Η ευχή που βγαίνει από την καρδιά, είναι θεϊκή ευχή – Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου.

Τώρα να σας δώσω και εγώ μια… “κατάρα”! Ο Θεός να πλημμυρίση την καρδιά σας με την καλωσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι που να παλαβώσετε, για να φύγη ο νους σας πια από την γη και να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό. Να τρελλαθήτε από την θεία τρέλλα της αγάπης του Θεού!Να σας κάψη ο Θεός με την αγάπη Του τις καρδιές σας!

Άλλη φορά μη με αναγκάσετε για δεύτερη, γιατί πιάνει η… “κατάρα” μου (η καλή), επειδή βγαίνει από την καρδιά μου. Και τότε που ήμουν στο Σανατόριο(το 1966) σας είχα λυπηθή. Οκτώ χρόνια μερικές περίμεναν: “Να κάνουμε Μοναστήρι”, έλεγαν, αλλά το Κοναστήρι δεν γινόταν. Είχαν μαραζώσει. Τότε είπα: “Μόλις βγω από το νοσοκομείο, θα φυτρώση το Μοναστήρι σαν μανιτάρι. Σε έναν χρόνο θα είστε στο Μοναστήρι!” Θαι πράγματι σε έναν χρόνο μέσα έγινε το Μοναστήρι! Το είπα, εκεί πέρα, με την καρδιά μου. Είχατε καλή διάθεση, γι’ αυτό δεν σας άφησε ο Θεός, αλλιώς δεν εξηγείται!

Μια φορά, όταν ήμουν στρατιώτης, με έστειλε ο Διοικητής να εκπληρώσω ένα τάμα σε ένα εξωκκλήσι του Άγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γιατί τότε με τον πόλεμο μας είχε βοηθήσει ο Άγιος. Θα πήγαινα να πάρω δυο μανουάλια για το εκκλησάκι και παράλληλα θα συνόδευα και κάποιον που ήταν να περάση από Σστρατοδικείο στην Ναύπακτο. Οι άλλοι είπαν στον Διοικητή: Βρήκες άνθρωπο να τον παραδώση!” Ήταν από την Ήπειρο ο καημένος, οργανοπαίκτης, φτωχός, παντρεμένος, με παιδιά, και είχε κατηγορηθή ότ ιαυτοτραυματίσθηκε, για να γλυτώση τον πόλεμο. Που λέει: “Καλύτερα να είμαι με ένα πόδι παρά να σκοτωθώ”. Κατεβήκαμε στο Άγρίνιο, είχε κάποιους γνωστούς εκεί. “Να πάμε να τους δω”, μου λέει. “Ναπάμε”, του λέω. “Να πάμε εδώ, να πάμε εκεί”, τι να κάνω, πήγαινα και εγώ μαζί του. Μεγάλη ταλαιπωρία!Και δεν ήθελε να πάω να τον παραδώσω. Τον λυπόμουν και εγώ, τον καημένο. Τον πόνεσα πάρα πολύ ου λέω:

“Θα δης, εσύ θα περάσης καλύτερα από όλους! Και ο Διοικητής θα στείλη καμμιά επιστολή και θα σε βάλουν σε καμμιά υπηρεσία, θα οικονομήσης και τα παιδιά σου και θάχης εξασφαλισμένη και τηνζωή σου”. Τελικά, όταν φθάσαμε στην Ναύπακτο, μαθαίνουμε ότι είχε στείλει ο Διοικητής επιστολή και απαλλάχθηκε, αλλιώς είχε ντουφέκισμα. Εν καιρώ πολέμου είναι αυστηρά τα πράγματα.Τον λυπήθηκε ο Διοικητής, επειδή ήταν οικογενειάρχης, και τον έβαλαν μάγειρα στο Κέντρο Διερχομένων. Έφερε και την οικογένειά του κοντά και πέρασε την καλύτερη ζωή από όλους. Και επειδή οι στρατιώτες δεν πήγαιναν πάντοτε εκείνα φάνε, περίσσευε φαγητό, και τάιζε και τα παιδιά του. Ολοι μετά του έλεγαν: “Εσύ πέρασες καλύτερα από όλους μας”.Γιατί εμείς οι άλλοι ήμασταν πάνω στα βουνά, στα χιόνια. Ήταν ευάρεστο στον Θεό αυτό που του είχα ευχηθή, γιατί το είπα με πόνο, μέσα από την καρδιά μου, και γι’ αυτό το έκανε οΘεός.

Θυμάμαι μια άλλη περίπτωση πάλι, στην Κόνιτσα, όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου. Μετά την Πανήγυρη της Παναγίας στις 8 Σεπτεμβρίου, οι προσκυνητές τα είχαν αφήσει όλα άνω κάτω. Εκεί που τακτοποιούσα κάτι, βλέπω, κάθησε η αδελφή μου και μια άλλη κοπέλα να συμμαζέψουν. Άυτή η καημένηείχε ακόμη δύο αδελφές η μια μικρότερη οι οποίες είχαν παντρευτή, και αυτή είχε μείνει ακόμα ανύπανδρη. Τι φιλότιμο είχε! κάθησε και τα τακτοποίησαν όλα και στο τέλος μου λέει: “Αν χρειάζεται,Πάτερ, να καθήσουμε να κάνουμε και τίποτε άλλες δουλειές”. “Τόσο πολύ φιλότιμο!” λέω μέσα μου. Πάω στο Εκκλησάκι και λέω με όλη την καρδιά μου .

“Παναγία μου, οικονόμησέ την εσύ. Εγώ δεν έχω τι να της δώσω” και να είχα, δεν θα το δεχόταν κιόλας. Ε, μόλις πήγε στο σπίτι της, την περίμενε ένας που ήμασταν μαζί στρατιώτες, ένα πολύ καλό παιδί, κομμάτι μάλαμα και από καλή οικογένεια. Παντρεύτηκαν, μια χαρά! Πώς την πλήρωσε η Παναγία!

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.