Πασχαλινό παραμίλημα με μια καλή συντροφιά – Τάσου Λιγνάδη.

ΔΙΑΒΑΖΩ: ΤΗΝ ΛΑΜΠΡΗ δεν ήθελα να πάγω εις την εκκλησίαν, δια να μην μου γένει τίποτας και να μην αφήσω και το σπίτι μόνον. Τότε μου λέει η χάρη Της: Μην πηγαίνεις, σαν δεν θέλεις. Το μεσημέρι έρχεται η γυναίκα περνώντας και μου λέγει ότι ήρθε ο αφέντης και ο Χριστός και όλοι οι άγιοι και θα κάμει εδώ εις την καθέντρα του την Ανάσταση.

Μου ήρθε έτσι κι άνοιξα το βιβλίο με τα Οράματα και Θάματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. ΄Εχω μείνει μόνος μεγαλοβδομαδιάτικα έως την Ανάσταση, στην δική μου καθέντρα, που είναι στενή και μόλις με χωράει. ΄Εχει αδειάσει η Αθήνα. Δεν ακούεται θόρυβος κανείς. Ούτε ήχος μηχανής ούτε λήρος ανθρώπων. Η τύρβη έχει μετακομίσει. ΄Εχει πάρει τα βουνά και τα πέλαγα και η πόλη μου βρήκε το γλυκύ της έαρ μέσα στην σιωπή. Σωπαίνει και αρχοντεύει.

Σηκώνω τα μάτια πέρ’ από τον φυλακισμένο στο τσιμέντο κήπο, πίσω από τα χρόνια μου που νυχτώθηκαν στον δρόμο. Τόσα δικά μου οράματα και θάματα, πως χώρεσαν μέσα σ’ αυτό το σεντούκι του σαρκίου μου, σ’ αυτή την κρύπτη χωρίς πάτο, που την λένε ψυχή! Σκιές, χρώματα, πρόσωπα, φωνές, φαντάσματα, πεθαμένα και ζωντανά, που ανασταίνονται, λες και το έχουν έθιμο κάθε Λαμπρή να ανάβουν τα φώτα της αποθήκης μου.

Γιορτάζω μόνος μου το Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός στην μοναδική γιορτή που διαθέτει η καθέντρα μου: Προχωρώ στο βιβλίο: Τι ήταν αυτείνη η νύχτα, τι πράματα ήταν εκείνα, τι ήταν εκείνη η πιτάφιο, δεν μπορούσες να την τηράξεις από το στράψιμον και ο θρόνος του αφεντός, εκείνον δεν μπορούσε να τον κοιτάξει ο άνθρωπος και εκείνες οι ψαλμωδίες! Αισθανόμουν και εγώ, αδελφοί αναγνώστες, έβλεπα τις λάψες και ίσκιους, όχι όμως ξάστερα.

Παραμιλώ: Η καθέδρα του Θεού είναι ένας ναός που λειτουργιέται μέσα στην καρδιά του Στρατηγού. Η Ορθοδοξία υπήρξε αιώνες το μέσα μυστικό κράτος που επιβάλλει μια τέτοια λειτουργία. Τα οράματα και τα θάματα του Μακρυγιάννη ήταν τόσο πραγματικά, όσο πραγματικό όραμα και θάμα ήταν το ‘ 21 πριν φανερωθεί και γίνει ύλη. Κι όχι μόνο για τον στρατηγό. Για όλους εκείνους που είχαν αυτή την καθέδρα μέσα τους και έμοιαζαν φτυστοί ο ένας με τον άλλο, γιατί τους κοινωνούσε το εμείς. Χωρίς αυτή την κοινωνία, όποια ιστορική εξήγηση είναι αυταπάτη.

Σκέφτομαι αυτόν τον τόπο πιο πολύ από κάθε άλλη στιγμή, όταν είναι Πάσχα, αδελφοί αναγνώστες. Λες και η Μεγάλη Εβδομάδα είναι η ονομαστική γιορτή μου. Πικρή γιορτή στις μέρες μας. Δεν πάει καλά το έξω μας γιατί γέμισε το μέσα μας κούφια καρύδια και ασκιά γιομάτα αέρα. Γιατί ενώ (διαβάζω): Ο Θεός κάνει νεκρανάστασιν και ζωντανεύει τον νεκρόν, τόσους αιώνες πεθαμένον, και τον αναστήνει, έτσι ανάστησε και το έθνος του από τέτοιον ζυγόν και ο Θεός και η βασιλεία του έκαμε νεκρανάστασιν και να ματαειπωθούμεν και εμείς ανεξάρτητον έθνος, τότε μας έρχεται, λέει, ο Σοφός, να ταΐσει τα παιδιά με κούφια καρύδια και με ασκιά γιομάτα αγέρα- δίνει όσους τον ακούνε και με αυτά αυτός δοξάζεται και όσοι τον ακούνε χορταίνουν από αυτά τα κούφια καρύδια και πιωμένοι από τ’ ασκιά του αγέρος.

Παραμιλάω: Κατεβαίνει σε βαθύ πηγάδι εδώ ο Μακρυγιάννης κι αν πιούμε όπως πρέπει το νόημα του, θα δροσίσουμε την δίψα που καίει το μυαλό. ΄Ενα νόημα, που χωρίς να το νιώθει ο ίδιος, άφορα και εξαντλεί μια ολόκληρη παιδεία. Το αναλύω στα απλά του στοιχεία με τις πέτρες – λέξεις του μακρυγιάννικου ψηφιδωτού. Ήρθε λοιπόν απέξω ο Σοφός και ηύρε την πατρίδα του σε πολέμους και ταραχές, όχι όμως γυμνή από αρετή, από ηθική, όχι από τον φόβο του Θεου, όχι ψευτιές και άλλα τοιαυτα, ότ’ ήταν ο φόβος και η σέβας της θρησκείας… Αυτά τα έθιμα είχαμεν, αυτόν τον Χριστόν φοβόμαστε και αυτείνη η θρησκεία μας ξαναελευτέρωσε και βήκαμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου, όπου ήμαστε χαμένοι και σβησμένοι από τον κατάλογον όλου του κόσμου τόσες αιώνες. Οι μαθητές σου τώρα φιλόσοφε όπου σπούδαζες έσύ και όμοιοι σου, έξω και μέσα, φαίνονται ως την σήμερον που μας κατήντησαν τα φώτα σου και των μαθητών σου διατιμιόμαστε έξω και σε όλον τον κόσμον και εμείς τρώμεν ένας τον άλλον.

Παραμιλάω: Στον χρόνο του απευθύνεται ο στρατηγός κι έκτος χρόνου ακούγεται η φωνή του. Αυτά τα κούφια καρύδια και τ’ ασκιά τα γεμάτα αγέρα είναι η παιδεία του σπιτιού, του σχολείου της αγοράς και της πολιτείας, στις μέρες μας. Μάταιος θόρυβος και κρότος που σπάει, άδειος αγέρας. Δεν γλιτώνεις εύκολα από αυτά τα κενά ούτε κι όταν συρρικνωθείς στην καθέδρα σου, αυτές τις άγιες ήμερες κι αναστήσεις μέσα στην μοναξιά τον μέσα σου νυμφώνα, λάμποντας γυμνός κατά την επίκληση: Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής φωτοδότα και σώσον με!

Δεν γλιτώνεις. Είναι οι εφημερίδες, είναι το ράδιο, είναι η τηλεόραση, είναι η Βουλή των Ελλήνων, που ουρλιάζουν τις ειδήσεις του κόσμου. Είναι το μεγάλο στρογγυλό μηδέν: το στόμα του ΄Αδη.

Ανάβω το φως να διαβάσω τις ειδήσεις του κόσμου. ΄Ενα τηλεγράφημα του παλιού μου συμμαθητή και συνομήλικου από το Δ’ Αρρένων, του Δήμου Νίκου, του ξενιτεμένου φίλου που είχε ανοίξει ένα κατάστημα με φλίπερς στην Ν. Σμύρνη, που δεν πήγε καλά και το πούλησε και πήγε στις ΗΠΑ και άνοιξε στην Τσατανούγκα ένα πανεπιστήμιο και κάνει, μου γράφει, χρυσές δουλειές. Στοπ.

– Μάρθααα, Μάρθααα.

Φωνάζει η παιδίσκη, αδημονούσα, την μητέρα της με το μικρό της όνομα από το τελευταίο φωτισμένο παράθυρο του Μεγάλου Σαββάτου, στην σκοτεινή πολυκατοικία. Θα φύγουν με το βρυχώμενο αυτοκίνητο καθυστερημένοι. Σβήνει κι αυτό το παράθυρο κι η τελευταία εξάτμιση. Παραμιλάω:

– Μάρθα, Μάρθα περί πολλά μεριμνάς και τυρβάζεις, ενός δ’ εστί χρεία.

Η καμπάνα του Αγίου Ανδρέου σημαίνει με βραχνό ήχο το δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός. Στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι ο Εσταυρωμένος και στο τραπέζι ανοιχτό το βιβλίο με την γραφή του Μακρυγιάννη στην σελίδα 138:

Τελειώνοντας η Ανάσταση βλογάει ο αφέντης όλους… και τότε μου λέγει: Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη (τρεις φορές) εγώ ήρθα τόσες φορές… να σου φκιάσω το σπίτι σου, να σε αναστήσω οπού ήσουνε χαμένος… τι λυπείσαι, διατί είσαι έτσι; Τότε άρχισα εγώ και έκλαιγα και τώρα οπού σας γράφω μουσκεύω το ίδιον χαρτί- τότε μου λέγει: Μην κλαις, Γιάννη, και όσα περικαλιέσαι και την πατρίδα σου θ’ αναστήσω και την θρησκεία σου και γενικώς την ανθρωπότη, με τον καιρό της, Γιάννη, δεν είναι η ώρα η διορισμένη ακόμα.

Λάμπει η καθέδρα μου σαν από προβολέα και ακούω να μου σφυρίζει από το σεντούκι ο Σολωμός τα λαμπρά του λόγια τ’ αναστάσιμα λες και η ιστορημένη εις ΄Αδου Κάθοδος έχτισε μαζί με το φως την φωνή της:

΄Οταν η πύλη ακούστηκε να σπάη τι χλαλοή στον Κάτου Κόσμου εγίνη! Χαίρεται μέσα η άβυσσο και ασπρίζει ο περασμός του Λυτρωτή σφυρίζει.

Τι χλαλοή στο μυαλό και στην καρδιά, καθώς και από τον ΄Αδη της αποθήκης ξεπετάγονταν μαζί με το ολόφωτο συντριβάνι μικροί αθωωμένοι σατανάδες σαν:
Όντα και πράγματα που όνομα δεν έχουν και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρη μου τρέχουν
και με κυττάζουν σαν να με γνωρίζουν
σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με φοβίζουν.
Καταπώς τα είδε στον Τρόμο του ο Καβάφης και προσευχήθηκε:
Την νύχτα, Δέσποτα Χριστέ μου
τον νου και την ψυχή μου φύλαττέ μου.

Παραμιλάω: Είναι ένα άπετο πουλί που μας τρομάζει κι εκείνο το μαύρο παιχνίδι με τις ερωτήσεις:
– Παπαγάλε τρως μαϊντανό;
– Παπαγάλε θέλεις καφέ;

΄Οχι δεν είναι ο παπαγάλος. Είναι εκείνος ο παλιός συμμαθητής μου που έχει γίνει τηλεγράφημα και με ψέγει με κάτι ψόγους γνωστούς που κάπου τους έχει δει γραμμένους:

Μη θρησκευτικά, προς Θεού! Το ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί ΄Ελληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. ΄Επειτα επολιτίσθηκαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν μέτ’ άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψεις ότι ο Χριστός δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού και ότι ο πτωχός ιερεύς προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως;

Δεν μου λέει μόνο αυτά. Μου λέει κι άλλα πιο έξυπνα και πιο περαστικά. Σπουδαγμένος παπαγάλος, κελαηδεί ανθρώπινα ο εγγαστρίμυθος, σημεία και τέρατα ομολογεί ο κοινωνιολόγος. Πως να εξορκίσω, Χριστούλη του τοίχου μου, τα παραληρήματα της σπουδαιοφάνειάς του; Πως να σταματήσω αυτή την αυτόματη γραφομηχανή του εγκεφάλου του; Κοντεύει να ξημερώσει το Πάσχα κι ανοίγω τ’ αυτιά μου στον Λαμπριάτικο Ψάλτη του Παπαδιαμάντη μας. Διαβάζω το Προοίμιον και αγαλλιάω:

΄Αγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε. ΄Εκανε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον έπ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις υψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος το δουλον, όλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και δα έχη δια παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το έπ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλωσσά μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ.

Χριστός Ανέστη.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17 Απριλίου 1985

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.