Ο άφρων και ο πλούσιος.

Ο πάμπλουτος άρχοντας ήταν από καιρό ανήσυχος. Η αγωνία, η λύπη γέμιζαν το νου και την ψυχή του. Όλα είχαν πάει στις δουλειές του πολύ καλά. Απρόσμενα καλά. Αλλά δεν είχε τρόπο να εκμεταλλευτεί, να αποθηκεύσει τον περισσό πλούτο του. Τον ύπνο του τον είχε χάσει προ πολλού. Ξαφνικά, ξανασκέφτηκε και αποφάσισε τη λύση. Θα μεγάλωνε τις καταθέσεις του, τις αποθήκες του, και μετά η ζωή του θα ήταν σκέτη απόλαυση.
Το ίδιο βράδυ – τι κρίμα! – πλάι στη νεκρική του κλίνη κάποιοι πανηγύριζαν την κληρονομιά που απέκτησαν άκοπα! Με οίκτο κοιτούσαν το λυπημένο νεκρό πρόσωπό του. Όλα γι’ αυτόν τέλειωναν εδώ…
………..
Ήταν πολύ φτωχό το κοινόβιό τους. Συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα απολύτως αναγκαία για τους μοναχούς. Πλησίαζε το Πάσχα. Τίποτα δεν έδειχνε να αλλάζει. Ούτε πρόσφορο για την αναστάσιμη θεία Λειτουργία μπορούσαν να έχουν, ούτε λόγος γινόταν για αναστάσιμη τράπεζα.
Η ανησυχία των μοναχών συμπλεκόταν με τη λύπη. Μόνο ο γέροντάς τους δεν συμμεριζόταν ούτε την ανησυχία ούτε τη λύπη τους. Η πίστη γέμιζε ελπίδα στο Θεό την ψυχή του. Έδωσε εντολή να είναι έτοιμο για τη νυχτερινή θεία Λειτουργία το άγιο Βήμα, μα και η μοναστική τράπεζά τους. Ακατανόητη πίστη, αλήθεια!
Ο ήλιος πήγαινε να σβηστεί, όταν χτύπησε η πόρτα του μοναστηριού. Ανοίγοντας την πόρτα ο πορτάρης ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του. Μαζεύτηκαν κι άλλοι μοναχοί κοντά του. Ένας άγνωστος με δύο βαρυφορτωμένες καμήλες στεκόταν αμήχανος, συνεσταλμένος στο κατώφλι, και σύντομα τους εξήγησε:
– Πήγαινα σε μια σκήτη, εδώ κοντά σας. Μα, έξω από την πόρτα σας τα ζώα μου σταμάτησαν και αρνούνται να προχωρήσουν. Σκέπτομαι μήπως ο Θεός θέλει να αφήσω σε σας τα λίγα αυτά τρόφιμα.
Και ολοπρόθυμα κι ευγνώμονα τ’ άφησε… Λίγα; Τους έφτασαν ως την Πεντηκοστή! Και πρόσφορα και όλα τα αγαθά για τις γιορτινές μέρες.
– Μεγάλη η πίστη του οσίου γέροντά μας, έλεγαν και ξαναέλεγαν οι μοναχοί.
Και θαύμαζαν την πίστη και την ελπίδα του οσίου Θεοδοσίου, του γέροντά τους, που στήριζε πάντα τη ζωή τους όλη, την πρόσκαιρη και τη μέλλουσα, στην αγάπη του Θεού.
Κυριακή του άφρονος πλουσίου. Στον καθένα μας μένει να σταθεί με περίσκεψη, με σύνεση, και να μιμηθεί το φρόνημα του «άφρονα» ή του «πλούσιου».
Ε. Βερονίκη
Από το περιοδικό: «Η Δράση μας», Νοέμβριος 2018, Τεύχος 563

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.