π. Βενιαμίν στη μ. Παρασκευή:
-Βλέπεις τί μου έκανε; Σκεφτόμουν: «Τί μπορεί να μου προφητέψει;». Είχα αμφιβολίες, γι’ αυτό μου τα έκανε όλα αυτά. Τί να το ήθελε αλλιώς το χέρι μου σαν «καλός μάγος;». Μ’ αυτό μου έδωσε να καταλάβω πως όλα τα βλέπει και τα ακούει!

Η Νάνα Μερκβιλάτζε θυμάται:
«Μου είχε μπει η ιδέα ότι δυο νέοι που γνώριζα θα ταίριαζαν να παντρευτούν. Πηγαίνοντας στη Μτσχέτα, σε όλη τη διαδρομή μιλούσα συνέχεια γι’ αυτό με τη φίλη μου Ταμάρη. Κάποια στιγμή η Ταμάρη μου είπε να σταματήσω να το συζητάω, διότι ο π. Γαβριήλ μας ακούει και θα με μάλωνε. Κι εγώ της απάντησα:
-Είσαι τρελή; Πώς είναι δυνατόν να μας ακούει;
Όταν μπήκαμε στην αυλή του Σαμτάβαρο, ο π. Γαβριήλ καθόταν πάνω στη σκάλα και γύρω του τα πνευματικά του παιδιά. Μόλις μας είδε, αναφώνησε:
-Να! Ήρθε κι η προξενήτρα!».

Διηγείται η Κετεβάνι Μπεκαούρι:
«Καθόμασταν στην κορυφή της σκάλας, όταν ο π. Γαβριήλ μου είπε:
-Περίμενέ με. Θα πάω στην τραπεζαρία και θα επιστρέψω αμέσως. Μην κουνηθείς από εδώ.
Στεκόμουν ακίνητη εκεί, κοίταζα τα βουνά και σκεφτόμουν: ¨Οι άγιοι τις έσχατες μέρες δεν θα κάνουν θαύματα; Αλήθεια, ο π. Γαβριήλ μπορεί να μετακινήσει αυτά τα βουνά; Τι ωραία θα ήταν αν το έκανε αυτό για μένα!¨ Συνήλθα από τις σκέψεις μου όταν επιστρέφοντας ο Γέροντας με κοίταξε λυπημένα και είπε:
-Θέλεις τώρα εγώ να σταυρώσω αυτά τα βουνά και να τα μετακινήσω; Αυτό μπορώ να το κάνω για σένα. Το θέλεις;
Με κυρίευσε τρόμος:
-Όχι, δεν θέλω!
-Γιατί όμως σου χρειάζεται κάτι τέτοιο;
Έτρεμε η καρδιά μου, μη τυχόν και γκρεμιστούν όλα με το σεισμό. Και ο Γέροντας με καθησύχασε:
-Μη φοβάσαι. Τίποτα δεν θα γκρεμιστεί. Αν θέλεις, θα το κάνω εδώ μπροστά σου.
Από τη σαστιμάρα μου έμενα ακίνητη, αλλά γρήγορα επικράτησε μέσα μου η αμφιβολία και έσκυψα το κεφάλι. Μόλις το σήκωσα, είδα τον π. Γαβριήλ να κλαίει:
-Γιατί δεν με πιστεύεις, Κετεβάνι; Αυτό δεν είναι τίποτα για μένα αν παρακαλέσω τον Θεό. Ο Θεός δεν έχει εμπόδια. Αλλά να ξέρεις: το θαύμα δεν είναι να μετακινηθεί ή όχι το βουνό. Θαύμα είναι που η αγελάδα τρώει πράσινο χορτάρι κι όμως το γάλα της βγαίνει άσπρο και τα ούρα της κίτρινα! Και δεν απορείς πως στέκεται όρθια ολόκληρη η γη; Δεν είναι αυτά θαύματα;».

Κάποιος που επισκεπτόταν συχνά τον π. Γαβριήλ μας διηγήθηκε:
«Καθόμουν αμίλητος στο κελί του Γέροντα και ξαφνικά σκέφτηκε το εξής: ¨Ο π. Γαβριήλ έχει κάνει πολλά θαύματα. Θα ήθελα να μάθω αν μπορεί να φέρει στον σωστό δρόμο τις πόρνες¨. Ξαφνικά, μου είπε:
-Σήμερα θα με επισκεφτεί κάποιος. Μη με αφήσεις μόνο.
Αρκετή ώρα αργότερα κατέφθασε μια νέα γυναίκα για να τον παρακαλέσει να βοηθήσει μια φίλη της, η οποία μπλέχτηκε στα δίχτυα του δαίμονα της πορνείας. Ο Γέροντας την καθησύχασε λέγοντας:
-Μη φοβάσαι! Έχω πάει σπίτι της κι έχω φάει ψωμί. Είναι δυνατόν να την αφήσω;
Ο Γέροντας δεν ρώτησε τίποτα άλλο γι’ αυτήν τη γυναίκα. Κι όταν η επισκέπτρια αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να φέρει τη φίλη της στο μοναστήρι, εκείνος απάντησε πως δεν ήταν απαραίτητο.
Δια των ευχών του π. Γαβριήλ, η γυναίκα αυτή ήρθε σε μετάνοια και προσέτρεξε η ίδια με δάκρυα στον Γέροντα, για να τον ευχαριστήσει και για να τον παρακαλέσει να την έχει πάντοτε στις προσευχές του. Εκείνος της απάντησε:
-Ο Κύριος τους βοηθάει όλους και Εκείνος είναι που επιτελεί τα θαύματα».
Ο π. Ανδρέας Ταριαδίσι θυμάται:
«Όταν πήγα στο μοναστήρι Σαμτάβρο, ο π. Γαβριήλ καθόταν στις σκάλες και ζήτησα την ευχή του.
-Εσύ πότε θα με ευλογήσεις; Με ρώτησε αποτραβώντας το χέρι του.
Το απόγευμα εκείνο, πηγαίνοντας στο πατριαρχείο, με κάλεσε ο πατριάρχης και μου ανήγγειλε να προετοιμαστώ για να με χειροτονήσει ιερέα».

Ο Γέροντας ήξερε με λεπτομέρεια όλες τις αδυναμίες του καθενός μας ξεχωριστά και έτσι μας ενδυνάμωνε τόσο αριστοτεχνικά, που δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε αμέσως.
Διηγείται μια πνευματική του κόρη:
«Πάντα φοβόμουν πολύ μη τυχόν και βρεθώ μπροστά σε κάποιον που ξεψυχά. Δεν μου είχε τύχει έως τότε και προσευχόμουν να μη μου συμβεί και ποτέ. Μια μέρα λοιπόν πήγα στον π. Γαβριήλ. Ήταν μόνος και μόλις με είδε μου είπε:
-Τι καλά που ήρθες! δεν αισθάνομαι καλά, φεύγω. Κι εσύ πρέπει να μου κλείσεις τα μάτια. Δεν υπάρχει κανείς πιο κοντινός μου από σένα γι’ αυτό.
Από την τρομάρα μου κόντεψε να σταματήσει η καρδιά μου. ¨Μακάρι να πεθάνω εγώ πρώτη¨, σκέφτηκα. Ύστερα μου έδωσε ένα μαύρο βελούδινο ύφασμα με ένα κεντημένο σταυρό πάνω του.
-Με αυτό να μου σκεπάσεις το πρόσωπο.
Έπειτα πήρε έναν ξύλινο σταυρό, έβαλε τα χέρια του στην καρδιά κι έκλεισε τα μάτια του. Έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Κύριο να μην το δω αυτό και ας μου ζητούσε ό,τι άλλο ήθελε. Έκλαιγα και ταυτόχρονα κοίταζα τον π. Γαβριήλ: Πότε θα βγει η ψυχή του; Τόσο πίστεψα ότι πεθαίνει, που όταν άνοιξε τα μάτια του και σηκώθηκε τρόμαξα! Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου λέγοντας:
-Ο Θεός άκουσε τη δέησή σου και με έστειλε πίσω».

Η Μανάνα Εριστάβι διακατεχόταν από ορισμένους φόβους. Έτσι μια μέρα της είπε ο π. Γαβριήλ με χαμόγελο:
-Μήπως φοβάσαι το Χάρο; Και να μου κόψουν το κεφάλι, τί έγινε; Το κολοκύθι θα πέσει. Τί άλλο είναι; Και ύστερα πρόσθεσε με ύψος σοβαρό: – Είσαι στρατιώτης του Χριστού. Πρέπει να θυσιαστείς για τον Χριστό!

Μερικοί πιστοί με περηφάνια ισχυρίζονταν ότι από τότε που πίστεψαν στον Χριστό και άρχισαν να εκκλησιάζονται δεν φοβούνταν πια το θάνατο. Έτσι ο Γέροντας είπε μια μέρα χαμογελώντας σε κάποια, δείχνοντας ταυτόχρονα με το δάχτυλό του τον ουρανό:
-Εσύ ήδη βρίσκεσαι με το ένα πόδι εκεί.
Εκείνη πανικοβλήθηκε, καθώς εκείνο το πρωί, όπως μας είπε, δεν ένιωθε καλά.
-Μήπως βλέπετε κάτι, πάτερ;
Τότε ο Γέροντας γέλασε και την καθησύχασε.
-Βλέπεις που αμέσως φοβήθηκες;

Μια μέρα ο π. Γαβριήλ καθάριζε τον πολυέλαιο του ναού, ανεβασμένος σε μια πελώρια σκάλα. Κάποια επισκέπτρια ανησύχησε μήπως πέσει.
-Μη φοβάσαι, δεν θα πέσω, απάντησε αμέσως ο Γέροντας. Κι αμέσως άφησε τη δουλειά, κατέβηκε απ’ τη σκάλα, κάθισε δίπλα της και μιλούσε μαζί της επί μία ώρα. Διηγήθηκε για τη ζωή του προφήτη Ιωνά, ειδικά την περίοδο που τον είχαν στείλει στη Νινευί και αντιστάθηκε στον Θεό. Ο π. Γαβριήλ διηγήθηκε με τέτοιο πόνο και τόσο παραστατικά την ιστορία του Ιωνά, που οι ακροατές του με λαχτάρα επιθυμούσαν να τον ξανακούσουν. Μόλις το σκέφτηκαν, ο Γέροντας άρχισε αμέσως από την αρχή να τα διηγείται όλα ξανά. Και ύστερα πρότεινε στην κοπέλα:
-Μετά την καθαριότητα, θα πάμε στο κελί μου να πιούμε καφέ που έχω αλέσει για σένα.
Απόρησε η γυναίκα και σκέφτηκε: «Τί λέει; Οι μοναχοί δεν πίνουν καφέ. Και πού ξέρει ότι εγώ αγαπώ πιο πολύ απ’ όλα τον καφέ;».
-Τί λες, γυναίκα; Εγώ όπου πάω κουβαλάω πάντα μαζί μου το μύλο του καφέ. Τον είχα πάρει μαζί μου και στη μονή Σαβναπάντα. Αν δεν πιω 4-5 φορές τη μέρα, δεν μπορώ, είπε χαμογελώντας ο Γέροντας.

Μια κοπέλα, πηγαίνοντας προς το μοναστήρι, συνάντησε στο δρόμο έναν μικροπωλητή βιβλίων. Ανάμεσα σε διάφορα βιβλία με άσεμνο περιεχόμενο ήταν και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Η κοπέλα ζήτησε τότε από τον πωλητή να το ξεχωρίσει και να το απομακρύνει από τα υπόλοιπα. Όταν έφθασε στον π. Γαβριήλ, εκείνος της είπε αμέσως:
-Αυτή την πράξη σου ο Θεός ποτέ δεν θα την ξεχάσει. Όλα καταγράφονται.

Ο π. Γαβριήλ όταν μιλούσε για τη μητέρα του έμοιαζε με μικρό παιδί. Ξεχνούσε κάθε πόνο που υπέφερε και στο πρόσωπό του ζωγραφιζόταν άπειρη τρυφερότητα. Μια μέρα ήρθε ασθμαίνων ο γαμπρός του και του είπε:
-Γαβριήλ, ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα με αυτοκίνητο. Πρέπει αμέσως να φύγουμε. Η μητέρα σου είναι χάλια. Έπαθε εγκεφαλικό! Οι γιατροί αμφιβάλλουν για τη ζωή της. Μ’ έστειλαν να σ’ το πω, μήπως και την προφθάσεις ζωντανή.
Ο π. Γαβριήλ, αφού τον άκουσε, έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα του Σωτήρα και του είπε:
-Πήγαινε εσύ. Εμένα ο Θεός δεν μου δίνει ευλογία να αφήσω τώρα το μοναστήρι. Πες τους να μη στενοχωριούνται. Θα γίνει εντελώς καλά. Μπορεί σε δύο εβδομάδες να μπορέσω να έρθω να τη δω.
Ο γαμπρός του έφυγε θυμωμένος. Πράγματι όμως, ύστερα από δύο ημέρες η υγεία της μητέρας του Γέροντα βελτιώθηκε.

Μια πιστή θυμάται:
«Όταν άρχισα να πηγαίνω τακτικά στο μοναστήρι, η οικογένειά μου αντιμετώπισε αυτό το γεγονός ως κάτι το φυσιολογικό. Αλλά όταν άρχισα να πηγαίνω πολύ συχνότερα ανησύχησαν, και ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε υψώσει τον τόνο της φωνής του, αντέδρασε τόσο, που κόντεψε να χειροδικήσει πάνω μου. Τον κοίταζα με έκπληξη. Δεν είχα ξαναδεί τον πατέρα μου έτσι. Σκέφθηκα μήπως τρελάθηκε και έφυγα.
Την άλλη μέρα πήγα κρυφά στον π. Γαβριήλ. Όπως πάντα με δέχτηκε με πολλή αγάπη. Δεν του είπα τίποτα. Άκουγα ήσυχα την ομιλία του. Ξαφνικά με ρώτησε:
-Πώς τα πας με τον πατέρα σου;
Είχα ξεχάσει τη σύγκρουση που είχα μαζί του και απάντησα ότι έχω εξαιρετικό πατέρα, πολύ φιλότιμο και καλοσυνάτο. Με ξαναρώτησε:
-Μήπως σε μαλώνει που έρχεσαι σε μένα;
Γέλασα και είπα ότι μόνο μια φορά με μάλωσε, και αυτό εξαιτίας μου, διότι τον εκνεύρισα. Μου είπε:
-Να προσεύχεσαι για τους γονείς σου. Είναι πολύ καλοί άνθρωποι. μην αφήσεις να κυριεύει ο θυμός την καρδιά σου.
Από εκείνη την ημέρα, όποτε καθόμασταν στο τραπέζι, ο πατέρας μου έλεγε στην πρόποση:
-Δόξα πάνω στον Θεό και κάτω στον μοναχό της κόρης μου!».

Ο π. Γαβριήλ εκτιμούσε πολύ την αρετή της συμπόνιας. Εκείνος μπορούσε να κάνει ολόδικό του τον πόνο του άλλου. Αλλά αν έβλεπε ότι και ο άλλος είχε αυτή τη διάθεση, χαιρόταν πολύ. Η Ταμάρη Μποτσοράντζε θυμάται:
«Μια φορά ο π. Γαβριήλ μου είπε:
-Θα ξεκουραστώ λίγο. Εσύ μείνε και κοίταζε τις εικόνες.
Σε λίγο άκουσα τον αναστεναγμό του. Τον πονούσε το πόδι. Πολύ τον λυπήθηκα και σκέφτηκα: ¨Κύριε, μόνο Εσύ ξέρεις το φορτίο του. Ήταν ανάγκη να σπάσει και το πόδι του; Σε ικετεύω, ελέησέ τον! Και, αν θέλεις, να πάρω εγώ αυτόν τον πόνο¨. Εκείνη τη στιγμή άκουσα τον π. Γαβριήλ:
-Ευχαριστώ πολύ για τη συμπόνια σου!
¨Μ’ άκουσες, π. Γαβριήλ¨ απόρησα. Πάλι έκλεισε τα μάτια του. Εγώ συνέχισα να κοιτάζω την εικόνα του Σωτήρα και παρακαλούσα: ¨Σε ικετεύω, Κύριε, αν δεν μπορέσω ν’ αντέξω όλο τον πόνο, δώσε μου τουλάχιστον τον μισό¨. Και πάλι άκουσα τη φωνή του Γέροντα:
-Δύο φορές σ’ ευχαριστώ για τη συμπόνια σου.
¨Πάλι μ’ άκουσες; Αφού κοιμόσουν!¨ σκέφτηκα.
-Εγώ ποτέ δεν κοιμάμαι, μου απάντησε ο Γέροντας!».

Μια άλλη γυναίκα επισκέφθηκε τον π. Γαβριήλ και του είπε:
-Με έστειλε σε σας ένας επίσκοπος, επειδή μπορείτε να βλέπετε τις ψυχές, για να σας παρακαλέσω να μου φανερώσετε που βρίσκεται τώρα η ψυχή του νεκρού γιου μου.
Ο π. Γαβριήλ έσκυψε για λίγο το κεφάλι του, και αμέσως της είπε:
-Τώρα είναι στον Παράδεισο.

Ο Γέροντας εμφανιζόταν και σ’ αυτούς που βρίσκονταν πολύ μακριά και τους βοηθούσε, ενώ σε άλλους εμφανιζόταν στο όνειρό τους κι έτσι τους έσωζε. Μια νέα γυναίκα, που ήταν άστεγη, έμενε σ’ έναν εγκαταλειμμένο χώρο, δίπλα στην είσοδο του νεκροταφείου. Κάποια μέρα ληστές της έσπασαν την πόρτα. Τρομοκρατημένη, άρχιζε να φωνάζει καλώντας σε βοήθεια τον π. Γαβριήλ. Και πράγματι εμφανίστηκε μπροστά τους ο Γέροντας κρατώντας ένα μαδέρι. Οι ληστές φοβήθηκαν κι έφυγαν τρέχοντας, ενώ ο Γέροντας αμέσως εξαφανίστηκε!

Μια πιστή περίμενε τον π. Γαβριήλ πάνω στη σκάλα, ενώ εκείνος βρισκόταν ακόμη στην τραπεζαρία. Εκείνη την ώρα είδε δύο μοναχές να βγάζουν με δυσκολία τον Γέροντα από την τραπεζαρία «μεθυσμένο». Στην αυλή είχε δημιουργηθεί ένα εκτεταμένο λεπτό στρώμα πάγου. Όταν πλησίασαν εκεί, ομολογουμένως με δυσκολία, η επισκέπτρια σκέφτηκε: «Θα πέσει οπωσδήποτε». Αλλά μόλις ο π. Γαβριήλ πάτησε πάνω στον πάγο, άφησε τις μοναχές, και τελείως νηφάλιος είπε στην επισκέπτρια:
-Μη φοβάσαι. Δεν θα πέσω.
Και με βήμα γοργό περπάτησε πάνω στον πάγο, μπήκε στο κελί του και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του.

Η δόκιμη Ειρήνη διηγείται:
«Πήγα στον π. Γαβριήλ όταν αγνοούσα τη σημασία του μοναχισμού. Είχα στολιστεί για τα καλά. Όταν με είδε, είπε γελώντας:
-Ποιά είναι αυτή; Καμιά μοντέρνα νύφη;
Και πράγματι τότε ετοιμαζόμουν να παντρευτώ. Με έβαλε να καθίσω και μου μίλησε για πολλή ώρα. Στο τέλος μου είπε:
-Ο δικός σου δρόμος είναι το μοναστήρι. Μην το ξεχνάς. Από σένα πρέπει να δοξάζεται ο Κύριος. Αν παραμείνεις στην κοσμική ζωή, θα σε φάνε όπως οι καρχαρίες τα ψάρια.
Μαζί μου ήταν και ο π. Αβίβο, ο πνευματικός μου, στον οποίο είπε:
-Το ξέρεις ότι ο Κύριος σου εμπιστεύτηκε την ψυχή της; αν αυτή φύγει από το μοναστήρι, ο Κύριος θα ζητήσει από σένα απολογία για τις αμαρτίες της.
Ύστερα στράφηκε προς εμένα και μου είπε:
-Να τον υπακούς πάντοτε.
Στενοχωρήθηκα. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να γίνω μοναχή. Κι ήλπιζα ότι ο άγιος Γέροντας μπορεί να έκανε λάθος: ¨Πού ξέρει εκείνος τί πρέπει να είμαι εγώ; Μήπως δεν τα βλέπει όλα και νομίζει ότι είμαι από τη Μτσχέτα; Ας μου πει από πού κατάγομαι και τότε…¨. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου κι ο π. Γαβριήλ άνοιξε τα χέρια του και φώναξε:
-Κουταϊσέλο!2 Πρέπει να πάμε στο Κουταΐσι και να διασκεδάσουμε. Αν μείνεις στον κόσμο, θα θέλει να ζήσει μαζί σου εκείνος που εσύ δεν θα θέλεις. Θα τον σκοτώσεις και θα πας φυλακή.
Κι εγώ δεν φοβόμουν τίποτα στη ζωή μου περισσότερο από τη φυλακή! Στενοχωρήθηκα πάλι
Από το βιβλίο: «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.