Περί της οικονομίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού κατά την σάρκα και περί των χαρίτων της στους αληθώς πιστεύοντας σ’ Αυτόν – Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

… Πρέπει λοιπόν ο πιστός να χαίρεται με την ελπίδα, κι επειδή ο βίος αυτός θα έχει τέλος, να ευχαριστείται φρονίμως περιμένοντας με πίστη τη μακαριότητα την οποία θα έχει ατελευτήτως η μέλλουσα ζωή. Πρέπει επίσης, με τη σύνεση της πίστεως να υποφέρει με υπομονή την αθλιότητα στην οποία κατακρίθηκε αξίως ο βίος αυτός, και διά της υπομονής να αντιτάσσεται, αν χρειασθεί, μέχρις αίματος προς την αμαρτία και προς τον αρχηγό και συνεργό της αμαρτίας και τους οπαδούς του• διότι εκτός από την αμαρτία κανένα πράγμα από τα του βίου τούτου δεν είναι πραγματικά κακό, έστω και αν προξενεί κάκωση, ούτε ο ίδιος ο θάνατος. Γι’ αυτό πλήθος οσίων επέφεραν οι ίδιοι στον εαυτό τους τις κακώσεις του σώματος• οι δε μάρτυρες και τον βίαιο θάνατό τους, που τον προκάλεσαν σ’ αυτούς άλλοι, κατέστησαν ενδοξότερο, καθώς και παρεκτικό ζωής και δόξας και βασιλείας αιώνιας και ουράνιας, διότι τον εχρησιμοποίησαν καλώς και θεαρέστως• γι’ αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου διά της αναστάσεώς του, τον άφησε να παραμένει ακόμη στους πιστούς του, μαζί δε με αυτόν και τις άλλες κακοπάθειες, ώστε ο κατά Χριστόν άνθρωπος αγωνιζόμενος δι’ αυτών υπέρ της αληθείας στο βίο και τα δόγματα, να ετοιμασθεί για το μέλλοντα εκείνο νέο και αγέραστο αιώνα διά της Καινής Διαθήκης.
Ωφελούν λοιπόν αυτές οι κακοπάθειες τους υπομένοντας πιστώς προς διόρθωση των αμαρτημάτων, προς άσκηση, προς δοκιμή, προς κατάληψη της ταλαιπωρίας του βίου τούτου, προς παραίνεση να επιθυμούν διαπύρως και να ζητούν επιμόνως εκείνη την υιοθεσία και απολύτρωση που διαιωνίζει, και την πραγματικά κοινή ζωή και μακαριότητα. Επειδή δηλαδή η εν Χριστώ υιοθεσία και ανακαίνισή μας κατά το σώμα και την ψυχή είναι πολλαπλή, έχοντας αρχή και τελειότητα και τα ενδιάμεσα αυτών, την μεν αρχή εισάγει μέσα μας η χάρις του βαπτίσματος , παρέχοντας άφεση όλων των αμαρτημάτων και της ευθύνης από την κατάρα• και λέγεται λουτρό παλιγγενεσίας. Την δε τελειότητα θα παράσχη η ελπιζομένη από τους πιστούς ανάστασις της ζωής και η σχετική με τον μέλλοντα αιώνα επαγγελία. Τα δε ανάμεσα σ’ αυτά είναι η ζωή κατά το ευαγγέλιο του Χριστού, διά της οποίας τρέφεται και αυξάνεται και ανακαινίζεται καθημερινώς κατά Θεόν ο άνθρωπος, προκύπτοντας στην επίγνωση του Θεού, τη δικαιοσύνη και τον αγιασμό, και λίγο λίγο μειώνοντας και περικόπτοντας μόνος του την προσπάθεια προς τα κάτω και μεταφέροντας τον πόθο από τα; Ορατά και σαρκικά και πρόσκαιρα προς τα νοητά και πνευματικά και αΐδια.
Διδάσκοντας μας αυτό το τρίπτυχο της ανακαινίσεως εν Χριστώ ο θεατής των απορρήτων μυστηρίων του Πνεύματος, το εκλεκτό σκεύος, ο μέγας Παύλος, γράφει στην επιστολή προς Ρωμαίους, «όσοι εβαπτισθήκαμε στον θάνατό του• εταφήκαμε λοιπόν μαζί του διά του βαπτίσματος στον θάνατο» (Ρωμ. 6, 3). Αυτή είναι η αρχή της ανακαινίσεώς μας• διότι ο Χριστός εξέσχισε το έγγραφο με τα αμαρτήματά μας στο σταυρό και κατέστησε αθώους τους συνθαπτομένους με αυτόν διά του βαπτίσματος. Άκουσε δε και την μεσότητα μετά την αρχή• «για να ζήσωμε κι εμείς», λέγει, «σε νέα ζωή, όπως ο Χριστός εγέρθηκε από τους νεκρούς», και προσθέτει την τελειότητα της ανακαινίσεως, δεικνύοντας ότι «εάν εγίναμε σύμφυτοι με το ομοίωμα του θανάτου του, θα γίνωμε σύμφυτοι και της αναστάσεως». Στη δε συνέχεια, δηλώνοντας και την αρχή και το τέλος της ανακαινίσεως και υιοθεσίας αυτής φανερώτερα λέγει, «και αυτοί που έχουν την απαρχή του Πνεύματος κι εμείς οι ίδιοι στενάζομε μέσα μας, προσδοκώντας υιοθεσία» (Ρωμ. 8, 23). Απαρχή του πνεύματος ονομάζει τον αγιασμό και τη χάρι του Πνεύματος που λαμβάνομε στο Θείο βάπτισμα, αφού απαλλαγούμε των αμαρτημάτων και ανακαινισθούμε και δικαιωθούμε δωρεάν με τη χάρη του Χριστού• διότι αυτά είναι απαρχή των μελλόντων εκείνων αγαθών. Λέγοντας δε «προσδοκώντας υιοθεσία», για να δείξη ότι δεν εννοεί την υιοθεσία διά του βαπτίσματος, αλλ’ εκείνη τη μελλοντική και τελεία και αδιάπτωτη, προσθέτει, «την απολύτρωσι του σώματός μας», δηλαδή τη λύτρωσή του από τα πάθη και τη φθορά• διότι εδώ η υιοθεσία πολλές φορές εκπίπτει, ενώ η διά της αναζωώσεως και αναστάσεως από τους νεκρούς είναι τελεία και βεβαιοτάτη.
Ο ίδιος δε γράφοντας και προς τους Φιληππησίους εκθέτει σαφέστερα το τέλος της ανακαινίσεως αυτού του είδους, λέγοντας «Σωτήρα περιμένομε τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος θα μετασχηματίση το σώμα της ταπεινώσεώς μας ώστε να γίνη σύμμορφο με το σώμα της δόξας του» (Φιλιπ. 3, 20). Όπως δηλαδή ο Χριστός επέθανε σε ασθένεια και ατιμία σαρκός, αναστήθηκε δε σε σύναμη και δόξα θεϊκή, έτσι και όσοι έζησαν κατά Χριστό, σπείρονται διά του θανάτου, για να ειπώ πάλι κατά τον Παύλο, σε ασθένεια και ατιμία, εγείρονται σε δύναμη και δόξα, παίρνοντας σώμα δοξασμένο και ακήρατο, σαν αυτό που είχε ο Χριστός μετά την ανάσταση, όταν έγινε πρωτότοκος από τους νεκρούς και απαρχή των κεκοιμημένων. Αλλ’ αυτή η ανακαίνισις στο σώμα βλέπεται τώρα με πίστη μόνο, όχι με αυτοψία, μ’ ελπίδα, όχι ακόμη πραγματικώς• η δε ανακαίνισις της ψυχής λαμβάνει μεν και αυτή την αρχή, όπως έχει λεχθή, στο θείο βάπτισμα διά της αφέσεως των αμαρτημάτων, τρέφεται και αυξάνεται διά της δικαιοσύνης στην πίστη, ανακαινιζόμενη συνεχώς με την επίγνωσι του Θεού και τις κατάλληλες σ’ αυτήν αρετές, θα λάβη δε την τελείωσι με την κατά το μέλλον θεωρία του Θεού πρόσωπο προς πρόσωπο• τώρα όμως βλέπει σε καθρέπτη και αίνιγμα.
Γι΄αυτό και ο Ιωάννης ο εξόχως αγαπημένος του Χριστού που συνέλαβε και τις δύο ανακαινίσεις τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, λέγει, «τώρα είμαστε τέκνα Θεού»• αυτό είναι η αρχή της υιοθεσίας• αλλά «δεν εφανερώθηκε ακόμη τι θα γίνωμε, γνωρίζομε δε ότι εάν φανερωθή, θα είμαστε όμοιοι με αυτόν, διότι θα τον ιδούμε καθώς είναι» (Α’ Ιω. 3, 2)• τούτο είναι η τελείωσις της υιοθεσίας και ανακαινίσεως κατά Θεόν που μας εχάρισε διά του Χριστού, για την οποία λέγει ο ίδιος στο ευαγγέλιο, ότι «ο Χριστός έδωσε σ’ αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του να γίνουν τέκνα Θεού, που δεν εγεννήθηκαν από αίματα ούτε από θέλημα σαρκός ούτε από θέλημα ανδρός, αλλ’ από τον Θεό» (Ιω. 1, 12 ε.).
Πραγματικά λέγοντας ότι δεν εγεννηθήκαμε από σάρκα, αλλ’ από τον Θεό, δηλώνει την αναγέννηση και υιοθεσία διά του θείου βαπτίσματος, για την οποία λέγει και στην επιστολή ότι τώρα είμαστε τέκνα του Θεού. Λέγοντας δε ότι μας έδωσε εξουσία να γίνωμε τέκνα Θεού, με την έννοια ότι δεν είμαστε ακόμη, υπέδειξε την τελειότητα της υιοθεσίας. Όπως δηλαδή το αρτιγέννητο βρέφος έχει από τη φύση δύναμη να γίνη σοφό και δυνάμει είναι σοφό, όταν δε προχωρή η ηλικία, εάν επιδοθή και συντελεστικά προς την επιστήμη, τότε θα είναι και ενεργεία σοφό, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτός που αναγεννήθηκε διά του θείου βαπτίσματος, δύναμι μεν έλαβε να γίνη σύμμορφος με το σώμα της δόξης του Υιού του Θεού• εάν δε περιπατή και με νέα ζωή, ζώντας κατά το Χριστό και το ευαγγέλιό του, όταν η δύναμις αυτή κατά την ανάσταση προκόψη σε πραγματικότητα, τότε δεν θα έχει με πίστη και ελπίδα, αλλ’ στ’ αλήθεια και στα πράγματα δοξασμένο και ακήρατο σώμα, σαν αυτό που είχε και ο Κύριος μετά την ανάσταση, πόσο περισσότερο το πνεύμα, θα αναστηθούν βέβαια και τα νεκρά σώματα των ασεβών, αλλ’ όχι με ουράνια δόξα• διότι δεν θα είναι σύμμορφα με το σώμα της δόξης του Χριστού, αλλά και δεν θα ιδούν την θεωρία του Θεού την υπεσχημένη στους πιστούς, η οποία και αποκαλείται βασιλεία του Θεού• «ας αρθή από το μέσο ο ασεβής, για να μη ιδή την δόξα του Κυρίου» (Ησ. 26, 10). Αλλ’ αυτοί που εγεννήθηκαν και ανατράφηκαν κατά Χριστό και κατά το δυνατό έφθασαν το μέτρο του πληρώματος της ηλικίας του Χριστού, εκείνοι θα επιτύχουν μακαρίως και την Θεία λαμπρότητα και κατά τη Γραφή θα εκλάμψουν όπως ο ήλιος στη βασιλεία του Πατρός των. …

Από τη σειρά Ε.Π.Ε., τόμος Θ’, Πατερικές εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς. Απόδοση στα νέα ελληνικά Παναγιώτης Χρήστου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών). Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.