Η ζωή και το νόημα – πρωτοπρ. Μιχαήλ Καρδαμάκη.

Το σταθερό ερώτημα περί του νοήματος, που δεν έχει απάντηση έξω από την ελπίδα της σωτηρίας, ήτοι της ελευθερίας της αιώνιας πατρίδας του ανθρώπου, είναι το ερώτημα περί της ίδιας της ζωής. Της ζωής, απελευθερωμένης από όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι θάνατος και δουλεία στο θάνατο, χάριν μιας ελευθερίας, που το πλήρωμά της μας αποκαλύπτεται ως σχέση με το Θεό, ήτοι της ζωής της ελευθερίας, και της ελευθερίας προς τη ζωή. Επομένως, η μεγάλη υπόθεση της ζωής νοείται στο επίπεδο εκείνο, όπου οι βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου, όλη η πάλη του για το ψωμί, έχουν υπερνικηθεί από την προτεραιότητα μιας ζωής στην οποία η θνητότητα έχει αντικατασταθεί από την αθανασία του Θεού. Τότε, που η τροφή ως πηγή ζωής είναι το δώρο του Θεού ως Αυτοζωής, η ζωή της ειδωλολατρίας έχει καταργηθεί από την Κοινωνία της ζωής στο Θεό. Είναι πλέον η πίστη και η ζωή της πίστεως, ήτοι ο Χριστός, το θαύμα του θριάμβου της ζωής επί του θανάτου: «εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμί, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών» (Ιωάν. 8, 24).
Ο άνθρωπος πρέπει να έλθει σε λιμό μέγα, να πεινάσει και να διψάσει όχι μόνο το ψωμί και το νερό, αλλά κυρίως την αλήθεια και την δικαιοσύνη του Θεού, επειδή σ’ αυτά διασώζεται και μ’ αυτά φανερώνεται η ζωή: «Ραββί, φάγε. Ο δε είπεν αυτοίς, εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην ημείς ουκ οίδατε, εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιωάν. 4, 32-34).
Είναι όντως τραγικό, ο άνθρωπος, στη θεοποίηση του θελήματός του, ή στην έξαρση των υποκειμενικών αληθειών του, που περισσότερο αποτελούν πτυχές του ψεύδους, να επιδιώκει την απόκτηση ή την συσσώρευση αβέβαιων αγαθών, για να αποσυντίθεται πρώτος εκείνος στην ανεξέλεγκτη κατανάλωσή τους ή να αφανίζει αδιάκριτα τη ζωή του στην επίσπευση του θανάτου. Σ’ αυτό προ παντός συνίσταται η τραγωδία του μεταπτωτικού ανθρώπου, ως τραγική περιπέτεια της ελευθερίας του.
«Στην εποχή μας εξισώνουν την ελευθερία με την αποχαλίνωση των παθών, ενώ η αληθινή ελευθερία βρίσκεται στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον εαυτό του και στη θέλησή του. Στην εποχή μας εξισώνουν την ελευθερία με την οικονομική ασφάλεια. Όμως στην ουσία, η ασφάλεια αυτή δεν είναι ελευθερία, αλλά δουλεία στο χρήμα. Ενώ αντίθετα, η μεγαλύτερη ελευθερία δεν είναι να συσσωρεύσει κανείς αγαθά και να εξασφαλίσει τον εαυτό του με το χρήμα, αλλά να μοιράσει όλα όσα έχει, και να πάει να γίνει υπηρέτης όλων»1.
Αξίζει να επιστρέφουμε διαρκώς στα αποκαλυπτικά νοήματα του πρώτου από τους πειρασμούς του Χριστού από τον διάβολο στην έρημο: τη μεταβολή των λίθων σε άρτους. Επειδή πρόκειται για μια πρόκληση, η οποία για τον τεχνοπολιτισμό μας θα μπορούσε να αναδειχθεί το ύψιστο θαύμα, με τη συμβολή ασφαλώς και των μεγάλων ιεροεξεταστών κάθε εποχής, που κύριο έργο τους, προκειμένου να γοητεύσουν τους ανθρώπους, έχουν τη διόρθωση του Ευαγγελίου του Χριστού. Ιδού μερικά από τα κύρια σχόλια του Φ. Ντοστογιέφσκι, στο δικό του περίφημο και αναντικατάστατο «θρύλο του μεγάλου Ιεροεξεταστή»:
«Θέλεις να πας στον κόσμο (εννοεί τον Χριστό) και πηγαίνεις μ’ αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο απ’ την ελευθερία! Ενώ, βλέπεις αυτές τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτωμένη έρημο; Κάνε τες ψωμιά κι η ανθρωπότητα θα τρέξει πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη κι υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν’ αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να τους δίνεις τα ψωμιά Σου. Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ’ τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θα ‘ναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά; Πρόβαλες την αντίρρηση πως ο άνθρωπος «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται», μα το ξέρεις τάχα πως εν ονόματι του ίδιου του γήινου άρτου θα ξεσηκωθεί εναντίον Σου το πνεύμα της γης, θα Σε πολεμήσει και θα Σε νικήσει κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: «Ποιος μοιάζει μ’ αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά του ουρανού!». Το ξέρεις πως θα περάσουν αιώνες κι αιώνες κι η ανθρωπότητα θα διακυρήξει με το στόμα της Σοφίας και της Επιστήμης πως έγκλημα δεν υπάρχει και πως συνεπώς δεν υπάρχει αμαρτία και πως υπάρχουν μονάχα πεινασμένοι; Χόρτασέ τους και τότε μονάχα να τους ζητάς αρετή»2.
Όλες οι νεώτερες επαναστάσεις υπήρξαν επαναστάσεις ελευθερίας σε σχέση με το ψωμί και αυτό ίσως παγίδεψε και την Εκκλησία, ώστε το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας να προβληθεί ως «κοινωνικό» Ευαγγέλιο. Υπήρξαν επαναστάσεις, χάριν τάχα της δικαιοσύνης που επιτέλους ξέρει να μοιράζει το ψωμί, αλλά που δεν μπορεί να αποτρέπει τα αποτρόπαια εγκλήματα. Το ύψιστο, ή μάλλον ο πρόδρομος αυτών των αμέτρητων εγκλημάτων, υπήρξε «ο θάνατος ή η δολοφονία του Θεού», ο οποίος δεν είναι πλέον χρήσιμος για την άμεση ζωή της ανθρωπότητας και του οποίου το κενό, καλύπτουν στο εξής οι καλούμενοι «ανθρωποθεοί», τα είδωλα των ειδώλων. Θα τολμούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως πρότυπο αυτών των επαναστάσεων την ανταρσία του νεώτερου Υιού της παραβολής, ως την διαρκή επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος, μια επανάσταση εναντίον του εύσπλαχνου Πατρός, μια στυγερή πατροκτονία, χάριν της ατομικής αυθαιρεσίας και ηδονής, που εκφυλίζεται σε ασωτία ή αποκτήνωση της υπάρξεως, που εκπίπτει σε ζωώδη βίο και σε έσχατο λιμό, θανατούμενη κυρίως από την απουσία ή τη στέρηση του Θεού, σε μια φιλόξενη χώρα, όπου η αγάπη δεν είναι πλέον ζωή και η ζωή αγάπη, ή όπου η ελευθερία είναι υποδούλωση και η υποδούλωση απώλεια (Λουκ. 15, 11-32).
Ο άνθρωπος σε κάθε εποχή αρπάζει και σφετερίζεται το δώρο και τα δώρα της ζωής του Θεού, για να κτίσει τη δική του αυτοκρατορία, σ’ ένα κόσμο έρημο νοήματος, άκοσμο στην απουσία σκοπού, όπου στην πραγματικότητα υπάρχει εξόριστος, βασανιζόμενος, από τον λιμό των λιμών, αθεράπευτο και θανατηφόρο: Όταν χωρίζουμε τη ζωή από τον Θεό, τότε επιλέγουμε το θάνατο. Γιατί ζωή είναι ο Θεός και όχι τα πράγματα, ώστε η θανατηφόρος διαστροφή μας να είναι η αγάπη μας προς τα πράγματα και όχι προς το Θεό και τον πλησίον μας. Έτσι συνέβη πάντοτε στην ιστορία της θείας Οικονομίας: Οι άνθρωποι τρώνε και τότε ξεχνούν το Θεό, ξεχνούν το Θεό και τότε λιμώττουν, προδίδουν το Χριστό και τότε αυτοκτονούν. Πρόκειται ακριβώς για ένα φαύλο ή άθλιο κύκλο, στο κέντρο του οποίου μορφάζει ο θάνατος και τη θέση του Θεού της ζωής παίρνουν τα τέρατα της ακολασίας.
«Και έφαγεν Ιακώβ και ενεπλήσθη και απελάκτισεν ο ηγαπημένος, ελιπάνθη, επλατύνθη και εγκάτελιπε τον Θεόν, τον ποιήσαντα αυτόν και απέστη από Θεού σωτήρος αυτού». (Δευτ. 32, 15-18. 11, 16. Ιερ. 5, 4-7).
Κάθε άρνηση ή εγκατάλειψη του Θεού είναι τουλάχιστον παράχρηση ή κατάχρηση της ζωής. Σ’ αυτήν την αρχαία, καθώς και στην νεώτερη αλογία του ανθρώπου, η οποία προκρίνει το θάνατο από τη ζωή και η οποία αγνοεί ότι η υπερνίκηση του θανάτου δεν συντελείται με τον πολλαπλασιασμό των αγαθών, εκείνων που τρέφουν το θάνατο, έχει ήδη απαντήσει ο Λόγος του Θεού, παρατεινόμενος στους αιώνες.
Στον πειρασμό της μεταβολής των λίθων σε άρτους, αντιπαρατίθεται το θαύμα της ευλογίας των ολίγων άρτων και της ελάχιστης τροφής, το οποίο θα λέγαμε απαντά στη θεραπεία του πραγματικού λιμού των ανθρώπων, οδηγώντας τους κυρίως σε μια πραγματικότητα πέρα από τα παρόντα, σε μια εσχατολογική πληρότητα της τέλειας ζωής, που δίνει το πραγματικό νόημα σ’ όλα τα παρόντα (Ματθ. 14, 13-21).

1. Βλ. Μιχ. Μακράκη, Ο Ντοστογιέφσκι και η επανάσταση των νέων, IMAGO 1984, σσ. 21-22.
2. Αδελφοί Καραμάζοφ, Β’, σσ. 106-107.

Από το βιβλίο «Δοκίμιο Ευχαριστιακής Ανθρωπολογίας», εκδ. Τήνος

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.