Και το όνομα Ελλάδα – Γιώργου Ανανιάδη.

Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος•
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως , κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.

Απαρχής του καιρού, νόμισμά σου το αίμα σου.
Και μ’ αυτό εξαγόραζες, όργος όργος,
κάθε τόσο το χώμα που ήταν δικό σου.
Αλλά εκεί που όλα έδειχναν ότι έγινες έρημος
«με ολίγο χορτάρι» ακουγόντουσαν ψίθυροι… Ακλουθούσαν τα κλεφτοφάναρα•
κ’ οι Ακαδημίες του Πλάτωνα λειτουργούσαν κανονικά.
Κι οι τύραννοι έσερναν στο κριτήριο τα παιδιά σου.
Τους παζάρευαν την ψυχή, αλλά δεν την πουλούσανε…
Και σηκώνανε τα μαστίγιά τους, τι βλέπαν πως ήταν το πνεύμα τους απαράδοτο.
Ωστόσο το μέγα φως δεν ξεχτίζονταν.
Ο καθένας τους είχε κι από ένα μικρό Μεσολόγγι στο στήθος του.

Και θα ‘λεγε μάλιστα κανένας πως φτιάχτηκαν και τα βουνά σου εξεπίτηδες έτσι απόκρημνα κ’ υψηλά, να τ’ ανεβαίνουν οι Έλληνες και ν’ αποθέτουνε στις κορφές την κιβωτό με το Έθνος.

Νικηφόρους Βρεττάκος, «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη».

Το διακύβευμα των ημερών περί της παραχώρησης του ονόματος «Μακεδονία» -απότοκο εκχωρήσεων και αδιαφοριών από τις πολιτικές ηγεσίες και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις- το οποίο έρχεται άκαιρα, με την εγγενή απροθυμία ενότητας και την απουσία επαρκούς αντίληψης περί ιστορίας, να οδηγηθεί ενδεχομένως σε κάποια (μη αποδεκτή;) λύση, είναι ένα κύριας σημασίας θέμα ταυτότητας και όχι ένα πολιτικό παιχνίδι το οποίο μια τυχαιότητα συνθηκών θα το κρίνει, όπως λέει ο Αισχύλος «Έργον γαρ εν κύβοις Άρης κρινεί» (Επτά επί Θήβας, στ. 414). Επειδή λοιπόν χρήζει ιδιαίτερης και προσεκτικής προσέγγισης, μια κύρια πτυχή στην οποία πρέπει να σταθεί κανείς (με την ευθύνη που διαγράφεται απέναντι στα ερωτήματα για τον «τρόπο» με τον οποίο η ζωή των ανθρώπων πορεύεται σε έναν τόπο) είναι προτεραιότητα και ορθότητα της ανάγνωσης, της μελέτης, της αντίληψης και προσέγγισης αυτής της ιστορίας που πάντοτε πρέπει να οδηγεί ασφαλώς τους ανθρώπους στην ταυτότητά τους, δηλαδή προς το μέλλον τους. Η προτεραιότητα βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην ιστορία, ώστε να κατανοήσει κανείς για να επαληθεύσει την ορθότητα, το δίκαιο, την αξία μιας θέσης η οποία θα αποτελέσει ικανό συμπέρασμα και τελικά θα οδηγεί στην αλήθεια.
Αν η μνημειακή ιστορία των μεγάλων επιτευγμάτων του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, του λόγου, της τέχνης, της επιστήμης, που εξελίσσουν την ευζωία των σύγχρονων ανθρώπων, δείχνοντας το εύρος της πνευματικής και διανοητικής ικανότητας αλλά και το μεγαλείο της ευχέρειας του ανθρώπου να «υψώνεται» και να προχωρά προς το μέλλον, αυτά τα «μνημεία» (μνήμα: από το ρήμα μανθάνω) γίνονται πεδίο που διδάσκει τι μπορούν να πετύχουν και πώς μπορούν να δημιουργήσουν οι άνθρωποι από το παρελθόν για το μέλλον τους. Αυτή την ιστορικότητα καλείται να αναγνώσει κριτικά όποιος επιθυμεί να γνωρίσει την πραγματικότητα που ζει. Σημείο αναφοράς για την πολυπόθητη και εργώδη κριτική ανάγνωση της ιστορίας είναι μια ειλικρινής, εντατική ενέργεια υπερβατικής φύσεως για τον νοήμονα άνθρωπο. Προσπάθεια που απαιτεί, ακριβώς για να υπάρξει ορθή και δίκαιη προσέγγιση ενός συμπεράσματος, πρώτον τη γνώση ότι ενίοτε η προτεραιότητα του μείζονος έναντι του ελάσσονος είναι κύριας σημασίας, δεύτερον ότι η ελάχιστη ανθυπολεπτομέρεια είναι ικανή να επαναπροσδιορίσει μια πολυδιάστατη λύση και τρίτον ότι για όλα αυτά χρειάζεται χρόνος ωρίμανσης και ενδεχομένως ακόμη και συντήρηση μιας διαδικασίας έναντι της κακής διεκπεραίωσης ή ακόμη και μια κατάσταση «μη λύσης». Η αφαιρετικής ποιότητος διαδικασία του αυτοελέγχου του υποκειμενισμού είναι η βασική υπέρβαση –κατά το μέτρο του δυνατού για τον κάθε άνθρωπο-, μιας μονοσήμαντης εκτίμησης υπό το πρίσμα ενός ιδεολογικού ή ιδεοληπτικού βλέμματος, συνειδητοποιώντας την επάρκεια και ανεπάρκειά του. Ελέγχοντας δηλαδή ισορροπίες ώστε να βρει τις ιδεολογικές ακαμψίες, τους ψυχολογισμούς, τις εμμονικές αρνήσεις του κ.λπ.,με σκοπό το κοινό καλό, ένα διυποκειμενικό πέρασμα στη ζωντανή ιστορία εντός των ανθρώπων.
Η δυνατότητα του συναποφασίζειν παραμένει εναργής όταν προέχει στη διαδικασία ή αυτοϋπερβατική προσπάθεια να διαλεχθεί καθένας από το τέλος προς την αρχή, ώστε αυτό το τέλος, που θα είναι η σοφότερη-ορθότερη, άρα και η πλησιέστερη στην αλήθεια, κρίση, να αρχίσει να παίρνει μορφή μέσα από το διάλογο που την τροφοδοτεί. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία δεν είναι αρίφνητο πλήθος σημειώσεων και δοκιμίων, ούτε αποφάσεις με γνώμονα κάποια ιδεολογική προτεραιότητα που θα αναγνωσθούν στο «εκάστοτε μέλλον». Είναι ζωντανό παρόν στους ζώντες, και με τους ζώντες, αλλά και ζωντανό παρόν με τους τεθνεώτες, τρόπος ζωής και λόγος, που σημαίνει: διάλογος του παρόντος με το παρελθόν, ο οποίος παιδαγωγεί, αλλά και με το μέλλον, ο οποίος προνοεί. Επίσης, διάλογος του μέλλοντος με το παρόν με την προοπτική του χρέους και της ευθύνης. Σημαίνει συνδημιουργία, διάλογος προς την αλήθεια και ενώπιον της αλήθειας. Ιστορία σημαίνει άτμητο νόημα το οποίο γίνεται θεμέλιο αναφοράς για την οικοδόμηση συνειδήσεως που αναζητούν την αλήθεια των πραγμάτων. Για να φτάσει κανείς στο νόημα προϋποτίθεται η προσωπική ακεραιότητα και η ανεμπόδιστη ειλικρίνεια στην αναζήτηση της αλήθειας. Ο διάλογος εντός της ιστορίας δεν καταλήγει σε πρακτικά συμπεράσματα προγραμματικού σχεδιασμού (όταν θα επαναληφθεί, που επαναλαμβάνεται διαρκώς, η ιστορία). Προσφέρει τη συνειδητοποίηση αφενός ότι πίσω από τα πρακτικά συμπεράσματα υπάρχουν οι λόγοι και οι αιτίες που αποτελούν μια συστημική δομή, αφετέρου, και κυρίως, η ιστορία είναι εντός του ανθρώπου ο οποίος παρά τις κοινές και όμοιες συμπεριφορές όταν αναζητά την αλήθεια μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.
Σημαντική, αναπόφευκτη και υποχρεωτική είναι η επισήμανση, μελέτη και ερμηνεία των αρνητικών όρων και παραγόντων που δρουν στην ιστορία. Οφείλει ο αναγνώστης της να ερμηνεύει, αφού «αναγνώσει» με επιμέλεια σε βάθος και πλάτος τις σχέσεις που οδήγησαν σε αποτυχίες ή διαστρεβλώσεις, χωρίς ποτέ να αγνοεί –αλλά μάλλον να στέκεται περισσότερο- στις αιτίες και τις αφορμές που ανέκοψαν ή ακύρωσαν τη δημιουργική προοπτική μιας ιστορικής πρότασης ή μιας ιστορικής απόφασης. Σε αυτά τα στοιχεία που διέκοψαν τη συνέχεια, στα στοιχεία που διέρρηξαν την ενότητα, τα στοιχεία που αφυδάτωσαν και εξασθένησαν ή κατέστρεψαν τους ζωοποιούς παράγοντες και τις δυνάμεις που συγκροτούν τη δομή ενός επιτεύγματος ή μιας εξελικτικής διαδικασίας. Τελικώς ό,τι αποσυναρμολόγησε ένα σύνολο ώστε να λειτουργεί ως μεμονωμένο ημιλειτουργόν υποσύστημα. Αυτή η ανάγνωση και μελέτη όχι μόνο της φωτεινής αλλά της σκιερής πλευράς της ιστορίας, τελικώς είναι η πλέον χρήσιμη για να μπορεί σήμερα κάποιος να εκτιμήσει κριτικά τα μέρη των ιστορικών στιγμών και το όλο της ιστορικής συνέχειας. Όποιος επιχειρεί να μάθει με αυτόν τον τρόπο την ιστορία και να κρίνει, άρα ορθώς να συμπεράνει, τότε και μόνον τότε –χρησιμοποιώντας τα συμπεράσματα ως βάση- αποκτά και διαθέτει την ικανότητα για την κριτική επανεκτίμηση του παρόντος. Είναι ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει συνείδηση για τον εαυτό του. Διότι η ιστορία είναι αυτό το νόημα εντός του οποίου ζει ο άνθρωπος στον παρόντα χρόνο με το νόημα της ζωής των ανθρώπων του παρελθόντος αλλά και την ευθύνη των ανθρώπων του μέλλοντος. Η ιστορία είναι ο λόγος και η γλώσσα, η ζωή της σχέσης με το Θεό, ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεσαι με τον άλλο. Ιστορία είναι ο τρόπος να αισθάνεσαι, να στοχάζεσαι, να κρίνεις και να συμπεριφέρεσαι. Αυτοί είναι οι όροι με τους οποίους ο άνθρωπος εξετάζει το παρελθόν και εφοδιάζει με την αίσθηση της ευγνωμοσύνης το μέλλον για όλα τα καλά και αγαθά που επιτεύχθηκαν. Είναι οι όροι με τους οποίους επαληθεύει την αλήθεια της σχέσης του με τον έτερο άνθρωπο, με την κοινότητά του, με τον κόσμο. Είναι οι όροι που θεμελιώνουν στη συνείδηση και τον νου του την επίγνωση για την κληρονομιά που ενυπάρχει και αντανακλάται στον καθημερινό βίο, είτε το επιθυμεί είτε θέλει να το αρνείται. Τελικά είναι η «κιβωτός», οι όροι που φανερώνουν το νόημα της ζωής. Και ακριβώς επειδή ο άνθρωπος είναι έγχρονος είναι και μνήμων. Η ενστάλλαξη αυτής της μνήμης, ενός είδους συμπυκνωμένου νοήματος, δεν αφορά μόνο το νου αλλά και την ψυχή και την καρδιά και την συνείδηση και το σώμα του ανθρώπου στο παρόν και το μέλλον. Αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται και χώμα αλλά και όρια, δηλαδή πατρίδα. Σε αυτόν τον τόπο που ονομάζεται πατρίδα «η μνήμη βαθαίνει την ύπαρξή του στο παρελθόν, κρυσταλλώνει την καταγωγή του και την υψώνει πάνω από τη δύναμη του χρόνου ως γλώσσα και ως θρησκεία. Ο στέρεος και γόνιμος βίος αναπτύσσεται και δίνει καρπούς, όσο ο καθένας τηρεί την ιερή ισορροπία που τον κρατά ορθό και φωτισμένο μέσα στη ζωή του κόσμου, που είναι της ιστορίας η ζωή η αιτιολογημένη. Όσο θυμάται και αναπολεί, αισθάνεται και αγαπά, στοχάζεται και κρίνοντας, αιτιολογώντας, επιλέγει» (Κ. Τσιρόπουλος, Ανάμεσα σε δύο αιώνες).
Επιλέγει τι θα πράξει στη ζωή του, πώς θα ονομάσει τον τόπο του, πως θα προφυλάξει αυτό το νόημα της ύπαρξής του από την επιβούλευση της δύναμης ή της πονηρίας του άλλου. Η πολύτροπη αυτή λειτουργία που στερεώνει και φωτίζει τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο, τελείται σε αρμονία με το παρελθόν του, με τη γλώσσα, τη θρησκεία, τη μνήμη, την πατρίδα. Τότε μόνον, αυτός ο τρόπος της ζωής, ο χώρος και ο χρόνος παραμένουν ένα παρόν ζωτικό, έγκυρο, ευεργετικό, εξισορροπητικό, που ανοίγεται και ανοίγει στο μέλλον την ύπαρξή του. Αλλιώς αφήνεται από μόνος του στην τύχη της Φραγκογιαννούς, όπως λέγεται στη «Φόνισσα», «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Τεύχος 301, Μάρτιος 2018

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.