Από την Τετραρχία (της παλαιάς Ρώμης) στην Μονοκρατορία της (Νέας Ρώμης) – Σαράντου Καργάκου.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στις ανάγκες- κυρίως στρατιωτικής υφής- που ώθησαν τον Διοκλητιανό στην απόφαση του διοικητικού τεμαχισμού της Αυτοκρατορίας, υπό την ηγεσία δύο ισοτίμων Αυγούστων. Αυτός, ως Αύγουστος (Augustus) κυβερνούσε στην Ανατολή με έδρα την Νικομήδεια (*1) της Βιθυνίας και ο Μαξιμιανός, Αύγουστος και αυτός, με έδρα τα Μεδιόλανα(*2) (Μιλάνο), κυβερνούσε τη Δύση. Συνεπώς, το σπέρμα για τη γένεση του Ανατολικού Χριστιανικού Κράτους έριξε ο Διοκλητιανός με τη διαίρεση της Αυτοκρατορίας. Στη Νικομήδεια πρέπει να αναζητηθούν οι απαρχές της Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής.

Για να εκτιμήσουμε την προσωπικότητα και την συνακόλουθη δραστηριότητα του Κωνσταντίνου, πρέπει να λάβουμε υπόψη μερικές παραμέτρους της παιδικής και νεανικής ζωής του. Λέμε συχνά, για να εξάρουμε την ανθρωπιστική δύναμη των γραμμάτων, ότι ο άνθρωπος είναι η παιδεία του. Άλλοι λένε ότι ο άνθρωπος είναι η εποχή του. Τούτο δεν ισχύει- τουλάχιστον απολύτως- για τον Κωνσταντίνο. Ο άνθρωπος αυτός ξεπέρασε και την παιδεία του και την εποχή του. Εν πρώτοις, προτού σπεύσουμε να του καταλογίσουμε κάποια σφάλματα, εγκλήματα έστω, παρόλο που κατά τον πολύ Ταλλεϋράνδο τα σφάλματα στην πολιτική είναι βαρύτερα των εγκλημάτων, πρέπει να λάβουμε υπόψη πως ως παιδί και έφηβος δεν έλαβε την πρέπουσα αγωγή. Επιπλέον υπέστη σε μία τρυφερή περίοδο το πλήγμα του χωρισμού των γονέων του, κάτι βέβαια που εκείνη την εποχή ήταν σύνηθες, χωρίς, ωστόσο, να αφήνει χωρίς στίγμα μία παιδική ψυχή. Ωστόσο , η επιρροή της μητέρας του η οποία είχε ενστερνιστεί τον Χριστιανισμό έπαιξε ως ένα βαθμό ρόλο καθοριστικό στην ψυχική του δόμηση
και στην εφαρμογή μίας νέας πολιτικής.

Δεν έλαβε ευρύτερη μόρφωση, διότι από μικρή ηλικία υποχρεώθηκε να παρακολουθεί τον πατέρα του σε κάθε εκστρατεία. Ως οικεία είχε το στρατόπεδο. Ο πατέρας του, ίσως από την επιρροή της πρώτης συζύγου του, διέφερε από τους τραχείς στρατιωτικούς και πολιτικούς της εποχής. Ήταν ευγενής και κατά τους τρόπους και κατά την ψυχή και φρόντιζε να καλλιεργεί στοιχεία πολιτισμού στις περιοχές που διοικούσε.

Ο Διοκλητιανός, που ήταν ξένος προς τις ευαισθησίες αυτές, υπόπτευε τον Κωνσταντίνο και, προκειμένου να του εμπιστευτεί την διοίκηση της Γαλατίας, απαίτησε να του σταλεί ως όμηρος ο νεαρός Κωνσταντίνος, προς τον οποίο έτρεφε συνεχώς δυσπιστία την οποία μετέδωσε και στον διάδοχό του Γαλέριο. Ο Κωνσταντίνος ανδρώθηκε σ’ ένα περιβάλλον εν δυνάμει εχθρικό, μέσα σ’ ένα κλίμα καχυποψίας και αυτά που διδάχτηκε ήσαν μαθήματα σκληρότητας, που δεν επέτρεπαν ανάπτυξη αισθημάτων φιλότητας. Όλη η πολιτική πρακτική της Ρώμης στην μετά τους Αντωνίνους εποχή είχε στηριχθεί σε μία προ-μακιαβελλική αρχή: να δείχνεις φίλος αλλά και να μην φέρεσαι ως φίλος. Δηλαδή, όταν είσαι με κάποιον που σε θεωρεί φίλο, αυτός ο φίλος, χωρίς φυσικά να το ξέρει, δεν πρέπει να είναι με φίλο. «Φίλος με κανέναν». Αυτό ήταν το πολιτικό δίδαγμα της εποχής, αυτό διδάχθηκε κοντά στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος τον οποίο θα πρέπει να βλέπουμε ως άνθρωπο που μεγάλωσε χωρίς γονείς, και φυσικά αυτό πρέπει να είχε τρομερές συνέπειες στον
ψυχισμό του.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που εξιστορούσε αργότερα ο ίδιος ο Κωνσταντίνος: ο Διοκλητιανός μάταια ζητούσε από τον Απόλλωνα των Δελφών να του δώσει χρησμό. Διότι, όπως λεγόταν, τον εμποδίζουν «οι δίκαιοι επί της γης». Όταν ο Διοκλητιανός ρώτησε ποιοι είναι αυτοί οι δίκαιοι, οι κακοί σύμβουλοί του υπέδειξαν τους χριστιανούς. Αυτό βέβαια ήταν ένα πρόσχημα για να εξαπολύσει τον εναντίον τους απηνή διωγμό.

Με όση φαντασία κι αν έχει ενδυθεί το περιστατικό αυτό, δεν παύει πάντως να είναι πραγματικότητα το ότι ο Κωνσταντίνος έζησε από κοντά το διωγμό που δεν ήταν ασφαλώς άσκηση αρετής. Ίσως, μάλιστα, εκτός από τις επιστολές του πατέρα του, με τις οποίες αυτός μάταια παρακαλούσε τον Διοκλητιανό να επιτραπεί η επάνοδος του γιού του(*3), αυτό που μπορεί να ώθησε τον Κωνσταντίνο στη φύση να ήταν η αποστροφή που του προκάλεσαν οι διωγμοί . Έτσι εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι ο Γαλέριος στα συμπόσια έπεφτε σε παραζάλη και μπόρεσε σε μία στιγμή μέθης να του αποσπάσει την άδεια αναχωρήσεως. Όταν ο Γαλέριος συνήλθε και ανακάλεσε την διαταγή ήταν πλέον αργά. Ο Κωνσταντίνος βρισκόταν μακριά.

Κλείνουμε αυτά τα εισαγωγικά περί Κωνσταντίνου με την πρόσθετη παρατήρηση ότι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους προγενέστερους πολιτικούς και στρατιωτικούς που αναδείχθηκαν μέσα στο ευρύ πλαίσιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν τούτο: ο Κωνσταντίνος έπραξε τα αντίθετα απ’ όσα ο κόσμος και η εποχή του εδίδαξαν. Ακόμη και ο κόσμος των χριστιανών λόγω των αιρέσεων είχε από φανατισμό εμβολιασθεί με μία σκληρότητα, την οποία ο Κωνσταντίνος, παρότι μη χριστιανός, προσπάθησε να ξεπεράσει με τον συμβιβασμό και όπου ήταν δυνατόν με την ηπιότητα.

————————–
(*1) : Η Νικομήδεια (σήμερα Ιζμίτ, παλαιότερα Ιζνιμίτ) ήταν πόλη της Βιθυνίας στον μυχό της Αστακηνού κόλπου σε απόσταση 91 χιλιόμετρα από την Χρυσούπολη (Σκούταρι). Πρώτοι οικιστές ήσαν Μεγαρείς και Αθηναίοι, οι όποιοι είχαν προδημιουργήσει δύο οικιστικούς πυρήνες, τον Αστακό (απ’ όπου η ονομασία του κόλπου) και την Ολβία. Την πόλη Νικομήδεια ίδρυσε το 281 π. Χ. ο βασιλιάς της Βιθυνίας Νικομήδης Α’, ο οποίος μάλιστα έστησε προς τιμήν του αδριάντα χρυσελεφάντινο, ο οποίος μεταφέρθηκε από τον Τραϊανό στη Ρώμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ στα ρωμαϊκά χρόνια και πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι είχαν χτίσει σε αυτή ιδιωτικές κατοικίες. Ο Ηλιογάβαλος, για παράδειγμα, διήλθε όλο τον χειμώνα του 218 στην πόλη αυτή. Ο Διοκλητιανός, γοητευμένος από τη θέση και την ομορφιά της, την έκανε έδρα του και την πλούτισε με ναύσταθμο, παλάτια, ναούς, οπλοποιεία, νομισματοκοπείο. Το 303 υπό την πίεση του Γαλερίου ο Διοκλητιανός εξέδωσε το διάταγμα για τον διωγμό των Χριστιανών (έτσι καταργήθηκε ο καθεδρικός ναός και μαρτύρησε ο
επίσκοπος της πόλης Ανθέμιος), αλλά η αποτυχία του διωγμού του προκάλεσε απογοήτευση, η οποία τον οδήγησε σε παραίτηση. Η Νικομήδεια έπαθε καταστροφές από τους Γότθους. Ο Ιουστινιανός επούλωσε τις πληγές της και της ξανάδωσε την παλιά της αίγλη. Η κατάληψή της το 1386 από τον Ορχάν ήταν το prelude(= προοίμιο) της καταλήψεως της ΚΠόλεως.

(*2) : Το Μεδιόλανο ή τα Μεδιόλανα (Mediolanum) , δηλαδή το σημερινό Μιλάνο, είναι αρχαία πόλη της πέρα από τον Πάδο Γαλατίας (Gallia Transpada) που είχε κτισθεί από την κέλτικη φυλή των Ινσούβρων. Οι Ρωμαίοι την κατέλαβαν το 222 π.Χ. Όταν ο Αννίβας εισέβαλε στην Ιταλία, οι κάτοικοι των Μεδιολάνων προσπάθησαν να ανακτήσουν, αλλά ματαίως, την αρχαία τους ελευθερία. Λόγω πάντως της έντονης ροπής των κατοίκων προς την ανεξαρτησία μόλις το 89 μ.Χ. απέκτησαν το δίκαιο του Λατίου και 40 χρόνια, το 49 μ. Χ., παραχωρήθηκαν στους πολίτες της τα αστικά δικαιώματα που απολάμβαναν οι λοιπές πόλεις της Πάδου. Έκτοτε η πόλη ως τη σύγχρονη εποχή έχει μία καθοριστική συμβολή ατη διαμόρφωση των ιστορικών εξελίξεων. Κατά Βαρνάβας. Πρώτος επίσκοπος Μεδιολάνων αναφέρεται ο Μυροκλής (Myrocles) που έλαβε μέρος στις Συνόδους της Ρώμης (313) και της Αρελάτης ( 314). Αλλά την πόλη εδόξασε με το ήθος και το σθένος του ο επισκοπος και άγιος Αμβρόσιος (374-397). Στην πόλη των Μεδιολάνων το 313 εκδόθηκε το φερώνυμο διάταγμα (Edictum
Mediolani) που παρείχε θρησκευτικές ελευθερίες στους χριστιανούς.

(*3) : Ο Διοκλητιανός όταν την 1η Μαΐου του 305 προώθησε σε θέση Αυγούστων τους δύο καίσαρες, έδωσε εντολή στον Γαλέριο, τον Αύγουστο της Ανατολής , να συνεχίσει να κρατεί όμηρο των Κωνσταντίνο, για να μην έχει άνεση διαδιχής ο Κωνστάντιος που τώρα βρισκόταν στο Εβόρακο της Βρετανίας.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ ΠΟΛΕΩΣ (Από την Αγία Σοφία του Κωνσταντίνου στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού)
Τόμος Α’ Εκδόσεις, ΣΙΔΕΡΗΣ Ι. Αθήνα, Απρίλιος του 2012.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.