Το βυζάντιο.

Αποικία των Μεγαρέων.
Οι περισσότερες πόλεις χρεωστούν την ακμή και την ιστορία τους στην κατάλληλη τοποθεσία, που ιδρύθηκαν. Τέτοια είναι και το Βυζάντιο, αποικία των Μεγαρέων.
Τα Μέγαρα ήταν πόλη κοντά στην Αττική, με ονομαστή ιστορία και ναυτική δύναμη. Με τον καιρό όμως πλήθυναν πολύ οι κάτοικοι, και η χώρα, καθώς ήταν φτωχή, δεν μπορούσε να θρέψη τόσο πληθυσμό˙ αναγκαζόταν λοιπόν να στέλνη στα μακρινά τα ξένα αποίκους, όπως έκαναν και τόσες άλλες ελληνικές πόλεις.
Έτσι έστειλε και εκείνους που ίδρυσαν το Βυζάντιο. Οι άποικοι, λέει ο θρύλος, πριν αναχωρήσουν, εθεώρησαν φρόνιμο να συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών. Πόλη νέα θα έχτιζαν, και ο θεός, σοφώτερος από τους ανθρώπους, θα ήξερε καλύτερα που έπρεπε να τη χτίσουν.
Οι απεσταλμένοι δεν άργησαν να φέρουν την απάντηση: «Να χτίσετε την αποικία σας κοντά στην πόλη των τυφλών».
Η απάντηση του Μαντείου ήταν σκοτεινή και κανένας δεν ήξερε ούτε και είχε ακούσει για τέτοια πόλη. Πίστευαν όλοι, ότι ο χρησμός έκρυβε κάποιο μεγάλο καλό, και αυτό τους έβαλε σε μεγαλύτερη σκέψη, για να ανακαλύψουν την πόλη των τυφλών.
Με θάρρος λοιπόν οι νέοι άποικοι απέπλευσαν από την πατρίδα. Αρχηγός τους ήταν ο Βύζας, ένας έξυπνος και βαθυστόχαστος άνθρωπος.
Στην αρχή έπιαναν σε κάθε λιμάνι της Μακεδονίας και της Θράκης, για να μάθουν από τους ντόπιους για την περίφημη πια πόλη των τυφλών. Και άμα έπαιρναν τη συνηθισμένη αρνητική απάντηση, συνέχιζαν ακατάβλητα το κουραστικό ταξίδι.
Πέρασαν απ’ όλα τα λιμάνια, χωρίς να μπορέσουν να φωτιστούν, και άρχισαν να πιάνουν και στης Ασίας τα παράλια. Έτσι έφτασαν στην Προποντίδα, χωρίς ούτε τώρα να γίνουν πιο σοφοί.
Μερικοί άρχισαν να χάνουν το θάρρος τους, αλλά ο Βύζας δεν τους άφηνε να απελπιστούν˙ η Πυθία, τους έλεγε, ξέρει περισσότερα από τους ανθρώπους.
Κουρασμένοι έφτασαν στη Χαλκηδόνα, στη μικρασιατική παραλία, που κι αυτή την είχαν ιδρύσει άποικοι από τα Μέγαρα.
Πολύ ευχαριστήθηκαν, που αγκυροβόλησαν σε δική τους πολιτεία. Θα μπορούσαν επί τέλους να βγουν από τα πλοία, να ξεκουραστούν, να εύρουν τρόφιμα και να ζητήσουν πληροφορίες από φίλους τουλάχιστον και δικούς τους. Οι Χαλκηδόνιοι πλούσια τους φιλοξένησαν, όπως ο αδερφός τον αδερφό, αλλά για πόλη τυφλών ούτε αυτοί είχαν ακούσει.

Ο Βύζας ούτε τώρα έχασε το θάρρος του˙ όλη νύχτα βασάνιζε το νου του ο χρησμός, και πρωί πρωί κατέβηκε στην παραλία. Κάθισε σε μιαν άκρη και συλλογιζόταν. Κάποτε σηκώνει τα μάτια του και βλέπει ένα ωραιότατο θέαμα, που το έκαναν μαγικό οι χρυσές του ήλιου ακτίνες. Μία θάλασσα στενή και ολογάλανη απλωνόταν, εμπρός του, που πιο κάτω την στένευαν πιο πολύ τα Δαρδανέλλια˙ μια θάλασσα στενή προς τα επάνω, ο Βόσπορος, που έβγαινε στον Εύξεινο, απ’ όπου τα μύρια αγαθά του Θεού κατέβαιναν. Η απέναντι ακτή με ένα μεγάλο κόλπο, αληθινός παράδεισος! Πλούσια βλάστηση από κάθε λογής φυτεία φανέρωνε τα κρυστάλλινα, που την πότιζαν, νερά. Εφτά λόφοι γύρω κύκλωναν το μέρος, το προστάτευαν από τους άγριους καιρούς και επέτρεπαν στα κυματάκια της θάλασσας να γλείφουν απαλά απαλά τα πόδια της ξηράς. Σωστό κλειδί της θάλασσας προς τα επάνω και προς τα κάτω˙ ό,τι ακριβώς χρειαζόταν σε ένα θαλασσινό λαό σαν κι αυτούς.

Το ανοιχτό μάτι του Βύζαντος τα είδα όλα αυτά και δεν εχόρταινε και ο βαθυστόχαστος αρχηγός θυμήθηκε τότε το χρησμό και με κρυφή λαχτάρα είπε μέσα του:
-Να ο τόπος που γυρεύομε. Η πόλη των τυφλών είναι αυτή εδώ η Χαλκηδών, που οι κάτοικοί της και πατριώτες μου, λες και είναι τυφλοί, δεν είδαν το έξοχο μέρος να ιδρύσουν τη δική τους πόλη!…
Κι έτρεξε και ανακοίνωσε τη σκέψη του στους συντρόφους του. Όλοι έμειναν σύμφωνοι˙ ούτε ένας δεν είχε αντίρρηση. Πέρασαν λοιπόν απέναντι και έχτισαν γύρω στον κόλπο την αποικία τους. Οι άποικοι από ευγνωμοσύνη στον άξιο αρχηγό την ονόμασαν από το όνομά του Βυζάντιο.
Πρωτεύουσα της Ανατολής.
Χίλια περίπου χρόνια πέρασαν από τον καιρό, που ήρθαν από τα Μέγαρα οι πρώτοι άποικοι. Το Βυζάντιο έγινε ισχυρό και πλούσιο˙ είδε δόξες, αλλά είδε και πολλούς εχθρούς, που εζήτησαν να το κατακτήσουν˙ με όλες όμως τις καταδρομές έμεινε πάντα πλούσιο, από τους φόρους που εισέπρατταν από τα πλοία, που ανέβαιναν ή κατέβαιναν το Βόσπορο.
Σε χίλια χρόνια ύστερα, ανακάλυψε για δεύτερη φορά την επίκαιρη θέση το μάτι ενός νέου βαθυστόχαστου ανθρώπου, του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, που ήταν απελπισμένος από τη λιπόψυχη Ρώμη. Δεν ήταν μόνο προικισμένη με πολλά φυσικά χαρίσματα˙ ήταν ακόμη το κλειδί, που ένωνε δύο ηπείρους, Ευρώπη και Ασία, δύο κόσμους, Ανατολή και Δύση. Και την έκανε πρωτεύουσά του, πρωτεύουσα της Ανατολής.
Το Βυζάντιο έχασε πια το όνομά του και πήρε νέο όνομα από τον ιδρυτή, «Κωνσταντινούπολις». Ολόκληρη όμως η αυτοκρατορία ονομάστηκε απ’ αυτό «Βυζαντινή αυτοκρατορία».
Και η πόλη με το νέο όνομα κατόρθωσε να γίνη όχι μονάχα κέντρο αυτοκρατορίας, αλλά κέντρο όλου του κόσμου. Κράτησε, σαν άξια κόρη ευγενικής μητέρας, ολομόναχη στα δυνατά της χέρια ένα νέο πολιτισμό, το Βυζαντινό, και ύψωσε σε δεύτερη ακμή την Ελληνική δόξα!
Ν. Α. Κοντόπουλος.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.