Οι μεταξοσκώληκες.

Βρισκόμαστε στην αρχή του Μαΐου. Η μικρή κοιλάδα, η κατάφυτη από μουριές κι άλλα οπωροφόρα δέντρα, έχει ζωηρή κίνηση. Νομίζει κανείς, πως έχει γύρω του μια μεγάλη μυρμηγκοφωλιά.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά ανεβασμένοι στα δέντρα μαζεύουν τα μουρόφυλλα τις πρωινές και τις απογευματινές ώρες, γιατί δεν πρέπει να είναι ούτε δροσισμένα από τη νύχτα ούτε ζεσταμένα από το μεσημέρι. Άλλοι οδηγούν τ’ άλογα φορτωμένα με τα μουρόφυλλα μέσα σε σακκιά για το χωριό, που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού. Τα παιδιά αρπάζουν την ευκαιρία ν’ ανεβούν και σε κάποιαν αγριομουριά, για να φαν τα νοστιμώτατα μούρα της. Οι μητέρες πολλές φορές τους φωνάζουν να μην παραφάν, γιατί θα χαλάσουν το στομάχι τους. και το τραγούδι ακούεται χαρούμενο, χωρίς η εργασία να σταματάη ούτε στιγμή.
Μέσα στα σπίτια δε βρίσκουν ησυχία. Μόλις κατορθώνουν και κοιμούνται λίγες ώρες τη νύχτα. Τα κουκούλια είναι τώρα «της μεγάλης», έχουν δηλαδή αλλάξει το τέταρτο και τελευταίο πουκάμισό τους. Από μικροσκοπικά μαμουδάκια, που πρωτοβγήκαν από τον κουκουλόσπορο, είναι τώρα κάτι σκουλήκια σχεδόν σαν το μικρό δάκτυλο του χεριού. Κάθε οκταήμερο άλλαζαν κι από ένα πουκάμισό τους. Κι έτσι από μαμούδι έγιναν ασπράδι, δευτεράκι, τριτάκι, και τώρα «της μεγάλης». Στην αρχή μόνη η γιαγιά επαρκούσε να μαζεύη τα μπουμπούκια και να τρέφη τα λίγα «καρτέλια», όπου είχαν βάλει το μαμούδι. Σιγά σιγά όμως στήθηκαν οι «καλαμωτές», λίγες στην αρχή, εφτά τώρα για το κάθε κουτί τον κουκουλόσπορο των 25 γραμμαρίων.
Μερικές πολυμελείς οικογένειες τρέφουν και πέντε και επτά κουτιά κουκουλόσπορο. Έχουν δηλαδή στήσει τριάντα πέντε ή σαράντα εννέα καλαμωτές. Και για το κάθε κουτί χρειάζονται εφτακόσιες ως οχτακόσιες οκάδες μουρόφυλλα. Κι από αυτά οι πεντακόσιες και εξακόσιες οκάδες θα ξοδευτούν το τελευταίο οκταήμερο. Έχουν δίκιο λοιπόν ο κουκουλοτρόφοι να λένε, πως «δεν αδειάζουν να φάνε ψωμί». Μάζεμα των φύλλων, τέσσερα ταΐσματα το εικοσιτετράωρο, διατήρηση της καθαριότητας και της σταθερής θερμοκρασίας, τους απασχολούν όλη τη μέρα, πολλές ώρες τη νύχτα.
Αν σε καμιά οικογένεια δεν προσέξουν το κουκούλι είτε από τεμπελιά είτε από άγνοια, παν οι κόποι τους χαμένοι. Αν δεν τα αραιώσουν αρκετά ή αν δε βγάλουν την «αφουσιά», τα υπολείμματα δηλαδή της τροφής τους, ξαφνικά τα βλέπουν να αδιαθετούν και σε λίγο να κιτρινίζουν και να ψοφούν.
Αλλοίμονο στη νοικοκυρά, που θα ταίση το κουκούλι της με νοτισμένα ή αναμμένα φύλλα. Αν είναι ο καιρός ακατάστατος, με το κρύο πρέπει ν’ ανάβη το τζάκι και να θερμαίνη το σπίτι, με τη ζέστη πρέπει ν’ ανοίγουν τα παράθυρα. Αν είναι καλός ο καιρός, τότε είναι πιο ασφαλισμένη η κουκουλοπαραγωγή.
Οι χωριάτες έχουν και τα προγνωστικά τους για τα κουκούλια. Προσέχουν τον καιρό άλλοι του Ευαγγελισμού και άλλοι τη Μεγάλη Παρασκευή. Αν είναι ξαστεριά ή αν ταξιδεύον τα σύννεφα στον ουρανό, τα κουκούλια θα φάνε όλα τα φύλλα κι οι άνθρωποι θα τρέχουν σαν τα σύννεφα να τα μαζεύουν. Θα έχουν δηλαδή καλή κουκουλοπαραγωγή. Αν όμως είναι τα σύννεφα ακίνητα ή αν βρέχη, τα φύλλα θα μείνουν αφάγωτα κι οι άνθρωποι δε θα τρέχουν να τα μαζέψουν. Θα έχουν δηλαδή κακή παραγωγή.
Από αρκετές μέρες έχουν μαζέψει από το λόγγο το «κλαδί», ένα είδος θυμαριού. Το ξέραναν, τίναξαν τα ξερά του φύλλα και στοιβαγμένο το έχουν έτοιμο για το «κλάδωμα», που θα γίνη στο τέλος του οκταημέρου. Τότε θα το βάλουν σε σταυρωτές σειρές από τη μια καλαμωτή ως την άλλη, καθώς είναι τοποθετημένες επανωτά στη «στασιά». Τα σκουλήκια θα έχουν γίνει «μεταξάδες», δε θα έχουν πια όρεξη για φαί και θ’ αναζητούν θέση, για να πλέξουν τα κουκούλια τους.
Όταν αποτελειώση το «κλάδωμα», θα βάλουν αυγά στις καλαμωτές και θα ρίξουν χαλίκια στα κεραμίδια. Αυτά σημαίνουν, πως εύχονται οι κουκουλοτρόφοι να γίνουν τα κουκούλια μεγάλα σαν αυγά και να τρέξουν οι «μεταξάδες» να ανέβουν στο κλαδί, όπως τρέχουν τα κατσίκια να βοσκήσουν, όταν τα πετροβολήση ο βοσκός. Γιατί, ενώ πάνε όλα καλά ως αυτή την ώρα, καμιά φορά δυστυχώς αρρωσταίνουν ξαφνικά οι «μεταξάδες» και παν κόποι κι έξοδα χαμένα.
Τι χαρά στα σπίτια και σε όλο το χωρίο, όταν είναι πετυχημένα τα κουκούλια κι έρθη το τρύγημα δέκα πέντε μέρες έπειτα από το κλάδωμα. Τη μια μέρα στο ένα σπίτι, την άλλη στο άλλο, γέλια και τραγούδια συνοδεύουν την ευχάριστη και ξεκούραστη τώρα εργασία του τρυγήματος. Οι νοικοκυραίοι λογαριάζουν πόσες οκάδες θα πουλήσουν και πόσα χρήματα θα εισπράξουν. Οι νοικοκυρές σκέπτονται πόσες οργυιές κουκουλάρικο ή μεταξωτό θα υφάνουν. Μικροί και μεγάλοι θα φορέσουν ωραία καλοκαιρινά ρούχα και τα κορίτσια θα φτιάξουν ωραία σεντόνια κι εργόχειρα με το μεταξωτό πανί.
Πολλά χωριά της Δυτικής Θράκης και της Πελοποννήσου έχουν τα κουκούλια για το σπουδαιότερο εισόδημά τους. και στην Αθήνα από αρκετά χρόνια έχουν γίνει μερικά εργοστάσια μεταξωτών, που τα θαυμάζουν κι οι ξένοι για τη στερεότητα και τους θαυμάσιους χρωματισμούς τους. Πολλοί Ευρωπαίοι κι Αμερικανοί περιηγηταί, όταν γυρίζουν τις πατρίδες τους, αγοράζουν ελληνικά μεταξωτά. Τελευταία άρχισαν να λειτουργούν στην πατρίδα μας και σηροτροφικές σχολές, όπου μπορεί κανείς να μάθη πώς να καλλιεργή επιστημονικά τα κουκούλια. Κι όσοι κουκουλοτρόφοι φοιτούν σε τέτοιες σχολές είναι πιο ασφαλισμένοι, πως θα κερδίζουν κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα.
Γεώργιος Καλαματιανός.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Γενικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.