Κυριακή Γ΄ Ματθαίου: «Τι μεριμνάτε;» – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

Ματθ. 6, 22-33
«Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν
ή τί πίωμεν ή τί περιβαλώμεθα;»
(Ματθ. 6, 31)

Ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, ο άνθρωπος στην αρχή ζούσε μιά απλή και ευχάριστη ζωή. Ζούσε μέσα σε φυσικό περιβάλλον, σ’ έναν όμορφο κόσμο, που δημιούργησε ο Θεός γιά χάρη του. Το μέρος, όπου ζούσε ο άνθρωπος, η αγία Γραφή το ονομάζει παράδεισο. Είνε αδύνατο να φαντασθούμε την ομορφιά τού παραδείσου.

Μέσα στο εκλεκτό αυτό κομμάτι της γης ζούσε ο άνθρωπος μιά απλή και ευχάριστη ζωή. Μη νομίσουμε, ότι ήταν όλη τη μέρα ξαπλωμένος και δεν έκανε τίποε. Όχι! Ο Θεός δεν θέλει τον άνθρωπο τεμπέλη. Η Γραφή λέει, ότι ο άνθρωπος μέσα στον παράδεισο εργαζόταν, όχι όμως με την αγωνία που εργάζεται ο άνθρωπος ύστερα από τήν πτώσι του. Η εργασία του ήταν μιά ευχάριστη απασχόλησι, μιά άσκησι των φυσικών του δυνάμεων. Ήταν μιά ευλογία Θεού. Ο άνθρωπος απολάμβανε τα αγαθά της θείας δημιουργίας. Τροφή του ήταν οι καρποί των δένδρων. Ποτό του ήταν το καθαρό , το κρυστάλλινο νερό, που έτρεχε και πότιζε τον παράδεισο. Μουσική του ολόγλυκα τραγούδια των πουλιών. Ο ύπνος του ελαφρός κάτω από τη σκιά των δέντρων. Καθαρός αέρας τον δρόσιζε. Ζούσε έχοντας εμπιστοσύνη στο Θεό.

***

Αλλ’ ύστερα από τη πτώσι τού ανθρώπου τα πράγματα άλλαξαν. Η φύσι αγρίεψε. Η γή έβγαλε αγκάθια. Ο παράδεισος έκλεισε. Ο άνθρωπος βρέθηκε έξω. Βρέθηκε μέσα σ’ ένα άλλο περιβάλλον, που δεν είχε την ομορφιά τού παραδείσου.

Και ο άνθρωπος στο νέο περιβάλλον, που βρέθηκε μετά την πτώσι, άρχισε να εργάζεται. Να εργάζεται εντατικά, να ποτίζη το χώμα με τον ιδρώτα του, και η γη να τού δίνη και πάλι τα αγαθά τού Θεού. Με την εργασία του ο άνθρωπος έγινε κι αυτός κατά κάποιο τρόπο δημιουργός και συνεργός τού Θεού.

Άγρια μέρη της γης, δάση πυκνά και απάτητα, φωλιές φιδιών και αγρίων θηρίων, με την εργασία του ανθρώπου καλλιεργήθηκαν και έγιναν κτήματα εύφορα, αμπέλια και ελαιοστάσια και περιβόλια. Η ομορφιά τού παραδείσου άρχισε και πάλι να παρουσιάζεται, και θα έπρεπε στο νέο αυτό κόσμο ο άνθρωπος να ζή άνετα και ευτυχισμένα. Η γη με τα προϊόντα της, με εντατική καλλιέργεια, επαρκεί να θρέψη δισεκατομμύρια ανθρώπους, διπλάσιο και τριπλάσιο πληθυσμό από ό,τι έχει σήμερα.

Αλλά δυστυχώς ο κόσμος δεν ζη ευτυχισμένος. Στενοχώρια, λύπη, μελαγχολία, ταραχή, ανησυχία και αγωνία βασιλεύουν στον κόσμο. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος άφησε την απλή ζωή και έγινε λαίμαργος και πλεονέκτης, και δεν μένει ικανοποιημένος με όσα είνε αναγκαία για τη ζωή του. Άλλοτε ένα φαγητό τού έφτανε. Τώρα θέλει να βλέπη στο τραπέζι πολλά και πολυέξοδα φαγητά. Άλλοτε έτρωγε κρέας μιά φορά την εβδομάδα ή και αραιότερα. Τώρα θέλη να τρώη κάθε μέρα, λες και τα ζώα φυτρώνουν σαν τα χορτάρια. Τρώει κρέας ακόμα και τη Μεγάλη Παρασκευή. Άλλοτε έμενε ευχαριστημένος να πίνη το καθαρό νερό της πηγής. Τώρα θέλει να σβήνη τη δίψα του με ποτάμια από μπίρες και οινοπνεύματα. Άλλοτε ένα καθαρό ρούχο έφτανε για να σκεπάση τή γύμνια του. Τώρα θέλει να έχη πολλά ρούχα, πολλά κουστούμια. Άλλοτε ήταν ταπεινά επιπλωμένο το σπιτάκι του. Τώρα θέλει να στολίζη το σπίτι του με έπιπλα πολυτελείας….

Έτσι ο άνθρωπος έφυγε από την απλότητα της ζωής, έπεσε στην πολυτέλεια, αύξησε τις ανάγκες του, ζητάει περιττά πράγματα, κ’ έγινε δυστυχισμένος. Ώ, αν μπορούσε ο άνθρωπος να πετάξη έξω απ’ τη ζωή του τα περιττά πράγματα κα να ζήση πιό απλά, πόσο ευτυχισμένος θα ήταν! Ένας αρχαίος φιλόσοφός της πατρίδας μας έλεγε, ότι ο άνθρωπος, όσο λιγώτερα πράγματα έχει ανάγκη, τόσο πλησιάζει το Θεό, γιατί ο Θεός είνε ανενδεής, δεν έχει δηλαδή καθόλου ανάγκες. Αλλά πού ν’ ακούση ο άνθρωπος τη λογική; Πού ν’ αφήση τα περιττά και βλαβερά πράγματα; Μερικά απ’ αυτά τού έγιναν πάθος, δευτέρα φύσις. Αυτός που καπνίζει 20-30 τσιγάρα τη μέρα και ξοδεύει τόσα χρήματα, θεωρεί το κάπνισμα ανάγκη ανώτερη απ’ το ψωμί και το φαγητό. Προτιμά να μείνη χωρίς ψωμί, παρά χωρίς τσιγάρο. Και αν του λείψη ο καπνός, γίνεται σαν τρελλός. Αφήνει τη δουλειά του και τρέχει να βρη το βρωμόχορτο, το καπνό, που όχι μόνο ξαφρίζει το πορτοφόλι του, αλλά και δηλητηριάζει το κορμί του Και αυτό που βλέπουμε στον καπνιστή, το βλέπουμε και σ’ άλλους ανθρώπους, που έχουν κυριευθή από άλλα πράγματα και αμαρτωλά πράγματα και πάθη.

Έτσι ο άνθρωπος έγινε όλος μέριμνα και αγωνία. Βρίσκεται σε μια διαρκή έντασι. Τι θα φάη; Τι θα ντυθή; Τι θα κάνη για να βρή λεφτά; Και όταν βρη λεφτά, τι θα κάνη για να τ’ αυξήση και να τ’ ασφαλίση; Αυτά και άλλα σκέπτεται μέρα και νύχτα. Αυτά είνε σαν τ’ αγκάθια, που σε αγκυλώνουν και δεν σ’ αφήνουν ήσυχο. Αγκαθότοπος γίνεται και το μυαλό τού ανθρώπου που συνεχώς σκέπτεται πως θα πλουτίση, πώς θα ικανοποιήση τις διάφορες αμαρτωλές του επιθυμίες, πού θα ζήση τη ζωή του έξω από το νόμο τού Θεού.

***

Ανησυχία, ταραχή, αγωνία γύρω από τις διάφορες ανάγκες της ζωής είνε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας. Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο ταραγμένοι και ανήσυχοι, όσο είνε στην εποχή μας. Φρικτή κατάστασι! Κατάστασι, που χτυπά στα νεύρα, στην καρδιά, στο μυαλό. Νευρικοί και καρδιακοί έγιναν οι άνθρωποι. Με χάπια προσπαθούν να ηρεμήσουν τα νεύρα τους και να βρουν λίγο ύπνο. Το παραμικρό τούς ενοχλεί. Οι ψυχολόγοι ονομάζουν την κατάσταsι αυτή άγχος, που σημαίνει αγωνία. Σαν να έχη περάσει κανείς μιά θηλειά στο λαιμό τού ανθρώπου, και διαρκώς την τραβά και τη σφίγγει, και ο άνθρωπος με δυσκολία αναπνέει, και τέλος πεθαίνει. Θηλειά είνε η αγωνία που προέρχεται από την προσπάθεια να ικανοποιήση ο άνθρωπος όλες του τις ανάγκες, που όπως είπαμε οι περισσότερες απ’αυτές είνε περιττές και βλαβερές.

***

Ταλαίπωρος άνθρωπος! Πνίγεται μέσα στήν θάλασσα των φροντίδων και μεριμνών.
Ποιό είνε το φάρμακο της φοβερής αυτής ψυχικής αρρώστιας της ανθρωπότητος; Βρίσκεται μέσα στο σημερινό Ευαγγέλιο. Είνε η πίστη στο Θεό, στον παντοδύναμο και πανάγαθο Πατέρα. Όποιος πιστεύει στο Θεό δεν ανησυχεί, δεν ταράζεται, δεν απελπίζεται. Ένας φτωχός, που πιστεύει στο Θεό, κάνει το βράδι την προσευχή του, πλαγιάζει στο ξύλινο κρεβάτι του, και κοιμάται με ειρήνη. Ενώ ένας εκατομμυριούχος, που δεν πιστεύει στο Θεό και θεό έχει το μαμωνά, αυτός δεν μπορεί να κλείση μάτι και να κοιμηθή στο μαλακό κρεβάτι του. Λες και το στρώμα του είνε γεμάτο βελόνες και αγκάθια. Ο φτωχός με τον επιούσιο άρτο ζη με υγεία και χαρά, δεν πάει σε γιατρούς και δεν παίρνει φάρμακα. Ενώ ο άπιστος εκατομμυριούχος από την πολλή αγωνία καταστρέφει την υγεία του και πεθαίνει πρόωρα.

-Και λοιπόν, ποιό είνε το συμπέρασμα; Να μην εργάζωμαι;

Όχι, άνθρωπε. Να εργάζεσαι, αλλά παραπάνω από την εργασία να έχης την εμπιστοσύνη στον Θεό. «Εμβλέψατε εις τα πετεινά τού ουρανού, ότι ού σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας,και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά» (Ματθ. 6, 20). Χωρίς τη βοήθεια τού Θεού ούτε μιά ώρα δεν μπορείς να ζήσης, έστω και αν έχεις όλα τα εκατομμύρια τού κόσμου. «Εαυτούς», λοιπόν, «και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα».

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή Γ Ματθαίου: Η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγ. Ιωάννου του Χρισοστόμου εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν».
Κυριακή Γ. επιστολών: Η Αποστολική Περικοπή της Θ. Λ., Η Κομμένη αλυσίδα – λόγος του αειμ΄νήστου Μητρόπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Το τρίτον Αναστάσιμον εωθινόν: Η Ευαγγελική Περικοπή του όρθρου, εξαποστειλάριον και Δοξαστικόν ιδιόμελον της Κυριακής.
Αναστάσιμοι ύμνοι της Κυριακής του δευτέρου ήχου- Υμνολογική εκλογή Β. ήχου.
Κυριακή Γ’ Ματθαίου – ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ.

Κατηγορίες: Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.