Η προίκα του Ελληνόπουλου – Κωνσταντίνου Γανωτή.

Όποιος έρχεται σ’αυτή τη ζωή, φέρνει μαζί του και την προίκα του. Προίκά του είναι οι γονείς του, οι προγονοί του, η φύση της πατρίδας του, ι ιστορία της πατρίδας του, η θρησκεία του. Όλα τα παιδιά του κόσμου βρίσκουν όλ’αυτά έτοιμα να τους περιμένουν, να τα σηκώσουν στα χέρια, να τα κατευθύνουν και να τα στηρίξουν στη ζωή ώσπου να κλείσουν τα μάτια.

Το Ελληνόπουλο που γεννιέται στην Ελλάδα το υποδέχεται πρώτο το φως της Ελλάδας. Όποιος δεν ευτύχησε να τόχει προίκα πατρική το φως της Ελλάδος, αυτός μπορεί να εκτιμήσει πόσο αξίζει να ξυπνάς από ύπνο βαθύ και να νιώθεις, να βλέπεις με τα μάτια σου ότι σε υποδέχεται η δόξα και η στοργή του καταγάλανου, φωτεινού ουρανού μας. Κι ο ποιητής των Ελλήνων κάνει την εκτίμησή του:

“ Άξιόν εστι το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου. ”

Τώρα γιατί δεν αρκέστηκε ο ποιητής στο ρήμα “αξίζει ” και διάλεξε από την Εκκλησιαστική λογοτεχνία την περίφημη φράση άξιόν εστι, μόνον ένας που έχει μεταλάβει από την θρησκευτική παράδοση του λαού μας μπορεί να το καταλάβει και να το κρίνει αναγκαίο και αυτονόητο. Είναι το ρήμα που μας θυμίζει το λεπτό άρωμα της Παναγίας, που σημαίνει την παρουσία της πάνω στη γη: « Άξιόν εστι μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…»

Έτσι και το φως που λούζει τον αρχαίο Έλληνα και τον κάνει να προφέρει ευχή από τα βάθη της ψυχής του, ευχή που τη βρίσκουμε χαραγμένη στις πρώτες επιγραφές της ελληνικής αρχαιότητας : “ Θεός τούχα αγαθά ”, “ Βίον μετ ὄλβου”, αποκαλύφθηκε ύστερα με το “φως ιλαρόν”, που μας λούζει τώρα με την αιώνια μακαριότητα, που μας χαρίζει “θανάτου άκος και γήραος άλκαρ ” (του θανάτου γιατρικό και αποτρεπτικό του γήρατος). Αυτό είναι το αιώνιο φως της Ανάστασης, ο ίδιος ο Θεός «ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι », “και είπεν ο Θεός γεννηθήτω φως και εγένετο φως ”. Μέσα απ’αυτό το βασίλειο του φωτός, του φυσικού και του αιώνιου γεννιέται το κάθε Ελληνόπουλο και αν το αντιλαμβάνεται μεγαλώνοντας, είναι μακάριο και γι’αυτό μακαρίζει τη Θεοτόκο “την γεννήσασαν το φως εν τω κόσμω ”.

Τώρα παιδί μου, που ήρθες στον κόσμο έλα να σου δώσω την προίκα σου, για να ζήσεις και να ‘ναι η ζήση σου ένα τραγούδι χαράς και ευχαριστίας. Άνοιξε την αγκαλιά της ψυχής σου και πάρε ένα « Χριστός ανέστη », πάρε ένα « αι γενεαί αι πάσαι », πάρε ένα « Άξιόν εστι », πάρε ένα « την ωραιότητα της Παρθενίας σου », πάρε ένα « Πιστεύω εις ένα Θεόν», πάρε ένα « Σε γνωρίζω από την κόψη », πάρε έναν Μακρυγιάννη μαζί με τη μάννα του, πάρε μια γυναίκα του Ζαλόγγου, μα τι βλέπω ; Τόσο μικρό σακκί έφερες ; Ξέρεις πόσα έχω να σου δώσω ; έχω να σου δώσω ακόμα ένα Σαμουήλ, ένα Δασκαλογιάννη, ένα Καραολή… Πω πω ! Που θα τα βάλεις τόσα που έχω να σου δώσω ακόμα ; Δεν τα χωράει η μικρή καρδιά σου, Ελληνόπουλο. Μάθε γράμματα να φαρδύνει η καρδιά σου, μάθε «γράμματα σπουδάματα του Θεού τα πράματα ».

Σκέφτομαι τους αρχαίους μας, που ήταν γονείς, μα αλήθεια τι προίκα είχαν να δώσουν στα παιδιά τους. Είχαν βέβαια τη γη τη ζωοδότειρα αλλά και παντολέτειρα, ( που δίνει ζωή αλλά και όλα τα αφανίζει , γιατί απ’ αυτήν ζούσαν και αυτή στο τέλος τους κατάπινε ), είχαν να τους δώσουν τον ήλιο, το ολονύχτιο φεγγάρι ( την πανσέληνο), τα άπειρα αστραφτερά κυματάκια της βαθυγάλανης θάλασσας, τα βουνά τα χιονόδοξα, κατοικίες των θεών, τα ιερά ποτάμια, τις λίμνες τους, που ούτε οι ίδιοι τα έφτιαξαν ούτε ήξεραν ποιός τα τεχνούργησε τόσο αξιοθαύμαστα, καθώς στη Μυθολογία δεν μαρτυρείται δημιουργός του κόσμου.

Όλος αυτός ο πανέμορφος κόσμος ήταν για τους αρχαίους «έρμαιον», δηλαδή αδέσποτον εύρημα και όποιος μπορούσε το κυρίευε. Και στα παιδιά τους, οι προγονοί μας, που έπρεπε να τα προικίσουν με μιαν αξία, για νάχουν κάποιον να τον ευχαριστούν, τους πρόβαλλαν την παλληκαριά τους (την ανδρείαν) και έτσι έγινε και ιδανικό τους και το νταηλίκι (δαής-προφ. νταής=εχθρικός, πολεμικός). Αυτή η γη όμως με τον ήλιο και τ’αστέρια της, με τα πουλιά της, που τους τάΐζε, τους αγκάλιαζε με τις σπηλιές της, τη γη τους παρηγορούσε σαν μαννούλα ( Γαία θεά μήτερ -ύμνος εις την Γην ) και οι γονείς τους, τα αδέρφια τους, οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους ήταν οι αξίες τους, οι αγάπες τους, η προίκα τους, που στόλιζε τη ζωή τους, τους δίδασκε, τους ασκούσε, τους βράβευε και γι’αυτήν πολέμησαν στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, κι αυτές τις αθώες νίκες τους παρέστησαν στη ζωφόρο του Παρθενώνα. Οι νίκες ήταν αθώες γιατί ήταν αμυντικές. « Ω παίδες Ελλήνων ελευθερούτε πατρίδα ».

Όλ’αυτά τα κληρονομούσαν τα παιδιά των προγόνων μας, όταν πήγαιναν εις διδασκάλου, για να μάθουν μουσικήν κι αποστήθιζαν τον Όμηρο και τα επιγράμματα των συγχρόνων του ποιητών.

« Ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε
κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι

και το

« Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν »

Δεν είχε τίποτε καλύτερο να προικίσει στα Ελληνόπουλα η εθνική μας παράδοση και γι’αυτό ακόμα προικίζει μ’αυτά και τη σημερινή νεολαία της πατρίδας μας. Η μαχητική ικανότητα των Ελλήνων του 490, 480 και 479 ταυτίζεται με το “αέρα” του 1940 μ.Χ. στ’Αλβανικά βουνά. Όσο όμως ακόμα κρινόταν και κινδύνευε η ζωή των Μαραθωνομάχων, των Θερμοπυλομάχων, των Σαλαμινομάχων, των Πλαταιομάχων, οι Έλληνες ήταν αθώοι. Μόλις όμως βεβαιώθηκαν για τη νίκη τους άρχισε η πικρή τους κατάρρευση. Η Αθήνα έγινε μεγάλη ιμπερεαλιστική δύναμη και τότε γεννήθηκε η τραγωδία.

Η τραγωδία είναι η πολύ σοβαρή ποίηση που καταδίκαζε (και παρίστανε επί σκηνής) την αλογία της δύναμης και την αλαζονεία της εξουσίας χωρίς όμως να δείχνει τρόπο αλλαγής της ζωής. Έδειχνε το κακό μέσα στον κόσμο μοιραίο. Βέβαια ο Αισχύλος οραματίστηκε μια εποχή λυτρωμού του ανθρώπου από την τυραννία του Δία, αλλά μέσα στα πλαίσια του θανάτου και του μοιραίου κακού στον κόσμο. Για το μοιραίο κακό έκανε ο Αισχύλος την τριλογία του «Ορέστεια», αλλά με πολύ αδύνατα θεολογικά επιχειρήματα και αποτελέσματα, αφού οι ερινύες ως ευμενίδες πάλι θα κόλαζαν το κακό ως τιμωροί. Έτσι το κακό και ο θάνατος παραμένουν κυρίαρχοι της ζωής, είναι στην προ Χριστού ανθρωπότητα “ο άρχων του κόσμου τούτου”. Και το ελληνόπουλο της εποχής μας φραγκομαθημένο στη θεολογία του ζει κι αυτό μέσα στην ομίχλη του ανίκητου κακού και του θανάτου ώσπου νακούσει το “Χριστός ανέστη”.

Όταν τα παιδιά διδάσκονται τη Μυθολογία μας στο δημοτικό, (αργότερα στο Λύκειο διδάσκονται τη Μυθολογία του “διαφωτισμού”) μαθαίνουν τι προστάτευε ο κάθε θεός των αρχαίων. Δεν τους λέμε βέβαια ότι και ο θάνατος είναι θεός και του αφιερώνεται και ένας Ομηρικός ύμνος. Έτσι μπαίνουν στη ζωή με την πεποίθηση ότι το κακό είναι παντοδύναμο και εναποθέτουν μέσα στα πλαίσια του θανάτου τα συμφέροντά τους. Ο νέος άνθρωπος αισθάνεται τον θάνατο τελικό θριαμβευτή επί της ζωής και γι’αυτό στο πρόσωπό του διαγράφεται η γκριμάτσα της κατάθλιψης μόνιμα. Είναι κι αυτό μέσα στην προίκα του. Στην προίκα και του αρχαίου Ελληνόπουλου αλλά και του Ελληνόπουλου της σύγχρονης αστικής κοινωνίας.

Πάντως η αρχαία Μυθολογία μας είναι αθώα, γιατί μας λέει ο,τι πιο αληθινό έχει να μας πει. Γι’αυτό και ο Αισχύλος βάζει τον Προμηθέα του να κραυγάζει για λογαριασμό των ανθρώπων “τους πάντας εχθαίρω θεούς ”.

Και ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης εκφράζουν με δραματική σαφήνεια την απογοήτευσή τους για τους θεούς τους, παριστάνοντάς τους μισάνθρωπους. Στο δράμα Βάκχες, ο Κάδμος πετάει ένα αγανακτισμένο λόγο στον Διόνυσο :

“ οργάς πρέπει θεούς ουχ ομοιούσθαι βροτοίς”.

Ο Ευριπίδης, στο δράμα του Ελένη, εκφράζει την απογοήτευσή του για τους θεούς με εκπρόσωπο την Ελένη, κόρη του Δία. « Συ Διος έφυς Ελένα θυγά τηρ…ααλλά αχήθης καθ’Ελλανίαν προδότις, άπιστος, άδικος, άθεος • ουκ έχω τι το σαφές ποτ’εν βροτοίς • το των θεών δ’ έπος αλαθές εύρον ». ( Εσύ Ελένη, γεννήθηκες θυγατέρα του Δία, αλλά ακούστηκες σ’όλο τον ελληνικό κόσμο προδότις, άπιστη, άδικη, άθεη • δεν έχω τέλος πάντων κάτι το σαφές μέσα στον κόσμο των ανθρώπων • τον λόγο όμως των θεών τον βρήκα αληθινόν).

Βρίσκει ο ποιητής μια ανακούφιση να μάχεται την ιδέα των θεών •να, η θεά Ελένη, που ακούστηκε ότι νάναι προδότις, άπιστη, άδικη, άθεη. Κι ο ποιητής ομολογεί ότι τάχει χαμένα και δεν βρίσκει κάτι το σαφές ψάχνοντας μέσα στις γνώμες των ανθρώπων εκτός από τον λόγο για τους θεούς, δηλαδή ότι υπάρχουν.

Αυτά υπογραμμίζουμεή μάλλον έπρεπε να υπογραμμίζομε στους Ελληνόπαιδες, που έρχονται κοντά μας, για να μάθουν γράμματα, για να ξέρουν ότι από τους αρχαίους μας έχουν να μάθουν πολλές αρετές, αλλά όχι την αλήθεια αφού κι αυτοί σε πολλά χωρία των κειμένων, που μας άφησαν, ομολογούν την ανεπάρκεια της θεολογίας τους. Αυτά όλα πρέπει να τα ξέρει το Ελληνόπουλο, που πηγαίνει τα καλοκαίρια στην Επίδαυρο, για να παρακολουθήσει άραστάσεις δραμάτων κι όταν διαβάζει τα δράματα αυτά. Η Μυθολογία μας ομολόγησε με ειλικρίνεια μεγάλη την απαξίωση της θεολογίας και της ανθρωπολογίας των προγόνων μας.

Οι πρώτοι άνθρωποι που βρέθηκαν να πατάνε πάνω σε αυτήν εδώ την γη (και ονοματίζονται μόνο οι βασιλιάδες) είχαν όλοι ( παρά τα θαυμαστά τους κατορθώματα) κακή ζωή και πολύ χειρότερο τέλος. Θυμίζω μερικούς απ’αυτούς και όποιος θέλεις ας ανοίξει την Μυθολογία να διβάσει τον βίο τους: Τάνταλος, Σίσυφος, Πέλοπας, Ατρείδες, Αθάμας, Λάΐος, Οιδίποδας, Αιγέας, Θησέας, Ηρακλής, Ιάσων, Μηδεια. Δεν θα μπορούσε τάχα η Μυθολογία να παρουσιάσει ανθρώπους που να διαφημίζουν το λαό τους ; Είπε όμως την αλήθεια που υπέθετε και την αλήθεια που μπορούσε να γνωρίζει. Ότι ο κόσμος βρέθηκε αρχικά να υπάρχει με τη μορφή τεράτων, όπως η έχιδνα κι άλλα τέτοια. Ύστερα εμφανίστηκαν οι ανθρωπόμορφοι θεοί και μετά οι άνθρωποι. Ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους επικρατούσε ο πόλεμος και στον πόλεμο επικράτησε ο δυνατότερος ανάμεσα στους θεούς και ανάμεσα στους ανθρώπους.

Οι θεοί λυμαίνονταν ο,τι επιθυμητό είχαν γι’αυτούς οι άνθρωποι, κυρίως κοπέλες, όπως η Τυρώ και άλλες και από τους βιασμούς τους ήρθαν στον κόσμο οι Διόθρεπτοι βασιλήες, που επροσωπούσαν τους αντιπροσωπευτικούς τύπους του ανθρώπινου γένους. Ε, αυτοί όλοι έκαναν μεγάλα κατορθώματα με την ανδρεία τους και την εξυπνάδα τους.

Με αυτή την ιδέα για τη ζωή έβγαινε στον κόσμο ο προ Χριστού Έλληνας. Και ο πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους δεν σταμάτησε, όπως βλέπουμε, ούτε η δυστυχία των ανθρώπων. Ο Σοφοκλής βαθμολογεί όλες τις γενιές των ανθρώπων μ’ένα ολοστρόγγυλο μηδέν, ακόμα και τη γενιά τη δική του, που ήταν βέβαια ο πολυφημισμένος « χρυσούς αιών » μ’ένα στίχο του δράματος “Οιδίπους Τύραννος”:

« ιώ γενεαί βροτών, ως υμάς ίσας και το μηδέν ζωσας εναριθμώ ».
( Αλλοίμονο γενιές των ανθρώπων, γιατί σας λογαριάζω να ζείτε ίσα με το μηδέν).

Και για την ατομική ευτυχία λέει ότι ευτυχία νιώθεις ώσπου να φτάσεις στην κορυφή κι αμέσως από ‘κεί βλέπεις την πίσω πλευρά, που είναι η δυστυχία. Πως τώρα φτιάχνουν περιουσίες, χτίζουν σπίτια, οργανώνουν πολιτείες και δημοκρατίες, κάνουν πολέμους, αντικρύζουν τον θάνατο, σκοτώνουν εχθρούς, ληλατούν πολιτείες, γράφουν συγγράμματα και τόσα άλλα κάνουν με μόνη βεβαιότητα τον θάνατο ; !

Βέβαια καυχώμαστε για την αστραφτερή μας αρχιτεκτονική, την γλυπτική μας, την ποίηση, την ιστοριογραφία μας, τη ρητορική μας και τόσες άλλες πολιτιστικές επιδόσεις μας. Θυμηθείτε το Μακρυγιάννη που είδε δυό αγάλματα, που ετοιμάζονταν να τα πουλήσουν και είπε : “ Γι’αυτά πολεμήσαμε”. Άρα αξία ανεκτίμητη έχουν τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας, αλλά ενώ δείχνουν μια μεγάλη προίκα, που έδωσε ο Θεός σ’αυτούς, που γεννιούνταν πάνω στα χώματά μας, δεν ήταν αρκετά, για να αναπαύσουν, γιατί ενώ ήταν δωρήματα του Θεού, τα βιώνουν ως δικά τους κατορθώματα και όλη η δόξα των κατορθωμάτων έλουζε τανθρώπινα πρόσωπα και πέθαινε μαζί μ’αυτά. Ήταν άσχετα με τη δόξα του Θεού. Κι ο θάνατος μετά τα κατορθώματα ήταν πολύ αισθητός.

Και όταν ο αμοραλισμός (ηθική παράλυση) του Πελοποννησιακού πολέμου κατέστρεψε τη θρησκευτική πίστη ανέλαβε η φιλοσοφία ν’αντικαταστήσει τους προσωπικούς φανταστικούς θεούς με έννοιες, με ιδέες, με επιχειρήματα, που αποτελούσαν φάσεις της αθεΐας και αθεΐα μόνον οι διανοούμενοι μπορούσαν να έχουν, τότε ο ανώνυμος λαός, που συντηρεί το υγιέστερο ήθος έστησε στη μέση της Αθήνας το βωμό “αγνώστω θεώ”, για ναξιωθεί νακούσει απ’τά χείλη του Αποστόλου Παύλου : “ον αγνοούντες ευσεβείτε εγώ καταγγέλλω υμίν ”.

Εκείνη την ώρα που οι πρώτοι Αθηναίοι γίνονταν Χριστιανοί, η αρχαία ελληνική ζωή παρέδινε την εξουσία στη χριστιανική, που περιείχε μέσα της και ο,τι ωραίο είχε η Ελληνική, πέθανε η ειδωλολατρική Ελλάδα και αναστήθηκε η ελληνοχριστιανική Ελλάδα, Όσοι Έλληνες έγιναν Χριστιανοί παραδόθηκαν στο μαρτύριο και κέρδισαν τον θαυμασμό και την εκτίμηση του λαού (άγιος Διονύσιος, άγιος Ιερόθεος, άγιος Λεωνίδης και πολλοί άλλοι)• όσοι έμειναν στην ειδωλολατρεία, αυτούς ονόμασαν οι Ρωμαίοι Γραικούλους, γιατί έγιναν μεταπράτες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πολλές φορές με επιχορηγήσεις των Ρωμαίων άνοιγαν φροντιστήρια φιλοσοφίας, σχολές ρητορικής και γενικά γέμισαν τον κόσμο με άφθονη φλυαρία, για να εισπράττουν τα δίδακτρα από τους νεόπλουτους Ρωμαίους. Ήταν πνευματική ψευτοάνθιση, που δικαιώνει απόλυτα το λόγο του αποστόλου Παύλου : “εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου ; ”.

Το Ελληνόπουλο της Αλεξανδρινής εποχής εύρισκε εύκολα άπασχόληση στις κτήσεις των διαδόχων στην Ασία και στην Αφρική κι εκεί εκπροσωπούσε μια κοινωνία αφεντάδων και μορφωμένων, διεπίστωνε ότι όλη η πνευματική του καλλιέργεια κατέληγε σ’ένα καλό εισόδημα και στα κεφάλια των ντόπιων βαρβάρων σκυμμένα στο πέρασμά του.

Στη Ρωμαιοκρατία έγιναν φροντιστές οι μορφωμένοι Έλληνες και δίδασκαν πληροφορίες και ρητορικά σχήματα στους βαρβάρους κατακτητές, που ήθελαν να πάρουν και κάποια πνευματική μόστρα. Ήξεραν βέβαια και τον Όμηρο και τους τραγικούς αλλά χωρίς κραδασμούς καρδιακούς, έτσι όπως ξέρουν τώρα τα παιδιά τα κινούμενα σχέδια. Πάντως η αίσθηση του κενού βασάνιζε κι αυτών τις καρδιές, προπάντων όταν έβλεπαν ότι όλη τους τη φλυαρία τη σάρωνε ο θάνατος. Οι πιο ανήσυχοι όμως και οι πιο ώριμοι αισθάνονταν ότι η αλήθεια δεν μπορεί να είναι κάποια σκέψη • όλοι στα βάθη της καρδιάς τους αποζητούσαν ένα προσωπικό Θεό, όπως τα μικρά παιδιά, που αποζητούν τον κόρφο της μάννας και όπως οι άνθρωποι του λαού που έχουν μέσα στις απλοϊκές καρδιές τους εικόνες προσώπων αντί για σχήματα εννοιών. Αυτό το νόημα είχε και ο βωμός στον άγνωστο Θεό.

Οι Έλληνες υπόδουλοι των Ρωμαίων διψώντας για ένα νόημα της ζωής τους, για μιαν αξιοπρέπεια της υπόστασής τους, αισθάνθηκαν ότι δεν θα καταφέρουν να ξεδιψάσουν παρά μόνον με μιαν μεγάλη αγάπη “κραταιάν ως ο θάνατος” και γι’αυτό έγιναν Χριστιανοί αληθινοί και μάρτυρες και σε λίγο δέχτηκαν τη χάρη να κυβερνήσουν αυτόν τον άγριο κόσμο και να κάνουν απόπειρα εφαρμογής του Ευαγγελίου πάνω στη γη. Τότε το κάθε Ελληνόπουλο ένιωθε βγαίνοντας στη ζωή ότι ήταν πολίτης της βασιλείας του Θεού και συγχρόνως και Έλληνας. Ένιωθε δικιά του και τη Ρώμη και την Αθήνα και την Αλέξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη και τα βάθη της Ασίας και τα μάκρη της Ευρώπης χωρίς να είναι κατακτητής κανενός. Αυτό είναι ο κοσμοπολίτης. Μιλούσε με τους Σλάβους στη γλώσσα των Σλάβων ενώ οι Σύροι και οι Αφρικανοί του μιλούσαν Ελληνικά, γιατί είχαν προλάβει να αφοιμοιώσουν την Ελληνική γλώσσα, όπως ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς, ο Ρωμανός.

Τη Λατινική τη θεωρούσε μητρική του γλώσσα και αύτή χρησιμοποιούσε στη δικαιοσύνη και στις επικοινωνίες με τους Ευρωπαίους. Με τους Αλβανούς (τους Δαλμάτες) μιλούσε ελληνικά, γιατί δεν είχαν γραφόμενη γλώσσα και δεν υπήρχαν ακόμα και στην προφορική τους γλώσσα πολιτιστικοί όροι, όπως διαπιστώνει κανείς άλλωστε και σήμερα, που σ’όλον τον κόσμο οι πολιτιστικοί όροι ακόμα και της τεχνολογίας αντλούνται κυρίως από τα ελληνικά.

Αν είχαμε σωστή παιδεία στην Ελλαδα το κάθε Ελληνόπουλο θα ένιωθε δάσκαλος του κόσμου. Τώρα μέσα στην Ελλαδα νιώθει μειονεκτικά, ενώ όταν βγει στο εξωτερικό για σπούδές όλοι το θαυμάζουν. Η αμαρτία όμως του στερεί το χάρισμα να βγάλει τα συμπεράσματα απ’αυτόν τον θαυμασμό. Τώρα δέχεται πειρασμούς διαφθοράς από την οικογένειά του, από το σχολείο του κι σπάνια βέβαια κι από την Εκκλησία του. Τέτοια ταλαιπωρημένη νεολαία, τόσο πολεμημένη από τόσες μεριές δεν είχε η πατρίδα μας.

Δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου να πιάνουν οι Ρώσοι στη Συρία 120 αιχμαλώτους πολεμιστές του ISIS και οι 100 να είναι Ευρωπαίοι νεαροί και νεαρές, οι περισσότεροι Γάλλοι ! Και οι αναίσθητοι γονείς να σκέφτονται που να τους φυλακίσουν και δεν κάθονται να σκεφτούν ποιά είναι η ευθύνη τους για το ότι τα παιδιά τους ταξίδεψαν 5 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’τά σπίτια τους, για να πιάσουν στα χέρια τους μαχαίρια και να σφάξουν τους γονείς και ταδέρφια τους!

Ως πότε θα είμαστε θαυμαστές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και θα πιθηκίζουμε τα ήθη τους ;Το σημερινό παιδί μιας δυτικής χώρας κατά κανόνα έχει ανατραφεί με τον ορθολογισμό και τον ωφελιμισμό και αισθάνεται ως καλό ο,τι του είναι ευχάριστο κάθε φορά. Ουσιαστικά έχει χάσει το φόβο του Θεού, έχει αναγκαστεί να ξεχάσει ότι υπάρχει άλλης διάστασης και υπόστασης κόσμος. Αυτό το κατάλαβα όταν είδα και άκουσα ένα μεγάλο καθηγητή της Τυβίγγης στη Γερμανία να διδάσκει από την έδρα ότι τα θαύματα του Χριστού στα Ευαγγέλια είναι επινοήσεις των ευαγγελιστών, για να διαφημίσουν τον δάσκαλό τους• και ο λόγος για τον οποίο τα θεωρεί ψέμματα είναι το ότι αντιβαίνουν στους φυσικούς νόμους. Δηλαδή θρησκεία των Διαφωτιστών είναι η φύση με τους νόμους της. Ύστερα από μια τέτοια παιδεία ο Ευρωπαίος πως να δεχτεί ότι είναι κάτι περισσότερο από ζώο ; Και διαπιστώνουμε την κτηνώδη διαγωγή τους καθημερινά.

Μέσα στη μακραίωνη ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που ήταν δομικά πολυεθνική, γλωσσικά Ελληνική, θρησκευτικά Ορθόδοξη Χριστιανική, το Ελληνόπουλο έβγαινε στη ζωή, όπως είπαμε, με αίσθημα του πολίτη της βασιλείας του Θεού, αλλά και το αίσθημα αντιμετώπισε πειρασμούς. Την ιδανική σαν παραμυθένια εικόνα της χριστιανικής κοινωνίας με σεβαστή κορυφή τον βασιλέα, αντιπρόσωπο του Θεού επί της γης αμαύρωναν συχνά αθέμιτες επεμβάσεις των βασιλέων, κάποτε και πατριαρχών, στα δόγματα της Εκκλησίας, δολιότητες και εγκλήματα με σκοπό τη διαδοχή, διαφθορά στις κορυφές πολιτείας και Εκκλησίας, τέτοια πράγματα τσαλάκωναν μέσα στην ψυχή του Ελληνόπαιδος την εικόνα της βασιλείας του Θεού.

Πως να χωρέσει ο νους του την άλωση και τη λεηλασία της Βασιλεύουσας από τους Φραγκοβενετούς και προπαντός την πληροφορία ότι Βυζαντινός άρχοντας με βυζαντινό αίμα έμπασε στην Πόλη τους κατακτητές ! Και πως μετά, λίγο πριν την τελική άλωση της Πόλης από τους Τούρκους να δεχτεί ο νέος μας την αισχρή αλλά και επίσημη προδοσία της Ορθοδοξίας από τους σεπτούς Ιεράρχες της Εκκλησίας μας ; Τέτοια πολλά καταξέσχιζαν την αθώα ψυχή του και το εξωθούσαν στην απελπισία • και η απελπισία για τους νέους αποτελεί προαγωγό στην διαστροφή η στην αυτοκτονία. Η μόνη σωτηρία ήταν η θέα του Σταυρωμένου Σωτήρα πίσω στην αγία Τράπεζα. « Έτσι ο λαός μας μέσα σε όλα τα βάσανα κράτησε την ευλάβειά του και τον σεβασμό το μεγάλο στο ράσο.

Ένα παλληκάρι Ελληνόπουλο έβγαινε στον κόσμο με αίσθημα φόβου Θεού, ευθύνης για τα αδύναμα μέλη της οικογένειάς του, ήταν υπεύθυνος να παντρέψει τις αδελφές του, να γηροκομήσει τους γονείς του. Γι’αυτό στη βόρειο και στη κεντρική Ελλάδα κυρίως οι γονείς άφηναν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους στο γυιό τους, κυρίως στον πρώτο, γιατί ήξεραν ότι αυτός θα φύγει τελευταίος από το σπίτι, για να κάνει δική του οικογένεια.

Ο σημερινός νέος ανατρέφεται μέσα σε μια οικογένεια, που δεν τη δένει ούτε ο φόβος του Θεού ούτε η άδολη αγάπη των μελών της. Αυτή η οικογενειακή αγάπη σε λίγες οικογένειες πια απαντάται. Οι κοπέλες φροντίζουν τον εαυτό τους, για να ζήσουν σαν ορφανές χωρίς να υπολογίζουν τη στήριξη ενός άντρα δίπλα τους. Τα περισσότερα αγόρια μεγαλώνοντας σαν μοσχοαναθρεμμένα με την υπερπροστασία των γονιών, επιθυμούν την ίδια αντιμετώπιση από τις γυναίκές τους. Χωρίς Εκκλησία τα παιδιά μας πανικοβάλλονται μπροστά σε κάθε απειλή και αισθάνονται αναγκασμένα να χρησιμοποιήσουν την κακία τους όσο μπορούν. Γι’αυτό είμαστε το πιο δικαζόμενο έθνος. Τα δικαστήρια δεν προλαβαίνουν να τελειώσουν τις δίκες και τις εφέσεις μας.

Ολα αυτά τα οικονομικά και διπλωματικά τέρατα, που τρομοκρατούν τον κόσμο και μας φοβερίζουν από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα έχουν βγει από οικογένειες και εθνικές παιδείες της άτεγκτης δικαιοσύνης και των ατομικών δικαιωμάτων. Είναι οι απόγονοι των Σταυροφόρων, οι εφευρέτες των στρατοπέδων συγκέντρωσης (Νταχάου κλπ.), είναι οι εφευρέτες των γενοκτονιών, του δουλεμπορίου και πολλά άλλα. Πως να μπορέσουν τα παιδιά τους να αναπαυτούν στην αγκαλιά τους, να ονειρευτούν έναν ιδανικόν κόσμο, να συμπονέσουν τον πεινασμένο και βομβαρδισμένο κόσμο ; …

Δεν τα λέμε αυτά, για να κατακρίνουμε, αλλά για να ξέρουμε ποιόν κόσμο, ποιόν πολιτισμό λιμπιζόμαστε, θαυμάζουμε και μιμούμαστε, ποιό βάλαμε ως ιδανικό της αστικής κοινωνίας μας..

Κάθε Ελληνόπουλο, που ξεκινάει τη Δευτέρα το πρωί χωρίς να κάνει τι σταυρό του και χωρίς να το σταυρώνει από πίσω κρυφά η μάννα του, η γιαγιά του, κάθε τέτοιο Ελληνόπουλο μοιάζει με το λιονταράκι που βγαίνει από τη φωλιά του “ως σκύμνος ωρυόμενος ζητών τίνα καταπίη”. Αυτό το βλέπουμε στα σχολεία, με τη βία που ασκούν τα μεγαλύτερα παιδιά στα μικρότερα. Και το ότι τόσες χιλιάδες Έλληνες αυτοκτόνησαν στα τελευταία πέντε χρόνια από την οικονομική καταπίεση δεν απασχολεί κανέναν πολιτικό και κανένα δελτίο ειδήσεων. Πως να καλλιεργήσει το παιδί την τρυφερή, την καλόγνωμη εικόνα, που έφερε μαζί του για τον κόσμο, όταν γεννήθηκε ;

Κι εμείς αγανακτούμε με τα παιδιά μας, για τους τρόπους τους, την αναίδεια, την αστοργία, την ξετσιπωσιά, τον ατομισμό τους, ενώ ξέρουμε ότι όλα τα κακά της συμπεριφοράς του τους τα δώσαμε ως προίκα, όταν τα φέραμε στον κόσμο κι όταν ακόμα τα αποσπάσαμε από την επιτήρησή μας. Και συνεχίζουμε ακόμα να τους στέλνουμε μηνύματα για την προίκα τους αυτή όσο ζούμε.

Το Ελληνόπουλο έχει έμφυτη στην καρδούλα του την προίκα του Θεού, την έχει στο ασυνείδητό του και για να μην απομονωθεί από την ξετσίπωτη κοινωνία, υποκρίνεται τον ξετσίπωτο, για να το αποδεχτούν. Έρχονται όμως κάποιες ώρες η στιγμές που η ασυνείδητη αθωότητά του βγαίνει στην επιφάνει της συνείδησης • είναι ώρες νοσοκομείου, φυλακής, κάποιου απρόσμενου πόνου και τότε αβοήθητο από προσευχή κάποιας μάννας δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από τα ναρκωτικά, τις διαστροφές η την αυτοκτονία.

Κι εμείς, αδερφοί μου, νομίζουμε ότι πρέπει να διορθώσουμε τα παιδιά !

“ – Μη στενοχωράτε τα καημένα τα παιδιά σας για ο,τι κάνουν ”, συμβουλεέυει ο άγιος Πορφύριος, “εσείς να διορθωθείτε και θα ιδείτε την γιατρειά των παιδιών σας.”

Τι λέτε αδερφοί ; Να το τολμήσουμε ; Ο Θεός να δώσει.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Κωνσταντίνος Γανωτής.gr

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.