Γέροντος Χρυσοστόμου του Σταυρονικητιανού – Σκέψεις επί τη εορτή της 25ης Μαρτίου 1821 (κείμενα και αρχείο ήχου, mp3).

Ακούστε τα επόμενα κείμενα, όπως τα απέδωσε για την ηχητική δανειστική βιβλιοθήκη του συλλόγου μας, ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσινάλης.

Γέροντος Χρυσοστόμου του Σταυρονικητιανού – Σκέψεις επί τη εορτή της 25ης Μαρτίου 1821.mp3

Ο διορατικός – σύγχρονος Γέρων Χρυσόστομος Σταυρονικητιανός

Ο Γέρων Χρυσόστομος ήταν ευθυτενής, μεγαλόπρεπος σαν τον Μελχισεδέκ. Οι κινήσεις του μετρημένες, αργές, η ομιλία του νηφάλια, άλατι ηρτυμένη, χειμαρρώδης. Τα ράσα του τετριμμένα, πεντακάθαρα, δύο είχε, ένα έπλενε ένα φόραγε. Υψηλός, η γενειάδα του κάτασπρη. Τα μάτια του καθάρια σε κοίταζαν και δεν σε κοίταζαν, έβλεπαν πίσω από εσένα ή ταπεινά κοίταζαν την γη στα δύσκολα συχνά, πολύ συχνά δακρυρροούντα. Τα χέρια του κάτασπρα, ένα δάκτυλο είχε μία σύγκαμψη –τραυματισμός παλαιός. Ολόκληρος βεβαίωνε την διδασκαλία του Χριστού.

Τον είδα πρώτη φορά το 1982. Ήμουν δευτεροετής φοιτητής της Ιατρικής. Τότε ο πατέρας μου ασθένησε βαρύτατα και εισήχθη στο «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο στο χειρουργικό τμήμα. Η ευσεβής μητέρα μου Μαρία αμέσως πρόστρεξε στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα. Είναι μια μικρή εκκλησία μονόδρομη, χτισμένη με πορόλιθο και τούβλα ερυθρά –πιθανά προς το μέσον της Τουρκοκρατίας– χαμηλή, ταπεινή. Η εικόνα του αγίου Ανδρέα πολυκαιριασμένη, μαυρισμένη από τα χρόνια, βρίσκεται στον τοίχο συνέχεια του τέμπλου που τότε ήταν ξύλινο. Αταίριαστη προσθήκη στον ναό. Το Ιερό στενό, η Πρόθεση μικρή. Είχε παράθυρο Βορεινό. Εκεί η νήψη των χειρών κλπ.

Η μητέρα, λοιπόν, πρώτη εγνώρισε τον Γέροντα και όταν επέστρεψε στου πατέρα την κλίνη, μας είπε για τον π. Χρυσόστομο. Πρόστρεξα και εγώ. Μέσα στο μισοσκόταδο της εκκλησίας διέκρινα την πατριαρχική φιγούρα του. Είχε μόλις τελειώσει την θεία Λειτουργία και ξεφορούσε την μοναδική κάτασπρη στολή που φορούσε και φόραγε έκτοτε για χρόνια. Απλή, άσπρη, χωρίς συρίτια και γιορντάνια.

Έλαμπε ολόκληρος. Αργά απεκδυόταν ένα-ένα τα άμφιά του. Αργότερα έλεγε, «με την σειρά που τα βάζεις με την ίδια να τα βγάζης». Το πρόσωπο ιλαρό. Η στάση του σώματος ιεροπρεπής, αυστηρή. Με φόβισε. Ο ίδιος φοβόταν το άγιο Βήμα. Ποτέ δεν μιλούσε στο ιερό Βήμα. Όλα με τα μάτια.

Πλησίασα, πήρα την ευχή του από το παραπόρτι το αριστερό. Περίμενε να αποτελειώση η θεία Ευχαριστία. Απόλυσε έξω με το επιτραχήλι του, επέστρεψε μετά το «Δι’ ευχών» στο άγιο Βήμα. Προσκύνησε με τρεις μετάνοιες χωρίς να βιάζεται και εξήλθε.

Τηρώντας τον άνθρωπο για πρώτη φορά, αντιλήφθηκα μέσα μου ότι ο Θεός μου είχε δώσει έναν θησαυρό μέσα στην Αθήνα. Έναν κρυμμένο θησαυρό.

Έκτοτε συνδεθήκαμε. Καθημερινά σχεδόν συναντιόμασταν, μιλούσαμε για όλα τα θέματα. Η ασθένεια του πατέρα μου είχε αποδειχθεί μία ευλογία. Από όλες τις συζητήσεις αυτές, θα αναφέρω μερικά που καταγράφηκαν στην καρδιά μου.

Κατήγετο από την Μεσσηνία. Ο πάππος του ήτο Ιερεύς και από μικρό παιδί τον εισήγαγε στον εκκλησιαστικό τρόπο της ζωής, στις ακολουθίες, τις νηστείες, τις μετάνοιες, το κομβοσχοίνι, το ευλαβικό θυμίαμα του σπιτιού δυό φορές την ημέρα. Η αυστηρότητα του παππού τού είχε χαράξει την καρδιά.

Η μητέρα του ευλαβής, ήτο κυοφορούσα και από κάποια απροσεξία απέβαλε. Ανέβηκε σε ένα σκαμνί και έπεσε. Η γυναίκα κλαίουσα εξομολογήθηκε το γεγονός στον πενθερό της τον παπά, ο οποίος της μίλησε με πολλή αυστηρότητα, και της απαγόρεψε να κοινωνήση μέχρι που να πεθάνη. Τα έκπληκτα μάτια του μικρού τύπωσαν την εικόνα. Δεν ξαναείδε έκτοτε την μάννα να πλησιάζη στο άγιον Ποτήριον. Όταν το περιέγραφε, δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τους οφθαλμούς του. Όταν ο παππούς εκοιμήθη, δεν «ήρε το επιτίμιον της ακοινωνησίας». Όλοι κοινωνούσαν, αυτή ποτέ. Ούτε το Άγιον Πάσχα. Ο μικρός λυπόταν βαθειά. Και ξαφνικά η μητέρα αρρώστησε βαρειά και επλησίαζε να πεθάνη. Τον κάλεσε και του είπε: «Παιδί μου, εγώ πεθαίνω, θέλω να κοινωνήσω, φέρε μου έναν παπά». Το παιδί γυμνοπόδαρο, κλαίγοντας, πήγε δύο ώρες δρόμο σε ένα χωριό, βρήκε τον παπά τον παρακάλεσε. Πρόστρεξε ο λευΐτης, καβαλίκεψε τον γάϊδαρο, μπροστά ο γυμνόπους, πίσω το ζώο –ο βαστάζος– έφθασαν, εξομολογήθηκε η μάννα, κοινώνησε, σχημάτισε τον εαυτό της, εξέπνευσε, εκοιμήθη.

Ο παπάς διάβασε το πρώτο τρισάγιο και ο μικρός έζησε την χαρμολύπη του. Έρρεαν οι οφθαλμοί δάκρυα, αλλά η καρδούλα του είχε την «πείρα της αναστάσεως». Πάντοτε από τότε είχε μια συμπάθεια, ένα έλεος προς τις πάσχουσες γυναίκες και έλεγε την φράση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «Άνδρες οι νομοθετούντες και κατά γυναικών η νομοθεσία». Και πράγματι αυτές τον πόνεσαν, τον διακόνησαν, τον γηροκόμησαν και έκλεψαν την «ευλογία του».

Το περιστατικό αυτό επέδρασε βαθειά μέσα του. Η καρδιά του είχε ματώσει, σε όλο του τον βίο προσπάθησε να νικήση την γονιδιακή καταβολή της αυστηρότητας. Όταν καθάριζε την αγία Τράπεζα, συνεχώς μονολογούσε, «Έλεον θέλω και ου θυσίαν».

Ο γέρων Χρυσόστομος εκ καταγωγής συγγενείας αλλά και πιθανά εκ προσωπικής πείρας, είναι μάρτυρας αυτής της σφαγής του Μελιγαλά κατά τον Σεπτέμβριο του 1944. Ποτέ δεν ανέφερε το όνομα των σφαγέων. Πάντοτε ένδακρυς, με φωνή χαμηλή, ταπεινή, με διακοπές λόγω συγκινήσεως, περιέγραφε τα γεγονότα. Πώς τους μάζεψαν όλους, στο Μπεζεστένι του Μελιγαλά. Πώς άφησαν τα μικρά παιδιά και τις γυναίκες. Πώς γενειοφόροι καπετάνιοι διάλεγαν, έβγαζαν και σκότωναν. Και πώς, από Παρασκευή μέχρι την Τετάρτη την άλλη, έπαιρναν ανθρώπους με τα εσώρρουχα, δεμένους με σύρμα στα ποδάρια και τους πήγαιναν στο μεγάλο πηγάδι (πηγάδα), που είχε ανοίξει ένας Δήμαρχος για να βρη νερό. Εκεί τους έσφαζαν με οτιδήποτε, όχι με τουφέκια. Εκατό-εκατό τους πήγαιναν. Οι τελευταίοι έβλεπαν πώς πέθαιναν οι πρώτοι και ύστερα πεθαμένους, ζωντανούς, ακρωτηριασμένους, τους έρριχναν στο πηγάδι. Όσοι έβλεπαν και περίμεναν την σειρά τους τραγουδούσαν, «Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκειά ζωή…». Αβάστακτα πράγματα, δαιμονικά… Έρρεαν δάκρυα ποταμηδόν
και ανέφερε ονόματα και οικογένειες και γνωστούς του και σταυροκοπιόταν όρθιος, και για τους αίτιους ιλαρά φερόταν, όχι λόγω της αποστάσεως από τα γεγονότα, αλλά λόγω της ενχρίστωσής του.

Ο Γέροντας πήγε στο Άγιον Όρος περίπου το 1946. Ήρθε στου Σταυρονικήτα, το μικρό Μοναστηράκι όπου ήταν καλόγερος ο αδελφός της μάννας του. Έλεγε ότι «άλεθαν κάστανα για να κάνουν ένα ψωμί ή χυλό». Η πτωχεία στο Μοναστήρι δεν επηρέαζε τις ακολουθίες, το τυπικό, μήτε και το άναμμα των κανδηλιών…

Είχε σταλεί στις Καρυές σαν δόκιμος μαζί με πατέρες για κάποια εργασία. Και τότε είδε μπροστά του τους αντάρτες, άνδρες και γυναίκες στα καλντερίμια. Μάλιστα, περιέγραφε και τον χορό που έκαναν οι αντάρτισσες σε ένα αλώνι των Καρεών. Η πρώτη κρατούσε ένα καλάμι και πάνω για φλάμπουρο είχε ένα εσώρουχο γυναικείο. Και οι υπόλοιπες πιασμένες χόρευαν και φώναζαν, «Μαρία, σ’ αυτόν τον τόπο εμείς είμαστε κυρίες». Αυτό το διηγόταν με τρόμο και άπειρη καλωσύνη για τις ψυχούλες αυτές. Έλεγε, «οι καημένες, οι πτωχές, τόσα ήξεραν, τόσα έκαναν! ας τις ελεήση η Θεοτόκος». Τις μνημόνευε στην Προσκομιδή και είχε μάθει ότι οι περισσότερες πέθαναν στο Άγιον Όρος, καθώς έφευγαν από χαράδρες, όταν τους κυνηγούσε ο στρατός.

Μαρτυρία π. Ευαγγέλου Παπανικολάου, ιατρού (α’ μέρος).

Από το βιβλίο: Θεοδοσίου ιερέως, «Ο Γέρων Χρυσόστομος ο Σταυρονικητιανός». Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2017, σελ. 165

Σκέψεις του πατρός Χρυσοστόμου επί τη εορτή της 25ης Μαρτίου 1821.

Αισθήματα ιεράς συγκινήσεως, ρίγη αλληλοδιάδοχα και έξαρσις κατακλύζουν σήμερα τον απανταχού γης ευρισκόμενον Έλληνα.
Σταθμοί και αφετηρία της πνευματικής του δυνάμεως του ψυχικού του μεγαλείου και του μεγάλου και λαμπροτέρου πολιτισμού του.
Είναι η 25η Μαρτίου.
Δύο μεγάλα και υπερφυή θαύματα εορτάζει ο Έλλην κάθε χρόνο την ευλογημένην αυτήν ημέραν. Το θαύμα της φανερώσεως του απ’ αιώνος μυστηρίου, της προαιωνίου Βουλής του Δημιουργού περί του οποίου η Αγία του Εκκλησία αρκετά ομιλούσα σου πληροφορεί και το θαύμα της Αναστάσεως του Γένους.
Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον…
Όλοι οι λαοί έχουν την Εθνικήν επέτειον και εορτάζουν κατ’ αυτήν την ανεξαρτησίαν των, η 25η Μαρτίου 1821 όμως δια τον Έλληνα δεν είναι απλώς ανάμνησις ανεξαρτησίας, είναι σωστή κοσμογονία και γι’ αυτό παίρνει χαρακτήρα παγκόσμιον.
Ένας τεράστιος πολιτισμός, με την σοφίαν και την τέχνην του και ιστορίαν από τα βάθη των αιώνων κατεπλακώθη δια μιας υπό την χειροτέραν τυραννίαν και την πιο απάνθρωπη βαρβαρότητα.
Ένας νομάδας χωρίς κανένα διακριτικόν στοιχείον ανθρώπου, με ένστικτον την ληστείαν και σφαγήν και μόνον σκοπόν την καταστροφήν και ερήμωσιν άπλωσε την μισητήν σκιά του επί του ωραίου Ελληνικού φωτός.
Το φοβερό σκοτάδι εδημιούργησε τον φόβο και ο φόβος ενέκρωσε την ζωή. Την ανάπτυξη κατέλαβε η αμφιβολία και η δραστηριότης περιορίσθη στην αυτοσυντήρησιν.
Ο πάντοτε δια την ελευθερίαν αγωνιζόμενος από τους πανάρχαιους χρόνους Έλλην, αφού άλλωστε η ελευθερία είναι και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, εκλήθη να δουλεύη αυθέντην σιχαμερόν και απάνθρωπον. Ο πνευματικός ανώτερος με καταγωγή άνθρωπος να είναι δούλος πρόθυμος σε άπονον τύραννον, ο εργάτης της αρετής και του πνεύματος να είναι σκλάβος χαρούμενος σε αιμοβόρον κύριον, να είναι ραγιάς ευχαριστημένος και να προσκυνά άπιστον δεσπότην ακόλαστον και ακάθαρτον.
Όσον υποδειγματικά εξυψώθη εις το πρόσωπον του Έλληνος ο άνθρωπος, άλλο τόσον εξευτελίστηκε και εκμηδενίστηκε επί τέσσαρας περίπου ολοκλήρους αιώνας.
Στην καθημερινή καταστροφή των μνημείων του, στα συντελούμενα ερείπια της τέχνης του, στις φλόγες, στις οιμωγές των σφαζομένων και αρπαζομένων παιδιών του, στις βεβηλώσεις των ιερών του και τέλος τον εξανδραποδισμόν αυτού του ιδίου διαμόρφωνε και προετοίμαζε εαυτόν δια την ημέραν και ώραν του λυτρωμού του.
Αλυσοδεμένος, αιχμάλωτος και ξεχασμένος από τον αναπτυχθέντα εν τω μεταξύ ευρωπαϊκόν κόσμον με μόνην παρηγοριάν την πνευματικήν του δύναμιν, την ιστορίαν του και με συμπαραστάτην την ζωντανήν θρησκείαν του, έστρεφε με ελπίδα το δακρύβρεχτο βλέμμα εις την Αγίαν του Εκκλησίαν, η οποία τον ενέπνεε προβαδίζουσα εις τον φρικτόν Γολγοθάν του μαρτυρίου.
Κι εκείνη καθημαγμένη από το άγιο αίμα που οι ασκητικές της μορφές προσφέρανε, εμπνεομένη από την πίστιν εις τον μέγαν Αρχηγόν της και φέρουσα με θάρρος το βαρύ σταυρό στους ώμους της, είχε την δύναμη να τονώνη με έργα ανάλογα την εξαντλημένη του ψυχή.
Πρόσφερε την στοργική αγκαλιά της με μητρική στοργή και αγάπη. Το συσσίτιο, το σχολειό, το κρυσφύγετο. Τον δάσκαλο, τον πνευματικό πατέρα, τον Εθνάρχη – Αρχηγό.
Μέσα απ’ αυτή την στάχτη, όπως ο φοίνιξ αναγεννάται εκ της τέφρας του, έτσι εξεπήδησαν οι πρώτοι διδάσκαλοι του γένους και στα διάφορα Ελληνικά κέντρα ιδρύθηκαν αξιόλογα πνευματικά εκπαιδευτήρια.
Εις την Βασιλεύουσαν, ιδρύθη η περιώνυμος μεγάλη του γένους Σχολή από τον εκ Καστορίας Μανωλάκην το 1661.
Εις την Ενετίαν, ελειτούργει γυμνάσιον προ του 1537, όπου εδίδαξε ο Φραγκίσκος Πόρτος, ο αναφερόμενος ως αρχιδιδάσκαλος των Ελλήνων.
Εις τα Ιωάννινα το 1676, από τον Ιωαννίτην Μάνον Γιόμναν, εδίδαξε δε πρώτος εν Αυτή ο Βησσαρίων Μακρής.
Εις το Άγιον Όρος το 1753, ο Πατριάρχης Κύριλλος ο ΣΤ’, ίδρυσε την Αθωνιάδα Σχολήν, όπου εδίδαξε και ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης.
Εις την Σμύρνην ο Σαρής Παντελής, ίδρυσεν την περίφημον Ευαγγελικήν Σχολήν, το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνος.
Εις τα Κυδωνίας κατά το τέλος του 18ου αιώνος, ίδρυσεν ο Βενιαμίν ο Λέσβιος εντελώς συγχρονισμένην σχολήν και την μόνην εν Ανατολή όπου εδιδάσκετο η φιλολογία και φιλοσοφία κατά τας ευρωπαϊκάς μεθόδους.
Εις τας Αθήνας ίδρυσεν εξ ιδίων ο ιερομόναχος Γρηγόριος Σωτήρης, εις τας αρχάς του 18ου αιώνος, όπου εδίδασκε και ο ίδιος δωρεάν.
Περί δε το 1750, ίδρυσεν ανωτάτην (σχολήν) ο Ιωάννης Ντέκας.
Εις το Ιάσιον, είχεν αρχίσει να υπάρχη Ελληνική πνευματιή ζωή, πριν ακόμη αρχίση η ηγεμονία των Φαναριωτών.
Ελειτούργει εκεί από του 1680, Ελληνικόν τυπογραφείον, ιδρυθέν υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου, θερμού κήρυκος, των Ελληνικών γραμμάτων˙ Ο ίδιος επί ηγεμονίας του Κων/νου Βασαράβα, ίδρυσε και άλλο εις Βουκουρέστιον, εκδώσας δι’ αυτού διάφορα Εκκλησιαστικά συγγράμματα.
Εις το Ιάσιον, υπήρχον από του 17ου αιώνος Έλληνες διδάσκαλοι και πρώτος ο Παΐσιος Λαζαρίδης.
Εις το Ιάσιον, ίδρυσαν οι Φαναριώται ηγεμόνες την Αυθεντικήν Σχολήν, καλούνται δε και διδάσκουν εκεί οι ονομαστοί Διδάσκαλοι: Ο Ιωάννης εξ Αγράφων, όστις συνέταξε και μέγα Ελληνικόν Λεξικόν (που δεν εξεδόθη), ο Νικόλαος Ζαργούλης (μαθητής του Μπαλάνου των Ιωαννίνων) και ο διάσημος Κερκυραίος σοφός Νικηφόρος Θεοτόκης (1799- 1809).
Εις το Ιάσιον τη ιδίαν εποχήν, είχεν ιδρυθεί η Εταιρεία Ελληνικού Λυκείου, με πρωτοβουλίαν και εισφοράς της οποίας ο εις Βιάννην ευρισκόμενος ελλόγιμος κληρικός Άνθιμος Γαζής εξέδιδε τον Λόγιον Ερμήν. Σ’ αυτά τα εκπαιδευτήρια εξεκολάφθησαν οι μεγάλες μορφές, που θα εγένοντο οι πρωτοπόροι του αγώνα για την επιβίωση.
Τα ελάχιστα αυτά εφόδια μέσα στις μύριες στερήσεις και κάτω από το βάρος μιας απέραντης κυριαρχίας του Έλληνα έφτασαν στις παραμονές της μεγάλης ημέρας.
Αν και πρόσφατες οι θλιβερές αναμνήσεις από τα δεινά που έφερεν η απόπειρα του 1769-1770 ως κίνημα Ορλώφ, αν και η ευρωπαϊκή διπλωματία ήταν εχθρικώς εκδηλουμένη προς τον μέγαν δεσμώτην από τον σατανικόν καγκελάριον της Αυστρίας Μέττερνιχ δεν εδίστασε (ο Ελληνικός λαός το άλμα του θανάτου).
Η απόφασις της ειδικής συνεδριάσεως των αντιπροσώπων Εμμ. Ξάνθου, Γρηγορίου Παπαφλέσα, Περαιβού, Θέμελη Διονυσίου, Ευμορφοπούλου Πέτρου, Μαρτίεζη Νικολάου, Γρυπάρη Ήβου, Ρήγα κ.α. εις τον Ισμαήλιον τον Οκτώβριον του 1820 προέκρινε το Ιάσιον αντί της Πελοποννήσου για την κήρυξιν της επαναστάσεως.
Εις το Ιάσιον εκεί, ο ωραίος ευπατρίδης Αλέξανδρος Υψηλάντης ως Γενικός Αρχηγός του Αγώνος, εισήλθεν διαπεράσας τον Προύθον την 22αν Φεβρουαρίου 1821 και την επομένην 23ην εκήρυξε την Ελληνικήν επανάστασιν.
Εκεί εις το σάλπισμα του Αρχηγού, κατέφθασαν αθρόοι από την Μολδαβίαν, Βλαχίαν και Τρανσυλβανίαν, (από) τα παράλια της Βουλγαρίας και την Οδησσόν, οι όντως ευπάτριδες νέοι και εσχημάτισαν τον ιερόν λόχον προ πάντων σπουδασταί.
Έγινε εκεί την 26ην ιδίου μηνός εις τον Ι. Ναόν των Τριών Ιεραρχών υπό του Σεβασμιωτάτου Ιασίου Βενιαμίν ο καθαγιασμός και η έπαρσις της σημαίας.
Την ευγενεστάτην και ανθρωπίνην αυτήν προσπάθειαν επλήρωσε αμέσως το έθνος με το επακολουθήσαν λουτρόν αίματος και πρώτος όπως πάντα η κεφαλή της Εκκλησίας, ο σεπτός Ιεράρχης Γρηγόριος Ε’.
Η αγχόνη όμως, οι σφαγές, οι σούβλες και τα παρόμοια δεν ελύγισαν την θέληση του ταπεινωθέντος Έλληνος ν’ αποτινάξη την σκλαβιά και να εξαγοράση την Ελευθερία.
Και εδικαιώθη. Το θαύμα έγινε. Ο Βάρβαρος Ασιάτης, που λίγο πριν έτρεμε η Ανατολή και ανεγνώριζε η Δύση, έλαβε το μάθημα. Η δύναμις της βίας υποχωρεί στην δύναμιν του πνεύματος.
Οι λαοί ξαναπαίρνουν από την ξεχασμένη ως τότε Ελλάδα το φως, το φως της Ελευθερίας χωρίς το οποίο μαραίνεται το μυροβόλο άνθος του πολιτισμού.
Οι Έλληνες σ’ αυτής της διπλής εορτής την σωτηρίαν αναβαπτιζόμενοι κάθε χρόνο ψάλλομεν Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον.
Ζήτω η Ελλάς.

Ο ξεσηκωμός ήτο γενικός χωρίς εξαίρεση σαν μία ψυχή και σώμα.
Αλλά, αν η πόλις του Ιασίου ύψωσε πρώτη την φωνήν, τα άλλα μέρη της αιωνίας Ελλάδος ουδόλως υστέρησαν. Η αγέρωχη Πελοπόννησος, η γενναία Στερεά, το Πήλιον, τα ήρεμα νησιά του Αιγαίου έχουν τον θρύλο και την δόξα του το καθένα.
Ο ξεσηκωμός ήταν γενικός. Το Γένος σύσσωμο σαν μία ψυχή και σώμα συστρέφεται και συνταράσσεται από τα παράλια του Ευξείνου έως τα Επτάνησα. Από το ιστορικό Δραγατσάνι ως το Ταίναρο και από την αθάνατη Αιολική γη ως την Κύπρο. Το κάθε Ελληνικό χώμα έχει στο προσκλητήριο τον κατάλογο των ηρώων του.
Τα κακουργήματα αυτά του γιγάντωσαν το φρόνημα, το θέριεψαν κι απάντησε σ’ αυτά με τα ωραία του κατορθώματα. Την Καλαμάτα, τα Καλάβρυτα, την Τριπολιτσά, τα Δερβενάκια, το Μεσολόγγι, την Αλαμάνα, την Γραβιά, το Σκουλένι, το Δραγατσάνι, την Μονήν Σέκου, τα Ψαρά.
Μπροστά στις διοργανωμένες ατελείωτες στρατιές με τα σύγχρονα μέσα εστάθη μόνον με την πίστιν εις τον Δίκαιον Θεόν και την ελπίδα ότι η νίκη είναι μαζί του.
Το τιμημένο αυτό και ένδοξο παρελθόν γεννάει τα ωραία όνειρα και τρέφει τις γλυκιές ελπίδες σ’ αδέρφια μας που ζουν στη Βόρειο Ήπειρο και στην Κύπρο, πως δεν θ’ αργήση να ‘ρθη η ώρα που προσμένουν.
Σιγά –σιγά η σταυρωμένη Ελλάς που όλοι επίστευαν πως ήταν νεκρή ανέζησε, το φωτεινό της πρόσωπο εστόλισε και πάλι το σκούρο φόντο της Ευρώπης και η φωνή της απαλή και υπερκόσμια διδάσκει παντού, ότι η Ελευθερία είναι Δικαιοσύνη και η Δικαιοσύνη είναι Ελευθερία.

Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Χρυσόστομος ο Σταυρονικητιανός».
Του Θεοδοσίου ιερέως.
Σειρά βιβλίων: «Ορθόδοξο βίωμα 8».

Έκδοση του: ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ και ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ».

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Αρχεία ήχου και εικόνος (video), Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.