Την 10ην Μαΐου 1973 εδολοφονήθη η υπέρ της Εκκλησίας αναγεννητική προσπάθεια – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Το εκκλησιαστικόν «κατεστημένο» είχε κερδίσει την μάχην ήδη από την ημέραν, κατά την οποίαν η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας εις την Συνέλευσιν της 10ης Μαΐου 1973 είχε εκλέξει νέαν Ιεράν Σύνοδον. Η εκλογή εκείνη, κατ΄ουσίαν, εσήμαινε τελείαν ανατροπήν του μέχρι τότε επιτελεσθέντος έργου, θα έπρεπε δε να είχα υποβάλει την παραίτησίν μου την επομένην εκείνης της εκλογής. Διότι η νέα Σύνοδος απετελείτο αποκλειστικώς από μέλη της λεγομένης «πρεσβυτέρας Ιεραρχίας», τα οποία κατά το πλείστον δεν είχαν ευνοϊκάς διαθέσεις έναντι του επιτελουμένου μέχρι τότε αναγεννητικού έργου της Εκκλησίας. Παρά ταύτα, δεν υπέβαλα τότε την παραίτησίν μου με την αμυδράν έστω ελπίδα πρώτον, ότι θα κατώρθωνα να επιτύχω την μετά της νέας Ιεράς Συνόδου συνεργασίαν και δεύτερον ότι ίσως επήρχετο νέα μεταβολή εις την σύνθεσιν της Ιεράς Συνόδου, κατόπιν αποφάσεων του Συμβουλίου Επικρατείας, εις το οποίον είχαν καταφύγει ένιοι Μητροπολίται.

Δυστυχώς όμως δια την Εκκλησίαν, η νέα Σύνοδος ήδη από της πρώτης συνεδρίας της έδειξεν, ότι ουδεμίαν πρόθεσιν είχε να συνεργασθώμεν και να αντιμετωπίσωμεν από κοινού τα απασχολούντα την Εκκλησίαν ζητήματα. Αρκεί να αναφέρω, ότι δια τον καταρτισμόν των Μονίμων Συνοδικών Επιτροπών τα μέλη της Ιεράς Συνόδου συνήλθαν εις ιδιαιτέραν σύσκεψιν, από την οποίαν απέκλεισαν όχι μόνον εμέ, αλλά και τρεις άλλους Μητροπολίτας, οι οποίοι εθεωρούντο ως φιλικώς προς εμέ διακείμενοι. Κατά την σύσκεψιν εκείνην απεφάσισαν πως θα καταρτισθούν αι Επιτροπαί και κατά την επομένην ημέραν, κατά την συνεδρίαν της Ιεράς Συνόδου, έφεραν τον κατάλογον των προσώπων συμπεπληρωμένον. Το δε χειρότερον είναι, ότι δεν είχαν καν την λεπτότητα να μη ομιλήσουν περί της συσκέψεως κατά πρόσωπον τόσον εμού, όσον και των λοιπών συνοδικών των μη μετασχόντων εις αυτήν.

Εν συνεχεία, μετεχειρίσθησαν κάθε μέσον δια να καταρρακώσουν το κύρος μου και να με αναγκάσουν να παραιτηθώ. Επί παραδείγματι, εις αλλεπαλλήλους συνεδριάσεις επί ώρας ολοκλήρους συνεζήτουν, δια να αποδείξουν, ότι έπρεπε να θεωρούμαι παρατημένος ήδη από της 25ης Μαρτίου 1973, εφ’ όσον είχα υποβάλει τότε παραίτησιν, την οποίαν, ψευδώς ισχυρίζοντο, ότι δεν είχα ανακαλέσει. Το χειρότερον όμως ήτο, ότι, επικουρούμενοι από ωρισμένα δημοσιογραφικά όργανα, εις τα οποία διωχέτευαν τα εν τη Συνόδω συζητούμενα είχαν αρχίσει μίαν συστηματικήν δυσφημιστικήν εκστρατείαν τόσον έναντι εμού προσωπικώς, όσον και κατά του μέχρι τότε επιτελεσθέντος εν τη Εκκλησία έργου, ούτω δε εσκανδάλιζαν πολλούς.

Δι’ αυτό, ότε μετά την αρνητικήν απόφασιν του Συμβουλίου Επικρατείας εξέλιπε πλέον και η τελευταία ελπίς βελτιώσεως των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων και απεδεικνύετο, ότι υπό τας διαμορφωθείσας νέας συνθήκας ήτο αδύνατον να επιτελεσθή το έργον, το οποίον είχα χάριν της Εκκλησίας επωμισθή, απεφάσισα όπως υποβάλω την από της ενεργού υπηρεσίας παραίτησίν μου και επιμείνω ανενδότως εις αυτήν.

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.