Το χρυσό φίδι και η ατίθαση κατσίκα – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Ο Άγιος Σπυρίδων καταγόταν από την Κύπρο και έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306 -337) και του υιού του Κωνσταντίου (337- 361). Στα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν ποιμήν προβάτων. Σύντομα όμως έγινε και ποιμήν ανθρώπων, εθεράπευε διάφορες ασθένειες, φώτιζε τυφλούς, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα και άλλα πολλά θαυμαστά έκανε με την χάρι του Θεού. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε ο πρώτος βασιλεύς των Χριστιανών, ο θαυματουργός Σπυρίδων χειροτονήθηκε Επίσκοπος Τριμυθούντος στην Κύπρο.

Κάποια χρονιά, ένας ενάρετος και ευσεβής αγρότης αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Το χωράφι του δεν του είχε αποδώσει καρπό και δεν είχε καθόλου χρήματα για ν’ αγοράση σπόρο, να σπείρη ξανά. Κατέφυγε σε κάποιους γνωστούς, τους οποίους είχε στο παρελθόν βοηθήσει με διαφόρους τρόπους, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να του δανείση χρήματα. Αφού απελπίστηκε, κατέφυγε στον Άγιο Σπυρίδωνα και του είπε το πρόβλημά του.

-Πάμε μαζί στο χωράφι σου, του είπε ο Άγιος. Φθάνοντας εκεί αντίκρυσαν ένα φίδι που έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την φωλιά του. Ο Άγιος Σπυρίδων έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να προσεύχεται. Μαζί του προσευχόταν και ο αγρότης. Μόλις τελείωσαν την προσευχή, ο αγρότης διεπίστωσε με έκπληξι, ότι το φίδι είχε μετατραπεί σε χρυσό.

-Πήγαινε και δώσε το για ενέχυρο, του είπε ο Άγιος. Με τα λεφτά που θα πάρης, αγόρασε τον σπόρο που θέλεις. Και όταν με το καλό πουλήσης την σοδειά σου, έλα να με ξεπληρώσης.

Έτσι και έγινε. Ο αγρότης έδωσε το χρυσό φίδι για ενέχυρο, αγόρασε σπόρο και εκείνη την χρονιά το χωράφι του έδωσε την καλύτερη σοδειά που είχε ποτέ. Με τα πρώτα λεφτά που έπιασε, πήγε, πήρε πίσω το ενέχυρο και το επέστρεψε στον Άγιο.

-Πάμε, τέκνον μου αγαπητό, να το δώσουμε πίσω στον φιλάνθρωπο Θεό, που σε ευσπλαγχνίσθηκε και σου το δάνεισε, του είπε εκείνος.

Πήγαν και πάλι στο χωράφι και ο Άγιος, αφού απέθεσε το χρυσό φίδι στην γη, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και είπε:

«Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πάντα ποιών και μετασκευάζων με μόνον το βούλεσθαι, καθώς κάποτε κατά τον καιρόν του Μωϋσέως μετεσχημάτισες σε φίδι την ράβδο του, Συ ο ίδιος και το χρυσάφι αυτό, όπως πριν από φίδι το μετέβαλες σε τέτοια μορφή, έτσι και τώρα μετάστρεψέ το στην προηγούμενή του μορφή, για να δοξασθή το Πανάγιο Όνομά Σου και να γνωρίση ο άνθρωπος αυτός την κηδεμονία και φροντίδα, την οποίαν έχεις προς εμάς, και να βεβαιωθή μέσω της πράξεως, ότι είναι αληθέστατο το ρητό της Γραφής που λέγει: ¨Πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν¨».

Αυτά είπε ο Άγιος και – ώ του θαύματος – αμέσως το άψυχο χρυσάφι έγινε φίδι ζωντανό και μπήκε στην φωλιά του, από την οποία το είχε πάρει ο Άγιος και του είχε δώσει την χρυσή εκείνη μορφή.

Βλέποντας το θαύμα ο γεωργός και τρέμοντας από φόβο και έκπληξι, έπεσε με κλάμματα κατά γης. Ο δε Άγιος τον σήκωσε και τον ενίσχυσε σωματικά και ψυχικά, λέγοντάς του να στηρίζεται και να δίνη δόξα μόνο στον Πανάγαθο και Παντοδύναμο Θεό.

Μετά την κοίμησι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι υιοί του διεμοίρασαν το βασίλειό του και ο Κωνστάντιος πήρε τα μέρη της Ανατολής. Ενώ βρισκόταν στην Αντιόχεια, ασθένησε σοβαρά και κανείς γιατρός δεν μπορούσε να τον θεραπεύση. Μια νύκτα είδε στον ύπνο του Άγγελο Κυρίου να του δείχνη χορό Επισκόπων, στο μέσον του οποίου στέκονταν δύο, ως αρχηγοί και προστάτες των άλλων.

-Βλέπεις εκείνους τους δύο Επισκόπους, βασιλιά; Τον ρώτησε ο Άγγελος Κυρίου. Μόνον αυτοί δύνανται να σε θεραπεύσουν.

Διέταξε λοιπόν ο Κωνστάντιος να συγκεντρωθούν στο παλάτι του όλοι οι Επίσκοποι της επαρχίας του, για να βρη εκείνους που είχε δει στο όραμά του.

Ο Μέγας Σπυρίδων, υποτασσόμενος στο βασιλικό πρόσταγμα, έφθασε στην Αντιόχεια, συνοδευόμενος από ένα φίλο του, ενάρετο και άγιο άνθρωπο, ονόματι Τριφύλλιο, ο οποίος δεν ήταν ακόμα Επίσκοπος. Μόλις τους είδε ο Κωνστάντιος γονάτισε μπροστά στον Άγιο Σπυρίδωνα και, με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε την ευχή του. Όταν ο Άγιος άγγιξε με το χέρι του το κεφάλι του βασιλιά, αυτός αμέσως έγινε καλά.

Αφού ο Άγιος επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κύπρο, ένας ζωέμπορος πήγε σπίτι του θέλοντας ν’ αγοράση εκατό κατσίκες. Εκείνος του είπε να δώση τα χρήματα και μετά να τις παραλάβη.

Ο έμπορος σκέφτηκε να ξεγελάση τον απονήρευτο Άγιο και του έδωσε χρήματα για ενενήντα εννέα μόνο ζώα, με την σκέψι να γλυτώση τα χρήματα της εκατοστής.

Όταν μπήκαν στο μαντρί, ο Άγιος του παρήγγειλε να πάρη τόσες κατσίκες, όσες είχε πληρώσει. Εκείνος όμως, δίχως ντροπή, ξεχώρισε και πήρε εκατό.

Μία από τις κατσίκες αυτές, όμως, σαν πιστή δούλη και σαν να καταλάβαινε ότι δεν την πούλησε ο κύριός της, επέστρεφε μ’ επιμονή πίσω στο μαντρί. Ο αδιάντροπος ζωέμπορος έμπαινε όμως και πάλι στο μαντρί και την έβγαζε με την βία έξω. Αυτό το θαυμαστό γεγονός συνέβη τρεις φορές.

Την τελευταία φορά όμως, που ο έμπορος την άρπαξε και την έβαλε στους ώμους του για να φύγη, εκείνη άρχισε να βελάζη δυνατά και να τον χτυπά στο κεφάλι με τα κέρατα, σαν να ήθελε να διαλαλήση την αδικία του πλεονέκτη.

-Μήπως, παιδί μου, ξέχασες να πληρώσης το ζώο και δίκαια συμπεριφέρεται έτσι; Ρώτησε τον ζωέμπορο με ηρεμία και διακριτικότητα ο Άγιος.

Μόνο τότε συνήλθε εκείνος, ωμολόγησε το σφάλμα του και ζήτησε συγγνώμη. Αλλά και η κατσίκα έπαψε να φωνάζη και ν’ αντιστέκεται, και ακολούθησε ήρεμα τις άλλες, μόλις ο ζωέμπορος πλήρωσε το τίμημά της στον Άγιο Σπυρίδωνα.

Ο Άγιος διατηρούσε κοπάδια με αιγοπρόβατα για τις ανάγκες των πτωχών της Επισκοπής του. Μια νύκτα όμως μπήκαν κλέφτες για να τ’ αρπάξουν. Μόλις όμως πάτησαν το πόδι τους στο μανδρί, όπου βρίσκονταν τα πρόβατα, έμειναν ασάλευτοι, ωσάν κάποιος να τους είχε δέσει τα χέρια και τα πόδια με αλυσίδες. Έτσι ακίνητοι παρέμειναν όλη την νύκτα.

Όταν ξημέρωσε και πήγε ο Άγιος στο μανδρί, τους είδε σ’ αυτήν την κατάστασι, τους λυπήθηκε και, προσευχόμενος στον Θεό, τους ελευθέρωσε από τα δεσμά.

-Παιδιά μου, τους είπε, με την καλωσύνη που τον διέκρινε, ο Άγιος Σπυρίδων, μην κάνετε πλέον τέτοια πράγματα, αλλά να κερδίζετε την τροφή σας με τον κόπο σας.

Έπειτα τους χάρισε δύο κριάρια για τον κόπο της «αγρυπνίας» που έκαναν και τους ευχήθηκε να πάνε στο καλό.

Ο Άγιος Σπυρίδων εκοιμήθη στις 12 Δεκεμβρίου του 348, σε ηλικία εβδομήντα οκτώ ετών. Μετά την άλωσι της Κωνσταντινουπόλεως, ο ιερεύς Γεώργιος Καλοχαιρέτης παρέλαβε το ιερό λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος και με χίλιες προφυλάξεις το μετέφερε στην Κέρκυρα, όπου μέχρι και σήμερα – χίλια εξακόσια τόσα χρόνια μετά – διατηρείται ακέραιο και εκπλήττει τους πάντες με τα άπειρα θαύματά του.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων. Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
12 Δεκεμβρίου, Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Σπυρίδονος, επισκόπου Τριμυθούντος: Βίος, Υμνολογική Εκλογή, Ακολουθία και Παρακλητικός Κανών, Εγκώμια.
11 Αυγούστου, Η θαυματουργική διάσωση της Κέρκυρας από τον Άγιο Σπυρίδωνα κατά το 1716.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.