Σύντομη ιστορική θεώρηση του εκκλησιαστικού προβλήματος των Σκοπίων – Μιχαήλ Γ. Τρίτου.

Οι ορθόδοξες επαρχίες της Π.Γ.Δ.Μ. μέχρι το 1767 υπάγονταν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Μετά την κατάργησή της, εντάχθηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Το 1920 το Οικουμενικό Πατριαρχείο τις παραχώρησε στη σερβική Εκκλησία. Η επισημοποίηση αυτής της αποφάσεως έγινε την 19η Φεβρουαρίου 1922 με την έκδοση πατριαρχικού και συνοδικού Τόμου.
Με την κατάληψη της Νοτίου Σερβίας από τους Βουλγάρους τον Απρίλιο του 1941 εκδιώχθηκαν ο Μητροπολίτης Σκοπίων Ιωσήφ, ο Επίσκοπος Ζλετόβου και Στρωμνίτσης Βικέντιος και μαζί με αυτούς οι ιερείς και ο λαός. Στις κενές θέσεις τοποθετήθηκαν Βούλγαροι επίσκοποι και ιερείς.
Όταν μετά τον πόλεμο η περιοχή επανήλθε στα χέρια των Σέρβων, οι αρχές δεν επέτρεψαν στους διωγμένους από τους Βουλγάρους ιεράρχες να επανέλθουν στις θέσεις τους.
Ήταν το πρώτο βήμα για την απόσπαση της περιοχής από τον κορμό της σερβικής Εκκλησίας.
Το 1945 συνήλθε στα Σκόπια κληρικολαϊκή συνέλευση, η οποία απεφάσισε την απόσχιση της περιοχής από το σερβικό Πατριαρχείο και την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος.
Την ενέργεια αυτή καταδίκασε το σερβικό Πατριαρχείο ως αυθαίρετη και αντικανονική.
Οι εκπρόσωποι των επαρχιών αυτών συγκάλεσαν στην Αχρίδα τον Οκτώβριο του 1958 τη β’ κληρικολαϊκή συνέλευση, η οποία απεφάσισε τη δημιουργία της «μακεδονικής» ορθοδόξου Εκκλησίας, με προκαθήμενο τον μοναδικό μέχρι τότε «Μακεδόνα» Επίσκοπο Δοσίθεο.
Παρά τη φαινομενική διευθέτηση των σχέσεων με τη Σερβία, αφού ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός μετέβη το 1959 στα Σκόπια όπου χειροτόνησε μαζί με άλλους επισκόπους τον Κλήμη Επίσκοπο Πρεσπών και Βιτωλίων και τον Ναούμ Επίσκοπο Ζλετόβου και Στρωμνίτσης, η απαίτηση το 1966 της Εκκλησίας των Σκοπίων για «αυτοκεφαλία» βρήκε ριζικά αντίθετη τη σερβική Εκκλησία.
Έτσι το 1967 η «Μακεδονική» Εκκλησία ανεκήρυξε παράνομα το αυτοκέφαλό της. Τότε η σερβική Εκκλησία απεφάσισε τη διακοπή κάθε λειτουργικής και κανονικής σχέσης με τη σχισματική Εκκλησία της «Μακεδονίας».
Όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καταδίκασαν το αυτοκέφαλο της «μακεδονικής» Εκκλησίας και χαρακτήρισαν την Εκκλησία αυτή ως σχισματική, γιατί περιφρόνησε βασικές αρχές της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και προέταξε εθνοφυλετικές σκοπιμότητες.
Η σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων, η οποία περιλαμβάνει στους κόλπους 1.600.000 πιστούς, αποτελείται από 10 Μητροπόλεις.
Είναι χωρισμένη από το κράτος. Πρόκειται για φιλικό χωρισμό, αφού το κράτος της επέστρεψε την εκκλησιαστική περιουσία και την ενισχύει ποικιλότροπα.
Οι κληρικοί της ανέρχονται στους τετρακόσιους. Συντηρούνται από τις εισφορές των πιστών και εκπαιδεύονται στη Θεολογική Σχολή του αγίου Κλήμεντος Σκοπίων.
Για την επίλυση αυτού του ακανθώδους προβλήματος πραγματοποιήθηκαν από το 1999 μέχρι το 2002 πέντε διμερείς επαφές μεταξύ εκπροσώπων του Πατριαρχείου της Σερβίας και της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Στην προσπάθεια ανεύρεσης λύσεως παρενεβλήθη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που διεμήνυσε στη σχισματική εκκλησία ότι η έξοδος από την απομόνωση περνάει από το σερβικό Πατριαρχείο.
Την 17η Μαΐου 2002 με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου έγινε συνάντηση των δύο μερών στην πόλη Νις της Σερβίας.
Τα δύο μέρη υπέγραψαν προσχέδιο συμφωνίας με το οποίο λύνονταν δύο βασικά προβλήματα , το όνομα και το καθεστώς στην Π.Γ.Δ.Μ.
Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε η Εκκλησία των Σκοπίων να ονομαστεί Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και να της δοθεί ευρεία αυτονομία.
Δυστυχώς το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας των Σκοπίων στη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2002, ύστερα από έντονες πιέσεις των εθνικιστικών κύκλων της χώρας.
Ο Μητροπολίτης Βελεσσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννης διεφώνησε με την απόφαση αυτή και επανέφερε τη Μητρόπολή του στους κόλπους της Μητρός Εκκλησίας της Σερβίας, η οποία τον δέχθηκε σε πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία.
Αντίθετα, η Εκκλησία των Σκοπίων τον κήρυξε έκπτωτο και τον εξέβαλε βίαια από το μητροπολιτικό μέγαρο και τη μονή αγίου Γεωργίου Νεγότινο, όπου είχε εγκατασταθεί προσωρινά με τους μοναχούς του.
Η Εκκλησία της Σερβίας σε αντιπερισπασμό όρισε τον Ιωάννη Έξαρχο του Πατριαρχείου της Σερβίας στα Σκόπια και κήρυξε άκυρη την απόφαση της Εκκλησίας των Σκοπίων.
Η πράξη αυτή του Πατριαρχείου της Σερβίας προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών στα Σκόπια.
Νέα κρίση προέκυψε την 20ή Ιουλίου 2003 όταν ο Ιωάννης τέλεσε το μυστήριο του βαπτίσματος στο ναό αγίου Δημητρίου Βιτωλίων.
Η Αστυνομία τον συνέλαβε και τον προφυλάκισε για πέντε μέρες. Στη δίκη, που έγινε την 31ή Οκτωβρίου 2003, του επεβλήθη η ποινή ενός έτους φυλακίσεως με αναστολή δύο ετών.
Η Εκκλησία της Σερβίας στην προσπάθειά της να βοηθήσει στην επίλυση του εκκλησιαστικού προβλήματος των Σκοπίων σε κανονικές εκκλησιολογικές βάσεις εξέλεξε τον Μάϊο του 2003 τρεις βοηθούς επισκόπους, τους αρχιμανδρίτες Ιωακείμ, Μάρκο και Δαβίδ.
Όμως η κατάσταση αντί να εκτονωθεί, επιδεινώθηκε επικίνδυνα. Την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2004 κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας οι αστυνομικοί συνέλαβαν όλους του παρευρισκομένους και τους οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα, χωρίς να τους ανακοινωθεί η αιτία της συλλήψεώς τους.
Όλοι αφέθηκαν ελεύθεροι πλην του Ιωάννου, ο οποίος προφυλακίσθηκε για τριάντα μέρες με την κατηγορία αναζωπυρώσεως θρησκευτικού και εθνικού μίσους.
Ακολούθησαν επιστολές διαμαρτυρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών για την ανάμιξη της κρατικής εξουσίας στις θρησκευτικές διαφορές. Έτσι ο Ιωάννης αφέθη ελεύθερος τον Ιανουάριο του 2004.
Σοβαρή εμπλοκή στό όλο ζήτημα είχαμε τον Φεβρουάριο του 2004, όταν πέντε τρομοκράτες αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Επειδή δεν μπόρεσαν να βρουν τους Επισκόπους, κακοποίησαν τις μοναχές, έκλεψαν ιερά αντικείμενα και πυρπόλησαν τη Μονή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη Νιζόπολη.
Τον Ιούλιο 2005 το Εφετείο της πόλεως Βιτωλίων επικύρωσε πρωτόδικη απόφαση του Ιανουαρίου 2004 για 18μηνη φυλάκιση του Αρχιεπισκόπου Ιωάννου με την κατηγορία «υποδαυλίσεως θρησκευτικού και εθνικού μίσους».
Έμεινε οκτώ μήνες στις φυλακές «IDRIZOVO» των Σκοπίων. Απηλλάγη του υπολοίπου της ποινής χάρη στις διαμαρτυρίες των εκκλησιαστικών αρχών και των διεθνών οργανισμών.
Και ενώ όλοι πίστευαν ότι το μαρτύριο του Αρχιεπισκόπου Ιωάννου τελείωσε, άρχισε νέος κύκλος διώξεων με στόχο τώρα να πλήξει την ηθική του υπόσταση.
Το δικαστήριο των Σκοπίων τον κατηγόρησε για κατάχρηση χρημάτων. Κατηγορία ψευδής, άδικη και άριστα σκηνοθετημένη.
Ο Αρχιεπίσκοπος οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή. Με την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριάρχη την 21η Φεβρουαρίου 2007 μειώνεται η ποινή από δώδεκα σε εννέα μήνες φυλάκιση.
Το 2010 καταδικάζεται ερήμην σε φυλάκιση. Έτσι την 12 Δεκεμβρίου 2011, μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και την επιστροφή του στη χώρα, συλλαμβάνεται στο μεθοριακό σταθμό της Νίκης και με ταχύτατες διαδικασίες καταδικάζεται σε δυόμιση χρόνια φυλάκιση.
Τον Ιούλιο του 2013 το ποινικό δικαστήριο των Σκοπίων τον καταδικάζει σε τρία χρόνια φυλάκιση με την ψευδή κατηγορία παράνομης αγοραπωλησίας ακινήτου. Επρόκειτο για προειλημμένη πολιτική απόφαση, την οποία το δικαστήριο απλώς δημοσιοποίησε.
Ο Αρχιεπίσκοπος της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων Στέφανος, αντί να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος, την πυροδότησε επικίνδυνα. Με έγγραφό του στους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έφερε τον τίτλο «Μακεδονική» Ορθόδοξη Εκκλησία και ημερομηνία 25-7-2014, συνεχίζει τον πόλεμο φθοράς εναντίον του Αρχιεπισκόπου Ιωάννου, δίδοντας πληροφορίες για δήθεν εγκληματικές και παράνομες πράξεις του.
Στο κατάπτυστο και συκοφαντικό αυτό κείμενο απάντησε ο ίδιος ο Πατριάρχης της Σερβίας Ειρηναίος, ο οποίος με στοιχεία αναίρεσε τις άδικες κατηγορίες εναντίον του Αρχιεπισκόπου Ιωάννου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος επέστρεψαν ως απαράδεκτη την επιστολή του Στεφάνου, δηλώνοντας ότι δεν αποδέχονται επιστολή που φέρει τον τίτλο «Μακεδονική» Ορθόδοξη Εκκλησία.
Χάρη στη μεσολάβηση της Εκκλησίας της Ρωσίας ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης είναι σήμερα ελεύθερος.
Τελευταία η Εκκλησία της Βουλγαρίας εξέφρασε την επιθυμία να γίνει Μητέρα Εκκλησία για τη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων.
Ελπίζουμε να ανακαλέσει αυτή την απόφαση, γιατί είναι ενέργεια αντικανονική και αποτελεί εισπήδηση σε άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία.
Θεωρούμε ότι η επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος των Σκοπίων υπό τας παρούσας συνθήκας εμφανίζει μεγάλες δυσχέρειες λόγω του ασφυκτικού εναγκαλισμού αυτής της Εκκλησίας από το Κράτος, αλλά και της χρησιμοποιήσεώς της ως κρατικής υπηρεσίας για ξένους προς την πνευματική της αποστολή σκοπούς.
Για να υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη πρέπει να τηρηθούν οι εξής προϋποθέσεις:
1. Το επίσημο κράτος να αφήσει ελεύθερη την Εκκλησία να επιτελεί το πνευματικό της έργο
2. Η σχισματική Εκκλησία να αναγνωρίσει ως αντικανονικές τις ενέργειές της από το 1968 μέχρι σήμερα και να ζητήσει συγγνώμη από τη Μητέρα Εκκλησία της Σερβίας για όσα άτοπα μέχρι σήμερα έπραξε σε βάρος της
3. Να δεχθεί την ονομασία της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης περίπυστης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και όχι Μακεδονίας.
4. Να παύσουν οι διώξεις κατά του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Ιωάννου και να προσέλθουν αμφότερες οι πλευρές σε διάλογο για την εξεύρεση δίκαιης και εκκλησιολογικά ορθής λύσης.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατή η χορήγηση αρχικά αυτονομίας, κατά το προηγούμενο της Φινλανδίας, Εσθονίας και μέχρι πρότινος Τσεχίας και Σλοβακίας και αργότερα αυτοκεφαλίας, αφού διαθέτει στους κόλπους της 1.600.000 πιστούς.
Έτσι θα κλείσει μία χαίνουσα πληγή στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα έλθει η γαλήνη και η ηρεμία στην ταραγμένη αυτή περιοχή.
Πηγή:
http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/19690-suntomi-istoriki-theorisi-tou-ekklisiastikou-problimatos-ton-skopion

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.