Αρτοκλασία (Μνημόνευσις ονομάτων και άλλα) – Ιωάννου Φουντούλη.

Μνημόνευσις ονομάτων εχόντων αρτοκλασίαν.

«Όταν υπάρχη αρτοκλασία, μνημονεύεται το όνομα του εορτάζοντος προσώπου και κατά την μεγάλη είσοδο της θείας λειτουργίας;

Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει καμμία σχέσις μεταξύ των δύο αυτών ακολουθιών, της αρτοκλασίας δηλαδή και της θείας λειτουργίας. Στις ενορίες συνηθίσαμε να βλέπωμε να τελήται η αρτοκλασία στο τέλος του εσπερινού, στο τέλος του όρθρου, δηλαδή μετά την δοξολογία, και καμμιά φορά και στο τέλος της λειτουργίας, ανάλογα με τις συνήθειες που επικρατούν στα διάφορα μέρη και ανάλογα με την προσέλευσι του λαού και των εορταζόντων, που τελούν την αρτοκλασία. Έτσι μας μένει η εντύπωσις πως όλα αυτά και ιδιαίτερα ο όρθρος με την λειτουργία και την αρτοκλασία έχουν κάποια ενότητα.

Αν όμως θελήσωμε να κοιτάξωμε στις ρίζες των ακολουθιών αυτών, καθώς και στην σύγχρονό μας μοναστηριακή πράξι, που διασώζει ακριβέστερα από την ενοριακή την αρχική, καμμιά φορά και την πιο σωστή, μορφή των ακολουθιών, θα ιδούμε πως πρόκειται για καθαρώς ξεχωριστά πράγματα. Η αρτοκλασία, η «ευλόγησις των άρτων», είναι μία απόλυτα ξεχωριστή ακολουθία, που η αρχική της θέσις βρίσκεται στο τέλος του μεγάλου εσπερινού των ολονυκτιών. Επομένως δεν έχει κανένα σύνδεσμο με την λειτουργία. Αλλά και στο τέλος του όρθρου αν τελεσθή, πάλι είναι άσχετη από την λειτουργία, έστω και αν χρονικά βρίσκεται πλησιέστερα προς αυτήν απ’ ότι αν ετελείτο στο τέλος του εσπερινού. Ας σημειώσωμε δε ότι κατά τα μοναστηριακά τυπικά η λειτουργία δεν τελείται συναπτά με τον όρθρο, μεσολαβεί η ακολουθία της πρώτης ώρας, γίνεται τελεία απόλυσις και μετά από ωραία σχεδόν διακοπή, ψάλλεται η τρίτη και η έκτη ώρα και ύστερα τελείται η θεία λειτουργία. Μα και στις ενορίες των εορτάζων, που κάμνει την αρτοκλασία, δεν προσφέρει αναγκαστικά και τα είδη για την θεία ευχαριστία. Επομένως στην περίπτωσι αυτή δεν τελείται ειδικά για τον εορτάζοντα η λειτουργία.

Το συμπέρασμα απ’ όσα γράψαμε είναι φανερό. Αφού αρτοκλασία και θεία λειτουργία είναι δύο ξεχωριστές τελετές, εκείνος που τελεί την αρτοκλασία δεν θα μνημονευθή κατά την θεία λειτουργία και προσφέρη μαζί με τους άρτους της αρτοκλασίας και τα αναγκαιούντα για την θεία λειτουργία είδη.
Αλλά επάνω από όσα είπαμε, από την «ακρίβεια» δηλαδή, στέκεται στην προκειμένη περίπτωσι η συνείδησις του ιερέως σαν ποιμένος και πατρός της ενορίας του. Ο ιερεύς δεν θα εμποδισθή να μνημονεύση τον εορτάζοντα ή τους εορτάζοντας και κατά την θεία λειτουργία, αφού αυτοί είναι ζωντανά μέλη της ενορίας του, έστω και αν τελούν μόνο αρτοκλασία, αν νομίζη πως αυτό θα συντελέση στην σύσφιξι των δεσμών των μελών της εκκλησίας του και στην ψυχική ωφέλειά των.

Ιδιόρρυθμος αρτοκλασία.

Ζητήματα που γεννά μία ιδιόρρυθμος αρτοκλασία, που γίνεται στην Ήπειρο.

Μας γράφει ένας ιερεύς:
«Στην ενορία μου, όπου εχειροτονήθην ως νέος ιερεύς, βλέπω οι ενορίταί μου την αρτοκλασία να την τελούν στο τέλος της θείας λειτουργίας και έξω από τον ιερό ναό, στο προαύλιο της εκκλησίας, με πρόσφορα, τα οποία έχουν κοπή εν είδει αντιδώρου και δίδονται στους πιστούς, οι οποίοι ασπάζονται την εικόνα του εορταζομένου αγίου και αφήνουν στον δίσκο της εκκλησίας ό,τι έχουν ευχαρίστησι. Το έθιμο αυτό, που έχει ριζώσει τόσο πολύ στις ψυχές των πιστών, πρέπει να το ασπασθούμε ή είναι αντικανονικό και πρέπει να γίνεται η αρτοκλασία ως συνήθως στον εσπερινό ή πριν από την ¨Ευλογημένη…¨»;

Όπως γράψαμε ανωτέρω, η αρτοκλασία είναι μία ακολουθία, που η κανονική της θέσις βρίσκεται στο τέλος του εσπερινού των ολονυκτιών. Όπως δε παρατηρεί ο Συμεών Θεσσαλονίκης, όταν δεν τελήται αγρυπνία δεν γίνεται και ευλόγησις άρτων, «ότι αύτη εξαιρέτως δια τον κόπον διετυπώθη της αγρυπνίας, ίνα και ευλογίας Χριστού και μικράς παρακλήσεως οι αδελφοί δια τον κόπον τυχόντες, έκτοτε προσευχήν δια την κοινωνίαν των φρικτών μυστηρίων, έχωσι και μάλιστα οι ιερωμένοι» (Διάλογος, κεφ. 342). Αυτός είναι ο αρχικός σκοπός της αρτοκλασίας και η κανονική θέσις της στο σύστημα των ιερών ακολουθιών της ημερονυκτίου προσευχής της Εκκλησίας μας. Αυτό και γίνεται μέχρι σήμερα στις ιερές μονές.

Ας θυμηθούμε όμως πάλι την αρχή εκείνη, που κανονίζει τις εκκλησιαστικές μας τελετές. Όταν δηλαδή μεταφέρωνται από τα μοναστήρια στις ενορίες, υφίστανται ωρισμένες τροποποιήσεις, που επιβάλλουν οι ιδιαίτερες περιστάσεις, στις οποίες ζουν στον κόσμο οι πιστοί. Έτσι και στην αρτοκλασία διατηρήθηκε ο σκοπός της ιεράς τελετής, δηλαδή ο αγιασμός των πιστών δια της μεταλήψεως του ηγιασμένου άρτου, και η μορφή της τελετής με τους ύμνους και τις ευχές, όπως γινόταν στα μοναστήρια. Αλλά για τον χρόνο της τελέσεώς της δεν ίσχυσε το ίδιο. Μετετέθη στο τέλος του εσπερινού των εορτών, έστω και αν δεν γινόταν ολονυκτία, ή στο τέλος του όρθρου, αν δε καμμιά φορά ειδικές ανάγκες το επιβάλλουν, και στο τέλος της λειτουργίας. Επομένως κατ’ αρχήν τίποτε το ασυνήθιστο ή αντικανονικό δεν παρατηρείται στην περίπτωσι που αναφέραμε. Απλώς κάτι που γίνεται αλλού ως εξαίρεσις, εδώ το τοπικό έθιμο το επιβάλλει ως κανόνα.

Όσο για το πρώτο μέρος της ακολουθίας, την ευλόγησι δηλαδή ήδη κομμένου άρτου και την ιδιόρρυθμη διανομή του, βέβαια πάλι δεν μπορούμε να ειπούμε ότι έχομε και εδώ την παραδεδομένη τελετουργική ακρίβεια. Η διάταξις της ακολουθίας της αρτοκλασίας προϋποθέτει την παράθεσι πέντε άρτων, κατά μίμηση των πέντε άρτων, που ευλόγησε ο Κύριος στην έρημο, την ύψωσι και ευλογία του ενός και ύστερα όλων μαζί και τον τεμαχισμό και την διανομή των μετά το τέλος της ακολουθίας. Αλλά δεν μπορούμε έτσι εύκολα να καταδικάσωμε ένα αρχαιότατα, όπως φαίνεται, και τόσο ευλαβικό, αλλά και τόσο γραφικό έθιμο. Αυτά καμμιά φορά διασώζουν παλαιότατες τοπικές ή και γενικές εκκλησιαστικές παραδόσεις, που αλλού ξεχάστηκαν και διατηρήθηκαν σε ωρισμένα μέρη ευλαβικά από τις γενεές των ιερέων και των πιστών και σαν παρακαταθήκη των βρίσκονται σήμερα στα χέρια μας. Υπάρχουν μερικά τέτοια έθιμα, που αντιστρατεύονται στην σωστή εκκλησιαστική λειτουργική παράδοσι και πράξι. Αυτά θα τα αντιμετωπίσωμε διαφορετικά. Εδώ δεν βλέπω τον λόγο, που θα επέβαλλε να είμαστε αδιάλλακτοι και τόσο υπερβολικά αυστηροί. Θα μας δοθή και άλλη φορά ευκαιρία να μιλήσωμε για την αξία και την θέσι των τοπικών εθίμων στην λατρεία μας.

Ένα μόνο θα μπορούσε με την απαιτούμενη λεπτότητα να συστηθή στους πιστούς: Να παρατίθενται πέντε ολόκληροι άρτοι και μετά την ευλογία των να γίνεται ο τεμαχισμός των. Και δεν θα είναι δύσκολο να το δεχθούν, όταν τους εξηγηθή ο ωραίος συμβολισμός των άρτων και η σχετική πράξις και διδασκαλία του Κυρίου, όπως περιγράφεται στα ιερά Ευαγγέλια (Ματθαίου ιδ’, 13- 21. Ιε’, 32-39. Μάρκου ς’, 32-44. Η’, 1-10. Λουκά θ’, 10-17 και Ιωάννου ς’, 1-59).

Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.