Ακόμη κι ο Γκέκας είναι γελαστός -Ο Θύμιος ο κουδουνάς απο τα Σάλωνα-Ο Φουντούλης άρρωστος-Ο Κωστάκης μ’ ένα παπούτσι – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ακόμη κι ο Γκέκας είναι γελαστός.

Έφτασαν στις εννιά το βράδυ.
Είκοσι παιδιά έτρεξαν στο Φάνη και τον εσήκωσαν στα χέρια. Ήθελαν να μάθουν αμέσως που πήγε και τι είδε. Πως χάθηκε και πως βρέθηκε. Όλοι μαζί τον ερωτούσαν.
«Σιγά σιγά» είπε ο Φάνης. «Θα σας τα πω ύστερα».
-«Θα σας πούμε για τον Αράπη» είπε ο Μαθιός.
-«Πήγαμε στο σπίτι του και τον είδαμε».

-«Αυτό δεν είναι τίποτα» είπε ο Καλογιάννης. «είδαμε το μεθυσμένο μυλωνά. Είχε πιεί ένα αμπέλι κρασί».
-«Και ποιός σας άλεσε το αλεύρι;» ρώτησε ο Δημητράκης.
-«Το αλεύρι το άλεσε ο μύλος».
-«Ο μυλωνάς τί έκανε;».
-«Να τι έκανε». Ο Καλογιάννης έβγαλε το γελέκο του και παράστησε το μυλωνά, όταν προσπαθούσε να το φορέση. Όταν τραγούδησε και το
τούτη η γης που την πατούμε,
όλοι μέσα θενά μπούμε.
ήταν απαράλλαχτος ο Μπαρμπακούκης.
Τι γέλια έγιναν! Γελούσε κι ο Γκέκας. Έτσι έλεγαν τα παιδιά, πως γελούσε. Είχε κι αυτός το στόμα ανοιχτό, και σήκωνε το κεφάλι του, τάχα πως κουβέντιαζε κι αυτός, τάχα πως τα καταλάβαινε όλα με το νι και με το σίγμα˙ σα νάλεγε κι αυτός για το μυλωνά: «Χι, χι, χι, τον Μπαρμπακούκη!».
Ο Θύμιος ο κουδουνάς και τα Σάλωνα.
Απόψε μετά το φαγητό κάθισαν έξω, κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα. Άργησαν να κοιμηθούν απόψε˙ ήθελαν να χαρούν το Φάνη. Είπαν ένα τραγούδι, είπαν δεύτερο και τρίτο. Είπαν κι ένα παραμύθι.
Με το παραμύθι και με τη φωτιά σα χειμώνας ήταν.
«Απόψε έχετε μεγάλη χαρά» είπε ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα. «Σταθήτε να σας παίξω κι εγώ μια μουσική».
Να πούμε την αλήθεια δεν ήταν εκεί ο Θύμιος ο κουδουνάς˙ ήταν στα Σάλωνα. Μα έπαιζε τη μουσική του σα να ήταν εκεί. Γιατί ακούστηκε μακριά ένα κοπάδι πρόβατα με τα κουδούνια του, κι αυτά τα κουδούνια ήταν όλα από το εργαστήρι του Θύμιου.
Από κει ψωνίζει ο Γεροθανάσης.

«Άκου, άκου!» είπε ο Δημητράκης κι ο Γιώργος μαζί.
Κι άκουσαν όλοι τα κουδούνια. Από το χτύπο των κουδουνιών καταλαβαίνουν πως περπατούν τα πρόβατα, πως τινάζουν το κεφάλι για να κόψουν το χορταράκι, πως πάνε λίγα βήματα και στέκουν˙ πως βόσκουν, όλο βόσκουν.
Τραγουδούσαν τα βαθιά κουδούνια, τραγουδούσαν και τα ψηλά, όπως τους είχε πει ο κουδουνάς. Κι άκουαν τα βουνά……
Έτσι τα έφτιασε τα κουδούνια ο Μαστροθύμιος. Κάθε ένα με τη φωνή του.
Μέρες πολλές, εβδομάδες δούλευε στο εργαστήρι του γι’ αυτά τα κουδούνια. Τα έβαζε μέσα στο καμίνι του, ώσπου να γίνουν κόκκινα σαν κάρβουνα˙ τα σφυροκοπούσε στο αμόνι, πάλι τα έκαιγε, πάλι τα δούλευε με το σφυρί.
«Όχι, όχι, ακόμη δεν τραγούδησες» έλεγε. Κι όλο τα χτυπούσε, ώσπου τα έφτιανε όπως ήθελε.
«Εσύ θάχης τη φωνή σου και συ τη φωνούλα σου. Εσύ θα τραγουδής σαν κούκος, εσύ σα σταλαματιές νερό. Κι όλα μαζί θα λέτε το τραγούδι που ξέρω εγώ».
Όποιος πέρασε από τα Σάλωνα είδε το Θύμιο σκυμμένο στο εργαστήρι του. Τίμησε την τέχνη του˙ κανένας δεν τον πέρασε στη μαστοριά.
Έχει πολλούς καλφάδες. Στέλνει κουδούνια στον Παρνασσό, στο Βελούχι, στον Όλυμπο. Ποιός βιολιντζής μπορεί να μετρηθή με το Μαστροθύμιο που κάνει και τραγουδούν οι ράχες;
Ο Φουντούλης άρρωστος.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Φουντούλης δεν μπόρεσε να σηκωθή. Το χέρι του καίει κι ο σφυγμός του χτυπά δυνατά. Πρώτη φορά τους έτυχε αρρώστια εδώ ψηλά.
Ο Αντρέας κάθισε στο κρεβάτι του μικρού συντρόφου του και τον κοιτάζει λυπημένος. Το παιδί θέλει να πετάξη τα σκεπάσματα. Βυθίζεται λίγο σε ύπνο, τινάζεται και γυρίζει από το άλλο πλευρό. Διψά και θέλει νερό.
«Να πάμε να φέρωμε γιατρό» λέει ο Δήμος.
-«Πού να τον βρούμε;» ρωτά ο Αντρέας. «Γιατρό δεν έχει στο Μικρό Χωριό ούτε στην Πέτρα».
-«Να πάμε σε κανένα άλλο χωριό. Να πάμε κάτω στην πόλη».

Τη στιγμή που τα έλεγαν αυτά, φάνηκε ο κυρ Στέφανος. Έφερνε όπως πάντα το ταχυδρομείο των παιδιών, τα γράμματα που τους έστελναν οι δικοί τους. Μεγάλο θάρρος πήραν μόλις τον είδαν.
«Τί κάνετε, παιδιά; Τί κάνεις, Αντρέα;».
-«Ο Φουντούλης!» είπαν τα παιδιά.
-«Τί έκαμε ο Φουντούλης;».
-«Είναι άρρωστος».
Ο κυρ Στέφανος προχώρησε στην καλύβα κι έσκυψε απάνω στο παιδί˙ του έπιασε το χέρι και το μέτωπο. Ο Φουντούλης άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε.
«Τί αισθάνεσαι, Φουντούλη;» ρώτησε ο κυρ Στέφανος˙ σε πονεί πουθενά;».
-«Όχι».
-«Τίποτα κουλούρια μήπως έφαγες;».
-«Δεν έχω» είπε ο Φουντούλης.
-«Τίποτ’ άλλο βαρύ; Τίποτα ελαφρό;».
-«Όχι, ούτ’ ελαφρό».
-«Για πες μου, σκύβει και λέει κρυφά, μήπως έφαγες τίποτα αχλάδια άγρια;».
-«Λίγα» είπε ο Φουντούλης.
-«Λίγα; Ως πόσα;».
-«Όσα ήταν στην αχλαδιά».
-«Πότε έγινε αυτό;»
-«Προχτές» είπε ο Φουντούλης˙ «και χτες».
Ο κυρ Στέφανος βγήκε έξω και κάλεσε τον Αντρέα με το Φάνη και το Δήμο.
«Ο Φουντούλης, είπε, είναι πολύ αγαθό παιδί και τον αγαπούμε όλοι, μα ξέρετε το ελάττωμά του. Είναι λαίμαργος. Από δω και πέρα να τον προσέχετε. Σήμερα κι αύριο θα πίνη μόνο ζεστό˙ καμιά φασκομηλιά. Έχετε;».
-«Ού! Μας άφησε ο Μπαρμπακώστας ένα σακί».
-«Δυο μέρες λοιπόν ο Φουντούλης θα πίνη φασκομηλιά».
Τι ατυχία! Σε λίγη ώρα η Αφρόδω έστειλε μια πίτα.
Ο Κωστάκης μ’ ένα παπούτσι.
Ο Κωστάκης είναι μ’ ένα παπούτσι. Το άλλο το χάλασε χτες στο δρόμο που πήγαν για το Φάνη.
Ξεκαρφώθηκε όλο από κάτω και χάσκει. Ο Κωστάκης σέρνει το παπούτσι του σα να είναι κουτσός ή γέρος. Δεν μπορεί να κάμη πολλά βήματα˙ το παπούτσι ανοίγει και κάνει: κλάπ, κλάπ!
Σπουδαίο πράμα το παπούτσι… τι αξίζει ο μπαλωματής! Να περνούσε τώρα ένας… Ή να ερχόταν εκείνος ο μπαλωματής του Μικρού Χωριού! Θα χτυπούσε πάλι με τις γροθιές του τον αέρα και θα το έρραβε.

Φωνάζουν το Σπύρο μήπως έχει καμιά πρόκα. Ο Σπύρος πάντα κάτι έχει. Βελόνες, καρφιά, κάτι τέτοια τα μαζεύει.
«Σπύρο! Σπύρο! Έχεις καμιά πρόκα;»
-«Μεγάλη; Μικρή;» λέει ο Σπύρος. «Για παπούτσι, για ξύλο, για τί τη θέλεις;».
-«Το παπούτσι μου ξεκαρφώθηκε».
-«Τώρα να κοιτάξω».
-«Νάρθω κι εγώ;».
-«Όχι, να μην έρθης».
Ο Σπύρος δεν ήθελε να βλέπη κανείς άλλος το κουτί του. Το Σπύρο τον ήξεραν όλοι πως είναι σφιχτοχέρης. Ότι έχει το κρύβει, και μόνος αυτός το βλέπει.
Λένε πως έχει ένα κουτί με διάφορα πράματα μέσα. Αυτό το κουτί το βάζει σ’ ένα μέρος κρυφό στην καλύβα. Μόνα άμα λείπουν οι άλλοι το ανοίγει. Τί νάχη μέσα;

Ο Κωστάκης, καθώς είναι μ’ ένα παπούτσι, πλησιάζει στην πόρτα σιγά σιγά, χωρίς ν’ ακουστή. Βλέπει το Σπύρο να σηκώνη το στρώμα και να βγάζη ένα παλιό κουτί από λουκούμια. Το άνοιξε και το έψαχνε.
Κανένα παλιό και σκουριασμένο πράμα δεν έλειπε από μέσα. Εκεί ήταν το παλιό καρφί, η παλιά βελόνα, η παλιά πρόκα, η στραβή σακοράφα κι η χαλασμένη πένα, το ξερό καλαμάρι και το σπασμένο κουτάλι.
Ήταν κι ένα κλειδί από κουτί σαρδέλας, ένα τενεκεδένιο σκέπασμα, μισό ψαλίδι, ένα σίδερο που δε φαίνεται πια τι είναι, και άλλες τέτοιες σκουριές.
«Σπύρο!» του φώναξε ο Κωστάκης.
Ο Σπύρος γύρισε έξαφνα. Όταν τον είδε του κακοφάνηκε.
«Έλα, το είδα το κουτί σου» λέει ο Κωστάκης.
-«Και τί είδες;»
-«Είδα τ’ αρχαία πούχεις! Για να τα δω κι από κοντά».
Ο Σπύρος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
«Γι’ αυτό λοιπόν, Σπύρο, περπατείς όλο σκυμμένος, για να βρίσκης αυτά; Πού είναι οι πρόκες;».
Ο Σπύρος έδειξε πέντε πρόκες σκουριασμένες.
«Για να τις πάρης, είπε, θα μου δώσης μια πένα της χήνας».

Ο κυρ Στέφανος είπε ύστερα στα παιδιά: «Ξέρετε την κίσσα;».
-«Όχι».
-«Είναι ένα πουλί που μοιάζει με το Σπύρο. Η κίσσα μαζεύει πράματα που δεν της χρειάζονται˙ ότι βρη: βελόνες, κουτιά, καρφιά, τενεκεδάκια, ακόμα και δεκάρες. Αυτά πάει και τα κρύβει σε μέρος πολύ μυστικό, σα να πούμε στη σκεπή του σπιτιού˙ σε μια τρύπα που δεν πέφτει μάτι ανθρώπου».
-«Και τί τα κάνει;» ρωτά ο Γιώργος.
-«Τίποτα, τί θέλεις να τα κάμη; Μόνο έχει τη μανία να τα μαζεύη. Καμιά φορά προσπαθεί να τραβήξη και βαριά ρούχα.
»Κι ο Σπύρος κάνει τη δουλειά της κίσσας!
»Απ’ όσα έχει μέσα στο κουτί, κανένα δεν του είναι χρήσιμο».

Ο Κωστάκης, σκυμμένος μ’ ένα σφυρί, προσπαθούσε να καρφώση το παπούτσι του με τις πέντε πρόκες του Σπύρου. Μόλις το κάρφωσε και το φόρεσε, κλαπ! Άνοιξε κι έχασκε όπως πρώτα. Οι πρόκες του Σπύρου ήταν άχρηστες.
Ο Κωστάκης ήταν πια μ’ ένα πόδι… Τα πέντε παιδιά, τέσσερα κι ο Γκέκας πέντε, πήραν το παπούτσι του Κωστάκη και τράβηξαν για το Μικρό Χωριό. Το βράδυ το έφεραν διωρθωμένο.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.