Κυριακή Δ΄ Ματθαίου: Πιστεύεις; – Μακαριστού Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου.

Ματθ. 8, 5-13

«Και είπεν ο Ιησούς τω εκαττοντάρχω·
Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι»
(Ματθ. 8, 13)

Στα παλιά τα χρόνια, αγαπητοί μου, προτού έρθη ο Χριστός, υπήρχαν δούλοι. Τί ήταν δούλοι; Άνθρωποι ήταν φυσικά και αυτοί αλλά δεν τούς λογάριαζαν για ανθρώπους. Δικαιώματα ανθρώπου δεν είχαν. Κανένας νόμος δεν τους προστάτευε. Οι κύριοί τους τούς έκαναν ό,τι ήθελαν. Τους έβαζαν στις πιό βαρειές δουλειές. Έσκαβαν τα χωράφια, κουβαλούσαν πέτρες και λάσπη για να χτίζουν τ’ αφεντικά τα μέγαρά τους, δούλευαν με αλυσίδες στα πόδια στα μεταλλεία, στα κάτεργα, τραβούσαν κουπί στα πλοία, και πάλευαν με άγρια θηρία για να βλέπουν και να διασκεδάζουν οι κύριοί τους. Καμμιά πληρωμή δεν έπαιρναν για τις δουλειές που έκαναν. Η τροφή τους ήταν άθλια. Σπίτια δικά τους δεν είχαν. Αλλοίμονο δε αν το αφεντικό δεν ήταν ευχαριστημένο μαζί τους. Τους τιμωρούσε σκληρά. Τους χτυπούσε αλύπητα. Μπορούσε ακόμη και να τους σκοτώση, χωρίς να δώση λόγο σε κανένα. Όποτε ήθελε το αφεντικό, έπαιρνε το δούλο και τον πήγαινε στα σκλαβοπάζαρα, εκεί δηλαδή που πουλούσαν και αγόραζαν δούλους, όπως σήμερα πουλάνε και αγοράζουν ζώα.

***

Αλλά γιατί εδώ μιλάμε για δούλους; Διότι το Ευαγγέλιο, που ακούσαμε σήμερα, μιλάει κι αυτό για ένα δούλο, δούλο που υπηρετούσε σε κάποιο αφεντικό. Ο δούλος αυτός αρρώστησε κ’ έπεσε στο κρεβάτι. Η αρρώστια του ήταν σοβαρή. Το κορμί του παρέλυσε. Πονούσε πολύ. Ήταν πιά ένας δούλος άχρηστος, αν και ήταν νέος. Αυτόν τον άχρηστο δούλο τι περίμενε κανείς να τον κάνη ο κύριός του; Να δείξη ενδιαφέρον; Να τον πάη στους γιατρούς; ν’ αγοράση φάρμακα; Κάθε άλλο. Τέτοιο ενδιαφέρον, όπως είπαμε, δεν έδειχναν οι κύριοι των δούλων. Αδιαφορούσαν τελείως και τούς άφηναν να πεθάνουν.

Αλλά ο κύριος του σημερινού Ευαγγελίου ήταν πολύ διαφορετικός από τους άλλους κυρίους. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Δεν ήταν Ιουδαίος· ειδωλολάτρης ήταν. Δεν ήταν ιερεύς· αξιωματικός ήταν. Ο βαθμός του εκατόνταρχος, δηλαδή είχε το βαθμό που έχει σήμερα στο στρατό ο λοχαγός. Ήταν λοχαγός, που ανήκε όχι σ’ ένα μικρό κράτος, αλλά στο πιό ισχυρό κράτος, όπως ήταν τότε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Με τα όπλα ασχολούνταν. Σε άγριες μάχες και πολέμους θα είχε πάρει μέρος. Σκληρή καρδιά θα περίμενε κανείς να έχη ο εκατόνταρχος. Και όμως ούτε το αξίωμά του, ούτε η καταγωγή του, ούτε το άθλιο ειδωλολατρικό περιβάλλον που ζούσε κατώρθωσαν να επηρεάσουν τον εξαιρετικό αυτόν άνθρωπο. Μέσ’ στην καρδιά του ανθρώπου αυτού υπήρχε μιά σπίθα, μιά θεϊκή σπίθα. Αγαπούσε ο εκατόνταρχος το δούλο του. Αυτός έβλεπε το δούλο του σαν πλάσμα του Θεού. Δεν του επέτρεπε η συνείδησί του ν’ αδιαφορήση για τον άρρωστο δούλο του. Έδειξε λοιπόν ενδιαφέρον σαν να ήταν παιδί του. Και φάρμακα θα αγόρασε, και σε γιατρούς θα τον πήγε, και ό,τι μπορούσε θα έκανε.

Μα του κάκου. Ο δούλος δεν γινόταν καλά. Εξακολουθούσε να είνε παράλυτος, να πονάη. Και οι πόνοι του δούλου ήταν και πόνοι του εκατόνταρχου. Τι ευγενικός, τι εξαιρετικός άνθρωπος ήταν αυτός ο εκατόνταρχος! Ένα κομμάτι μάλαμα μέσα σε βουνό σκουριάς. Ένα αστέρι μέσα στο φοβερό σκοτάδι της ασπλαχνίας.

***

Ο εκατόνταρχος, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Χριστός βρίσκεται στην πόλι πού υπηρετούσε αυτός σαν φρούραρχος, δεν έχασε την ευκαιρία. Έτρεξε να συναντήση το Χριστό και να τον παρακαλέση για το δούλο του. Γιατί είχε ακούσει, ότι ο Χριστός κάνει θαύματα. Και να λοιπόν ο εκατόνταρχος μπροστά στο Χριστό.

Θαυμάστε τον. Με πόση ταπείνωσι στέκεται μπροστά στον Κύριο! Με πόση πίστι υποβάλλει την παράκλησί του, να κάνη ο Χριστός καλά το δούλο του!

-Θα έρθω στο σπίτι σου να τον θεραπεύσω, λέει ο Χριστός.

-Όχι, Κύριε, δεν είμαι άξιος για μιά τέτοια επίσκεψι. Κι από μακριά ακόμη, Κύριε, μπορείς να τον κάνης καλά. Όπως εγώ διατάζω τους στρατιώτες μου και κάνουν ό,τι τους πω, έτσι κ’ εσύ, Κύριε, μπορείς να διατάξης τις αρρώστιες και να φύγουν μακριά. Μικρή δε η δική εξουσία. Η δική σου πολύ μεγάλη. Φτάνει ένας λόγος σου Κύριε, για να τον θεραπεύση.

Ο Χριστός θαύμασε ακούγοντας τα λόγια του εκατόνταρχου. Είδε, ότι ο Ρωμαίος αυτός εκατόνταρχος είχε μιά πίστι μεγάλη. Μιά πίστι, πού δεν είχαν τα εκατομμύρια των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι έβλεπαν τα θαύματα που έκανε ο Χριστός, και όμως δεν πίστευαν, και οι άρχοντές τους τον μισούσαν και ήθελαν να τον θανατώσουν. Και ο εκατόνταρχος, που δεν ανήκε στον περιούσιο, στον εκλεκτό λαό του Θεού, να έχη τέτοια πίστι;

Ο Χριστός, αφού επαίνεσε τον εκατόνταρχο για τη μεγάλη του πίστι, θεράπευσε το δούλο. Τον θεράπευσε χωρίς να πάη στο σπίτι του εκατόνταρχου. Τον θεράπευσε από μακριά. Τον θεράπευσε με ένα μόνο λόγο του· «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. 8, 13).

***

Αχ, να είχαμε κ’ εμείς την πίστι αυτή του εκατόνταρχου! «Κύριε», είπε, «φθάνει ένας λόγος σου για να κάνη καλά το δούλο μου». Γιατί ο λόγος του Χριστού δεν είνε σαν τούς λόγους των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δεν μπορούν με το λόγο τους να κάνουν ό,τι έκανε ο Χριστός. Είνε αδύνατο. Χίλιες διαταγές να δώσουν στη φωτιά, η φωτιά δε θα σβήση. Χίλιες διαταγές να δώσουν στην αγριεμένη θάλασσα, η θάλασσα δεν θα γαληνέψη. Χίλιες διαταγές νά δώσουν στην άψυχη ύλη, η ύλη δεν μπορεί να ζωντανέψη και να βγή από αυτήν όχι άνθρωπο, όχι ζώο, όχι πουλί, αλλ’ ούτε μιά πεταλούδα, ούτε ένα μυρμήγκι. Ποιός τα έκανε όλα αυτά; Ο Χριστός. Πῶς; Με το λόγο του και μόνο. «Είπε, και εγενήθησαν» (Ψαλμ. 148, 5).

Και έχει ο λόγος του Χριστού τέτοια δύναμι, γιατί δεν είνε λόγος ανθρώπου, αλλ’ είνε λόγος του Θεού, που δημιούργησε το σύμπαν και ήρθε εδώ στη γή με σώμα ανθρώπινο, και εξακολουθεί να είνε παρών μέσα στην Εκκλησία του, που είνε το σώμα του. Ο Χριστός είνε η κεφαλή, η ανωτάτη αρχή και εξουσία. Ναί, μπροστά στο Χριστό, σαν στρατιώτες που περιμένουν διατααγές, στέκονται όλα τα στοιχεία της φύσεως, όλα τα δημιουργήματα, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, η θάλασσα, οι ποταμοί, οι άνθρωποι, οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι. Όλοι και όλα σ’ αυτόν υπακούνε, και αυτός κυβερνά το σύμπαν με τους φυσικούς και υπερφυσικούς νόμους. Και κάνει θαύματα στον ουρανό και στην γη. Και αν υπάρχουν άνθρωποι, που δεν τον πιστεύουν και δεν θέλουν να κάνουν το θέλημά του, σ’ αυτούς θα έχη εφαρμογή το «Όψονται εις ον εξεκέντησαν» (Ζαχ. 12, 10 [εβρ.]· Ιωαν. 19, 37).

Ο Χριστός, αγαπητέ μου, ο Χριστός είνε ο Κύριος, ο παντοδύναμος, ο πάνσοφος και πανάγαθος Θεός. Αυτό πίστευε ο εκατόνταρχος του σημερινού Ευαγγελίου. Αυτό πίστευαν χιλιάδες και εκατομμύρια πιστοί, άνδρες και γυναίκες, που με τη βοήθεια του Χριστού έκαναν θαύματα. Και ερωτώ· Πιστεύεις εσύ όπως ο εκατόνταρχος; Αν πιστεύης, δείξε κ’ εσύ την πίστι σου με την ταπείνωσι και με την αγάπη προς τον πλησίον, όπως την έδειξε ο εκατόνταρχος. Δείξε με έργα την πίστι σου. Και τότε θα δης κ’ εσύ στην ζωή σου σε χίλιες περιπτώσεις τη δύναμι του Χριστού και θ’ ακούς την παντοδύναμη φωνή του· «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. 8, 13).

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Μητροπολίτου Πρ. Φλωρίνης: Κυριακή. Σύντομα κηρύγματα επί των Ευαγγελικών περικοπών.
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός»

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Παράβαλε και:
Κυριακή δ Ματθαίου: Η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις τον εκατόνταρχον.
Κυριακή Δ΄ Ματθαίου: Η μεγάλη πίστη του εκατόνταρχου Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς.
Κυριακή Δ. επιστολών: Η Αποστολική Περικοπή της Θ. Λ., «Σεμίραμις», λόγος του αειμνήστου Μητρόπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.
Κυριακή δ. Ματθαίου: Ο Ιησούς θεραπεύει τον δούλο του εκατοντάρχου – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Κατηγορίες: Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.