Η παραίτησις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου του Α’ – Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου του Α.

Την 4ην Νοεμβρίου 1973 ειδοποιώ σχετικώς την Πολιτείαν

Έχων πλέον, δια λόγους, τους οποίους εκθέτω εις το κείμενον της παραιτήσεώς μου, λάβει την αμετάκλητον απόφασιν, όπως υποβάλω αυτήν το αργότερον μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1973, δια να μη αιφνιδιάσω και πάλιν τους υπευθύνους εκπροσώπους της Πολιτείας, καίτοι τους είχα ήδη προφορικώς ειδοποιήσει, εσκέφθην όπως δια παν ενδεχόμενον καταστήσω τούτο γνωστόν εις αυτούς και γραπτώς.

Προς τούτο την 4ην Νοεμβρίου 1973 απέστειλα δύο επιστολάς. Η μία απηυθύνετο προς τον τότε Πρόεδρον της Δημοκρατίας κ. Γ. Παπαδόπουλον και η άλλη προς τον Πρόεδρον της τότε Κυβερνήσεως κ. Σπ. Μαρκεζίνην. Ιδιαιτέρως εις την προς τον κ. Μαρκεζίνην επιστολήν μου ηναγκάσθην να τονίσω εντονώτερον το αμετάκλητον της ως άνω αποφάσεώς μου, διότι εφοβούμην, μήπως ενόμισεν, ότι κατά την γενομένην συνάντησίν μας είχα μεταπεισθή υπ’ αυτού.

Εν τω μεταξύ, την 25ην Νοεμβρίου 1973, εμεσολάβησεν η εγκαθίδρυσις της δευτέρας φάσεως της δικτατορίας υπό τον ταξίαρχον κ. Ιωαννίδην. Αι διαθέσεις αυτού και των οπαδών του έναντι του προσώπου μου, τας οποίας γνωρίζει ο αναγνώστης εκ των ανωτέρω εκτεθέντων και αι οποίαι ήσαν πλέον ή εμφανείς, εδείκνυαν, ότι κάθε προσπάθειά μου προς ανόρθωσιν των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων και εφαρμογήν του αναγεννητικού εκκλησιαστικού προγράμματος θα ήτο καθαρά ματαιοπονία. Επομένως, αν υπό τας προ της 25ης Νοεμβρίου 1973 διαμορφωθείσας συνθήκας είχα αποφασίσει, όπως αποχωρήσω της ενεργού υπηρεσίας, μετά την 25ην Νοεμβρίου 1973 τα πράγματα επέβαλλον όπως άνευ οιασδήποτε αναβολής υποβάλω πλέον εις την Ιεράν Σύνοδον την από της θέσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος παραίτησίν μου. Τούτο, ως γνωστόν, και έπραξα την 15ην Δεκεμβρίου 1973.

Το κείμενον της παραιτήσεως.

Προς την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ενταύθα

Ευσεβάστως υποβάλλων δια του παρόντος την από της θέσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος παραίτησίν μου εις την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον, παρακαλώ αυτήν θερμώς, όπως αποδεχθή ταύτην.

Παραιτούμενος του αρχιεπισκοπικού θρόνου των Αθηνών, αισθάνομαι εμαυτόν υποχρεωμένον να παράσχω πρώτον βασικάς τινάς πληροφορίας προς υμάς και, ει δυνατόν, δι’ υμών προς το πλήρωμα της Εκκλησίας, ως και εις πάντα δι’ υμών προς το πλήρωμα της Εκκλησίας, ως και εις πάντα Έλληνα αδελφόν μου, αδιάφορον αν ούτος είναι αρνητικώς διατεθειμένος έναντι της Εκκλησίας ή και του προσώπου μου. Τα όσα θα σημειώσω ενταύθα κατατίθενται ως έκφρασις προσωπικής οφειλής και αποβλέπουν εις το να άρουν υπαρχούσας τυχόν παρεξηγήσεις, πάντως δε επ’ αγαθώ της Εκκλησίας.

Απέρχομαι, επωμιζόμενος προσωπικώς τον σταυρόν μιας κατακραυγής ή ίσως και σκανδαλισμού. Βεβαίως, δια της παρούσης, δεν προτίθεμαι να θέσω υπό συζήτησιν ούτε την πραγματικήν έκτασιν αυτής ούτε τα αίτια, τα οποία την προκάλεσαν, ως και τους υποκινήσαντας ταύτην. Άλλ’ ούτε πάλιν θα επεθύμουν να αποσείσω το βάρος της ευθύνης μου δια τα όσα τυχόν λάθη βαρύνουν προσωπικώς εμέ, επειδή η συνείδησίς μου με πληροφορεί, ότι πάσαι αι αποφάσεις και αι ενέργειαί μου υπηγορεύθησαν πάντοτε από αγάπην προς την Εκκλησίαν και τα τέκνα της, τον άνθρωπον. Ζητώ μόνον και παρακαλώ, όπως οιαδήποτε απογοήτευσις ή κατακραυγή ή και πιθανός σκανδαλισμός περιορισθή αποκλειστικώς και μόνον εις το πρόσωπόν μου και όχι εις την Εκκλησίαν και το λυτρωτικόν έργον της. Αν τινές εξ ημών, ως διάκονοι του έργου Της, τυχόν αστοχούμεν και διαπράττωμεν λάθη, η Εκκλησία ουδέποτε παύει να αποτελή δια πάντα άνθρωπον την ανοικτήν θύραν αναψυχής, αγιασμού και σωτηρίας.

Εδέχθην την εκλογήν μου εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον των Αθηνών υπό «αριστίνδη» Συνόδου, υπό στρατιωτικήν διακυβέρνησιν της Χώρας μετά την επέμβασιν του Στρατού της 21ης Απριλίου 1967.

Πιστεύσας εις τας αγνάς προθέσεις και την ειλικρίνειαν των Στρατιωτών εκείνων, εδέχθην την εκλογήν μου, ίνα διακονήσω εις την προσπάθειαν καθάρσεως και βελτιώσεως των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων. Συνειργάσθην μαζί των με ευθύτητα και ανυποχώρητον αδιαλλαξίαν υπέρ των προβλημάτων της Εκκλησίας, χωρίς να επιδιώξω να καλυφθώ έναντι των αντιφρονούντων και χωρίς να καταφύγω εις μικροψύχους ελιγμούς, αποσκοπούντας εις οιανδήποτε εξασφάλισίν μου ή υστεροφημίαν. Ήλπισα, ως και πολλοί άλλοι Έλληνες, ότι η προσωρινώς τότε επιβληθείσα παρέμβασις του Στρατού θα ηδύνατο να βοηθήση τον τόπον εις επανεύρεσιν των ουσιωδών στόχων του εθνικού και κοινωνικού μας βίου. Διεπίστωσα το έμπρακτον ενδιαφέρον σημαντικού μέρους των τότε κρατούντων υπέρ της Εκκλησίας, άλλ’ έζησα και την βαθμιαίαν αποδυνάμωσιν των ουσιωδών στόχων της γενομένης στρατιωτικής επεμβάσεως, γεγονός το οποίον απήτησε πολλάκις μακροχρονίους προσπαθείας προς επιτυχίαν ωρισμένων υπέρ της Εκκλησίας μέτρων.

Είδα ούτω να λαμβάνη το προβάδισμα η υλική πρόοδος χωρίς παραλλήλως και αντιστοίχως να επιχειρώνται αι απαραίτητοι βαθείαι τομαί εις τον πνευματικόν μας βίον, την Παιδείαν, την ευρυτέραν αγωγήν της νεότητος, την καλλιέργειαν αληθινού σεβασμού προς τον άνθρωπον και τα αναφαίρετα δικαιώματά του επί της ελευθερίας και της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας. Με την Επανάστασιν της 21ης Απριλίου, όπως και όλοι οι Έλληνες πατριώται είχα απαλλαγή από το άγχος δια το μέλλον της πατρίδος μας. Έζησα όμως αφ’ ετέρου και το δράμα, που εδημιούργησαν εις ουκ ολίγας οικογενείας αι συλλήψεις, οι εκτοπισμοί, αι καταδίκαι αντιφρονούντων. Σήμερον θα αποκαλύψω, ότι αγωνιών δια την οσημέραι επιδεινουμένην διάσπασιν του εθνικόφρονος κόσμου, αλλά και εξ ανθρωπιστικού και χριστιανικού καθήκοντος κινούμενος, παρενέβαινον συχνότατα υπέρ των συλλαμβανομένων, ενίοτε δε παρενέβην με ασυνήθη οξύτητα, διαμαρτυρηθείς εντονώτατα. Πρέπει να ομολογήσω, ότι μέχρις ενός βαθμού εισηκουόμην, σχεδόν δε πάντοτε ελάμβανον υπευθύνους διαβεβαιώσεις περί των
συγκεκριμένων περιπτώσεων.

Δεν κατώρθωνα όμως πάντοτε να βοηθήσω εις οίον βαθμόν επεθύμουν, και δη εις ριζικάς λύσεις του προβλήματος των συλλαμβανομένων. Αν ανήκον εις κάποιαν από τας παρασκηνιακάς ομάδας, αι οποίαι προσπαθούν να κατευθύνουν τα δημόσια πράγματα της Χώρας, ή αν ετύγχανε να είμαι συνδεδεμένος μετά εσωτερικών ή ξένων παραγόντων του πολιτικού βίου, ίσως να κατώρθωνα ή να ενεφανιζόμην, ότι κατώρθωνα περισσότερα και εις τον τομέα αυτόν. Άλλ’ έχω την μεγίστην τιμήν να μη ανήκω εις ουδεμίαν εκ των ομάδων των οιωνδήποτε πολιτικών παρασκηνίων.

Μοναδικός μου σκοπός ήτο να υπηρετήσω την Εκκλησίαν και μόνον, και δι’ αυτής το Έθνος, όπως ήμην πεπεισμένος ότι και οι κρατούντες Αξιωματικοί ως μοναδικόν σκοπόν είχαν να υπηρετήσουν την Πατρίδα και μόνον. Η ειλικρινής μου αύτη πρόθεσις και προσπάθεια, όπως υπηρετήσω την Εκκλησίαν εις την αποκάθαρσίν της και την βελτίωσιν των κατ’ αυτήν, διεβλήθη ευθύς εξ αρχής υπό των αντιπάλων της Επαναστάσεως ως ταύτισίς μου μετά των Στρατιωτικών. Λυπούμαι βαθύτατα δια την συσχέτισιν αυτήν, η οποία ουδεμίαν σχέσιν έχει προς την πραγματικότητα. Διότι πιστεύω ακραδάντως, ότι η Εκκλησία είναι και πρέπει να είναι πάντοτε υπεράνω οιουδήποτε πολιτικού σχήματος και υπεράνω οιωνδήποτε πολιτικών προσώπων ή ομάδων. Δια τον λόγον τούτον, ότε την 18ην Δεκεμβρίου 1967 εις σχετικήν σύσκεψιν ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών αείμνηστος Π. Πιπινέλης επρότεινε να γίνω Αντιβασιλεύς, απέρριψα ευθύς αμέσως και ασυζητητεί την γενομένην πρότασιν.

Η τότε, και συγκεκριμένως την 13ην Δεκεμβρίου 1967 και επί τινάς ημέρας σημειωθείσα προσωπική ανάμιξίς μου εις την εκραγείσαν εθνικήν κρίσιν και οι όροι, τους οποίους έθεσα, ίνα ορκίσω Αντιβασιλέα και την διάδοχον προς την του κ. Κ. Κόλλια Κυβέρνησιν, αποτελούν την μόνην εξαίρεσιν αναμίξεώς μου εις τα πολιτικά, η οποία αποκλειστικόν και μοναδικόν σκοπόν είχε την αποφυγήν της αδελφοκτόνου αιματοχυσίας, την εξασφάλισιν της εθνικής μας ακεραιότητος και την αποτροπήν της διασπάσεως της εθνικόφρονος μάζης του ελληνικού Λαού. Αν πάντως, παρά ταύτα, έστω και ακουσίως συνέβαλα εις την δημιουργίαν της εντυπώσεως περί συνταυτίσεως Εκκλησίας και επαναστατικής Κυβερνήσεως, παρακαλώ τον Θεόν εμέ μεν να συγχωρήση, αι δε συνέπειαί της να περιορισθούν εις το πρόσωπόν μου και μόνον και όχι εις το κύρος και το πνευματικόν έργον της Εκκλησίας.

Η κλιμάκωσις της οξύτητος των πολιτικών μας πραγμάτων κατά το τρέχον έτος, απολήξασα εις τα τραγικά φοιτητικά γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου εις τας Αθήνας, εκορύφωσε την αγωνίαν μου δια το μέλλον της Χώρας, καθόσον επηλήθευον οι φόβοι μου περί των εκ της διασπάσεως της εθνικόφρονος μάζης του Λαού επικρεμαμένων κινδύνων. Ευρικόμενος δε ατυχώς αποκεκομμένος μακράν των Αθηνών και μη ων επαρκώς κατατοπισμένος, δεν ηδυνήθην να πράξω ουδέν προς αποτροπήν των γενομένων. Μετά μίαν εβδομάδα, επηκολούθησεν η στρατιωτική επέμβασις της 25ης Νοεμβρίου. Είχα ήδη από της 4ης Νοεμβρίου ε.έ., ήτοι εις χρόνον εντελώς ανύποπτον, ειδοποιήσει και γραπτώς την Κυβέρνησιν δια την αμετάκλητον απόφασίν μου περί της παραιτήσεώς μου από της θέσεως του Αρχιεπισκόπου, δι’ αυτό και δύναμαι να ομιλώ χωρίς να είναι δυνατόν να νομισθή, ότι η παραίτησίς μου σχετίζεταί πως προς την επελθούσα μεταβολήν.

Δι’ αυτό και δύναμαι να διακηρύξω την φοβεράν αγωνίαν, η οποία με διακατέχει δια το μέλλον της πατρίδος μας, αν δεν χωρήσωμεν το ταχύτερον προς την εξεύρεσιν ομαλών λύσεων.

Κατηγορήθην, ότι τάχα εγκαθίδρυσα εις την Εκκλησίαν καθεστώς φατρίας, ευνοών την κατάληψιν της εκκλησιαστικής Διοικήσεως από «εξωεκκλησιαστικάς» Οργανώσεις˙ Τούτο είναι απολύτως αναληθές. Υπηρέτησα ήδη από της εφηβικής μου ηλικίας αφιλοκερδώς εις πάσαν πνευματικήν κίνησιν, την οποίαν εθεώρουν ως ανιδιοτελή. Ότε δε επανήλθα εις την Ελλάδα εκ των σπουδών μου εις το Εξωτερικόν, κυριολεκτικώς επεστρατεύθην από τον αείμνηστον Αρχιεπίσκοπον Χρύσανθον και εχειροτονήθην κληρικός, δια να υπηρετήσω ως Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Άμα τη εκρήξει του πολέμου του 1940, τη εκθύμω ευλογία του αοιδίμου Χρυσάνθου, παραλλήλως προς τα παρά τη Ι. Συνόδω καθήκοντά μου και προς την διεύθυνσιν του περιοδικού «Εκκλησία» εδημιούργησα και διηύθυνα την Πρόνοιαν Στρατευομένων, την κατόπιν επί Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού εξελιχθείσαν εις τον Οργανισμόν Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.), η οποία τόσον πολύ ειργάσθη δια τον Λαόν κατά την διάρκειαν του Πολέμου και επί Κατοχής.

Κατά το διάστημα τούτο, λόγω της αμερίστου συμπαραστάσεως, την οποίαν παρέσχειν εις το φιλανθρωπικόν έργον της Εκκλησίας η Αδελφότης Θεολόγων «η Ζωή», διαθέσασα ως εθελοντάς συνεργάτας εκατοντάδας εκ των συνεργατών και φίλων της, συνεδέθην μετ’ αυτής στενώτερον, καίτοι ουδέποτε έσχον την τιμήν να καταλέγωμαι μεταξύ των μελών αυτής. Είναι όμως τοις πάσι γνωστόν, ότι ευθύς ως αντελήφθην, ότι δεν υφίσταντο ωρισμέναι προϋποθέσεις, αι οποίαι ενόμιζα ότι υπήρχον, διεχώρισα πλήρως τας ευθύνας μου και διέκοψα την μετά της «Ζωής» και των περί αυτήν Οργανώσεων συνεργασίαν μου ήδη πολύ προ της εν έτει 1959 εκλογής μου ως καθηγητού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι βεβαίως γεγονός, ότι εχειροτόνησα Επισκόπους προερχομένους ή συνεργαζομένους με θρησκευτικάς κινήσεις. Άλλ’ είναι επίσης τοις πάσι γνωστόν, ότι οι περισσότεροι εξ αυτών, όσοι μεν ήσαν μέλη των είχαν προ πολλού αποχωρήσει των Οργανώσεων, διαφωνήσαντες με αυτάς τόσον ριζικώς, όσον ελάχιστοι εκ των εμφανιζομένων σήμερον ως αντιπάλων των Οργανώσεων, οι δε απλώς συνεργαζόμενοι με αυτάς είχαν, όπως και εγώ, προ πολλού διακόψει την συνεργασίαν των.

Εκ των τριάκοντα τεσσάρων κατά την διάρκειαν της θητείας μου εκλεγέντων Αρχιερέων μόνον πέντε (5) ήσαν μέλη της «Ζωής», εις (1) του εξ αυτής αποσπασθέντος «Σωτήρος», ήτοι εν συνόλω εξ (6) ήσαν μέλη των εν λόγω θρησκευτικών Οργανώσεων. Αύται όμως όχι μόνον δεν επεζήτησαν την επισκοποποίησιν των ως άνω μελών των, άλλ’ αντετάχθησαν σθεναρώς κατ’ αυτής, δεν θα είναι δε υπερβολή εάν είπω, ότι έκτοτε αι Οργανώσεις αύται μου εκήρυξαν τον πόλεμον. Εάν οι υπ’ εμού χειροτονηθέντες κληρικοί, ως επί το πλείστον υπήρξαν εξ εκείνων, οι οποίοι ανεσύρθησαν εκ της εκουσίας αφανείας των και ετέθησαν «επί την λυχνίαν» ως Επίσκοποι, τούτο δεν οφείλεται ούτε εις μεροληψίαν ούτε εις ψηφοθηρίαν, άλλ’ εις το γεγονός και μόνον της προσωπικής ηθικής και πνευματικής των ποιότητος, την οποίαν οι ίδιοι επί έτη δεν προέβαλαν, παραμένοντες μακράν της αγοραίας συναλλαγής των εκλογικών παρασκηνίων. Δεν αποκλείεται να ηδίκησα καλούς κληρικούς, είτε διότι δεν κατώρθωσα να τους ανακαλύψω, είτε διότι δεν εθεώρησα ότι έπρεπε να προηγηθούν
άλλων.

Ενσυνειδήτως όμως ουδένα παρεθεώρησα, δύναμαι δε να καυχηθώ εν Κυρίω, ότι πάντοτε κατέβαλα πάσαν προσπάθειαν, ίνα ανακαλύψω ικανούς και εναρέτους κληρικούς και τους τοποθετήσω εις επικαίρους θέσεις επ’ αγαθώ της Εκκλησίας. Φυσικά ουδ’ επί στιγμήν επεδίωξα να εκλεγούν επίσκοποι οι επαγγελματικώς ελισσόμενοι κληρικοί εκ των επιδιωκόντων την δια παντός τρόπου αναρρίχισίν των εις τον επισκοπικόν θρόνον. Διότι είμαι πεπεισμένος, ότι εφ’ όσον τοιούτου είδους κληρικοί προωθούνται προς την Αρχιερωσύνην, η Εκκλησία του Χριστού θα πάσχη.

Τα όσα περί σκανδάλων και οικονομικών τάχα ατασθαλιών επεστρατεύθησαν εναντίον μου εις τον πυρετόν της αντιπολιτευτικής κατ’ εμού εκστρατείας, παρέχομαι άνευ απαντήσεως. Ολόκληρος η πολιτεία μου εις τους τομείς αυτούς προσφέρεται εις τον οιονδήποτε έλεγχον. Υπάρχουν αριθμοί, βιβλία, στατιστικαί. Αποτελούν τον πλέον αντικειμενικόν μάρτυρα. Εάν δε παρά ταύτα αποδειχθή, ότι εκ των συνεργατών μου υπήρξέ τις, όστις έστω και κατ’ ελάχιστον κατεχράσθη της θέσεώς του, εγώ πρώτος θα τον αποδοκιμάσω και θα ζητήσω να επιβληθούν κατ’ αυτού αι αυστηρότεραι των κυρώσεων.

Εν συνεχεία προς τα ανωτέρω, παρακαλώ να μοι επιτραπή να προσθέσω και τα εξής:

Κατά την εν μηνί Νοεμβρίω του παρελθόντος έτους γενομένην Συνέλευσιν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, ελάχιστος αριθμός μελών αυτής εδημιούργει ατυχώς κατά τας συνεδριάσεις θόρυβον, ο οποίος, μεταφερόμενος εις τον ημερήσιον και περιοδικόν Τύπον, ενεφανίζετο εις τον Ελληνικόν Λαόν ως χαρακτηρίζων γενικώς τας μεταξύ πάντων των Ιεραρχών σχέσεις και την επικρατούσαν κατά τας συνεδριάσεις συμπεριφοράν των. Τούτο, ουδέ μακρόθεν ανταποκρινόμενον εις την πραγματικότητα, με έθλιβε βαθύτατα. Η κατάστασις αύτη με επηρέασεν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε έφθασε, συντελούσης και της εκ της εντατικής εργασίας κοπώσεως, να κλονίση σοβαρώς την υγείαν μου, γεγονός το οποίον με ηνάγκασε να απόσχω προς καιρόν εκ της επιτελέσεως των καθηκόντων μου. Αναμείνας ακολούθως επί ικανόν διάστημα χρόνου την βελτίωσιν της υγείας μου, ώστε να είμαι και πάλιν εις θέσιν να εκτελώ πλήρως τα καθήκοντά μου, το βάρος των οποίων είχα επί μίαν περίπου εξαετίαν πικρώς δοκιμάσει και διαπιστών ότι η εν τω μεταξύ χρόνω επελθούσα ανάρρωσίς μου δεν
έπρεπε να θεωρήται υπ’ εμού ως ούσα επαρκής, ίνα μη με ελέγχη η συνείδησίς μου, θα ετόλμων να είπω εξ υπερβολικής ευσυνειδησίας, ίνα μη δώσω αφορμήν να νομισθή, ότι τρόπον τινά «καταργώ την γην» της Αμπέλου, την οποίαν μοι είχεν εμπιστευθή ο Κύριος, υπέβαλα προς την Ιεράν Σύνοδον κατά Μάρτιον του λήγοντος έτους την από της θέσεώς μου παραίτησιν.

Άλλ’ η επιμονή απάντων των μελών της τότε Ιεράς Συνόδου, ίνα παραμείνω εις την θέσιν μου, και μάλιστα εκείνων μετά των οποίων εις το παρελθόν δεν είχα ιδιαίτερόν τινά σύνδεσμον, με έπεισαν όπως αποσύρω την παραίτησίν μου εκείνην. Τούτο έπραξα τόσον δια της προφορικής δηλώσεώς μου προς την εκ συνοδικών μελών Επιτροπήν, η οποία με επεσκέφθη εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα, όσον εν συνεχεία και γραπτώς δια της από 10/4/1973 υποβληθείσης και κατατεθείσης αμέσως εις την Ιεράν Σύνοδον ανακλήσεως της παραιτήσεώς μου. Εν τω μεταξύ χρόνω, και μάλιστα από του παρελθόντος θέρους, χάριτι θεία, αποκατεστάθη η υγεία μου και θα ηδυνάμην να συνεχίσω εκτελών τα καθήκοντά μου.

Επελθόντων όμως, μετά την κατά την 10ην Μαΐου νέαν Συνέλευσιν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, των γνωστών εις υμάς γεγονότων, αύτη μεν ενεφανίσθη διηρημένη, υπό τινών δε Ιεραρχών ενεφανίσθη εις τον Λαόν ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος ως προσπαθών δια παντός τρόπου να κρατηθή εις τον θρόνον του. Ποίος δε ούτος; Εκείνος ο οποίος μέχρι τότε είχεν υποβάλει δις την παραίτησίν του και ομοφώνως μη γενομένην αποδεκτήν. Την άδικον ταύτην επίθεσιν, συνοδευομένην υπό πολλών άλλων συκοφαντιών, ακόμη και δημοσίων χλευασμών, αποβλεπόντων εις την καταρράκωσιν του κύρους μου, υπέμεινα επί μήνας εν σιωπή, επί τη ελπίδι ότι οι εκ των ποικίλων συμφερόντων και αιτίων κινούμενοι εναντίον μου θα συνησθάνοντο κάποτε την ευθύνην των έναντι του Θεού και του της Εκκλησίας πληρώματος, το οποίον μεγάλως εσκανδαλίζετο εκ των συνεχών κατ’ εμού επιθέσεων και των σωρηδόν εκτοξευομένων εναντίον μου συκοφαντιών.

Ατυχώς, ου μόνον η ελπίς μου εκ των πραγμάτων διεψεύδετο, άλλ’ ήδη από του παρελθόντος φθινοπώρου δια των συνεχιζομένων και εντεινομένων κατ’ εμού επιθέσεων, μετά της βλάβης, η οποία επεδιώκετο να γίνη κατά του προσώπου μου, είχεν αρχίσει να τραυματίζεται μετ’ εμού γενικώς και ο κλήρος και η Εκκλησία. Το γεγονός όμως τούτο, ήτοι το να βλέπω καταρρακούμενον το κύρος της Εκκλησίας μοι ήτο αδύνατον να το ανθέξω. Επί πλέον ενώ διερχόμεθα σοβαρωτάτην εθνικήν κρίσιν και πληθώρα προβλημάτων κατέκλυζε και κατακλύζει την Εκκλησίαν, ο Λαός έβλεπεν επί μήνας να αποδεκατούται «το άνηθον και το κύμινον» και να αφίνωνται να βαδίζουν εις την τύχην των «τα βαρύτερα του νόμου»…

Εντεύθεν, ίνα μη, έστω και ακουσίως, γίνωμαι συνεργός εις την φθοράν του κύρους της Εκκλησίας, απεφάσισα όπως αποσυρθώ της ενεργού υπηρεσίας επί τη ελπίδι και τη ευχή, ότι δια του παραμερισμού του προσώπου μου, θα κοπάσουν τα πάθη και θα επέλθη πάλιν η απαραίτητος εις τας ψυχάς των Χριστιανών μας γαλήνη.

Αποσύρομαι ωσαύτως, ίνα εξασφαλίσω και την ιδικήν μου ψυχικήν υγείαν. Διότι πολλάκις τα συμβαίνοντα τελευταίως εν τη Εκκλησία εκινδύνευε να εμβάλουν εις την ψυχήν μου αισθήματα αντίθετα προς την ανοχήν, την υπομονήν και την προς πάντας, έτι δε και τους εχθρούς ημών αγάπην, την οποίαν όσοι πιστεύομεν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν οφείλομεν να έχωμεν έναντι πάντων των ανθρώπων, μάλιστα δε ημείς οι έχοντες το καθήκον να είμεθα «οι αγρυπνούντες» υπέρ των ψυχών των.

Απομακρύνομαι, τέλος, εκ της ενεργού υπηρεσίας, διότι ένεκα των συνεχών κατ’ εμού επιθέσεων, μου ήτο αδύνατον να απασχολούμαι εν τη Εκκλησία δημιουργικώς. Αντί των αγόνων αγώνων, προέκρινα, όπως κατά το υπόλοιπον της ζωής μου, το οποίον θα μου χαρίση ο Κύριος, στρατευθώ εις την εκπλήρωσιν έργου, το οποίον δεν προϋποθέτει ούτε θέσεις, ούτε αξιώματα και το οποίον, μετά την απαραίτητον πνευματικήν προπαρασκευήν, ελπίζω να αρχίση προσεχώς.

Ως γνωρίζει η Ιερά Σύνοδος, κατά το διάστημα της θητείας μου, προσεπάθησα δι’ όλων μου των δυνάμεων να επιτελέσω την αποστολήν μου όσον το δυνατόν αθορύβως. Και αυτή η κάθαρσις του κλήρου, καθ’ ο μέρος επετεύχθη, και καθ’ όσον εξηρτάτο εξ εμού, εγένετο άνευ σκανδαλισμού του λαού. Ούτω μέγας αριθμός αναξίων κληρικών απεμακρύνθη του Ιερού Θυσιαστηρίου, χωρίς να δημιουργηθή οι οιοσδήποτε θόρυβος. Καθ’ όμοιον τρόπον, άλλοι κληρικοί, οι οποίοι εθεωρήθησαν ως μη κατάλληλοι, αντικατεστάθησαν εις τας καιρίας εκκλησιαστικάς θέσεις. Ένεκα όμως των σκληρών τούτων μέτρων, παρά την περί του εναντίου επιθυμίαν μου, κατ’ ανάγκην, εθίγησαν πολλά πρόσωπα. Αφ’ ετέρου, εν τη προσπαθεία όπως περισυλλεγή και αξιοποιηθή η εναπομένουσα εκκλησιαστική περιουσία εθίγησαν όχι μόνον και άλλα πολλά πρόσωπα, αλλά και μεγάλα συμφέροντα. Εις πάσας όμως τας τοιαύτας περιπτώσεις προσεπάθησα να είμαι αντικειμενικός, μη επηρεαζόμενος ούτε από φιλίας, ούτε από τας προς τον πρόσωπόν μου εκδηλουμένας εχθρότητας.

Αν κατά τας προσπαθείας μου ταύτας, ως και γενικώς εις τον τραχύν αγώνα δια την διόρθωσιν και εξύψωσιν των εν τη Εκκλησία πραγμάτων, ηδίκησά τινά, παρακαλώ και κατά την στιγμήν ταύτην τον Θεόν, προς τον Οποίον επικαλούμαι και πάντων τας προσευχάς, ίνα με συγχωρήση. Θα επεθύμουν μάλιστα, αν ήτο δυνατόν, να γνωρίζω ποίοι προσωπικώς είναι οι τυχόν αδικηθέντες, ίνα ζητήσω και εξ ενός εκάστου την συγχώρησιν. Παρακαλώ επίσης τον Θεόν, να συγχωρήση πάντας εκείνους, κληρικούς τε και λαϊκούς, οι οποίοι, κατά το διάστημα της ενεργού υπηρεσίας μου είτε διότι επίστευον, ότι ούτω εξυπηρετούν το συμφέρον της Εκκλησίας, είτε δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον, ενήργησαν ο,τιδήποτε εναντίον μου, διαβεβαιώ δε την Ιεράν Σύνοδον, ότι πάντως εγώ τους έχω ήδη συγχωρήσει εξ όλης καρδίας μου.

Επικαλούμενος τον από του Αγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος φωτισμόν πάντων όσοι θα κληθώσι να εκλέξωσι τον διάδοχόν μου, ώστε να αναδειχθή εκείνος, ο οποίος, βαδίζων επί των ιχνών των Αγίων και των μεγάλων της Εκκλησίας ημών Πατέρων, θα εργασθή αποκλειστικώς και μόνον δια το συμφέρον του Λαού του Θεού και την δόξαν της Εκκλησίας, ευχόμενος δε όπως αποβή αποδοτικώτερος ή εγώ εργάτης του Αμπελώνος του Κυρίου και εμπιστευόμενος εν εκτενεί δεήσει το πλήρωμα της Εκκλησίας εις την πανάγαθον και πάνσοφον Πρόνοιά Του
διατελώ ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός.
Ο Αθηνών Ιερώνυμος

Από το βιβλίο: Αρχιεπισκόπου Πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερωνύμου του Α., «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου». Δ’ έκδοσις επηυξημένη. Εν Αθήναις 1975.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.