Η Κρητική επανάσταση του 1897: Οι αντιδράσεις Βάσσου και βασιλιά Γεωργίου και, ο Βάσσος ανακοινώνει κατάληψη της Κρήτης – Δημητρίου Θαλασσινού.

Οι αντιδράσεις Βάσσου και βασιλιά Γεωργίου.

Όλοι πλέον ζητούσαν την αποστολή στρατού για την κατάληψη και απελευθέρωση του νησιού. Ο πρωθυπουργός υπέκυψε και ζήτησε από τον Βασιλιά την άμεση αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο που μια τέτοια ενέργεια ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο βασιλιάς αντιστάθηκε, χαρακτηρίζοντας την αποστολή στρατού ως «ληστοπραξία». Ο Δηλιγιάννης όμως επέμεινε φοβούμενος ενδεχόμενη εξέγερση του λαού αν ματαιωνόταν η αποστολή και τελικά αποφασίστηκε η αποστολή μεικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, έναν λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια πυροβολαρχία, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου.

Ο ιστορικός Γεώργιος Ασπρέας υποστηρίζει ότι ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε ο βασιλιάς, αλλά ούτε και ο ίδιος ο συνταγματάρχης Βάσσος ήθελαν την αποστολή του εκστρατευτικού σώματος, φοβούμενοι την πρόκληση πολέμου με την Τουρκία. Ο Ασπρέας υποστηρίζει πως όταν ο Γεώργιος Α’ κάλεσε τον Βάσσο να του ανακοινώσει την αποστολή του στην Κρήτη, ο τελευταίος εξέφρασε ζωηρές αντιρρήσεις προς τον βασιλιά, χαρακτηρίζοντας την «ως λίαν επικίνδυνον περιπέτειαν».

Στις αντιρρήσεις αυτές ο βασιλιάς απάντησε: «Με εκβιάζουν και με καθιστούν συνένοχο πράξεως, ήτις θα μας οδηγήσει εις καταστροφάς». Όταν ο Βάσσος παρατήρησε στον βασιλιά πως έπρεπε να παύσει τον Δηλιγιάννη από πρωθυπουργό, ο Γεώργιος του απάντησε: «Θα τον έπαυα, αν είχα που να στηριχθώ. Η αντιπολίτευσις είναι χειροτέρα από την κυβέρνησιν, όλοι θα στραφούν εναντίον μου, διότι όλοι με συκοφαντούν. Αυτή η Εθνική Εταιρεία εμέθυσε τον λαόν και μας σπρώχνει όλους εις την καταστροφήν».

Ο Βάσσος ανακοινώνει κατάληψη της Κρήτης.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές, η Ελλάδα επενέβη δυναμικά στην Κρήτη στέλνοντας αποβατικό σώμα από 1.200 στρατιώτες και αξιωματικούς για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους ατάκτους. Τελικά το εκστρατευτικό σώμα απέπλευσε από τον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου επιβαίνουν στον ατμομυοδρόμωνα «Αλφειός», το επίτακτο «Ιωνία» και δύο άλλα πλοία. Την ίδια όμως μέρα που απέπλεε το τορπιλοβόλο με τον πρίγκιπα Γεώργιο και η δύναμη του μεικτού αποβατικού σώματος 1.200 αξιωματικών και οπλιτών υπό τον Βάσσο, μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού, που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Αντρίεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπραχ) και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), που είχαν καταπλεύσει στην Κρήτη, αποβίβαζαν στα Χανιά αγήματα 50 έως 100 ανδρών ανά εθνικότητα υπό Ιταλό πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους,
απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση.

Αμέσως μετά, οι σημαίες των παραπάνω Μεγάλων Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε το ελληνικό μεικτό απόσπασμα του Βάσσου υπό τις συνθήκες αυτές αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αποβιβαστεί στη θέση Κολυμπάρι (24 χιλιόμετρα δυτικά των Χανίων).

Την επομένη (2 Φεβρουαρίου) ο συνταγματάρχης Βάσσος από τη Μονή Γωνιές (βορείως του Κολυμπαρίου) εξέδωσε εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων προκήρυξη προς τον κρητικό λαό, με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ αποφασίστηκε την επομένη σε συνεργασία και με τον ναύαρχο Ράινεκ η κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας παραλιακή οδό, ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής συνάντησε τον Έλληνα συνταγματάρχη και του επέδωσε μήνυμα – εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη είχε τεθεί υπό την προστασία των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει να απόσχει κάθε πολεμικής επιχείρησης, το δε μεικτό απόσπασμα να παραμείνει εκεί που βρίσκεται χωρίς να προβεί σε καμία πολεμική ενέργεια. Στις 7 Φεβρουαρίου όμως ο Βάσσος άρχισε την επίθεσή του, κατέλαβε τα χωριά Βουκολιές, Λιβάδια και Πύργο Αγιάς, κατανίκησε δύναμη 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού στρατού και σκότωσε τουλάχιστον 500 από αυτούς.

Έπειτα από αυτές τις μάχες, το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα παρέμεινε στην Κρήτη έως τα τέλη Απριλίου, οπότε και ανακλήθηκε για να διευκολυνθούν οι μεσολαβητικές προσπάθειες των Μεγάλων Δυνάμεων για τη σύναψη ανακωχής.

Στις 18 Φεβρουαρίου οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση, με την οποία της κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρηθεί στην Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου, αλλά φρόντισαν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ένωσης της νήσου με την Ελλάδα. Έθεσαν μάλιστα στην Ελλάδα μια προθεσμία έξι ημερών, προκειμένου να αποσύρει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε με αυτή τη λύση, αλλά η ελληνική κυβέρνηση την απέρριψε. Η αντιπολίτευση και η Εθνική Εταιρεία υποκίνησαν οχλοκρατία στους δρόμους, η οποία απειλούσε την κυβέρνηση με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, αν δεχόταν τη λύση της αυτονομίας κι έτσι την υποχρέωναν να ζητήσει την ένωση της Κρήτης στον εθνικό κορμό κατόπιν δημοψηφίσματος.

Η Αθήνα απάντησε στη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων με την πρόσκληση τεσσάρων κλάσεων εφέδρων και μίας κλάσης «εργατών της θάλασσας». Στο εξωτερικό άρχισαν επίσης να εκδηλώνονται αισθήματα συμπάθειας υπέρ των Κρητών, με αποτέλεσμα να αρχίσει κάποια μεταστροφή στη στάση των ναυάρχων που είχαν εφαρμόσει τον ναυτικό αποκλεισμό της Κρήτης. Παρ’ όλα αυτά οι συμπλοκές στο νησί συνεχίστηκαν.

Από το βιβίο: Η Κρητική επανάσταση του 1897, του Δημητρίου Θαλασσινού.

Ο Δημήτριος Θαλασσινός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και θεολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών και διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ Πάτρας. Έχει γράψει πολλά άρθρα, κυρίως για το Βυζάντιο αλλά και για την εποχή της Αναγέννησης. Συνεργάτης των περιοδικών «Εικονογραφημένη Ιστορία» και «Ιστορικά Θέματα». Είναι Πατέρας της Άννας Μαρίας.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη

(Συνεχίζεται.)

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.