Ο Εσπερινός- Απόδειπνο – Η Λειτουργία- Ο γάμος της Αφρόδως – Ο Γκέκας έκαμε ό,τι έπρεπε – Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Ο εσπερινός.
Στις έξι το δειλινό σήμανε η καμπάνα.
Ο Φάνης μπήκε στην εκκλησία και στάθηκε με μια γωνιά, κοντά σε στύλο.
Εκεί ήρθαν ύστερα και τ’ άλλα παιδιά. ο κυρ Στέφανος ανέβηκε σ’ ένα στασίδι. Η εκκλησία ήταν σκοτεινή κι είχε μια ευωδιά σαν από βάγια.
Ο Φάνης έβλεπε στους τοίχους και στο θόλο παλιές ζωγραφιές αγίων. Το πρόσωπό τους ήταν μαυρισμένο από την πολυκαιρία, μα το φωτοστέφανο που είχαν γύρω στο κεφάλι τους έλαμπε.
Πρώτος μπήκε μέσα ο πιο γέρος απ’ όλους τους καλογέρους, ο πάτερ – Ιωσήφ, σκύβοντας τη ράχη και τρέμοντας στα πόδια του. Μ’ όλα τα γερατειά του πέρασε απ’ όλες τις εικόνες και τις ασπάστηκε, τη μία κοντά στην άλλη, κατά την τάξη των αγίων, κρυφοψέλνοντας το τροπάρι του καθενός. Έπειτα σύρθηκε στο στασίδι του αριστερού ψάλτη και κάθισε με πολύν κόπο.
Ο πάτερ Γαβριήλ, ο λειτουργός, άνοιξε αλαφρά τη δεξιά πόρτα του ιερού, που είχε ζωγραφισμένο τον αρχάγγελο με το αστραφτερό σπαθί, και μπήκε μέσα. Φόρεσε το πετραχήλι του και είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».

Τότε άρχισε ο εσπερινός.
Έμπαινε στην εκκλησία κάθε τόσο ένας καλόγερος πολύ σιγά, σα να ήταν μια σκιά, και πήγαινε σ’ ένα στασίδι. Εκεί πια στεκόταν ακίνητος, σαλεύοντας μόνο κάποτε το χέρι για να σταυροκοπηθή.
Ο πάτερ Αμβρόσιος ο αγιορείτης, που είχε τη λιγερή φωνή και ήξερε την ψαλτική απ τα παλιά βιβλία, έψελνε χωρίς να κουνά καθόλου το κεφάλι ούτε το χέρι. Το έλεγε ασάλευτος, σαν κολόνα της εκκλησίας, γιατί έτσι ψέλνουν στο Άγιον όρος. Από το αριστερό απαντούσε ο πάτερ – Ιωσήφ. Μόλις ακουόταν η φωνή του.

Άμα ο παπάς είπε την τελευταία ευχή, οι καλόγεροι κατέβηκαν από τα στασίδια τους, σταυροκοπήθηκαν και βγήκαν από την εκκλησία ένας ένας.
Τελευταίος έμεινε ο πάτερ – Ιωσήφ, κι άρχισε πάλι, τρέμοντας στα πόδια του, να προσκυνά τις εικόνες με τη σειρά τους. Αφού έκαμε ώρα πολλή να τις ασπαστή, βγήκε αργοπατώντας και κρυφολέγοντας τους ψαλμούς μέσα στα χείλη του.
Από την εκκλησία τράβηξε πέρα στο περιβόλι, βρήκε την άσπρη γίδα του δεμένη στα φράχτη, και της έδωσε να φάη ένα δροσερό κλαράκι. Έπειτα πήγε και κλείστηκε στο κελί του.
Απόδειπνο.
Το βράδυ μετά το φαγητό οι αυλόπορτες του μοναστηριού έκλεισαν με βαριά σίδερα. Μα πάλι χτύπησε η καμπάνα.
«Είναι άλλος εσπερινός αυτός» είπε ο κυρ Στέφανος στα παιδιά. «Είναι το απόδειπνο».
-«Δεν το έχομε στις δικές μας εκκλησιές» είπε ο Φάνης.
-«Στον κόσμο αυτά δε γίνονται» είπε ο ηγούμενος˙ «στα μοναστήρια όμως είναι αλλιώς κανονισμένο. Εμείς οι καλόγεροι μια δουλειά έχομε, την προσευχή».
Πάλι οι καλόγεροι μπήκαν στην εκκλησία, όλοι, ως κι ο πάτερ Ιωσήφ.
Στο στασίδι ένας καλόγερος διάβαζε ψαλμούς ώρα πολλή…
Η εκκλησία ήταν κατασκότεινη. Άλλο φως δεν είχαν μέσα παρά μόνο ένα κερί, εκείνο που κρατούσε ο καλόγερος για να βλέπη στο βιβλίο.
Καθώς διάβαζε, τα παιδιά έβλεπαν την όψη του να φέγγη από το κερί με κόκκινο και ζωηρό φως, σα να καίγεται.
Η λειτουργία.
Στη λειτουργία της άλλης ημέρας, που ήταν Κυριακή, ξύπνησαν και πήγαν από τη νύχτα ακόμη. Άκουσαν τον όρθρο. Γαλάζιο φως φάνηκε την αυγή από τα παράθυρα κι έδιωξε το σκοτάδι της εκκλησίας.
Όταν ύστερα μπήκε ο ήλιος, η λειτουργία έγινε πιο ωραία. Ο παπά – Γαβριήλ λειτουργούσε αργά, σιγόφωνα και με τάξη. Ο πάτερ Σεραφείμ κι ο πάτερ Αγάπιος κι ο πάτερ Δανιήλ στα στασίδια τους, κρατώντας τα μακριά κομπολόγια, έλεγαν πότε και πότε κανένα τροπάρι. Όταν ο πάτερ Αμβρόσιος έψαλε το χερουβικό, τι γλυκά που ψήλωσε η φωνή του! Οι καλόγεροι και τα παιδιά σκύβοντας προσκυνούσαν τα άγια, που έβγαιναν αργά.
Εκείνη τη στιγμή θαρρούσες πως τα εικονίσματα ακούνε χαρούμενα την ψαλμωδία. Ο Φάνης ένιωθε πως η ψυχή του πετούσε μαζί με τα ελαφρά σύννεφα, που έβγαιναν από το θυμιατήρι…
Αμέσως, άμα πήραν το αντίδωρο, ο κυρ Στέφανος με τα παιδιά ασπάστηκαν τις εικόνες, φίλησαν το χέρι των πατέρων και ξεκίνησαν.
Είχαν να κάμουν πολύ δρόμο για να γυρίσουν στις καλύβες. Έφευγαν όλα ευχαριστημένα και στο δρόμο θυμόνταν ακόμη τη λιγερή φωνή του πάτερ Αμβρόσιου.
Από πέρα γύρισαν και είδαν άλλη μια φορά το μοναστήρι. Φαινόταν άσπρο σπιτάκι μέσα σε δέντρα ήσυχα, μακριά από τον κόσμο.
Ο γάμος της Αφρόδως.
Έρχεται το συμπεθερικό. Έρχεται στ’ άλογα με τα κόκκινα και με τα πράσινα κιλίμια……
Μπροστά είναι ο παπάς με τ’ άσπρα γένια. Είναι και το φλάμπουρο με μήλο κόκκινο στην κορυφή.
Ακολουθεί ο νουνός, ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι˙ οι άντρες με την κάτασπρη φουστανέλλα, οι γυναίκες με τα φλουριά στο στήθος.
Όλα τα παιδιά είναι καλεσμένα στο γάμο. Ξεκίνησαν μαζί με τον κυρ Στέφανο και πάνε στις βλάχικες καλύβες.

Μέσα σε μια καλύβα οι γυναίκες και τα κορίτσια στολίζουν τη νύφη. Όλη την ώρα που τη στολίζουν, τα βιολιά έπαιζαν λυπητερό σκοπό.
Άμα τελείωσε το στόλισμα, ζήτησαν ένα παιδί να φορέση της νύφης τ’ άσπρο παπούτσι, που της το έφερε ο γαμπρός. Πρέπει να έχη και μάνα και πατέρα το παιδί που θα κάμη αυτό.
Πήραν το Φουντούλη. Αυτός έχει και μάνα και πατέρα και γιαγιά και παπού˙ κι έχουν όλοι γερά δόντια.
Έσκυψε και φόρεσε στη νύφη τα παπούτσια της, κι η νύφη τον εφίλησε στα κόκκινα μάγουλά του.
Το απόγευμα έγιναν τα στεφανώματα. Ο παπάς διάβασε πολλές ευχές από ένα βιβλίο, που ήταν γεμάτο κεριά. Έψελνε ο παπάς κι ο ψάλτης, και βοηθούσε κι ο Γεροθανάσης λίγο.
Τα έχει ακούσει πολλές φορές ο Γεροθανάσης. Τόσες κόρες κι εγγονές πάντρεψε, που κοντεύει να τα μάθη απέξω.
Απάνω στο στεφάνωμα ο νουνός έρριξε στις πλάτες της νύφης και του γαμπρού ένα τριανταφυλλί μεταξωτό ύφασμα.

Το βράδυ έστρωσαν το τραπέζι απέξω από τις καλύβες. Η νύφη κάθισε στο ένα μέρος με τις συμπεθέρες μαζί, και στο άλλο οι άντρες.
Τα πρώτα ξαδέρφια της νύφης κι ο Λάμπρος μαζί έφερναν το φαγητό και κερνούσαν το κρασί.
Όταν ο παπάς σήκωσε τα χέρια κι έσιαζε το καλημαύχι του, σώπασαν όλοι, γιατί κατάλαβαν πως θα πη το τροπάρι. Και τότε ο γέρος ο παπάς από το Περιστέρι, με τ’ άσπρα γένια, του έψαλε ωραία με δυνατή φωνή τον ύμνο της Θεοτόκου.

Έπειτα ήρθε η σειρά του Γεροθανάση να τραγουδήση.
Πάντα στους γάμους του σπιτιού του λέει το πρώτο τραγούδι ύστερ’ από το τροπάρι.
Ο τσέλιγκας, κρατώντας το άσπρο κεφάλι του ακίνητο, είπε σιγά και σοβαρά τούτο το τραγούδι:
Ένας γέρος γέροντας,
κι ουδέ τόσο γέροντας,
εκατόν εννιά χρονών,
πότιζε το γρίβα του.
Τα βουνά τριγύριζε
και τα δέντρα κοίταζε.
«Σεις βουνά, ψηλά βουνά,
τώρα με την άνοιξη
δε με ξανανιώνετε
μένα και το γρίβα μου,
όπως ξανανιώνονται,
και καινούρια γίνονται
τούτα τα χαμόδεντρα,
τα χιλιόχρονα κλαριά,
να γινόμουν κι εγώ νιος,
όπως ήμουν μια φορά;
Ο παπάς, καθώς άκουε πως ο Γεροθανάσης ήθελε να ξανανιώση, τον κοίταζε και χαμογελούσε.

Ύστερα οι συμπεθέροι της νύφης τραγούδησαν τούτο το τραγούδι:
Πουλάκι κλαίει στον ποταμό,
κι εγώ έτυχε και διάβαινα.
εστάθηκα και το ρωτώ:
«Τί έχεις και κλαις πουλάκι μου;»
-«Εχτές ήμουν στη μάνα μου,
κι απόψε στο πεθερικό».

Κι οι συμπεθέροι πάλι του γαμπρού τραγούδησαν:
Έβγα, κυρά και πεθερά,
για να δεχτής την πέρδικα,
για να δεχτής την πέρδικα
που περπατεί λεβέντικα.

Για ιδέστε την, για ιδέστε την,
ήλιο, φεγγάρι πέστε την.
Για ιδέστε την πως περπατεί,
σαν άγγελος με το σπαθί.

Αυτού που ζύγωσες να μπης,
ήλιος, φεγγάρι θα φανής.

Έβγα, κυρά και πεθερά,
για να τη βάλης στο κλουβί
σαν το πουλί να κελαηδή.

Το πρωί φόρτωσαν τα προικιά.
Η νύφη προχώρησε για ν’ ανεβή στο στολισμένο της άλογο. Τα μάγουλά της ρόδιζαν όπως οι ράχες από τον ήλιο που πρόβαλε εκείνη τη στιγμή.
Όταν χαιρέτησε τη μητέρα της, τον αδερφό της, τους δικούς της, έκλαιαν όλα τα γεροθανασαίικα. Τα δάκρυα έτρεχαν νερό. Να τα δυο ποτάμια που είχε δει η Αφρόδω στ’ όνειρό της!
Η Αφρόδω φίλησε το Λάμπρο πολύ. Έπειτα φίλησε και τα παιδιά σαν τον Λάμπρο˙ φίλησε το Φάνη και το Δήμο στα δυο μάγουλα, φίλησε τον Αντρέα, το Φουντούλη και τον Κωστάκη.
Δάκρυσε ο Φουντούλης. Δάκρυσε ο Φάνης. Τα βιολιά έπαιζαν το ξεκίνημα, τα κορίτσια τραγουδούσαν:
Πούν’ η νύφη μας,
το κορίτσι μας……
πήγε στο μπαξέ,
στα τριαντάφυλλα……
Ο αδερφός του γαμπρού έσυρε το γκέμι από τ’ άλογο της νύφης˙ για τιμή της αυτός θα πάη όλο δρόμο πεζός.
Το συμπεθερικό ξεκίνησε, ανέβηκε στο ψήλωμα, φεύγει για το Περιστέρι. Τώρα φαίνεται πολύ μακριά.
Σε λίγο χάθηκε πίσω από το βουνό.
Αφρόδω, καλή μας Αφρόδω!
Ο Γκέκας έκαμε ό,τι έπρεπε.
Ο Γκέκας περίμενε να ξαναγίνη ο γάμος της Αφρόδως και την άλλη μέρα. Είχε ροκανίσει τόσα κόκκαλα την Κυριακή!
Πήγε στις βλάχικες καλύβες και τη Δευτέρα και τη Τρίτη και την Τετάρτη˙ Είδε όμως πως ο γάμος δε γίνεται κάθε μέρα.
Άμα γύρισε στις καλύβες των παιδιών τη νύχτα, έλαμπε στον ουρανό το στρογγυλό φεγγάρι.
Ο Γκέκας δε γάβγισε το φεγγάρι, καθώς συνήθιζε, γιατί είχε το βράδυ εκείνο πολλά στο νου του. Κάθισε απέξω από τις καλύβες, με το κεφάλι κοντά στην ουρά του, και συλλογιζόταν.
«Προχτές ο μπάρμπας μου ο Μούργος, κι ο άλλος μπάρμπας μου ο Πιστός, κι ο παππούς μου ο Κίτσος, κυνήγησαν ένα λύκο….. Εγώ τί κάνω δω; Μόνο παίζω με τα παιδιά. και καμιά φορά γαβγίζω.
»Μα εγώ είμαι μεγάλος σκύλος τώρα. Κι ένας σκύλος που μεγάλωσε, δεν πρέπει να τρώη το ψωμί και τα κόκκαλα άδικα, όπως εγώ.
»Τα παιδιά δεν έχουν κοπάδια να φυλάξω, ούτε άλλη δουλειά μου δίνουν. Δεν έχω κάμει τίποτα!».
Ο καημένος ο Γκέκας πολύ στενοχωριέται.
«Να μπορούσα, συλλογίζεται, να τους το πω… Θα κουνήσω αύριο την ουρά μου πολλές φορές μπροστά στον Αντρέα, στο Φάνη και στο Δημητράκη. Βέβαια θα με καταλάβουν».

Αυτή τη στιγμή άκουσε κατιτί στις ακρινές καλύβες. Σήκωσε το κεφάλι κι είδε έναν ίσκιο, που έφευγε βιαστικός.
Τρία πηδήματα έκαμε ο Γκέκας. Ποτέ δεν είχε πηδήσει τόσο μακριά στη ζωή του. Ένα κρά! Ακούστηκε και μια πνιγμένη φωνή κότας.
Ήταν η αλεπού! Είχε αρπάξει στα δόντια της μια κότα κι έτρεχε.
Όταν η αλεπού άκουσε θόρυβο, υποψιάστηκε πως είναι σκύλος. Τότε άφησε την κότα κι έτρεξε περισσότερο.
Έπρεπε ένας σκύλος να είναι καλός στο τρέξιμο και να βάλη όλα τα δυνατά του, για να μπορέση να τη φτάση˙ τόσο πολύ τρέχει μια αλεπού.
Όταν όμως η αλεπού έκαμε λίγα πηδήματα, μετάνιωσε και γύρισε έξαφνα πίσω να πάρη την κότα˙ γιατί τη βρήκε πολύ παχιά.
Έτσι την έπαθε.
Ο Γκέκας την πρόφτασε και την άρπαξε από το λαιμό. Δε θα την αφήση! Η αλεπού φωνάζει, δέρνεται, θέλει να δαγκάση.
Σφίγγει τα δόντια του απάνω της και μουγκρίζει ο Γκέκας. Φωνάζουν οι κότες από το κοτέτσι, τρέχει ο κυρ Στέφανος έξω με το τουφέκι. Ξυπνά ο Αντρέας, ο Δήμος, ο Κωστάκης. Ξυπνούν όλοι.

«Το σκοινί! Ένα σκοινί γρήγορα!» φωνάζει ο κυρ Στέφανος, όταν είδε στο φως του φεγγαριού πως ήταν η αλεπού. Θέλησε να τη δέση, και κρατούσε το τουφέκι του έτοιμο μήπως η αλεπού ξεφύγη.
Τα περισσότερα παιδιά ρωτούν:
«Τρώει; Δαγκάνει;» και δεν πλησιάζουν. Πρώτη φορά βλέπουν αγρίμι ζωντανό.
Ο κυρ Στέφανος πέρασε το σκοινί από τα πίσω πόδια της αλεπούς, και καθώς την κρατούσε ο σκύλος από το λαιμό, προσπάθησε να τη δέση σφιχτά.
Μα ο Γκέκας είχε τελειώσει τη δουλειά του. Τόσο σφιχτά την είχε πιάσει από το λάρυγγα την αλεπού, και τόσο βαθιά έμπηξε τα μεγάλα δόντια του, που την έπνιξε.
Η αλεπού δεν μπόρεσε να ζήση στο στόμα τέτοιου εχθρού.

Έτσι αφού πάλεψε άδικα, έμεινα ξαπλωμένη και ακίνητη. Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω της και την κοίταξαν καλά στο φως του φεγγαριού.
Κοίταξαν τα μυτερά της αυτιά, το μυτερό της στόμα, τη μεγάλη της ουρά, που ήταν μακριά, όσο το μισό της σώμα.
Αυτό λοιπόν είναι το αγρίμι που τρώει τους λαγούς, που τρώει τα πουλιά στις φωλιές και τις κότες στα κοτέτσια; Να το τέλος του!
«Την κακομοίρα» λέει ο Δήμος. «Πού να τόξερε πως, δεν θα γυρίση πίσω στη φωλιά της».
-«Ποιός της είπε να μας φάη τόσο μεγάλες κότες;» είπε ο Κωστάκης.
Ο Γκέκας δεν ησύχασε ούτε μια στιγμή. Όλο φυσούσε, όλο έσκυβε και τη μύριζε, σα να μην πίστευε πως ψόφησε.
Έχει ακούσει από τους γέρους σκύλους, πως η αλεπού κάνει κάποτε τον ψόφιο, κι ύστερα σηκώνεται και γίνεται άφαντη.
Αν θέλη και τούτη εδώ ας σηκωθή! Μα όχι, αυτό δε θα γίνη. Ο Γκέκας έχει κάμει σωστά τη δουλειά του.
«Μπράβο, μπράβο Γκέκα!» του φωνάζουν όλοι και τον χαϊδεύουν.
Πηδά εμπρός τους, τους κοιτάζει στα μάτια και είναι περήφανος όσο κανένας άλλος σκύλος.

Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά». Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.