Του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – ομιλία Σ., Ματθαίου ΚΗ. 11-20, τα μετά την Ανάστασιν.

«Πορευομένων δε αυτών, ιδού τινές της κουστωδίας ελθόντες εις την πόλιν, ανήγγειλαν τοις αρχιερεύσιν άπαντα τα γενόμενα. Και συναχθέντες μετά των πρεσβυτέρων, συμβούλιόν τε λαβόντες, αργύρια ικανά έδωκαν τοις στρατιώταις, λέγοντες˙ είπατε ότι οι μαθηταί αυτού ελθόντες νυκτός έκλεψαν αυτόν, ημών κοιμωμένων. Και εάν ακουσθή τούτο επί του ηγεμόνος, ημείς πείσομεν αυτόν, και υμάς αμερίμνους ποιήσομεν».
Δια τούτους τους στρατιώτας ο σεισμός εγένετο εκείνος, ώστε αυτούς εκπλήξαι, και παρ΄ αυτών γενέσθαι την μαρτυρίαν˙ όπερ ούν και συνέβη. Και γαρ ανύποπτος η απαγγελία ούτως εγένετο παρά των φυλάκων προφερομένη. Των γαρ σημείων τα μεν κοινή τη οικουμένη ενεδείκνυτο, τα δε ιδία τοις εκεί παρούσι˙ κοινή μεν τη οικουμένη το σκότος, ιδία δε το του αγγέλου, το του σεισμού.
Επεί ουν ήλθον και απήγγειλαν, (η γαρ αλήθεια παρά των εναντίων ανακηρυττομένη διαλάμπει)˙ έδωκαν πάλιν αργύρια, ίνα είπωσι, φησίν, «Ότι οι μαθηταί αυτού ελθόντες έκλεψαν αυτόν». Πώς έκλεψαν, ώ πάντων ανοητότατοι; Δια γαρ το λαμπρόν της αληθείας και περιφανές, ουδέ πλάσαι δύνανται. Και γαρ σφόδρα απίθανον το λεγόμενον, και ουδέ σχήμα το ψεύδος είχε. Πώς γαρ έκλεπτον, ειπέ μοι, οι μαθηταί, άνθρωποι πτωχοί και ιδιώται, και ουδέ φανήναι τολμώντες; Μη γαρ ουκ ήν σφραγίς επικειμένη; Μη γαρ ου παρεκάθηντο τοσούτοι φύλακες, και στρατιώται και Ιουδαίοι; Μη γαρ ούχ υπώπτευον τούτο αυτό, και εμερίμνων, και ηγρύπνουν, και εφρόντιζον εκείνοι;
Τίνος δε ένεκεν και έκλεπτον; Ίνα πλάσωσι το της αναστάσεως δόγμα; Και πώς αν επήλθεν αυτοίς τοιούτόν τι πλάσαι, ανθρώποις αγαπώσιν, ότι κρυπτόμενοι ζώσι; Πώς δ’ αν τον λίθον ανείλον τον ησφαλισμένον; Πώς δ’ αν τους τοσούτους διέλαθον; Καίτοι ει και θανάτου κατεφρόνουν, ουκ αν επεχείρησαν εική και μάτην κατατολμήσαι τοσούτων όντων φυλάκων. Ότι δε και δειλοί ήσαν, εδήλωσε τα έμπροσθεν γεγενημένα. Ότε γουν είδον αυτόν συνειλημμένον, άπαντες απεπήδησαν.
Ει τοίνυν τότε ουδέ στήναι ετόλμησαν ζώντα ορώντες, πώς αποθανόντος ούκ αν εφοβήθησαν τοσούτων στρατιωτών πλήθος; Μη γαρ θύραν ήν ανατρέψαι; Μη γαρ ένα λαθείν; Λίθος επέκειτο μέγας, πολλών δεόμενος χειρών. Δικαίως έλεγον˙ «Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης»˙ καθ’ εαυτών αποφαινόμενοι τούτο, ότι μετά τοσαύτην μανίαν δέον μετανοήσαι, οι δε και επαγωνίζονται τοις προτέροις, καταγέλαστα πλάττοντες πλάσματα, και ζώντος μεν το αίμα ωνούμενοι, σταυρωθέντος δε και αναστάντος τον περί της αναστάσεως πάλιν δια χρημάτων υπορύττοντες λόγον. . . .

«Ενώ δε αυταί επήγαιναν, μερικοί από την φρουράν επήγαν εις την πόλιν και ανήγγειλαν εις τους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει. Και αφού συνεκεντρώθησαν μαζί με τους πρεσβυτέρους και συνεσκέφθησαν, έδωσαν αρκετά χρήματα εις τους στρατιώτας και τους είπαν˙ Να ειπήτε ότι οι μαθηταί του ήλθαν την νύκτα και τον έκλεψαν, ενώ εμείς κοιμώμεθα. Και εάν αυτό το ακούση ο ηγεμών, εμείς θα τον πείσωμεν και θα σας απαλλάξωμεν από κάθε ευθύνην.
Δι΄ αυτούς τους στρατιώτας έγινεν ο σεισμός εκείνος, δια να τους φοβίση και από αυτούς να προέλθη η μαρτυρία˙ πράγμα το οποίον και συνέβη. Διότι έτσι η αναγγελία της αναστάσεως γενομένη από τους φύλακας δεν επροκάλεσεν υποψίας. Διότι από τα θαύματα άλλα μεν έγιναν φανερά εις ολόκληρον την οικουμένην, άλλα δε μόνον εις εκείνους που ήσαν παρόντες εκεί. Εις όλην μεν την οικουμένην έγινε φανερόν το σκοτάδι ενώ μόνον εις ολίγους ιδιαιτέρως έγιναν γνωστά η εμφάνισις του αγγέλου και ο σεισμός.
Όταν λοιπόν ήλθαν και ανήγγειλαν (διότι η αλήθεια όταν διακηρύσσεται από τους αντιπάλους διαλάμπει), τους έδωσαν πάλιν χρήματα, δια να ειπούν, λέγει ο ευαγγελιστής, «ότι οι μαθηταί του ήλθαν και τον έκλεψαν». Πώς τον έκλεψαν, ώ ανόητοι; Διότι, επειδή η αλήθεια της αναστάσεως είναι εντυπωσιακή και προφανής, ούτε να την επινοήσουν ημπορούν. Άλλωστε ήτο πολύ απίθανον αυτό που ελέγετο και δεν είχε ούτε κάποιαν δικαιολογίαν το ψέμα. Διότι, ειπέ μου, πώς θα Τον έκλεπταν οι μαθηταί, άνθρωποι πτωχοί και απλοϊκοί, οι οποίοι δεν τολμούσαν ούτε να εμφανισθούν; Μήπως δεν είχε τοποθετηθή σφραγίς; Μήπως δεν παρεφύλασσαν τόσοι φύλακες και στρατιώται και Ιουδαίοι; Μήπως δεν υπωπτεύοντο κάτι τέτοιο και δεν εμεριμνούσαν, και δεν αγρυπνούσαν, και δεν εφρόντιζαν εκείνοι;

Και διατί θα Τον έκλεπταν; Δια να επινοήσουν την αλήθειαν της αναστάσεως; Και πώς θα τους ήρχετο να επινοήσουν κάτι τέτοιο εις βάρος ανθρώπων οι οποίοι τους αγαπούσαν, αφού εζούσαν κρυπτόμενοι; Πώς δε θα ημπορούσαν να σηκώσουν τον λίθον που ήτο ασφαλισμένος; Και πώς θα ημπορούσαν να διαφύγουν τους τόσους φρουρούς; Διότι και αν ακόμη περιεφρόνουν τον θάνατον, δεν θα επιχειρούσαν να τολμήσουν απερίσκεπτα και μάταια, αφού υπήρχαν τόσοι φύλακες. Ότι όμως ήσαν και δειλοί, το εφανέρωσαν όσα έγιναν προηγουμένως. Όταν Τον είδαν να συλλαμβάνεται όλοι απεσκίρτησαν.
Εάν λοιπόν τότε δεν ετόλμησαν να σταθούν ενώ τον έβλεπαν ζωντανόν, πώς όταν απέθανε δεν θα εφοβούντο το πλήθος τόσων στρατιωτών; Μήπως ήτο εύκολον να ανατρέψουν την θύραν; Ή μήπως να διαφύγουν την προσοχήν ενός; Εις την θύραν ήτο τοποθετημένος μεγάλος λίθος, ο οποίος εχρειάζετο πολλά χέρια. Με το δίκαιόν τους έλεγαν οι Ιουδαίοι «και θα είναι η τελευταία απάτη χειροτέρα από την πρώτην». Εναντίον τους το έλεγαν αυτό, διότι ενώ έπρεπεν ύστερα από τόσην μανίαν να μετανοήσουν, αυτοί εξακολουθούν να αγωνίζωνται περισσότερον από πριν, επινοούντες καταγέλαστα φαντάσματα, και ενόσω μεν έζη πωλούντες το αίμα Του, μετά δε την σταύρωσιν και την ανάστασίν Του υπονομεύοντες με χρήματα το κήρυγμα της αναστάσεως. . . .

Πατήστε εδώ για να «κατεβάσετε» την περισπούδαστη ομιλία στην προτώτυπη και στην Νεοελληνική της απόδοση, σε rar μορφή.

Παράβαλε και:
Του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου – ομιλία ΠΘ., Ματθαίου ΚΖ.62-ΚΗ.10, περι Ταφής και Αναστάσεως του Κυρίου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.